Η Μάντω Οικονομίδου στο Νομισματικό Μουσείο. Χαρακτήρ είναι ο τίτλος του τιμητικού τόμου-αφιερώματος που προσφέρθηκε το 1977 στην επίτιμη Διευθύντρια του Νομισματικού Μουσείου, Μάντω Οικονομίδου. Ο αμφίσημος τίτλος, που παραπέμπει βέβαια στη νομισματική, δηλώνει παράλληλα και τη σπανιότητα που αναγνώριζαν στο χαρακτήρα της Μάντως Οικονομίδου οι πολλοί μαθητές, φίλοι και συνάδελφοι που της αφιέρωσαν τα άρθρα τους (έκδοση ΤΑΠΑ). Έχοντας σπουδάσει Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, η Μάντω Οικονομίδου εξειδικεύτηκε με υποτροφία στην Αμερικανική Νομισματική Εταιρεία της Νέας Υόρκης. Μελέτησε επίσης Νομισματική στο Cabinet des Médailles στο Παρίσι, στο Heberden Coin Room του Ashmolean Museum της Οξφόρδης, στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου και στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου. Το κατώφλι του Νομισματικού διάβηκε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1953 και επί έξι χρόνια εργάστηκε εκεί εθελοντικά. Το 1959 τοποθετήθηκε Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων στη Νομισματική Συλλογή, τη διεύθυνση της οποίας ανέλαβε το 1964. Μετά από τριακονταετή διευθυντική θητεία αποχώρησε τον Ιούνιο του 1994, έχοντας περάσει πάνω από 40 χρόνια στην οδό Τοσίτσα. Κι όμως, το 2009, κατάφερε να χωρέσει μια ολόκληρη ζωή σε ένα μικρό αυτοβιογραφικό βιβλιαράκι που επιγράφεται Τοσίτσα 1. «Τίποτα δεν γίνεται χωρίς συνεργασία, τίποτα δεν γίνεται χωρίς αγάπη», μας είπε. Εκθέσεις, συνέδρια, αναρίθμητες τιμητικές διακρίσεις διεθνώς. Πνεύμα οργανωτικό και ανοικτό σε κάθε νεωτερισμό, στελέχωσε το Νομισματικό με νέους επιστήμονες και οδήγησε πολλούς άλλους σε δημοσιεύσεις και διδακτορικές διατριβές προτείνοντας υλικό από το τεράστιο απόθεμα του Μουσείου. Πεδία δράσης πολλαπλά: ταξινόμησε το αρχείο του 19ου αιώνα με την ιστορία του Μουσείου, ξεκίνησε τις ηλεκτρονικές καταγραφές, τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Ως προς την ανάλυση νομισμάτων, έθεσε τις βάσεις για τη συνεργασία του Μουσείου με το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και το Πολυτεχνείο Κρήτης. Πολύτιμο για τους ερευνητές αποδείχθηκε το Αρχείο Νομισματικής Κυκλοφορίας (ΑΝΚ), που τηρείται στο Μουσείο και αποτελείται τόσο από ανασκαφικά νομίσματα όσο και από καταγραφές ιδιωτικών συλλογών και κατασχέσεων. Με μεγάλη συγκίνηση το περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες δημοσιεύει τη συνέντευξη που παραχώρησε η Μάντω Οικονομίδου στην Αγγελική Ροβάτσου το καλοκαίρι του 2014, λίγους μήνες πριν από το θάνατό της.
Μεγάλος πύργος στο ανατολικό τμήμα της οχύρωσης του οικισμού του Κάστρου. Παρά τη δημοσιότητα που έχει λάβει παγκοσμίως ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, το ίδιο το νησί παραμένει σχετικά άγνωστο. Στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρείται μια ιστορική περιδιάβαση του δύσβατου τόπου που βρίσκεται ανάμεσα στην Κρήτη και στα Κύθηρα. Σταθμοί της τα ίδια τα ευρήματα και οι επιγραφές.
Η «Υψηλή Γέφυρα Σερβίων» και η τοπική κοινότητα Νεράιδα. Άποψη από νότια. Η λειτουργία του Υδροηλεκτρικού Σταθμού Πολυφύτου της ΔΕΗ, από το 1974 και μετά, είχε ως αποτέλεσμα τα νερά της τεχνητής λίμνης να κατακλύσουν το νότιο τμήμα της λεκάνης Κοζάνης-Σερβίων, αλλοιώνοντας ριζικά το ποτάμιο οικοσύστημα του Αλιάκμονα και των άμεσα συνδεδεμένων με αυτό ρεμάτων, και καταστρέφοντας την ιδιαίτερου κάλλους παραποτάμια περιοχή. Μαζί τους κατακλύστηκε ή αποκαλύφθηκε βίαια και διαβρώθηκε το σύνολο σχεδόν των υλικών καταλοίπων του παραποτάμιου πολιτισμού, σηματοδοτώντας μία από τις μεγαλύτερες πολιτισμικές καταστροφές, σε πανελλήνια τουλάχιστον κλίμακα.
Η θέση Κασιάνη Λάβας από ανατολικά. Στο λόφο οικιστικά κατάλοιπα της Αρχαιότερης Νεολιθικής, της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και της Ελληνιστικής εποχής. Δυτικά του λόφου το φυσικό πέρασμα του Σαρανταπόρου. Η κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα αποτελεί μια πυκνοκατοικημένη περιοχή ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική και καθ’ όλη τη διάρκεια των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων, ενώ η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή ανάγεται στην Παλαιολιθική εποχή. Σε όλες τις εποχές παρατηρείται έντονη μετακίνηση εντός της κοιλάδας, η θέση κατοίκησης μεταβάλλεται συχνά και συνήθως μεταφέρεται σε όμορα πλατώματα ή λοφίσκους, όπου και μπορεί κανείς, συχνά με σχετική ευκολία, να ανιχνεύσει τη συνέχεια της κατοίκησης.
Αλμυρός Αίγειρας: Ταφή στο εσωτερικό σαρκοφάγου. Με πυκνή και συνεχή κατοίκηση από τη Νεολιθική εποχή ως τις μέρες μας, η παραλιακή ζώνη από τα σημερινά σύνορα της Αχαΐας με την Κορινθία μέχρι το Αίγιο κρύβει ιδιαιτέρως σημαντικά ευρήματα που αλλάζουν ριζικά την εικόνα που είχαμε ως τώρα για την περιοχή.
Ζωόμορφο ειδώλιο από τον Βρύσινα. Η κορυφή του Βρύσινα είναι πολύ κοντά σε κατοικημένες περιοχές αλλά η ίδια δεν είναι κατοικήσιμη. Πολύ συχνά κρύβεται στα σύννεφα, σχεδόν πάντα δέρνεται από αέρηδες, και πηγές νερού υπάρχουν πολύ πιο χαμηλά. Επομένως μια μόνιμη κατοίκηση είναι σχεδόν αδύνατη. Γι’ αυτό η ανθρώπινη παρουσία δεν είναι διαχρονική. Απαντά σε μεγάλο βάθος χρόνου αλλά σποραδικά, και πιθανότατα είναι εποχιακή. Συνδέεται με φαινόμενα εξαιρετικά του ανθρώπινου βίου, έκτακτης προσέλευσης και επιβεβαίωσης συλλογικότητας, όπως π.χ. με τακτές τελετουργίες ή έκτακτες συγκεντρώσεις.
Ανθρωπόμορφο γυναικείο ειδώλιο από τον Βρύσινα. Στα επτά χρόνια της ανασκαφής του Ιερού Κορυφής του Βρύσινα ήρθαν στο φως ποικίλα κεραμεικά αγγεία πόσης και εστίασης που χρησιμοποιούνταν για τελετουργικούς σκοπούς, αλλά και μεγάλος αριθμός πήλινων ειδωλίων, κυρίως ζωόμορφων. Ανάμεσα στα ευρήματα ξεχωρίζει η παλαιοανακτορική λίθινη τετράπλευρη σφραγίδα που φέρει εγχάρακτα σημεία της μινωικής ιερογλυφικής γραφής.
Άποψη της βόρειας πλευράς του Καθολικού της Κόκκινης Εκκλησιάς. Η Παναγία Βελλά κτίστηκε στα τέλη του 13ου αιώνα και γνώρισε την ύψιστη ακμή της κατά την περίοδο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου. Ιδρύθηκε στη στρατηγικής σημασίας οδική αρτηρία που ένωνε την Άρτα με τα Τρίκαλα και την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Αν και αφιερωμένος στο Γενέσιο της Θεοτόκου, ο ναός είναι πιο γνωστός ως Κόκκινη Εκκλησιά.
Τέμπη. Επιχρωματισμένη λιθογραφία, A. Ortelius, 1590. Η Κοιλάδα των Τεμπών αποτελεί πόλο έλξης των περιηγητών για περισσότερα από 2.000 χρόνια. Η γειτνίαση με τον μυθικό Όλυμπο, η σχέση της με πλήθος επεισοδίων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκεί, αλλά και το ειδυλλιακό φυσικό κάλλος της καθιστούσαν επιβεβλημένο το «προσκύνημα» από κάθε ταξιδιώτη της Ελλάδας.
Χάλκινη κεφαλή Κόρης, που βρέθηκε στην Ονιθέ Γουλεδιανών. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Στην περιοχή Ονιθέ, ΝΑ από το σημερινό Ρέθυμνο και σε απόσταση 18 χλμ. απ’ αυτό, βρίσκεται μια αρχαία, αταύτιστη πόλη. Η ονομασία της δεν είναι γνωστή αλλά, απ’ ό,τι, φαίνεται, καταλάμβανε το ΝΑ τμήμα της επικράτειας της αρχαίας Ρίθυμνας. Ο ερειπιώνας της Ονιθές έχει κατά καιρούς ταυτιστεί με τις αρχαίες πόλεις Οσμίδα και Φαλάννα. Η ακμή της πόλης τοποθετείται στα αρχαϊκά χρόνια (7ος-6ος αι. π.Χ.), όμως ίχνη ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται από τη Νεολιθική εποχή (4η χιλιετία π.Χ.) και, με ορισμένα κενά, φτάνουν ως τις μέρες μας. Πρόσβαση στην Ονιθέ εξασφαλίζει το περιφερειακό οδικό δίκτυο που οδηγεί από το Ρέθυμνο στο χωριό Γουλεδιανά και, στη συνέχεια, ένας αγροτικός δρόμος που διαμορφώνεται στα βόρεια του οροπεδίου της Ονιθές. Το οροπέδιο έχει σχήμα τριγωνικό, με την κορυφή του τριγώνου προς το νότο, όπου συναντάται και το μεγαλύτερο υψόμετρο. Το πλάτωμα αποτελεί, κατά βάση, μια προεξοχή στις νότιες υπώρειες του όρους Βρύσινα, το οποίο κυριαρχεί με τον όγκο του στην ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου. Προς νότο, ανατολικά και δυτικά η περιοχή της Ονιθές απολήγει σε εξαιρετικά απότομες πλαγιές, γεγονός που την καθιστά φυσικά οχυρή θέση.
O καθηγητής Αγαμέμνων Τσελίκας στη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου της Αλεξανδρείας. Φωτ.: Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο του ΜΙΕΤ. Kαθηγητής Αγαμέμνων Τσελίκας. Aποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως υπότροφος του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας ειδικεύτηκε στην ελληνική και λατινική παλαιογραφία, ιδιαίτερα στα ελληνικά χειρόγραφα του 15ου και 16ου αιώνα, υπό την επίβλεψη του Μ. Μανούσακα. Με υποτροφία του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) συνέχισε την έρευνά του στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού και τις παλαιογραφικές σπουδές του στην παρισινή École Pratique des Hautes Études. Διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Από το 1980 προΐσταται του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ). Το 1984 οργάνωσε ελεύθερο Σεμινάριο Ελληνικής Παλαιογραφίας, το οποίο έκτοτε έγινε θεσμός στο ΜΙΕΤ. Διδάσκει Ελληνική Παλαιογραφία ως επισκέπτης καθηγητής στο Φιλολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Πάτρας, στο τμήμα Ιστορικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα και στο τμήμα Πολιτιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Μπολόνια - Ραβένα. Μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει 150 παλαιογραφικές αποστολές σε βιβλιοθήκες, από τη Βουδαπέστη και τη Σόφια ώς την Αλεξάνδρεια, τα Ιεροσόλυμα, τη Δαμασκό και το Σινά. Έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 150 άρθρα-μελέτες σε θέματα παλαιογραφίας. Έχει τιμηθεί με τον Σταυρό του Ταξιάρχου του Παναγίου Τάφου από τον πατριάρχη Διόδωρο, για την ταξινόμηση του Αρχείου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και τη δημοσίευση του καταλόγου του, καθώς και από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο Β΄ με το οφφίκιο του νοταρίου για το έργο του στη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Ζώμινθος: χάλκινο ειδώλιο σεβίζοντος, από τον Χώρο 28. Είναι χτισμένο στα 1.200 μ. υψόμετρο, εκτείνεται σε 1.600 τ.μ. και διαθέτει περισσότερους από 58 ισόγειους χώρους: το κεντρικό κτήριο της Ζωμίνθου φαίνεται πως το κατοικούσαν άρχοντες, μέλη της δυναστείας της Κνωσού, που ήλεγχαν από εκεί το Ιδαίο Άντρο, το ιερότερο σπήλαιο της Κρήτης. Έκτοτε γνώρισε πολλούς ενοίκους, Μυκηναίους, Ρωμαίους και Βυζαντινούς, Ενετούς και Τούρκους, ώσπου να το σκεπάσει η Ιδαία Γη και αιώνες μετά, το 1982, να αρχίσει να το φέρνει ξανά στο φως η σκαπάνη του ζεύγους Σακελλαράκη.
Πλωτινόπολη: η κεντρική παράσταση του ψηφιδωτού. Ο Θραξ ιππεύς, η χρυσή προτομή του Σεπτίμιου Σεβήρου, πολύχρωμα ψηφιδωτά από λίθο και υαλόμαζα που παριστάνουν τη Λήδα και τον κύκνο, τους άθλους του Ηρακλή. Ίχνη προϊστορικών χρόνων, υπόκαυστο λουτρού, πηγάδι και θάλαμος. Κι άλλα πολύχρωμα ψηφιδωτά που απεικονίζουν τον Έβρο και την πόλη, τον «κόμβο του Σολομώντα», θίασους θαλάσσιους με ιχθυοκένταυρους, Νηρηίδες και ερωτιδείς που ιππεύουν δελφίνια. Παρ' όλα τα πολύτιμα ευρήματα, ένα ερώτημα περιμένει ν' απαντηθεί: μόλις 2 χλμ. από τον ποταμό Έβρο, πάνω σε ποια πόλη ίδρυσε ο αυτοκράτορας Τραϊανός την Πλωτινόπολη για να τιμήσει τη γυναίκα του Πλωτίνη;
Κάτω Μπράβας Βελβεντού. Πήλινο ειδώλιο γυναικείας μορφής, από λάκκο-αποθέτη. Η μέχρι σήμερα αρχαιολογική έρευνα στους παραποτάμιους αλλά και στους πιο υπερυψωμένους οικισμούς της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα έφερε στο φως μια μεγάλη σειρά αρχαιολογικών ευρημάτων και πληροφοριών, που σκιαγραφούν την εικόνα της κατοίκησης στην περιοχή από την προϊστορική περίοδο μέχρι και το τέλος της αρχαιότητας. Οι περισσότεροι οικισμοί εντοπίζονται σε υπερυψωμένα παραποτάμια πλατώματα ή λοφίσκους, πολύ συχνά δίπλα σε μεγάλα ρέματα, από τα οποία και υδροδοτούνταν. Συγκέντρωση και διαχρονική κατοίκηση παρατηρείται σε περιοχές που βρίσκονται πάνω στους οδικούς άξονες, σε συνάρτηση πάντα με τα ποτάμια περάσματα. Όλες οι ανασκαφές υπαγορεύτηκαν από σωστικούς λόγους. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων πρόκειται για θέσεις που έχουν διαβρωθεί σε ποικίλο βαθμό από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου.
Μικροσκοπικά ειδώλια ανθρώπινων μορφών που φορούν ζώμα και χειρονομούν με τον ίδιο τρόπο: α) ΑΜΡ 16671, β) ΑΜΡ 16672. Οι ανασκαφές του 1972-73 στον Βρύσινα απέδωσαν ένα εντυπωσιακό και δυσανάγνωστο πλήθος θραυσμάτων, κατακερματισμένων μορφών από πηλό, εύθραυστων ανθρωπόμορφων κεφαλών και σωμάτων, μέσα από το οποίο, χάρη στις κοπιώδεις προσπάθειες των αρχαιολόγων, άρχισαν σιγά σιγά να αναδύονται συγκεκριμένοι ρυθμοί και τάσεις, μέθοδοι πηλοπλαστικής και αισθητικές προτιμήσεις των τεχνιτών, μια ολόκληρη αφηγηματική γλώσσα που αναπόφευκτα υποδηλώνει τις αντιλήψεις και την εικόνα του μινωικού ανθρώπου.
Αναθηματικό ανάγλυφο με παράσταση της απολλώνιας τριάδας. Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας, αρ. ευρ. Γ1. Οι πρόσφατες ανασκαφές στην κοιλάδα των Τεμπών φέρνουν στο φως νέες αρχαιολογικές θέσεις, πλουτίζοντας τις γνώσεις μας για την ιστορία μιας περιοχής, στην οποία λατρεύτηκαν ιδιαίτερα ο Ποσειδώνας, ο Απόλλωνας και η Άρτεμη.
«Τoto», η κούκλα πριν από τη συντήρηση (ΠΛΙ, αρ. ευρ. 2005.18.0004). Ο Γάλλος Toto, η Γερμανίδα Florodora και τρεις ακόμα κούκλες από τη συλλογή παιχνιδιών του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, έχοντας γεννηθεί πριν από εκατό περίπου χρόνια και με εμφανή τα σημάδια της ηλικίας τους, παραδόθηκαν στις φροντίδες του Τμήματος Συντήρησης του Μουσείου Μπενάκη. Μηχανική κούκλα ο Toto, της οικογενείας των bisque child dolls η Florodora, μας πάνε πίσω στα τέλη του 19ου - αρχές του 20ού αιώνα και στους κατασκευαστές παιχνιδιών στο Παρίσι και τη Θουριγγία. Οι συντηρητές, προκειμένου να εντοπιστούν τα προβλήματα και οι ενδεικνυόμενες θεραπευτικές τεχνικές, γδύνουν τις κούκλες και μας αποκαλύπτουν τα υλικά κατασκευής, τους μηχανισμούς που τους προσθέτουν κίνηση, τη σφραγίδα του κατασκευαστή.
«Ευρωζώνη», έργo της Αννέττας Καπόν, 2012. Από την αρχαιότητα, η φορολόγηση της γης, του εμπορίου, των μεταφορών, των φυσικών πόρων, ο φόρος υποτελείας, η κοπή νέων νομισμάτων υπήρξαν κάποια από τα μέσα για να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες οικονομικές καταστάσεις. Η υποτίμηση, η απαξίωση του νομίσματος ήταν κάποιες από τις λύσεις που αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν η Αθηναϊκή Δημοκρατία με τα πονηρά χαλκία αλλά και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με τα δηνάρια και τους αντωνιανούς, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία με τους απαξιωμένους σόλιδους και το σύγχρονο ελληνικό κράτος με την υποτίμηση της δραχμής.
Xάλκινο νόμισμα του Γεωργίου Α΄, 1869. © Τράπεζα της Ελλάδος, Νομισματική Συλλογή, αρ. ευρ. BG-ThB389. Από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι την έναρξη του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στα ευρωπαϊκά κράτη και τις ΗΠΑ τα νομίσματα ήταν συνδεδεμένα με την αξία των πολύτιμων μετάλλων. Η περιφερειακή ελληνική οικονομία, μέλος της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης, από ποια θέση βρέθηκε να ατενίζει τη β΄ φάση της Βιομηχανικής Επανάστασης που απογειώνεται στις οικονομικά εύρωστες χώρες της Ευρώπης;
Φόλλις του Αναστασίου Α΄, 491-518, Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο (αρ. ευρ. ΝΜ 1892/3 Λ΄ 404). Η θεμελιώδης νομισματική του μεταρρύθμιση, το 498, ορίζει και τη συμβατική απαρχή της βυζαντινής νομισματικής. Υπήρξε άραγε αυτό που ονομάζεται «δολάριο του Μεσαίωνα»; Το βυζαντινό χρυσό νόμισμα, ο σόλιδος, παρέμεινε σταθερός τόσο σε βάρος (4,5 γρ.) όσο και σε περιεκτικότητα χρυσού, στα 24 καράτια, μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα. Από τη δεκαετία του 1030 όμως, αρχίζει η σταδιακή και καταστροφική του απαξίωση, συνυφασμένη με τη γενικότερη παρακμή της αυτοκρατορίας.
«Ο άρχοντας της Ασίνης». Μυκηναϊκοί χρόνοι. Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου. Στη δυτική ακτή της Αργολίδας, μεταξύ του απάνεμου κόλπου του Τολού και της παραλίας της Πλάκας Δρεπάνου, προβάλλει η χερσόνησος Καστράκι, η οποία έχει ταυτιστεί με την Ασίνη του Ομήρου, του Στράβωνα και του Παυσανία. Στα βορειοδυτικά ενώνεται με τη στεριά με ομαλή πλαγιά. Εδώ, στην «Κάτω Πόλη» των ανασκαφέων, οι έρευνες έφεραν στο φως πυκνά στρώματα κατοίκησης διαφορετικών περιόδων. Οικιστικά, λατρευτικά και ταφικά κατάλοιπα έχουν ανασκαφεί στην κορυφή του λόφου ή «ακρόπολη» καθώς και σε θέσεις γύρω από αυτόν. Η περιοχή κατοικήθηκε ήδη από την Πρωτοελλαδική περίοδο. Σημαντικά είναι τα κατάλοιπα των οικισμών των μεσοελλαδικών, μυκηναϊκών και γεωμετρικών χρόνων. Μετά το 700 π.Χ. περίπου, η Ασίνη έπεσε σε παρακμή καθώς βρέθηκε στο στόχαστρο του γειτονικού Άργους, το οποίο επιτέθηκε στον οικισμό, οδηγώντας τους κατοίκους σε φυγή. Η πόλη θα ακμάσει ξανά από το τέλος του 4ου αι. π.Χ., εποχή που κτίζονται τα εντυπωσιακά μέχρι σήμερα τείχη. Η φυσική αμυντική θωράκιση της θέσης, η γειτνίαση με τη θάλασσα και η προστασία από τους ανέμους θα συνεχίσουν να αποτελούν κίνητρο για εγκατάσταση και κατά τους μεταχριστιανικούς αιώνες. Τα ελληνιστικά τείχη της πόλης θα ενισχύονται και θα επιδιορθώνονται από τους κατά καιρούς διεκδικητές του Αιγαίου, με πρόσφατο παράδειγμα τη μετατροπή του λόφου σε ιταλικό οχυρό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα εκτεταμένα οχυρωματικά έργα εκείνης της περιόδου προκάλεσαν σε μεγάλο βαθμό την καταστροφή των αρχαίων καταλοίπων, τα οποία Σουηδοί αρχαιολόγοι είχαν φέρει μερικά χρόνια νωρίτερα στο φως. Η πρόσβαση στην αρχαία Ασίνη γίνεται μέσω του επαρχιακού δρόμου που οδηγεί από το Ναύπλιο στο Τολό. Αμέσως μετά το σύγχρονο χωριό της Ασίνης, οδικές πινακίδες κατευθύνουν τον επισκέπτη προς το Καστράκι/Αρχαία Ασίνη, οδηγώντας τον μπροστά στα τείχη της αρχαίας πόλης.
Ο Kαθηγητής Αγαμέμνων Τσελίκας. Kαθηγητής Αγαμέμνων Τσελίκας. Aποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως υπότροφος του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας ειδικεύτηκε στην ελληνική και λατινική παλαιογραφία, ιδιαίτερα στα ελληνικά χειρόγραφα του 15ου και 16ου αιώνα, υπό την επίβλεψη του Μ. Μανούσακα. Με υποτροφία του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) συνέχισε την έρευνά του στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού και τις παλαιογραφικές σπουδές του στην παρισινή École Pratique des Hautes Études. Διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Από το 1980 προΐσταται του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ). Το 1984 οργάνωσε ελεύθερο Σεμινάριο Ελληνικής Παλαιογραφίας, το οποίο έκτοτε έγινε θεσμός στο ΜΙΕΤ. Διδάσκει Ελληνική Παλαιογραφία ως επισκέπτης καθηγητής στο Φιλολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Πάτρας, στο τμήμα Ιστορικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα και στο τμήμα Πολιτιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Μπολόνια - Ραβένα. Μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει 150 παλαιογραφικές αποστολές σε βιβλιοθήκες, από τη Βουδαπέστη και τη Σόφια ώς την Αλεξάνδρεια, τα Ιεροσόλυμα, τη Δαμασκό και το Σινά. Έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 150 άρθρα-μελέτες σε θέματα παλαιογραφίας. Έχει τιμηθεί με τον Σταυρό του Ταξιάρχου του Παναγίου Τάφου από τον πατριάρχη Διόδωρο, για την ταξινόμηση του Αρχείου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και τη δημοσίευση του καταλόγου του, καθώς και από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο Β' με το οφφίκιο του νοταρίου για το έργο του στη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Το β΄ μέρος της συνέντευξης του Αγαμέμνονα Τσελίκα. Το πρώτο μέρος είχε δημοσιευθεί στο τεύχος 120 (Απρίλιος 2016) του περιοδικού.
Άγ. Θωμάς Μεσολογγίου. Ειδώλια από τον αποθέτη. Νέοι οικισμοί, άγνωστα νεκροταφεία, αγροτικές και εργαστηριακές εγκαταστάσεις, αγροτικά ιερά συγκαταλέγονται στα νέα δεδομένα που έχουν ήδη αλλάξει τον αρχαιολογικό χάρτη της περιοχής.
Ειδώλιο «ταυροκαθάπτη» από το Δωμάτιο Α. To μεγάλο μυκηναϊκό κτηριακό συγκρότημα που ανασκάφηκε στα Μέθανα περιλαμβάνει ένα χώρο με αποκλειστικά λατρευτική χρήση. Μαζί με τα πολυάριθμα ζώδια που παριστάνουν βοοειδή, βρέθηκαν και εντυπωσιακά σύνθετα ειδώλια: «ταυροκαθάπτες», ιππείς, άρματα με έναν ή δύο επιβάτες, βοοειδή που σέρνουν άμαξα με οδηγό. Ένας από τους «ταυροκαθάπτες», σε μια παράσταση μοναδικής σύλληψης, απεικονίζει πιθανότατα ανδρική θεότητα που σχετιζόταν στενά με τους ταύρους. Οι ιππείς παραπέμπουν επίσης σε ανδρική θεότητα, που ίσως θεωρείτο ως ο δαμαστής και ο προστάτης των αλόγων. Θραύσματα ομοιώματος πλοίου και ένα μεγάλο όστρεο τρίτωνα δείχνουν ότι ο θεός του ιερού είχε σχέση και με τη θάλασσα. Λατρευόταν εδώ στα μυκηναϊκά χρόνια ο κυρίαρχος, στους ιστορικούς χρόνους, θεός της Τροιζηνίας, ο Ποσειδώνας;
Ειδώλιο μακρύκερου βοδιού από το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα. Φωτ.: Ν. Δασκαλάκης. Από τα πανηγύρια που οργανώνονταν στον Βρύσινα γύρω στο 1700 π.Χ. έμειναν ζωικά κατάλοιπα από τα οποία, σε συνδυασμό με το πλήθος των ζωόμορφων ειδωλίων, αντλούμε στοιχεία για το ρόλο των ζώων στη λατρεία. Τα διαμελισμένα σφάγια, κομμένα σε ατομικές μερίδες, μαγειρεύονταν σε χύτρες και διανέμονταν στους πανηγυριστές. Βρέθηκαν κατάλοιπα από αιγοπρόβατα, χοίρους, αγελάδες, σκύλους και, από τον παράκτιο χώρο, ψάρια και ένα κοχύλι πορφύρας. Καθώς το 99% των ειδωλίων αναπαριστούν βοοειδή, ενώ παράλληλα η κατανάλωση βοοειδών στον Βρύσινα είναι μειωμένη, τίθεται το ερώτημα των δεσμών ανάμεσα στην αγροτική οικονομία και τη θρησκεία.
Μονή Ελληνικών Θουρίας. Ιδιοκτησία Φιλιόπουλου. Άποψη από δυτικά του χώρου όπου βρίσκεται η βάση του ελαιοπιεστηρίου. Τα κατάλοιπα των αρχαίων ελαιοτριβείων που εντοπίστηκαν στη Θουρία είναι οι πρώτοι ασφαλείς μάρτυρες της ελαιοπαραγωγής στη Μεσσηνία κατά την αρχαιότητα.
Robert A. Mc Cabe, Το γεφύρι της Άρτας (1961). Πρόκειται για το πιο γνωστό —ίσως— γεφύρι του ελληνικού χώρου. Το γεφύρι της Άρτας, εκτός από σημαντικό μνημείο ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, λόγω του τρόπου κατασκευής του και των θρύλων που το περιβάλλουν, αποτελεί και αξιόλογο τοπόσημο της περιοχής.
Αττική ερυθρόμορφη πελίκη που ήρθε στο φως στη διάρκεια των ανασκαφών στην Κοιλάδα των Τεμπών. Η κατασκευή του οδικού άξονα Πειραιώς–Αθηνών–Θεσσαλονίκης–Ευζώνων (ΠΑΘΕ) οδήγησε στη διενέργεια σωστικών ανασκαφών στα Τέμπη (2010–2013), στις δύο εισόδους της Κοιλάδας. Στη δυτική είσοδο, θέση Χάνι Κοκόνας, αρχιτεκτονικά και κινητά ευρήματα μαρτυρούν την ύπαρξη ιερού της Κυβέλης συλλατρευόμενης πιθανόν εδώ με την Άρτεμη. Στην ανατολική είσοδο, θέση Φύλλα Γκιόλια, αποκαλύφθηκε το οργανωμένο αρχαϊκό νεκροταφείο της πόλης των Μαγνήτων, Ομόλιον.
Τούρλα Γουλών. Ανασκαφή διαβρωμένου νεκροταφείου της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Εγχυτρισμός σε ταφικό πίθο. Η διαχρονική προσέγγιση των ταφικών δεδομένων από την περιοχή της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου και τον άλλοτε παραποτάμιο χώρο καλύπτει την απόσταση που χωρίζει τη Νεολιθική εποχή από τους χριστιανικούς χρόνους. Θίγονται θέματα όπως: ο ενταφιασμός εντός των οικισμών και η εμφάνιση εκτεταμένων οργανωμένων νεκροταφείων έξω από τους οικισμούς και μακριά τους, οι δύο κυρίαρχες ταφικές πρακτικές του ενταφιασμού και της καύσης, η τυπολογική ποικιλία των τάφων.
Έργο του αρχιτέκτονα-φωτογράφου Βελισσάριου Βουτσά. Οι οικονομικές κρίσεις δεν είναι φυσικά καινούργιο φαινόμενο στην Ιστορία. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν δύσκολες οικονομικές καταστάσεις, έχουν χρησιμοποιηθεί, από την αρχαιότητα ήδη, ποικίλα μέσα. Η φορολόγηση της γης, του εμπορίου, των μεταφορών, των φυσικών πόρων, ο φόρος υποτελείας, η κοπή νέων νομισμάτων είναι κάποια από αυτά. Η υποτίμηση, η απαξίωση του νομίσματος ήταν ορισμένες από τις λύσεις που αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν η Αθηναϊκή Δημοκρατία με τα πονηρά χαλκία αλλά και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με τα δηνάρια και τους αντωνινιανούς, ενώ οι Σελευκίδες ίδρυσαν 70 πόλεις με σκοπό τη συγκέντρωση φόρων σε χρήμα για να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες του στρατού.
Σεπτίμιος Σεβήρος (193–211 μ.Χ.). Aureus, έκδοση 202 μ.Χ. Απεικονίζεται όλη η αυτοκρατορική οικογένεια. Στον εμπροσθότυπο ο αυτοκράτορας και στον οπισθότυπο η σύζυγός του Ιουλία Δόμνα και τα δύο του τέκνα, Γέτας και Καρακάλλας. Βάρος: 7,26 γρ. Η καθαρότητα του μετάλλου και το βάρος των χρυσών νομισμάτων δεν είχε αλλάξει από την εποχή του Νέρωνα. NAC 92, 23–24 May 2016, 608. Τα νομίσματα συνεισφέρουν σημαντικά στην ερμηνεία των οικονομικών κρίσεων της αρχαιότητας. Καθώς η αξία του αρχαίου νομίσματος από ευγενή μέταλλα ήταν εγγενής, για να αντιμετωπιστεί μια οικονομική κρίση αρκούσε η υποτίμηση, δηλαδή η κοπή λιποβαρών νομισμάτων ή η πρόσμιξη των ευγενών μετάλλων με ευτελέστερα. Η υποτίμηση δεν απέκλειε βέβαια την παράλληλη αύξηση της φορολογίας. Οι νομισματικές μεταρρυθμίσεις, που σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν και πολιτικό αντίκτυπο, έπληξαν κατά καιρούς τόσο τους αριστοκράτες όσο και τη μεσαία τάξη.
Ο Αλέξανδρος Γ΄ στον εμπροσθότυπο αργυρού τετράδραχμου. Νομισματική Συλλογή Alpha Bank 5556. Η τεράστια διαφορά κλίμακας είναι αυτό που διακρίνει τα ελληνιστικά βασίλεια και την οικονομία τους από τις πόλεις–κράτη. Όσο μεγαλύτερη η εδαφική έκταση, τόσο μεγαλύτερη η στρατιωτική δαπάνη. Ο στρατός πληρωνόταν με νόμισμα, το οποίο έπρεπε να έρθει στα ταμεία του κράτους μέσω της φορολογίας. Ενδιέφερε η είσπραξη φόρου σε χρήμα, όχι σε είδος. Το νόμισμα —χρυσό, αργυρό, χάλκινο— κυκλοφορούσε στις αγορές των πόλεων. Και οι Σελευκίδες ίδρυσαν γι’ αυτόν το σκοπό πάνω από 70 πόλεις.
Τμήμα μαρμάρινης στήλης από την Ακρόπολη. Παρατίθενται κατάλογοι με τις ετήσιες εισφορές σε άργυρο (φόρος της εξηκοστής) των μελών της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας προς τη θεά Αθηνά (439/8–432/1 π.Χ.). Αθήνα, Επιγραφικό Μουσείο, αρ. ευρ. EM 6857+6648. Στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (413–404 π.Χ.) η Αθήνα βρέθηκε σε μείζονα οικονομική κρίση. Οι Σπαρτιάτες τής απέκλεισαν την πρόσβαση στα μεταλλεία του Λαυρίου. Τα μέλη της Αθηναϊκής Συμμαχίας έπαψαν να καταβάλλουν τις εισφορές τους. Η συντριβή στην εκστρατεία της Σικελίας ήταν ολοσχερής. Οι Αθηναίοι παίρνουν έκτακτα μέτρα: από την Ακρόπολη αφαιρούν το περίβλημα των επτά από τα οκτώ χρυσά αγάλματα Νικών, όπως και άλλα αναθήματα. Παράλληλα εκδίδουν υπόχαλκα νομίσματα που έχουν ωστόσο την αξία των αργυρών: «πονηρά χαλκία» τα ονομάζει ο Αριστοφάνης.
Το Κάστρο Χλεμούτσι. Ο αρχαιολογικός χώρος κάστρου Χλεμούτσι βρίσκεται στο χωριό Κάστρο του Δήμου Ανδραβίδας–Κυλλήνης της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας, στο δυτικότερο ακρωτήριο της Πελοποννήσου, μεταξύ Κυλλήνης και Λουτρών Κυλλήνης. Το Χλεμούτσι είναι χτισμένο στο ψηλότερο σημείο της περιοχής, στην κορυφή του λόφου Χελωνάτα. Από τη στρατηγική και περίοπτη θέση του δεσπόζει σε όλη την πεδιάδα της Ηλείας, εποπτεύοντας παράλληλα τη νότια Αχαΐα, το Ιόνιο πέλαγος και τις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας.
Χαράλαμπος Μπούρας. Φωτ.: Σωκράτης Μαυρομμάτης. Το 2009 η Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, εγκαινιάζοντας τη σειρά «Τιμής Ένεκεν», εκδίδει τις ομιλίες που αφιέρωσαν στον Χαράλαμπο Μπούρα στις 8 Μαΐου 2007 οι Μανόλης Κορρές, Σταύρος Μαμαλούκος, Δημήτρης Φιλιππίδης, Μάνος Γ. Μπίρης, Μάρω Καρδαμίτση–Αδάμη και Cyrill Mango. «Πάντα πίστευα πως το μυαλό του είναι φτιαγμένο με ειδικό τρόπο, κάποιο μοντέλο μηχανής τούρμπο, που αντί για το κουβάρι που όλοι εμείς οι υπόλοιποι προσπαθούμε να διαφεντέψουμε, εκείνου είναι απίστευτα τακτικό και καλοστρωμένο, όπως τα εργαλεία σ’ ένα χειρουργείο» καταθέτει ο Δ. Φιλιππίδης. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τον Μπούρα «ένα σπάνιο παραδείσιο πτηνό που έτυχε να βρεθεί στα μέρη μας». Ο Μ. Κορρές αναφέρεται κυρίως στον Μπούρα–αναστηλωτή, ειδικό της προστασίας και συντήρησης των ιστορικών μνημείων, στον Μπούρα–δάσκαλο. Ξεχωρίζουμε τη μελέτη με τα 107 σχέδια για την αναστήλωση της άρτι ανεσκαμμένης στοάς στο ιερό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας, την οποία ο Χ. Μπούρας άρχισε τον Οκτώβριο του 1960 και κατέθεσε τον Οκτώβριο του 1962. «Σημειωτέον ότι» σημειώνει ο Μ. Κορρές, «τότε ο Μπούρας, ως Διευθυντής Αναστηλώσεων, βρισκόταν κάθε μέρα στο γραφείο του στο Υπουργείο Παιδείας, και στη Βραυρώνα πήγαινε τα απογεύματα». Στη μελέτη του αυτή ο Χ. Μπούρας σημείωνε: «Απαραίτητος προϋπόθεσις της αναστηλώσεως του μνημείου είναι η δυνατότης επαναφοράς αυτού εις την θέσιν (κατάστασιν) εις την οποία ευρέθη (η περίφημη αρχή της αναστρεψιμότητος)». Και εδώ σημειωτέον ότι η παλαιότερη διατύπωση της Αρχής της Αναστρεψιμότητας (Reversibility) σε επίσημο έγγραφο θα γίνει το 1963 στον καταστατικό χάρτη του American Institute of Conservation, ενώ από τη Χάρτα της Βενετίας (1964) λείπει. Μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, ο Χ. Μπούρας εκπονεί δεύτερη διατριβή για τα βυζαντινά σταυροθόλια με νευρώσεις, η καταγωγή των οποίων έως τότε θεωρείτο φράγκικη. Από το 1966 έως το 1973/74, καθηγητής στο ΑΠΘ, διδάσκει Ιστορία της Αρχιτεκτονικής. Αντίστοιχο διδακτικό αντικείμενο θα υπηρετήσει και στο ΕΜΠ τα χρόνια 1974–1999. «Σχεδόν όλοι οι εν ενεργεία σήμερα Έλληνες αρχιτέκτονες αναστηλωτές είναι μαθητές του Χαράλαμπου Μπούρα και, όπως λένε, εκείνος διέπλασε την επιστημονική τους προσωπικότητα και τα ιδανικά τους» προσθέτει ο Μ. Κορρές. Τη συμβολή του Χ. Μπούρα στη μελέτη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής, πεδίο στο οποίο έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της έρευνάς του, παρουσιάζει ο Σ. Μαμαλούκος. Οι δημοσιευμένες μελέτες του ξεπερνούν τις εκατό, ανάμεσά τους οκτώ βιβλία, περί τα σαράντα άρθρα σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά, περίπου τριάντα μελέτες σε συλλογικούς τόμους και πρακτικά επιστημονικών συναντήσεων. Οι χωροχρονικές ενότητες των ερευνών του αφορούν την αρχιτεκτονική α) της Κωνσταντινούπολης και των περιοχών της άμεσης επιρροής της (Χίος κ.ά. νησιά του Αιγαίου), β) της λεγόμενης Μεσοβυζαντινής Ελλαδικής Σχολής, γ) του Δεσποτάτου της Ηπείρου, δ) την αρχιτεκτονική και τέχνη της Λατινοκρατίας, στην οποία διέκρινε την αμιγώς δυτική μεσαιωνική αρχιτεκτονική από τη φραγκοβυζαντινή αρχιτεκτονική, και ε) την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική των μετά την Άλωση χρόνων. Από τις συνθετικές του μελέτες ξεχωρίζουν τα Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής (τόμ. 2). «Είναι μια συνοπτική ιστορία της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής» σημειώνει ο συγγραφέας. «Όχι μόνον της Βυζαντινής και της Ευρωπαϊκής έως τον 15ο αιώνα, αλλά και του Ισλαμικού κόσμου και της Τουρκοκρατίας, που διετήρησαν τον μεσαιωνικό τρόπο σκέψεως αλλά και “παραγωγής” της αρχιτεκτονικής έως τα νεώτερα».
«Σύμβολο» εξαγωνικού σχήματος. 26 χιλιοστά. Όψη α: Προτομή ιερέα κατά μέτωπο. Όψη β: Δύο ανθρώπινες μορφές. Πιθανώς σκηνή συμποσίου. Στα αριστερά διακρίνεται αποτύπωμα ιδιωτικής σφραγίδας. Στο έξεργο επιγραφή. Αρ. ΝΜ 214/2005. Επιγραφικό και Νομισματικό Μουσείο, Αθήνα. Το Νομισματικό Μουσείο φιλοξενεί μια ιδιότυπη ομάδα αρχαίων τεχνουργημάτων, τα οποία αναγνωρίζονται ως σύμβολα (tesserae) της Παλμύρας. Πρόκειται για πήλινα πλακίδια σε ποικίλα και ιδιόμορφα σχήματα, με έκτυπες παραστάσεις συνήθως και στις δύο όψεις και με επιγραφές στην αραμαϊκή. Πιθανότατα χρησιμοποιούνταν για την πρόσβαση σε τελετουργικά γεύματα ή για τη διανομή φαγητού μετά από θυσίες. Χρονολογούνται ανάμεσα στον 1ο και τον 3ο αι. μ.Χ. και παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τις θεότητες της Παλμύρας και τη σημιτική θρησκευτική ιστορία γενικότερα.
Ψήφισμα της πόλης των Δελφών: Tο 159/8 π.Χ. απονεμήθηκαν τιμές σε έναν ξένο ευεργέτη της πόλης των Δελφών. Αργότερα το όνομα και η εθνικότητά του απολαξεύτηκαν, γεγονός που ισοδυναμεί με καταδίκη σε λήθη (Μ.Δ. 3798). Από τους χιλιάδες ενεπίγραφους λίθους που έχουν βρεθεί στους Δελφούς επιλέχθηκαν 52 πιο αντιπροσωπευτικοί, προκειμένου να εκτεθούν και να αναδείξουν το εύρος της δραστηριότητας του ιερού και τη σημασία του ως πανελλήνιου κέντρου. Παρουσιάζονται επιγραφές αναθηματικές, έμμετρες, αφιερώματα και ψηφίσματα της Δελφικής Αμφικτυονίας, οικονομικές πράξεις, αγωνιστικές επιγραφές, καθώς και επιτύμβιες.
Τοπίο με αρχαιότητες του Ολλανδού ζωγράφου Herman Posthumus (γεν. 1512/13). Στην επιγραφή παράθεμα από τον Οβίδιο (Μεταμορφώσεις 15, 234–5): «Χρόνε που καταβροχθίζεις τα πράγματα και συ μισητή αρχαιότητα, όλα τα καταστρέφετε». Η ύπαρξη μιας μηχανής του χρόνου θα καθιστούσε άραγε περιττή την αρχαιολογική έρευνα; Καθώς η αρχαιολογία εξετάζει καταρχήν τον υλικό πολιτισμό και προσπαθεί να συνάγει συμπεράσματα μέσα από αυτόν για τους πολιτισμικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και άλλους μετασχηματισμούς στην ιστορία του ανθρώπου, βασικό μέλημα της επιστήμης είναι ο τρόπος με τον οποίο ο χρόνος εγγράφεται στα αντικείμενα που φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Τελικά, πόση απόσταση υπάρχει ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν; Μήπως το βλέμμα του αρχαιολόγου είναι αυτό που δημιουργεί το παρελθόν, ακριβώς όπως το βλέμμα της Γοργούς;
Κτερίσματα από το νεκροταφείο της Λιμναίας. Το δεύτερο τμήμα της Ιόνιας οδού και δύο ακόμα οδικοί άξονες που συνδέονται μαζί της αλλάζουν τα δεδομένα της αρχαίας τοπογραφίας στην περιοχή της Β–ΒΔ Αιτωλοακαρνανίας. Οι αρχαιότητες εκτείνονται χρονολογικά από την Πρωτογεωμετρική περίοδο έως και την Πρωτοβυζαντινή εποχή, περιλαμβάνοντας νέα στοιχεία για τις αρχαίες πόλεις που βρίσκονται στη νότια και ανατολική ακτή του Αμβρακικού Κόλπου και την ύπαιθρο χώρα τους, ενώ αποκαλύπτουν τη συνέχεια της κατοίκησης στην περιοχή κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες.
Φωτογραφική άποψη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (1889). Το 1834, ο πρώτος αρχαιολογικός νόμος προβλέπει την ίδρυση «Κεντρικού Δημόσιου Μουσείου διά τας αρχαιότητας» με έδρα την Αθήνα. Κλασικιστές Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες εκπονούν ακατάπαυστα επί 30 χρόνια μελέτες και σχέδια. Τις αντιγνωμίες για τη θέση του Μουσείου τερματίζει η δωρεά 62 περίπου στρεμμάτων από την Ελένη Τοσίτσα τον Μάρτιο του 1866. Στις 3 Οκτωβρίου 1866, τίθεται ο θεμέλιος λίθος του Κεντρικού Μουσείου το οποίο, δύο χρόνια αργότερα, μετονομάζεται «Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον».
Μεσοβυζαντινό πανδοχείο, ναός και κτιριακό συγκρότημα του 4ου-3ου αι. π.Χ. Στο στενό μέρος της Κοιλάδας των Τεμπών, εκεί όπου κατά τις μαρτυρίες των περιηγητών παρουσιαζόταν επιτακτική η ανάγκη για ανάπαυση, ήρθε στο φως ένα στενόμακρο κτίριο των βυζαντινών χρόνων, πιθανόν πανδοχείο της περιόδου. Στα ανατολικά του, αποκαλύφθηκαν τα λείψανα βυζαντινού ναού και πλήθος τάφων επιμελημένης κατασκευής, ενώ στη δυτική έξοδο της Κοιλάδας εντοπίστηκαν κατάλοιπα παλαιοχριστιανικού οικισμού. Οι πρώτες έρευνες στην περιοχή οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο πιθανότατα για θέση προσκυνήματος σε έναν σημαντικό σταθμό της αρχαίας οδικής αρτηρίας.
Αντικρίζοντας τη «Νυχτερινή Περίπολο» του Rembrandt στο δίκαια πολυβραβευμένο Rijksmuseum στο Άμστερνταμ. Φωτ.: Αρχείο Μ. Μούλιου. «Ο λόγος για τον οποίο δεν έχουν γραφεί οδηγίες χρήσης λεξικών ή μουσείων είναι επειδή θα ισοδυναμούσαν με οδηγίες χρήσης του ανθρώπινου νου» σημειώνει ο Robert Harbison στο βιβλίο του Eccentric Spaces (2000). Μία από τις βασικότερες προκλήσεις της μουσειολογικής επιστήμης, εκτός από τη διεπιστημονικότητα, είναι η ευρύτητα του πεδίου γνώσης και έρευνας, σκέψης και αντίληψης που απαιτείται για τη λειτουργία του μουσείου και την κατανόησή του ως φαινομένου. Το 1999, το περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες φιλοξένησε το πρώτο αφιέρωμά του στη Μουσειολογία (τχ. 70–73), ενώ 15 χρόνια μετά (2014–15) παρουσίασε στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του ένα δεύτερο, σε επιμέλεια της γράφουσας, το οποίο εστίασε σε βασικά πεδία της σύγχρονης μουσειολογικής έρευνας και πρακτικής. Στο διάστημα μεταξύ των δύο αφιερωμάτων πολλά άλλαξαν στην Ελλάδα —και εξακολουθούν να αλλάζουν—, τόσο στα θεσμικά όργανα και τις νομοθετικές ρυθμίσεις για τον πολιτισμό, την οργάνωση και τη λειτουργία των μουσείων, όσο και στην ίδια την κοινωνία και την οικονομία της γνώσης και του πολιτισμού. Από το σύνολο των δεκαπέντε άρθρων του δεύτερου αφιερώματος αναδημοσιεύονται στο παρόν τεύχος —σε βραχύτερη εκδοχή— τρία κείμενα, τα οποία συμπυκνώνουν προβληματισμούς για το παρελθόν και το μέλλον των μουσείων και του μουσειακού επαγγέλματος.
Εκπαιδευτική επίσκεψη προπτυχιακών φοιτητών Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, στο πλαίσιο σεμιναριακού μαθήματος μουσειολογίας. Φωτ.: Αρχείο Μ. Μούλιου. Η συγγραφέας επενδύει με τη θεωρητική της κατάρτιση τα δεδομένα που προέκυψαν από μια πρωτότυπη ερευνητική της πρωτοβουλία: Προκειμένου να χαρτογραφήσει τις επαγγελματικές πορείες των μουσειολόγων στην Ελλάδα, να ανιχνεύσει τους παράγοντες που καθόρισαν τη μουσειολογική τους κατάρτιση, την επαγγελματική τους εξέλιξη και το σημερινό προσωπικό τους μουσειολογικό στίγμα, προώθησε σχετικό ερωτηματολόγιο, το οποίο συμπλήρωσαν πλήρως 82 μουσειολόγοι που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας. Το εύρος των σχολίων τους συγκροτεί ένα εντυπωσιακό υλικό με βαρύνουσα σημασία στη μελέτη της πορείας της μουσειολογίας στην Ελλάδα.
To Μουσείο Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας, στο Βανκούβερ του Καναδά. Φωτ.: Μ. Μούλιου. Ποιος είναι ο ρόλος των εθνογραφικών μουσείων στον 21ο αιώνα; Πώς τα μουσεία αυτά, προϊόντα της αποικιοκρατίας που ήθελε τη Δύση μοναδικό πρωταγωνιστή στην παραγωγή της γνώσης, μπορούν να ανταποκριθούν στις πολιτικές, κοινωνικές και δημογραφικές προκλήσεις της εποχής μας; Πώς κατασκευάζουν και πραγματεύονται την εθνοτική και πολιτισμική ετερότητα σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, πληθυσμιακών μετακινήσεων, άμβλυνσης των διαφορών, αλλά και έντονης ανάπτυξης του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας;
Άποψη της έκθεσης «The Museum Show», Arnolfini, 2011, © Arnolfini. Φωτ.: Jamie Woodley. Με έμπνευση τον Μάη του ’68 καλλιτέχνες από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού εστίασαν την αμφισβήτηση και τις ιδεολογικές τους ανησυχίες στην «παραγωγή» των έργων τέχνης, στους θεσμούς που τα πλαισιώνουν και εκτιμούν την αξία τους, και στο χώρο των μουσείων, στους τρόπους με τους οποίους αυτά συγκροτούν και αναδεικνύουν τις συλλογές τους. Από τις συζητήσεις αναδύθηκε στα τέλη του ’80 η Θεσμική Κριτική, κίνημα τέχνης με αντίκτυπο στη θεσμική μεταρρύθμιση του μουσείου και στον γόνιμο διάλογο ανάμεσα στους μουσειολόγους και τους καλλιτέχνες.
Αεροφωτογραφία του Κάστρου των Ιωαννίνων. Το Κάστρο Ιωαννίνων με τη διαχρονική ιστορία του αποτελεί ένα εμβληματικό μνημείο της ομώνυμης πόλης. Είναι κτισμένο σε μια μικρή χερσόνησο που προβάλλει στη λίμνη Παμβώτιδα και περιέβαλλε τον οικιστικό πυρήνα της πόλης. Το Κάστρο διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Η χάραξή του ακολουθεί σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου. Ο οχυρωματικός περίβολος, προσαρμοσμένος στις υψομετρικές καμπύλες του εδάφους, έχει ύψος που κυμαίνεται σήμερα από τα 8,85 μ. έως και τα 13,69 μ. Στο εσωτερικό του διαμορφώνονται δύο οχυρές ακροπόλεις: η βορειοανατολική, όπου σήμερα δεσπόζει το τζαμί του Ασλάν πασά, και η νοτιοανατολική, που είναι περισσότερο γνωστή ως Ιτς Καλέ.
Το λογότυπο του περιοδικού. Με το τεύχος 123 εγκαινιάζουμε την πολιτική του περιοδικού για δημοσίευση αποκλειστικά πρωτότυπου υλικού από το 2017. Στα εσώφυλλα παρουσιάζουμε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, ένα πρωτοποριακό μουσείο που προσαρμόζεται στις ανάγκες του κοινού και καλλιεργεί την αγάπη για τον πολιτισμό. Ο εκδότης Άδωνις Κ. Κύρου, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, μιλά για την ισόβια σχέση πάθους που έχει με την αρχαιολογία και για τον τρόπο με τον οποίο αυτή συνδυάστηκε με τη δημοσιογραφία. Με χαρά σάς συστήνουμε τη νέα μας στήλη με τίτλο «Ελλάδα εκτός Ελλάδος», στην οποία επιθυμούμε να προβάλουμε ίχνη που έχει αφήσει το αρχαίο ελληνικό παρελθόν εκτός των συνόρων της χώρας μας, τα οποία δεν είναι επαρκώς προβεβλημένα — είτε πρόκειται για αρχαιολογικούς χώρους είτε για εκθέματα σε συλλογές μουσείων του εξωτερικού. Η στήλη εγκαινιάζεται με την αρχαιολογική συλλογή του Μουσείου Λαπιντέρ στην Αβινιόν της Γαλλίας. Η Δρ Γεωργιάννα Μωραΐτου παρουσιάζει τους υαλοπίνακες των Κεγχρεών, τα πολύ εντυπωσιακά ευρήματα που ανασύρθηκαν από το βυθό της θάλασσας τη δεκαετία του 1960. Τα διακοσμητικά έργα δεν τοποθετήθηκαν ποτέ στη νεοπλατωνική σχολή για την οποία προορίζονταν. Η αρχαιολόγος Χριστίνα Παπαδάκη μάς ταξιδεύει στις κρυφές εορτές που λάμβαναν χώρα κατά τη θεμελίωση σημαντικών κτιρίων στη Νεοανακτορική Κρήτη. Οι εναποθέσεις που έχουν βρεθεί μας δίνουν πληροφορίες για τη διατροφή, τις πεποιθήσεις και τις δομές της εξουσίας στις προϊστορικές κοινωνίες του Αιγαίου. Στο άρθρο που ακολουθεί, οι ερευνητές ενάλιας αρχαιολογίας Δρ Γιώργος Κουτσουφλάκης, Δρ Θεοτόκης Θεοδούλου και Δρ Brendan Foley μάς παρουσιάζουν ένα βυζαντινό ναυάγιο του 12ου αιώνα που εντοπίστηκε στο Πελαγονήσι των Βόρειων Σποράδων. Επισκεπτόμαστε την Ακαδημία Πλάτωνος με τη βοήθεια των αρχαιολόγων Μανώλη Παναγιωτόπουλου και Τάνιας Χατζηευθυμίου, μέσα από την ιστορία της, το αρχαιολογικό ιστορικό της αλλά και τα υλικά κατάλοιπά της. H φιλόλογος και αρχαιολόγος Χαρά Θλιβέρη μάς εισάγει στη σύζευξη ανάμεσα στην αρχαιολογική μαρτυρία και την τέχνη του Γιάννη Ψυχοπαίδη. Τα υλικά κατάλοιπα της αρχαιότητας χρησιμοποιούνται από τον καλλιτέχνη ως σύμβολα μέσω των οποίων συνδιαλέγεται με την ιστορία. Η Δρ Έλια Πετρίδου υπογράφει το άρθρο που διερευνά το εάν και κατά πόσο οι μουσειακές εκθέσεις με θέμα τη μόδα συμβάλλουν στην εισβολή του καταναλωτισμού σε χώρους που σχετίζονται με την επίσημη κουλτούρα. Ακόμη, το τεύχος αυτό, όπως και το επόμενο, επιχειρεί να αναδείξει όψεις του λακωνικού πολιτισμού που άνθησε στη Σπάρτη και τη γύρω της περιοχή στα αρχαία, βυζαντινά και νεότερα χρόνια. Εδώ, ο Αρχαιολογικός Οδηγός της αρχαίας Σπάρτης, με τα πενιχρά κατάλοιπα ενός θρυλικού παρελθόντος (Χαρά Γιαννακάκη), προβάλλεται στον καμβά της σύγχρονης πόλης που ίδρυσε ο βασιλιάς Όθωνας (Γεωργία Κακούρου Χρόνη).
Ο Άδωνις Κύρου στο παλαιό γραφείο της «Εστίας». Συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, ο Άδωνις Κύρου επί σχεδόν 25 χρόνια κράτησε το τιμόνι της ιστορικής εφημερίδας «Εστία». Ωστόσο, από μικρός είχε δείξει μια έντονη κλίση και προς την αρχαιολογία. Τελικά εφήρμοσε την πατρική συμβουλή: «καὶ τοῡτο πράττειν, κἀκεῖνο μὴ ἀφιέναι». Δεινός περιπατητής, ιχνηλάτησε αρχαιότητες σε κάμπους και βουνά της Αττικής πριν επεκτείνει τις εξερευνήσεις του στα παράλια και τις βραχονησίδες του Αργοσαρωνικού. Από τα πολλά του ευρήματα, ίσως γνωστότερα είναι το σπήλαιο του Φράγχθι στην Αργολίδα, που κατοικήθηκε από την Ανώτερη Παλαιολιθική έως και τη Νεολιθική περίοδο, και το μινωικό ιερό κορυφής στα Κύθηρα, το πρώτο που βρέθηκε εκτός Κρήτης. Δικαίως οι αρχαιολόγοι τον έχουν επανειλημμένα και θαυμάσει και τιμήσει.
Η στήλη της Μυρτιάς. Περ. 400 π.Χ. Αρ. ΜΑ 806. Μουσείο Καλβέ. Από την ίδρυσή τους στη διάρκεια του 19ου αιώνα, μικρά και μεγαλύτερα μουσεία αδυνατούσαν να διανοηθούν την ύπαρξή τους χωρίς αντικείμενα από τους αρχαίους πολιτισμούς και κυρίως από τον ελληνορωμαϊκό. Αποσπασματικά και ελλειπτικά, τα μουσεία αυτά παρουσιάζουν εικόνες του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού ανάμεσα σε δείγματα άλλων αρχαίων πολιτισμών, όπως του αιγυπτιακού, του κινεζικού κ.ά. Τα τέχνεργα που εκτίθενται και ο τρόπος παρουσίασής τους καθορίζουν την πρώτη επαφή του δυτικού κοινού με την ελληνική αρχαιότητα. Η Αβινιόν, που ιδρύθηκε από Φωκαείς αποίκους της Μασσαλίας τον 6ο αιώνα π.Χ., φιλοξενεί μια αρχαιοελληνική συλλογή στο Μουσείο Lapidaire, το οποίο στεγάζει έργα λιθογλυπτικής και υπάγεται στο Μουσείο Calvet. Η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή όταν μεταφέρθηκε εκεί η έδρα της Παπικής εκκλησίας (14ος αι.). Κτίσμα του 17ου αιώνα, το μέγαρο Calvet αγοράστηκε τον 19ο αιώνα από τον δήμο και μετατράπηκε σε μουσείο για να στεγάσει τη συλλογή του Esprit Calvet. Η συλλογή περιλαμβάνει έργα ζωγραφικής και γλυπτικής από τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Βόρεια Ευρώπη (15ος–20ός αι.), έπιπλα και αντικείμενα διακοσμητικών τεχνών. Ιδιαίτερα πλούσια είναι και η αιγυπτιακή συλλογή του μουσείου. [Από τον πρόλογο της Δέσποινας Ευγενίδου, Επίτιμης Διευθύντριας του Νομισματικού Μουσείου]
Τμήμα του πίνακα αρ. 2 που αναπαριστά πτηνό. «Η ανακάλυψη ενός μόνο πίνακα του τύπου των Κεγχρεών θα είχε προκαλέσει ενθουσιασμό μεταξύ των ειδικών στο γυαλί. Η ανακάλυψη εκατό πινάκων τοποθετεί το εύρημα ανάμεσα στα σπουδαιότερα του αιώνα». (R. Brill, 1976)
Φουρνί Αρχανών: Εναπόθεση θεμελίωσης στον «Χώρο 9» του Κτηρίου 4. Αφορμή για την οργάνωση συλλογικών εορτών συμποτικού και συνεστιακού χαρακτήρα στην Κρήτη της 2ης χιλιετίας π.Χ. υπήρξε, μεταξύ άλλων, η θεμελίωση ή ανακατασκευή σημαντικών κτηρίων κοσμικού χαρακτήρα, όπως τα ανάκτορα. Τα υλικά κατάλοιπα αυτών των «κτηριακών εορτών» θησαυρίζονταν σε ειδικά διαμορφωμένους υπόγειους αποθέτες. Στο άρθρο παρουσιάζονται χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων αποθετών από τα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού, του Γαλατά και της Ζάκρου, το Μέγαρο Νίρου Χάνι και το Ταφικό Κτήριο 4 στο Φουρνί Αρχανών.
Η κύρια κεραμική απόθεση του βυζαντινού ναυαγίου. Στον θαλάσσιο δρόμο που ένωνε τον ελλαδικό χώρο με την Κωνσταντινούπολη ερευνήθηκε από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων ναυάγιο του 12ου αιώνα. Εντοπίστηκαν σιδερένια μέλη από τρεις τουλάχιστον διαφορετικές άγκυρες τύπου Υ, ενώ το κεραμικό φορτίο, που είχε υποστεί πολλαπλές θραύσεις, έδειχνε να αποτελείται αποκλειστικά από δύο τύπους αμφορέων. Η εξέταση αμφορέα του τύπου Günsenin IIb αποκάλυψε ίχνη τόσο από σταφύλια όσο και από ελαιόλαδο. Το ναυάγιο βρέθηκε στο ακρωτήριο Κάτεργο της Κυρα-Παναγιάς, πολύ κοντά στον περίκλειστο όρμο Πλανήτη. Ο Μέγας Εκκλησιάρχης Σιλβέστρος Συρόπουλος (1439) και τα πρώιμα νησολόγια μαρτυρούν την καίρια σημασία της θέσης αυτής.
Οι αίθουσες στο βόρειο άκρο της Παλαίστρας. Ο Αρχαιολογικός Χώρος της Ακαδημίας Πλάτωνος σήμερα είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των δύο αυτών κόσμων: του κόσμου της ανάγκης και του κόσμου ενός εκστατικού οράματος. Η δυνατότητα συνύπαρξης των δύο κόσμων όμως δεν χάθηκε ποτέ, γιατί οι διαστάσεις των επεμβάσεών τους στον τόπο ήταν ανεκτές, αφομοιώσιμες και υποφερτές και έτσι κατάφερε να διασωθεί μέχρι σήμερα η «ατμόσφαιρα» του τόπου ως συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο και ως κοινό αγαθό. Εδώ και λίγο καιρό αναμένεται στην περιοχή της Ακαδημίας μια γιγαντιαία εμπορική επένδυση, μια δραματική επέμβαση που παραβιάζει τις υποφερτές διαστάσεις που σιωπηρά τηρήθηκαν από τις αρχές του 20ού αι. μέχρι σήμερα. Επιστρέφοντας κι αυτή στο όνομα. Για λόγο εντελώς διαφορετικό αυτή τη φορά…
Γ. Ψυχοπαίδης, «Τα κάτω άκρα – μάθημα ιστορίας», 1996, 40x52x50 εκ. Αν η οικειότητα είναι ο χειρότερος εχθρός της κατανόησης, ποια η σχέση των σημερινών Ελλήνων με το αρχαίο τους παρελθόν; Αποσταθεροποιώντας τη συμβατική σχέση μας με την αρχαιότητα, μετατρέποντας την κλασική τέχνη σε σύγχρονη εικαστική γλώσσα, ο Ψυχοπαίδης εγκαινιάζει μια νέα πρόσληψη και διεκδικεί για τις αρχαιότητες την επιστροφή τους στο παρόν μέσα από τους όρους του παρόντος. Η αντισυστημική του τέχνη συνδυάζει στα έργα του την εικονογράφηση της Ποπ Αρτ με τις αρχαιοελληνικές μαρτυρίες που αποκτούν χαρακτήρα φετιχιστικών συμβόλων. Με την αρχαία τέχνη να δημιουργεί το ανθρωπογενές υπόβαθρο μιας πολιτικής διαμαρτυρίας, η σύγχρονη τέχνη καλείται να παίξει το ρόλο μιας αισθητικής αντιπολίτευσης.
Άποψη της έκθεσης «Catwalk». Φωτ.: Carola van Wijk. ©Rijksmuseum. Τις τελευταίες δεκαετίες ολοένα και περισσότερα μουσεία επιλέγουν να παρουσιάζουν, σε συνεργασία με γνωστούς οίκους, εκθέσεις σύγχρονης μόδας. Η πρακτική αυτή έχει προκαλέσει θετικά αλλά και αρνητικά σχόλια που αφορούν από τη μια την αύξηση της επισκεψιμότητας στα μουσεία και από την άλλη την ανησυχία περί εμπορευματοποίησης του πολιτισμού. Mε αφορμή την έκθεση «Catwalk» στο Rijksmuseum το 2016 και το συνέδριο που διοργανώθηκε στο πλαίσιο αυτής, επιχειρείται μια παρουσίαση του φαινομένου και των καταβολών του και αναπτύσσεται ένας προβληματισμός γύρω από τα ιδεολογικά δίπολα («θέαμα εναντίον περιεχομένου») που χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν την τάση αυτή.
Σπάρτη. Η οδός Λυκούργου τη δεκαετία του 1950. Συλλογή Γ. Γάββαρη. «Πρέπει να είτανε πολύ όμορφος και ελκυστικός ο Πάρις για να αρνηθεί η Ελένη έναν τέτοιο Παράδεισο». Στην τρυφερή κοιλάδα του Ευρώτα, στον ίσκιο που ρίχνει επιβλητικός ο Ταΰγετος, η πρώτη κατοίκηση ανάγεται στην 3η χιλιετία π.Χ. Για μας, η αρχαία Σπάρτη ταυτίζεται με τον Μενέλαο και την Ελένη, τον βασιλιά Λεωνίδα, το «ταν ή επί τας». Και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα είναι ομολογουμένως ευάριθμα. Με απόφαση του Όθωνα η νέα πόλη χτίστηκε πάνω στην παλιά. Η βαυαρική ρυμοτομία και ο νεοκλασικός ρυθμός χάρισαν στη Σπάρτη ιδιαίτερη γοητεία. Η σύγχρονη πόλη όμως υποφέρει: αισθητική υποβάθμιση, αλλοίωση του νεοκλασικού της χαρακτήρα, κακοποίηση του ζωτικού της περιβάλλοντος. Για την αναβάθμισή της αρκούν άραγε τα μουσεία που δημιουργήθηκαν; Δεν θα έπρεπε μάλλον ολόκληρη η Σπάρτη να αντιμετωπιστεί ως αρχαιολογικός χώρος;
Το θέατρο της αρχαίας Σπάρτης. Η ακρόπολη της αρχαίας Σπάρτης υπήρξε για αιώνες η καρδιά μιας ένδοξης και μοναδικής πόλης, μαρτυρώντας την αδιάλειπτη ιστορική και πολιτιστική της συνέχεια και την πορεία της από την ακμή προς τη λήθη. Τα υλικά κατάλοιπα της Σπάρτης, εμψυχωμένα από τα έργα και τις ιστορίες απλών ανθρώπων και γενναίων ανδρών που έζησαν στον τόπο, καθιστούν την περιήγηση στον πρόσφατα αναμορφωμένο και κατά τον Παυσανία «θέας ἄξιον» αρχαιολογικό χώρο της ακρόπολης της αρχαίας Σπάρτης μια ανεπανάληπτη αισθητική και εκπαιδευτική εμπειρία.
Το λογότυπο του περιοδικού. Θυμάμαι τη μέρα που πρωτοσυνάντησα την κυρία Ασπασία Λούβη. Είχε περάσει από το γραφείο να μας αφήσει κάποια βιβλία για να χρησιμοποιήσουμε στο άρθρο της για τον Μυστρά, τον Αρχαιολογικό Χώρο του τεύχους που κρατάτε στα χέρια σας. Προσπαθούσα να διατηρώ μια ισορροπία ανάμεσα στο να προσέχω τις επισημάνσεις της και να παρατηρώ την ίδια. Ήταν δύσκολο. Η Ασπασία Λούβη είναι μαγευτική. Είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις που η παρουσία του ανθρώπου μιλά από μόνη της και λέει τόσα πολλά, και θες ν’ ακούσεις. Είχα τη χαρά, στη συνέχεια, να τη συναναστραφώ σε ένα συνέδριο στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Μου έκανε την τιμή να με παρουσιάσει με τόσο ζεστό και προσωπικό τρόπο που με συγκίνησε βαθιά. Δειπνήσαμε μαζί εκείνη τη νύχτα και απόλαυσα το κάθε λεπτό. Η περήφανη Σπαρτιάτισσα που αγαπά να χαρακτηρίζεται από την ιδιότητά της ως βυζαντινολόγου μάς ταξιδεύει στον μυθικό και γεμάτο υψηλή τέχνη Μυστρά, με το φράγκικο κάστρο που μοιάζει να ίπταται πάνω από πολυάριθμες εκκλησίες. Εκτός απ’ τον Μυστρά, στις σελίδες του περιοδικού θα βρείτε πολλά ενδιαφέροντα και σημαντικά άρθρα, αδημοσίευτα μέχρι σήμερα. Είμαι σίγουρη ότι θα τα υποδεχτείτε με την προσοχή που τους αρμόζει. Αυτή τη φορά, όμως, σας καλώ ν’ αφήσετε για μια στιγμή την Αρχαιολογία στην άκρη. Η εποχή του χρόνου που μπορεί να μας κάνει περισσότερο να νιώσουμε παιδιά είναι εδώ. Το εξώφυλλό μας με κάνει να ονειροπολώ. Η μνήμη μου ταξιδεύει στα παιδικά βιβλία των πρώτων παιδικών χρόνων, και ειδικά σε ένα που είχε θέμα του το καλοκαίρι, με παιδιά που κάνουν μπάνιο στη θάλασσα και τρώνε με τα χέρια καρπούζι. Μην αφήσετε το καλοκαίρι να φύγει χωρίς να έχετε νιώσει έστω για μια στιγμή αυτή την ανεμελιά.
H Μάνθα Ζαρμακούπη. Η Μάνθα Ζαρμακούπη αποφοίτησε το 2000 από τη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Στο Harvard ολοκλήρωσε μετ’ επαίνων ένα διετές μεταπτυχιακό στην «Ιστορία και Θεωρία της Αρχιτεκτονικής». Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα την έφεραν πίσω στην Ευρώπη, συγκεκριμένα στον τομέα Κλασικής Αρχαιολογίας του Κολεγίου St John’s στην Οξφόρδη. Εκεί υποστήριξε το 2007 τη διδακτορική της διατριβή, μια αρχιτεκτονική και πολιτισμική μελέτη των ρωμαϊκών επαύλεων γύρω από τον κόλπο της Νάπολης (1ος αι. π.Χ.–79 μ.Χ.). Σήμερα ανήκει στο διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου του Birmingham. Ένα πυκνογραμμένο, δεκασέλιδο Βιογραφικό μαρτυρεί μια ακατάβλητη ερευνητική δραστηριότητα που εδράζεται στη διπλή της ιδιότητα, της αρχαιολόγου και της αρχιτέκτονος, και απλώνεται σε στεριά και θάλασσα. Σκιαγραφώντας το φάσμα των ενδιαφερόντων της, θα αναφέρουμε ενδεικτικά ότι συμμετείχε ως αρχιτέκτων πεδίου στην ανασκαφή του Ιωάννη Μυλωνόπουλου στο ιερό του Ποσειδώνα στον Ογχεστό της Βοιωτίας, στην ανασκαφή του R.R.R. Smith στην Αφροδισιάδα της Καρίας (Μ. Ασία). Έλαβε επίσης μέρος σε αναστηλωτικά προγράμματα στην Ελλάδα για μνημεία του 13ου–19ου αιώνα: εκκλησίες και μοναστήρια της Πάρου, φράγκικο κάστρο της Μονεμβασιάς, χωριά της Μάνης, βιομηχανικό συγκρότημα στον Πειραιά. Αρχιτέκτων τοπίου στους κήπους της έπαυλης Arianna A (Stabiae, κόλπος της Νάπολης), αρχιτέκτων πεδίου και αρχαιολόγος στη Δήλο, σε συνεργασία με τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Ως υποβρύχια αρχαιολόγος έλαβε μέρος στην έρευνα των Αλ. Μαζαράκη Αινιάνος και Δ. Κουρκουμέλη στο λιμάνι της αρχαίας Κύθνου. Κυρίως όμως καταδύεται στη Δήλο, συνδιευθύνοντας με την Αγγελική Σίμωσι, Προϊσταμένη της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, την υποβρύχια έρευνα της βορειοανατολικής πλευράς του νησιού. Από τις μελέτες της θα σταθούμε μόνο στα βιβλία: Ύστερα από το συνέδριο που οργάνωσε το 2007 στην Οξφόρδη, το 2010 εκδίδει με δική της επιμέλεια τον τόμο που προέκυψε από αυτό: Η Έπαυλη των Παπύρων στο Herculaneum: αρχαιολογία, πρόσληψη και ψηφιακή αναπαράσταση. Στη συμμετοχή της, «The virtual reality digital model of the Villa of the Papyri project», η Μάνθα Ζαρμακούπη παρουσιάζει το ψηφιακό μοντέλο εικονικής πραγματικότητας της Έπαυλης των Παπύρων, το οποίο ανέπτυξε η ίδια στο UCLA. Τώρα ετοιμάζει την επιμέλεια ενός άλλου τόμου με τίτλο: Ματιές στην πόλη: Μεταξύ αρχιτεκτονικών και αρχαιολογικών προσεγγίσεων (ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ, έκδοση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών). Το 2014 εκδίδεται από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις της Οξφόρδης, αναθεωρημένη, η διδακτορική της διατριβή: Ένας σχεδιασμός που αποβλέπει στην πολυτέλεια: επαύλεις και τοπία στον κόλπο της Νάπολης (περ. 100 π.Χ.–79 μ.Χ.). Δύο ακόμη μονογραφίες της βρίσκονται στα σκαριά: η πρώτη πραγματεύεται την ιδέα του τοπίου στις πολυτελείς ρωμαϊκές επαύλεις (The idea of landscape in Roman luxury villas), ενώ η δεύτερη σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας πόλης που αλλάζει, το εμπόριον δηλαδή της ύστερης ελληνιστικής Δήλου (Portrait of a city in change: the emporion of late Hellenistic Delos).
Άποψη της θεματικής έκθεσης για τα Ιερά. Πηγή φωτογραφίας: Ashmolean Museum. Περισσότερα από 1.100 αντικείμενα περιλαμβάνει μια από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες συλλογές εκμαγείων στη Μεγάλη Βρετανία, η συλλογή του πανεπιστημιακού μουσείου της Οξφόρδης Ashmolean. Τα πρώτα εκμαγεία της συλλογής αντιγράφουν έργα αναγνωρισμένα ως αριστουργήματα, όπως ο Λαοκόων και ο Απόλλωνας Belvedere. Από το 1885 και μετά η συλλογή άρχισε να εξυπηρετεί και τους διδακτικούς στόχους των μαθημάτων αρχαίας τέχνης και αρχαιολογίας και εμπλουτίστηκε με αντιπροσωπευτικά έργα τέχνης από διάφορες περιόδους και περιοχές (π.χ. από τη Θάσο, το Άργος, τη Ρώμη κ.α.).
Αμύκλες: Το σωζόμενο τμήμα της κρηπίδας του θρόνου. Τιμώντας τη σχέση του Απόλλωνα με τον Υάκινθο, οι Λάκωνες γιόρταζαν τα Υακύνθεια στο Αμυκλαίον, λίγο έξω από τη Σπάρτη, σ’ ένα τοπίο μαγευτικό που κατοικείτο ήδη από την Εποχή του Χαλκού. Το 2005 το Ερευνητικό Πρόγραμμα Αμυκλών ανέλαβε την περάτωση των ανασκαφών που είχαν ξεκινήσει στα τέλη του 19ου αιώνα, τη μελέτη και δημοσίευση παλαιών και νέων ευρημάτων και την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου.
Χάλκινο πτυκτό (αναδιπλούμενο) κάτοπτρο από το αρχαίο Χάλειον (το σημερινό Γαλαξίδι), 4ος αι. π.Χ. (Μ.Μ. 345). Σε μια στενή παράκτια λωρίδα γης στη βόρεια πλευρά του Κορινθιακού, συνορεύοντας με την ιερή χώρα των Δελφών, με τη Δωρίδα και την Αιτωλία, κατοικούσαν οι Εσπέριοι Λοκροί. Η Φωκίδα τούς χώριζε από τους ομοεθνείς τους, τους Οπούντιους Λοκρούς, που ήταν εγκατεστημένοι στην Εύβοια. Σημαντικά ανασκαφικά ευρήματα συμπληρώνουν τις φειδωλές γραπτές πηγές και φωτίζουν τη μακραίωνη ιστορία που τώρα μόλις ανακαλύπτουμε.
Εμπορειός. Λόφος Προφήτη Ηλία. Ο ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη. Φωτ.: Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Χίου. Ο κόσμος της αρχαίας Χίου αποτελούσε πάντοτε ένα αίνιγμα, έναν κόσμο ερμητικά κλειστό, κατά βάση άφαντο από τα βυζαντινά χρόνια και μετά. Επιπλέον, η φειδωλότητα των πηγών κάλυπτε με αχλύ το ήδη σκοτεινό τοπίο.
Ανισομερές σημείο με παράσταση Διονύσου που σηκώνει τον πέπλο της Αριάδνης, λινάρι και μαλλί (Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 7131_2). Τα υφάσματα που έφτιαξαν οι Κόπτες, οι χριστιανοί της Αιγύπτου, ακολουθούν στις υφαντικές πρακτικές την κοινή τεχνογνωσία που είχε αναπτυχθεί στην ανατολική Μεσόγειο πολλούς αιώνες πριν. Ως προς τις υφαντικές ύλες, το λινάρι και το μαλλί είχαν εντοπιότητα. Το μετάξι, που περνάει στο Βυζάντιο μετά τον 5ο αιώνα, θα μεταφερθεί στη Βόρεια Αφρική από τους Άραβες. Όσο για το βαμβάκι, διαδόθηκε στην Αίγυπτο και στη Μεσόγειο μετά την άφιξη των Αράβων, από τη γλώσσα των οποίων προέρχεται η λέξη cotton.
Γνάθος ενός Metailurus parvulus. Απομακρύνθηκε μέσα από το ίζημα της κοίτης όπως και άλλα οστά μετά από προσωρινή εκτροπή του νερού του ρέματος Βαλανάρη. Αφού συντηρήθηκε, εκτίθεται στο Παλαιοντολογικό Μουσείο Πικερμίου. Aνασκαφή 2010 στη θέση PV1. © Γ. Θεοδώρου. Τότε που η Αττική και η Εύβοια έμοιαζαν με σημερινό αφρικανικό τοπίο, τις διέσχιζαν κοπάδια από γαζέλες, αντιλόπες και άλλα βοοειδή, ιππάρια, μικρές ομάδες από αιλουροειδή και άλλα σαρκοφάγα και προβοσκιδωτά. Την πανίδα αυτή ζωντανεύουν οι παλαιοντολογικές ανασκαφές στο Πικέρμι και την Κερασιά.
Άποψη του Τάφου 2 κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του. Σωστική ανασκαφή πολύ κοντά στη σύγχρονη ακτογραμμή αποκάλυψε μεγάλο τμήμα του οικιστικού συνόλου της Κυπαρισσίας του 4ου αιώνα μ.Χ. Από τα σημαντικά ευρήματα, τις εντυπώσεις έκλεψαν οι χωριστές ταφές τεσσάρων νηπίων, ενός παιδιού και μιας ενήλικης γυναίκας μέσα στον οικισμό, κάτω από δάπεδα και κοντά σε τοίχους. Δεδομένου ότι ταφές εντός οικισμών ανήκουν σε πολύ πιο πρώιμες εποχές, η αποκάλυψη ενός τέτοιου φαινομένου στα ρωμαϊκά χρόνια αναζητεί την αρχαιολογική του ερμηνεία.
Αεροφωτογραφία του Μυστρά. Ένα φράγκικο κάστρο σαν τα άλλα της Πελοποννήσου έμελλε να γίνει η Βυζαντινή Καστροπολιτεία που τον τελευταίο ενάμιση αιώνα πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσε κέντρο δημιουργίας για την τέχνη, ελπίδας για τη συνέχεια και καταφυγής για τη διανόηση και την ηγεσία πριν από την παράδοση. Μπολιάστηκε με την υψηλή τέχνη της πρωτεύουσας, δημιούργησε ελπίδες για μια αναγέννηση και συνετρίβη από την ιστορική συγκυρία. Οι καταστροφές στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα έχουν δυσκολέψει περισσότερο το έργο της μελέτης του Μυστρά και των όσων έχει ακόμη να αποκαλύψει, ενώ ο χρόνος και η αδιαφορία αντιμάχονται ανελέητα τη διάσωσή του.
Το λογότυπο του περιοδικού. Ο Δεκέμβρης παραδοσιακά ανήκει στα Χριστούγεννα, στα αλεξανδρινά, τη θαλπωρή κάθε είδους, άρα και στα παραμύθια. Κάθε αφήγηση κι ένα νοερό ταξίδι, μια αναμόχλευση του υποσυνειδήτου, ένα παιχνίδι με τα όρια της αντίληψης. Τα παραμύθια κρύβουν σκοτεινές αλήθειες. Αφήνουν, όμως, χώρο και για την ελπίδα. Σκοτάδι και φως περιπλέκονται με τα στοιχεία των μύθων και γίνονται αδιαχώριστα μεταξύ τους. Όσο εξωτικό κι αν είναι το περιεχόμενό τους, το μείγμα αυτό μας είναι οικείο απ’ τη ζωή την ίδια. Οι έννοιες στο παραμύθι είναι κωδικοποιημένες και οι αλήθειες μεταμφιεσμένες, στο τέλος, όμως, βρισκόμαστε πάντα μπροστά στο επιμύθιο. Το ίδιο συμβαίνει και όταν κλείνει το αφήγημα της κάθε χρονιάς. Για όσους δεν ορίζουν τις χρονιές τους με τα καλοκαίρια, τώρα είναι η στιγμή για απολογισμούς και στοχοθετήσεις. Οι μεν απολογισμοί φέρνουν πιθανώς ικανοποίηση αλλά και μεταμέλειες, οι δε στόχοι και τα όνειρα αποτελούν πηγή αισιοδοξίας. Αναλογιζόμενη τον ρόλο του συναισθήματος στη ζωή μας, πιάνομαι από την κουβέντα του καθηγητή Άγγελου Χανιώτη στη συνέντευξη που μας παραχώρησε: ότι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του είναι η ανθρώπινη εμπειρία. Ο άνθρωπος και τα συναισθήματά του. Στο μυαλό μου έρχεται η κατεστραμμένη προτομή της παιδίσκης που βρέθηκε στη ρωμαϊκή έπαυλη στον Ισθμό της Κορίνθου. Το πρόσωπο του κοριτσιού έχει χαθεί, έχει διασωθεί μόνο το βλέμμα, η πεμπτουσία του προσώπου. Αυτό μας μιλά από τα βάθη του χρόνου. Μεταφέρει την ανθρώπινη εμπειρία από μια στιγμή απείρως απομακρυσμένη, αλλά, χάρη στην αρχαιολογία, ξαναγεννημένη. Να έχετε μια υπέροχη χρονιά.
Ο Άγγελος Χανιώτης. Φωτ.: Α. Γριμάνη. Ο καθηγητής Άγγελος Χανιώτης διδάσκει από το 2010 Αρχαία Ιστορία και Κλασικές Σπουδές στο Ινστιτούτο Ανώτατων Σπουδών του Πρίνστον (Institute for Advanced Study, Princeton). Στο πρόσωπό του συναντιούνται ο ιστορικός, ο αρχαιολόγος, ο επιγραφολόγος, ο φιλόλογος. Με το ερευνητικό του ενδιαφέρον στραμμένο στην Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου και της ρωμαϊκής Ανατολής, έχει αναδείξει ποικίλες όψεις της ανθρώπινης εμπειρίας σ’ εκείνα τα χρόνια, την κοινωνική, την πολιτισμική, τη θρησκευτική, τη νομική, την οικονομική. Συγγραφέας πολλών βιβλίων και άρθρων και κύριος εκδότης του Supplementum Epigraphicum Graecum (SEG), έχει μελετήσει θέματα όπως ο πόλεμος, η θρησκεία, η επικοινωνιακή πλευρά των τελετουργιών, οι στρατηγικές της πειθούς στον αρχαίο κόσμο. Τον τελευταίο καιρό η έρευνά του εστιάστηκε στα συναισθήματα, τη μνήμη και την ταυτότητα. Με την πρωτοτυπία τους, οι μελέτες του έθεσαν σημαντικά ερωτήματα στην επιστημονική κοινότητα, πυροδοτώντας διαλόγους που συνέβαλαν στη βαθύτερη κατανόηση όψεων της αρχαιότητας που δεν είχαν ποτέ πριν διερευνηθεί. Απόφοιτος του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου της Αθήνας, ο Άγγελος Χανιώτης συνεχίζει τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη. Η διδακτορική του διατριβή έχει τίτλο Ιστορία και ιστορικοί στις ελληνικές επιγραφές. Επιγραφική συμβολή στην ελληνική ιστοριογραφία. Το 1992 εκλέγεται στη Χαϊδελβέργη καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας αναλαμβάνοντας και υψηλά διοικητικά καθήκοντα. Ενδιαμέσως σπουδάζει και νομικά. Το 1996, αξιοποιώντας και τις νομικές του γνώσεις, εκδίδει στα γερμανικά το βιβλίο Οι συνθήκες μεταξύ κρητικών πόλεων στην Ελληνιστική εποχή. Θα αφιερώσει τέσσερα χρόνια στην έρευνα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης προτού περάσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Τα τελευταία χρόνια ερευνά ως αρχαιολόγος την Αφροδισιάδα της Μ. Ασίας. Το μόνο του βιβλίο στα ελληνικά, Θεατρικότητα και δημόσιος βίος στον ελληνιστικό κόσμο (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009), κερδίζει το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Δοκιμίου. Επιμελείται τον πρώτο τόμο (2012) και συνεπιμελείται με τον Pierre Ducrey τον δεύτερο (2014) μιας δίτομης έκδοσης με τον γενικό τίτλο Ξεσκεπάζοντας τα συναισθήματα (Unveiling Emotions), μιας ρηξικέλευθης προσέγγισης που αξιοποιεί τη μαρτυρία αρχαίων ιστοριογράφων και επιγραφών. Μόνο δειγματοληπτικά θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε το έργο του Άγγελου Χανιώτη με το 25σέλιδο βιογραφικό. Ας προσθέσουμε μόνο τα εξής λίγα: Τον Δεκέμβριο του 2014, εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Με τον εισιτήριο λόγο του, «Η ζωή των αγαλμάτων», έκλεψε την καρδιά όλων. Οι διεθνείς βραβεύσεις πολλές. Το 2014 ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας του απένειμε τον Σταυρό του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα. Χάρη σε «Έναν κόσμο συναισθημάτων», ο Άγγελος Χανιώτης έγινε γνωστός και στο ευρύ ελληνικό κοινό. Πρόκειται για την εξαιρετική έκθεση που συνδιοργάνωσε με τον επίτιμο διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Νίκο Καλτσά, και τον αν. καθηγητή στο Τμήμα Ιστορίας της Τέχνης και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης, Ιωάννη Μυλωνόπουλο. Η έκθεση παρουσιάστηκε φέτος [2017] στο Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο της Νέας Υόρκης (9 Μαρτίου–24 Ιουνίου) και στο Μουσείο της Ακρόπολης (18 Ιουλίου–19 Νοεμβρίου). Μόνο που το ελληνικό κοινό έμεινε με ένα παράπονο: αν και είχε εκδοθεί ελληνικός Κατάλογος, αυτός δεν ήταν διαθέσιμος στους επισκέπτες της έκθεσης.
Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου στο Πάριον. Φωτ.: Parion Excavations. Η πρώτη αποικία της Πάρου ιδρύθηκε στα μέσα ή στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. στην περιοχή της Τρωάδας, σε στρατηγική θέση με φυσικά λιμάνια και εύφορη γη. Τη μεγαλύτερη ακμή του το Πάριον εμφανίζει από τον 4ο αιώνα π.Χ. Τότε χρονολογείται και το διάσημο άγαλμα του Έρωτα που έφτιαξε για την πόλη ο Πραξιτέλης. Στον 2ο αιώνα μ.Χ., πριν αρχίσει η παρακμή, ανήκει η εξαιρετικής τέχνης μαρμάρινη κεφαλή της Αρτέμιδος που βρέθηκε στο ωδείο. Συστηματικές ανασκαφές από το 2005 αποκάλυψαν την αρχαία νεκρόπολη, το θέατρο, τα ρωμαϊκά λουτρά, το ωδείο, την Αγορά και τα καταστήματα.
Μαρμάρινο σύμπλεγμα Έρωτα και δελφινιού από διακόσμηση κρήνης, 2ος αι. μ.Χ. Μεγάλης έκτασης ρωμαϊκή έπαυλη ήρθε στο φως κατά τις πολυετείς ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1996 κοντά στο Λουτράκι, στη θέση Κατουνίστρα. Το πολυτελές συγκρότημα χρονολογείται στον 2ο αι. μ.Χ., είχε θέα στον Κορινθιακό και διέθετε εντυπωσιακό λουτρό. Ανήκε μήπως σε κάποιο γαιοκτήμονα ή ήταν η εξοχική κατοικία ενός πλούσιου εμπόρου ή κάποιου αξιωματούχου της τότε ρωμαϊκής αποικίας της Κορίνθου; Οπωσδήποτε όμως κτίστηκε την περίοδο ανάδειξης της πόλης σε εμπορικό κέντρο και παρήκμασε πιθανόν λόγω του καταστροφικού σεισμού του 551.
Σφραγιδόλιθος από αχάτη, από τον Τάφο 2. Η μεσοελλαδική ακρόπολη και οι τρεις θολωτοί τάφοι που ανασκάφηκαν στο λόφο Μεγάλη Μαγούλα, κοντά στον αρχαίο λιμένα Πώγωνα (επίνειο της Τροιζήνας), δείχνουν ότι εδώ πρέπει να βρισκόταν η προϊστορική Τροιζήνα. Οι έρευνες αποκάλυψαν μια πρώτη εικόνα της πατρίδας του Θησέα, που κρυβόταν πίσω από την αχλή του μύθου και έδωσαν νέα, πολύ σημαντικά στοιχεία για την αρχιτεκτονική εξέλιξη των θολωτών τάφων στη βορειοανατολική Πελοπόννησο.
Λινό, ανισομερές σημείο με βαφή κοχενίλλης (ΠΛΙ, αρ. ευρ. 2000.05.21). Ο Αριστοτέλης ονομάζει «ανθό» τον αδένα του μαλακίου που περιέχει τη βαφή της θαλασσινής πορφύρας. Ένδειξη πλούτου, κύρους και ισχύος, ήταν για τους αρχαίους ίσης αξίας με το χρυσάφι. Χιλιάδες κοχύλια όμως χρειάζονταν για να εξαχθούν λιγοστά γραμμάρια της πολύτιμης βαφής. Δημιουργήθηκαν έτσι απομιμήσεις της από φθηνότερα χρωστικά, ζωικής ή φυτικής προέλευσης, με τη βαφική μέθοδο του βρασμού με χρήση προστυμμάτων. Αντίθετα, η πορφύρα, όπως και το ινδικό, είναι βαφές αναγωγής και δεν αναλύονται στο νερό. Χρωστικά υποκατάστατα της πορφύρας ήταν το ριζάρι, η άγχουσα, το φύκι, οι λειχήνες, τα μούρα, το κρεμέζι και η κοχενίλλη.
Edward Burne–Jones, «Από τον κύκλο της Ωραίας Κοιμωμένης», 1890. Buscot Park, Oxfordshire. Ο Αριστοτέλης έλεγε πως η ψυχή δεν σκέφτεται χωρίς εικόνα. Αν αληθεύει ότι η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία μας, τότε εκείνη οφείλει να βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση για να είμαστε σε θέση να αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα. Το παραμύθι, με την αφήγηση και τη δημιουργία νοερών εικόνων, διευρύνει την αντίληψη της πραγματικότητας και του εαυτού. Χάρη σ' αυτό δημιουργήθηκε μια ιδιαίτερη εικαστική τέχνη που το εικονογραφεί ή εμπνέεται από τους ήρωες και τις ηρωίδες του.
Η μάχη δύο αρσενικών ελεφάντων σε περίοδο αναπαραγωγής είχε ως αποτέλεσμα να σπάσει ο δεξιός χαυλιόδοντας του ενός. Ζωγραφική αναπαράσταση: R. Bakker, επίβλεψη: D. Mol. Τοιχογραφία στο Τραμπάντζειο Γυμνάσιο, Σιάτιστα. Μέχρι τα μέσα της Πλειστοκαινικής περιόδου, προβοσκιδωτά, δηλαδή ελέφαντες, μαμούθ και μαστόδοντες, είχαν βρει στον ελλαδικό χώρο καταφύγιο από το δριμύ ψύχος που επικρατούσε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το παλαιοπεριβάλλον που χρειάζονταν έπρεπε να είναι δασώδες με ανοικτές εκτάσεις, πλούσια βλάστηση, πολλά νερά και θερμό κλίμα. Στην περιοχή της Σιάτιστας βρέθηκε ο απολιθωμένος γομφίος ενός στεγόδοντα, προβοσκιδωτού που εντοπίζεται για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Τα απολιθώματα των προβοσκιδωτών, ιδίως τα κρανία και τα γιγαντιαία οστά τους, έκαναν τεράστια εντύπωση στους αρχαίους, που πίστεψαν ότι προέρχονται από Κύκλωπες, γίγαντες ή δράκους, ενώ στους χαυλιόδοντες των ελεφάντων ο άνθρωπος σε όλες τις εποχές βρήκε μια πολύτιμη ύλη, πρόσφορη στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Κυκλική κατασκευή αρχαίου τριβείου στο Δημολιάκι. Ισχυρά διαταραγμένη, έχει συναρμολογηθεί από τεμάχια μαρμάρου. Το αυλάκι στην άνω επιφάνεια φέρει συνεχόμενες κοιλότητες και οι αρμοί του δεν έχουν στεγανοποιηθεί. Φωτογραφία του συγγραφέα. Φαίνεται ότι γύρω στο 260 π.Χ. άρχισε μια περίοδος παρακμής για τα μεταλλεία της Λαυρεωτικής που είχαν χρηματοδοτήσει την αθηναϊκή δημοκρατία. Ο Στράβων μαρτυρεί ότι στο τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. τα μεταλλεία είχαν επικεντρωθεί στην ανάκτηση αργύρου από την ανακύκλωση των απορριμμάτων που είχαν σωρευτεί στη διάρκεια των κλασικών χρόνων. Απαιτήθηκε όμως η δημιουργία μιας νέας τεχνολογικής εφαρμογής: Τα κυκλικά τριβεία παρέτειναν τις μεταλλουργικές δραστηριότητες των αρχαίων για δύο τουλάχιστον αιώνες.
Άποψη από εσωτερικά του κυρίως ιερού με τους εντυπωσιακού πάχους τοίχους του. Η σύνταξη ενός σύντομου και ταυτόχρονα περιεκτικού αρχαιολογικού–περιηγητικού οδηγού για το Νεκρομαντείο του Αχέροντα έχει διπλό στόχο: να βοηθήσει αρχικά τον αναγνώστη να γνωρίσει κάθε όψη του αρχαιολογικού χώρου και, στη συνέχεια, να του εξάψει το ενδιαφέρον ώστε να τον επισκεφθεί και να τον ανακαλύψει με τη δική του ιδιαίτερη ματιά, αλλά και με πολύτιμο βοήθημα τον συγκεκριμένο οδηγό. Εκτός όμως από τον αρχαιολογικό χώρο του Νεκρομαντείου, ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί στην ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας του Αχέροντα. Ακροβατώντας στο μεταίχμιο του κόσμου των νεκρών και των ζωντανών, θα θυμηθεί τη σχετική ομηρική περιγραφή του Κάτω Κόσμου. Θα έχει όμως και την ευκαιρία να δει αρκετές ακόμη θέσεις της αρχαίας Ηπείρου.