Αλχημιστής βασανιζόμενος δια να αποκαλύψη το μυστικόν του, 1541 Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στην Αλχημία ερευνάται η σχέση αυτής της επιστήμης με την αρχαία φιλοσοφία και η εξέλιξή της στην αρχαιότητα. Μεταξύ των έργων των αρχαίων φιλοσόφων περιλαμβανόταν πάντοτε και μια πραγματεία περί Αρχής Μίας, που έγινε Αρχημία και στη συνέχεια Αλχημία. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο Πλάτων, στον Τίμαιο, μας παρέχει ένα πλήρες έργο αλχημίας. Ωστόσο, η Αλχημία ως όρος και ως πρακτική αναφαίνεται ξαφνικά την περίοδο της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αναπτύσσεται στο Μεσαίωνα, χωρίς ποτέ να ξεπερνά τα όρια της απόκρυφης διδασκαλίας. Για τους αλχημιστές είχαν σημασία τα σύμβολα, καθώς θεωρούσαν ότι οι εικόνες και τα σύμβολα ενσωμάτωναν τη φύση των ουσιών. Ξεχωριστή θέση κατείχε η αναζήτηση της αιώνιας ζωής διαμέσου των δυνάμεων ή ορισμένων διεργασιών συγκεκριμένων υλικών - όπως η φιλοσοφική λίθος ή η μεταστοιχείωση των αγενών μετάλλων σε χρυσό. Οι αλχημιστές ακολουθώντας τις διδαχές των αρχαίων φυσικών φιλοσόφων προσπαθούσαν να αναπαραγάγουν τις συνθήκες δημιουργίας του κόσμου μέσα στους κλιβάνους τους. Οι αλχημιστικές θεωρίες μεταβιβάστηκαν στους Άραβες και τους δυτικούς συγγραφείς του Μεσαίωνα. Όμως, η Αλχημία έγινε κάποια στιγμή ωφελιμιστική επιστήμη, αποσκοπώντας στην μετατροπή μετάλλων σε χρυσό ή στην εύρεση του αρχικού στοιχείου που θα χάριζε την αιώνια νεότητα. Οι άρχοντες χρησιμοποιούσαν τους αλχημιστές για δικό τους όφελος , δίνοντάς τους τη δυνατότητα να έχουν εργαστήρια για τα πειράματά τους αλλά κρατώντας τους ως ομήρους.
Οστάνης ο Μήδος, δάσκαλος του Βώλου της Μένδης, μικρογραφία του 17ου αι. Φαινομενικά, η ιστορία της Αλχημίας είναι αρκετά σκοτεινή, εφόσον είναι μια επιστήμη χωρίς αποδεδειγμένη φανερή αξία. Αναφαίνεται ξαφνικά στους χρόνους της πτώσεως του ρωμαϊκού κράτους, τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες, και διαμέσου μυστηρίων και συμβόλων αναπτύσσεται κατά τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, χωρίς ποτέ να ξεπερνά τα όρια απόκρυφης διδασκαλίας η οποία εδιώκετο και, οι χειριστές της, επιστήμονες και φιλόσοφοι, συγχέονταν με μανιακούς και αγύρτες, κάποτε και με εγκληματίες. Οι περισσότεροι μελετητές της Αλχημίας, ως αρχαιότερες γραπτές μαρτυρίες γι’ αυτήν, δέχονται σχετικά αποσπάσματα Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων των πρωτοχριστιανικών αιώνων, όπως και τους ελληνιστικούς παπύρους της Αιγύπτου, που φυλάσσονται στη Λυών και γράφτηκαν τον 3ο και 4ο αιώνα. Ανάλογα είναι και τα αλχημικά ελληνικά χειρόγραφα που φυλάσσονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων, από την εποχή του Φραγκίσκου Α΄, καθώς και ποικιλία, ελληνικών πάλι, χειρογράφων σε περγαμηνές, του 10ου έως και 12ου αιώνα, τα οποία βρίσκονται στην Βιβλιοθήκη του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Τα κείμενα των περισσοτέρων συγγραφέων και οι πραγματείες που περιέχονται στα χειρόγραφα αυτά, υπάρχουν και σε παπύρους του 8ου αιώνα, γραμμένα από πολυγράφους Βυζαντινούς και Άραβες. Είναι ενδιαφέρουσα η αντιπαραβολή αυτών των κειμένων προς τα κείμενα του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους και άλλων Ελλήνων φιλοσόφων, ακόμα και προσωκρατικών, διότι δίνει απροσδόκητες διασαφηνίσεις σχετικά με τις θεωρίες των πρώτων αλχημιστών.
Ο Περσεύς ελευθερώνει την Ανδρομέδα, λεπτομέρεια από τοιχογραφία της Πομπηίας (Εθνικο Μουσείο Νεαπόλεως) Μέσα από την προϊστορική παράδοση εξηγείται το παλαιότερο ερώτημα στην ιστορία του ανθρώπου, το πρόβλημα της αρχής του κόσμου, της πρώτης Αρχής − ο όρος Αρχή, έννοια πολυσήμαντη, δηλώνει τη χρονική αρχή αλλά και την αιτία. Διερευνώνται οι απαρχές της Αλχημίας στην ποίηση, τη μαντική και τη φιλοσοφία, κυρίως στις θεογονίες και τις κοσμογονίες, αλλά και στις θεωρίες των προσωκρατικών φιλοσόφων. Γίνεται αναφορά στην πρώτη ομάδα αλχημιστών, η οποία περιλαμβάνει πρόσωπα μυθικά, θεία: τον Ερμή, την Ίσιδα και τον Αγαθοδαίμονα. Τα ονόματα αυτά συνδέονται με την Αίγυπτο, με τους λεγόμενους Γνωστικούς και τον Ποιμάνδρη. Οι αλχημιστές στο εργαστήριό τους είχαν όλα τα στοιχεία της δημιουργίας –γη, ύδωρ, αέρα και πυρ– στην διάθεσή τους. Με έναν πολυποίκιλο εξοπλισμό από φιάλες και καμίνια, πλούτιζαν την γνώση τους στην μαγεία της χημείας με αλλεπάλληλα πειράματα, τα οποία τους έδωσαν την ευκαιρία να ερμηνεύσουν τα θαύματα που έβλεπαν, σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα, όπως το φυσικό, το πνευματικό και το ψυχικό. Γι’ αυτούς, η επιστήμη και η θρησκεία ήταν ένα και συνόψιζαν τις ανακαλύψεις που έκαναν στα εργαστήριά τους, με σύμβολα, τα οποία ανεφέροντο στην ψυχή, το σώμα και το πνεύμα. Η σκοπιά τους ήταν καθολική. Δεν κατεκερμάτιζαν και εξειδίκευαν την γνώση τους, όπως κάνει ο σημερινός επιστήμων, αλλά έβλεπαν το σύνολο της φύσεως με ανθρώπινους όρους, σαν μια μεγάλη κοινότητα προσωπικοτήτων, οι οποίες ζούσαν, σκέπτονταν, αισθάνονταν, απολάμβαναν την ζωή και τελικά, εν γνώσει τους, πέθαιναν για να ξαναϋπάρξουν, έχοντας η καθεμία την φιλοσοφική της λίθο. Για τον κάθε αλχημιστή η λίθος του ήταν κάτι σαν το λυχνάρι του Αλαντίν: μπορούσε να μεταστοιχειώσει τα αγενή μέταλλα σε χρυσό και τους πυριτόλιθους σε πολύτιμα πετράδια, αλλά και να κάνει τα φυτά, τα άνθη και τα δέντρα να αναπτύσσονται με θαυμαστό τρόπο, να δώσει στον κάτοχό της την ικανότητα να βρίσκει χαμένα πρόσωπα και να επικοινωνεί με τα πουλιά και τα ζώα, ή να ζει άνευ τροφής και να συνομιλεί με τους αγγέλους. Κατά μία νεωτέρα παράδοση, ο Μωυσής, ο Σολομών και ο Ερμής ο Τρισμέγιστος ήσαν οι μόνοι που κατείχαν αυτή την τελευταία λίθο, διά της οποίας, εντελώς φυσικά, έκαναν αυτά που εμείς σήμερα αποκαλούμε θαύματα.
Τα επτά μέταλλα της γης προσωποποιημένα (Museum hermeticum reformatum, 1678) Στη μελέτη εξηγείται η σημασία των συμβόλων για τους αλχημιστές, καθώς θεωρούσαν ότι οι εικόνες και τα σύμβολα ήταν «πραγματικά» και ότι ενσωμάτωναν την ουσιαστική φύση των ουσιών. Στις απαρχές του πολιτισμού κάθε γνώση έπρεπε απαραιτήτως να φέρει ένα θρησκευτικό και μυστικιστικό ένδυμα, και κάθε φυσική ενέργεια ταυτιζόταν ή αποδιδόταν στους θεούς. Όμως, κάποτε άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι οποιοδήποτε έργο υλοποιείται δυνάμει της ανθρώπινης λογικής, η οποία το προγραμματίζει, και της ανθρώπινης δραστηριότητος, η οποία το υλοποιεί. Τότε εγκαινιάστηκε μια νέα περίοδος στην πορεία της ανθρωπότητας, κατά την οποία ήκμασαν οι λεγόμενες “ενδιάμεσες επιστήμες” της Αστρολογίας, της Αλχημίας, της Δυνάμεως των Λίθων, και της Ιατρικής των φυλακτών. Τα κείμενα του Ομήρου και του Ησιόδου περιέχουν κάποια έντονα στοιχεία ανορθολογισμού, τα οποία δεν συνάδουν με άλλα σημεία που έχουν σαφώς φυσική επιστημονική υπόσταση. Στους ανορθολογισμούς των ομηρικών και ησιόδειων κειμένων, μερικοί βλέπουν τα δείγματα μιας παραπλεύρου της φιλοσοφίας στοχαστικής διεργασίας, η οποία τότε έφερε τον τίτλο «θεία και ιερά τέχνη», αλλά παρέμεινε γνωστή ως Αλχημία. Επίσης μια απλή σύγκριση ορφικών και πυθαγορείων κειμένων με αλχημιστικά συγγράμματα δείχνει καθαρά ότι οι Πυθαγόρειοι υπήρξαν συνεχιστές των Ορφικών, αλλά και ότι οι καθαρτικές τους τελετουργίες παραπέμπουν ασφαλώς στο ιερό έργο της Αλχημίας. Ορισμένοι μελετητές της Αλχημίας διακρίνουν στα αρχαιότατα ελληνικά κείμενα αποσπάσματα αινιγματικά και γριφώδη, σαφώς Αλχημικά. Στην πεποίθησή τους, τους ενισχύει, πέραν της αποκρυφιστικής παραδόσεως, ο πίναξ των συμβόλων της «ιεράς τέχνης», ο οποίος, παραβαλλόμενος με πίνακες συμβόλων ιερογλυφικών, μινωικής γραμμικής γραφής Α και Β, δίδει εμφανώς την ταυτότητα κοινών συμβόλων. Αν δηλαδή συγκρίνουμε τους πίνακες αυτούς με έναν απλό πίνακα αρχαίων αλχημικών συμβόλων στοιχείων, διαπιστώνομε πως το 25% των χημικών συμβόλων του πίνακος ταυτίζονται απολύτως με σύμβολα των μινωικών πινάκων. Εάν συγκρίνομε τα υπόλοιπα αλχημικά σύμβολα, με κάποια ανοχή σε διαφορές μικρών λεπτομερειών, θα αντιληφθούμε ότι και αυτά τα σύμβολα αντιστοιχούν σε ιδεογράμματα ή και σε απλά γράμματα. Το ίδιο συμβαίνει και με πίνακες αλχημικών συμβόλων νεωτέρων εποχών, όπως αυτός του Ισαάκ Νεύτωνος. Σε αυτόν υπάρχουν κάποια νεώτερα σύμβολα, τα οποία προστέθηκαν με την πάροδο των αιώνων και χαρακτηρίζουν ύλες, τις οποίες δεν χρησιμοποιούσαν οι αρχαιότεροι αλχημιστές, αλλά τα βασικά στοιχεία, όπως τα μέταλλα, συμβολίζονται με σύμβολα γραφής της προϊστορικής μινωικής Κρήτης.
Ο θείος Δράκων (H. Reussner, Pandora, 1582) Οι πρώτοι εισηγητές της επιστημονικής αντίληψης του κόσμου, ως προς την πρώτη αρχή του, αλλά και ως προς το γενεσιουργό αίτιο ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος (έζησε περί το 600 π.Χ.) και οι οπαδοί της Ιωνικής Σχολής. Ο Θαλής δεχόταν ότι το ύδωρ ήταν η πρώτη ύλη, από την οποία γεννήθηκαν τα πάντα, ενώ ο σύγχρονός του Αναξιμένης πρέσβευε ως αρχή των πάντων τον αέρα. Αυτός, όταν είναι μανιώδης, γίνεται πυρ και όταν πυκνώνει γίνεται νέφη και ύδωρ, γη και λίθοι. Τις πρώτες αυτές αόριστες ιδέες, οι οποίες μαρτυρούν μια πρώιμη παρατήρηση, διαδέχονται άλλες εμβριθέστερες. Ο Παρμενίδης και οι Ελεάτες, οι οποίοι αναφέρονται από τον Ζώσιμο, δέχονται τη μονιμότητα. Τα πάντα ανάγονται σε ένα Ον, αιώνιο και ακίνητο, και σε αυτό πίστευαν και οι αλχημιστές όταν έλεγαν: «Ένα το παν και από το παν γίνεται το όλο σύνθεμα» ή κατά την εντονότερη έκφραση των μυστικών αξιωμάτων, που είναι γραμμένα στους συγκεντρωτικούς κύκλους του Δράκοντος (ο Αγαθοδαίμων ή θείος Δράκων, ο οποίος προσφωνείται και ως Όσιρις, του οποίου η κεφαλή είναι ο ουρανός, σώμα του ο αιθέρας, πόδια του η γη και το νερό γύρω του ο Ωκεανός, που γεννάει τα αγαθά και τρέφει την οικουμένη), «Ένα είναι το παν και δι’ αυτού το παν και σ’ αυτό το παν και αν δεν έχει το παν δεν είναι τίποτε το παν». Οι αλχημιστές δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να ακολουθούν τις διδαχές αυτών των μεγάλων φυσικών φιλοσόφων και να προσπαθούν να αναπαραγάγουν τις συνθήκες δημιουργίας του κόσμου μέσα στους κλιβάνους τους, με τον κατάλληλο συνδυασμό των φυσικών σωμάτων, σύμφωνα με την επιταγή του Ερμού του Τρισμέγιστου «ό,τι είναι επάνω, στον μακρόκοσμο, είναι ακριβώς το ίδιο και κάτω, στον μικρόκοσμο». Έτσι έχουμε τις μονιστικές θεωρίες του νερού (εικ. 7) στον Θαλή, του αέρα στον Αναξιμένη, του πυρός στον Ηράκλειτο και τις πολυαρχικές του φωτός και του σκότους –τουλάχιστον κοσμολογικά– στον Παρμενίδη, του ύδατος, του αέρος, της γης και του πυρός –που συνδυάζονται κάτω από τον ενεργειακό παράγοντα της έλξης και της απώθησης, με τις προσωποποιημένες δυνάμεις της αγάπης και του μίσους– στον Εμπεδοκλή. Ακόμα τη θεωρία των πραγμάτων και του ρυθμιστή νου, στον Αναξαγόρα. Τέλος, ως απάντηση στην ελεατική θεωρία και θέση του όντος και του μη όντος, τη θεωρία των ατόμων και του κενού στον Δημόκριτο. Ο αρχαιότερος κατάλογος των Ελλήνων αλχημιστών, οι οποίοι απέκτησαν καθολικό κύρος, των Οικουμενικών, όπως τους αποκαλούσαν οι σύγχρονοί τους, είναι αυτός του Ανεπιγράφου Φιλοσόφου (Βιβλιοθήκη της Λυών, χφ. 2327, φ. 169, χφ. Αγίου Μάρκου, φ. 79): «Αφού προηγουμένως δώσαμε τα θεωρήματα της χρυσοποιίας, θα προχωρήσουμε στους κορυφαίους της τέχνης αυτής. Πρώτος είναι ο Ερμής ο Τρισμέγιστος, όπως λέγεται, που πήρε την προσωνυμία διότι προσέθεσε τρεις δυνάμεις ενεργείας στη χρυσοποιία, αλλά και πέρα από αυτήν διέκρινε τα όντα σε τρεις διαστάσεις. Αυτός είναι ο πρώτος συγγραφέας του μεγάλου τούτου μυστηρίου». Στον κατάλογο αυτόν, τα ονόματα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων θεωρούνται και ονόματα πραγματικών αλχημιστών συγγραφέων, οι οποίοι αναφέρονται στις περισσότερες πραγματείες που σώζονται.
Το έτος του Μέτωνος, σύμφωνα με μεσαιωνική απεικόνιση (Lamber de Saint-Omer, Liber Floridus, περ. 1120)
Χάρτης της Κύπρου (G. Hill, A History of Cyprus, τ. 1) Με αφορμή το όνομα της πόλεως της Λεμεσού (προέλευση και σημασία) και αφού αποδειχθεί ικανοποιητικά, μέσα από την εξέταση της βυζαντινής χειρόγραφης παράδοσης, ότι το αρχικό μόρφημα ήταν Νεμεσός και προήλθε από ένα ιερό Νεμέσεως των ελληνορωμαϊκών χρόνων, γίνεται προσπάθεια να προσδιορισθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια η θέση του Αγίου Τύχωνα, στις βορειοανατολικές παρυφές της αρχαίας Αμαθούντος, καθώς επίσης να διευκρινιστεί χρονολογικά η έναρξη της λατρείας της Νεμέσεως στην Κύπρο και να αποκωδικοποιηθεί η πολιτισμική σημασία της. Όλες οι επιμέρους ενδείξεις συγκλίνουν στο λογικό συμπέρασμα ότι τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα που σφράγισαν την ιστορία της κλασικής Αθήνας κατά την περίοδο των αγώνων του Κίμωνος περί την Κύπρον (470/69-451 π.Χ.) έδωσαν μετά το θάνατό του στο Κίτιο και τη συνθήκη του Καλλία (449 π.Χ.) την έμπνευση για την εικαστική μεταμόρφωση και την εξιδανικευμένη μεταστοιχείωση της ιδέας της Αθηναϊκής Ηγεμονίας, όπως εκφράζεται διά στόματος Περικλέους μέσα από τον Θουκυδίδη (Β62), στον αγαλματικό τύπο της Νεμέσεως του Ραμνούντος. Το ανάθημα πρέπει να στήθηκε ένα δυο χρόνια μετά το θάνατο του Περικλέους, όταν η Αθήνα ήλπιζε ακόμη πως θα εξέλθει νικήτρια από τον εμφύλιο πόλεμο. Απομένει να διασαφηνιστεί το κυπριακό σκέλος του προβλήματος, στο ιερό της Αφροδίτης στην Αμαθούντα και στο ιερό του Απόλλωνος Υλάτη στο Κούριο.
Άποψη της έκθεσης, ενότητα Ο Χρυσός των Μακεδόνων Με αφορμή τη χρήση των θεματικών ενοτήτων στην επανέκθεση του ανακαινισμένου Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (2001-2006, βλ. Αρχαιολογία και Τέχνες 102 (2007), σ. 73-82) διαπιστώνεται ότι η παρουσία των τριών στοιχείων που τις αποτελούν (αντικείμενο-έκθεμα, κείμενο, εικόνα, δηλαδή σχέδιο, φωτογραφία, χρήση ηλεκτρονικών μέσων) αποτελεί όχι μόνο το πλέον επικοινωνιακό μέσο για την προσέγγιση του παρελθόντος, αλλά και τον καταλληλότερο μηχανισμό για την εφαρμογή στην πράξη θεωρητικών απόψεων για το παρελθόν.
Ξενία Μυκόνου, αρχιτέκτων Άρης Κωνσταντινίδης, 1960 Μετά το 1950 η Ελλάδα θα εισέλθει στην λεγόμενη περίοδο της «Ανασυγκρότησης» κατά την οποία, θα κατασκευσθούν αξιόλογα αρχιτεκτονικά έργα.Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα έργα του Δημήτρη Πικιώνη, όπως η διαμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη και το λόφο του Φιλοπάππου, η Παιδική Χαρά στη Φιλοθέη, η οικία Ποταμιάνου στην Φιλοθέη, και η οικία Γκαρή στο Ψυχικό. Ο αρχιτέκτων Άρης Κωνσταντινίδης θα σχεδιάσει τα Ξενία Άνδρου, Καλαμπάκας και Μυκόνου,τα αρχαιολογικά μουσεία Ιωαννίνων και Κομοτηνής καθώς και τις μονοκατοικίες στο Παγκράτι και την Ανάβυσσο. Ενας νέος αρχιτέκτονας ο Νίκος Βαλσαμάκης, θα σχεδιάσει μία σειρά κτηρίων με τις αρχές του μοντέρνου κινήματος, όπως το Ξενοδοχείο «Αμαλία» και οι πολυκατοικίες στις οδούς Σεμιτέλου 5, Σεμιτέλου & Βας.Σοφίας, Μαυρομματαίων 41 στην Αθήνα, καθώς και μια σειρά μονοκατοικιών, όπως την οικία Λαναρά στην Ανάβυσσο και την οικία της οικογενείας του στην Φιλοθέη. Σημαντικά είναι τα έργα του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, όπως το εργοστάσιο FIX οι μονοκατοικίες στο Ψυχικό, την Γλυφάδα, και το Καβούρι, το Θέατρο του Λυκαβηττού, και το Γυμνάσιο-Λύκειο του Αγίου Δημητρίου Αττικής.Στα πλαίσια της τουριστικής ανάπτυξης της Αττικής, θα κατασκευασθούν δύο πολύ σημαντικά ξενοδοχεία, το Χίλτον στην Αθήνα από τους αρχιτέκτονες: Εμ.Βουρέκα – Πρ.Βασιλειάδη & Σπ.Σταϊκο, και το Μόντ Παρνές στην Πάρνηθα από το αρχιτέκτονα Παύλο Μυλωνά. Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950-60 θα προκηρυχθούν σημαντικοί αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί. Όπως αυτός για την Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα των αρχιτεκτόνων Δ.Φατούρου – Ν.Μουτσόπουλου & Π.Μυλωνά, για το συγκρότημα της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ των αρχιτεκτόνων Ν.Δεσσύλα – Δ.Κονταργύρη – Α.Λαμπάκη & Π.Λουκάκη, και για το συγκρότημα της Νομικής και Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ με αρχιτέκτονες τους Κ.Παπαϊωάννου & Κ.Φινέ. Επίσης για την Θεολογική Σχολή στην Αθήνα με αρχιτέκτονες τους Λ.Καλυβίτη & Γ.Λεονάρδο, και τον επιβατικό σταθμό του Ο.Λ.Π στον Πειραιά με τους αρχιτέκτονες Ι.Λιάπη & Η.Σκρουμπέλο. Ιδιαίτερα σημαντικά από τα έργα της περιόδου είναι τα δύο (2) κτήρια που σχεδιάστηκαν από δύο αρχιτέκτονες διεθνούς φήμης. Πρόκειται για την Αμερικανική Πρεσβεία του Walter Gropius και τον επιβατικό σταθμό στο Ανατολικό Αεροδρόμιο του Ελληνικού Αττικής του Eero Saarinen.
Άποψη του κτιρίου από την οδό Δημ. Πολιορκητού Η μελέτη αφορά κτίριο που χτίστηκε περίπου το 1900, αποτελεί νεότερο μνημείο, ενώ έχει χαρακτηριστεί έργο τέχνης. Η θέση του, στην Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης, αποτελεί τμήμα του ευρύτερου αστικού κέντρου της πόλης και έναν από τους πιο αξιόλογους παραδοσιακούς οικισμούς της Ελλάδας. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα πυκνοδομημένη περιοχή σήμερα, που οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι κατοικείται συστηματικά επί Τουρκοκρατίας. Το κτίσμα αναπτύσσεται σε τρεις στάθμες (ισόγειο, πρώτος και δεύτερος όροφος) και στο νοτιοδυτικό τμήμα του οικοπέδου υπάρχει διαμορφωμένος αύλειος χώρος. Το ισόγειο είναι μικτής χρήσης, κατοικία και αποθήκες (παλαιότερα καταστήματα). Καθένας από τους δύο ορόφους αποτελεί και ξεχωριστό διαμέρισμα-κατοικία. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του κτιρίου δεν πηγάζουν μόνο από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, όπως συμβαίνει με την πλειονότητα των κτιρίων στην Άνω Πόλη, αλλά και από το νεοκλασικισμό. Το εξωτερικό του κτιρίου είναι αρχιτεκτονικά από τα πιο ενδιαφέροντα στην Άνω Πόλη με την ύπαρξη του διπλού σαχνισιού να εντυπωσιάζει στην κύρια όψη. Η πλάγια όψη χαρακτηρίζεται από έντονη διακοσμητική διάθεση. Αντίθετα με το εξωτερικό, το εσωτερικό του κτιρίου παραξενεύει με τη λιτότητά του. Κατασκευαστικά και ως προς τον κατακόρυφο άξονα, το κτίριο αποτελείται από φέρουσα τοιχοποιία (συνδυασμός λιθοδομής, τοίχων από τσιμεντόλιθους και τσατμά), ενώ ως προς τον οριζόντιο άξονα ο φέρων οργανισμός μορφώνεται από ξύλινες ή σύνθετες δοκούς. Το πιο σημαντικό πρόβλημα του κτιρίου αφορά το δομικό του οργανισμό. Πρόκειται για την απόκλισή του από την κατακόρυφο, γεγονός που συνεπάγεται μια σειρά προβλημάτων (απομάκρυνση των εγκάρσιων τοίχων, παραμόρφωση ανοιγμάτων). Η χρήση του κτιρίου προτείνεται να διατηρηθεί. Έτσι, εφόσον αντιμετωπιστούν όλα τα δομικά και αισθητικά του προβλήματα, θα εξασφαλιστεί η παράταση ζωής ενός κτιρίου και ως μνημείου της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, αλλά και ως βιώσιμος χώρος, που αποτελούσε άλλωστε και τον πρωταρχικό του στόχο.
Οικία Β. Καραγιάννη (πρώην Αυγουστάκη). Γενική άποψη της ανασκαφής Από τις συνηθέστερες εφαρμόσιμες λύσεις στη διατήρηση αρχαιολογικών καταλοίπων κατά τη διάρκεια κυρίως σωστικών ανασκαφών είναι η κατάχωση των αρχαίων, ύστερα από λεπτομερή καταγραφή, φωτογραφική και σχεδιαστική τεκμηρίωση. Η ανεύρεση τέχνεργων υψηλής αισθητικής, όπως περίτεχνων ψηφιδωτών δαπέδων, οδηγεί συχνά τους ανασκαφείς σε διλήμματα για την in situ διατήρησή τους σε έναν ευρύτερο διαμορφωμένο, αλλά απαλλοτριωμένο αρχαιολογικό χώρο ή την απομάκρυνσή τους από τον ανασκαφικό χώρο ύστερα από την αποκόλλησή τους, για την οποία απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η εξεύρεση της καλύτερης και εφικτότερης τεχνικής μεθόδου απόσπασής τους. Στο παραπάνω περιγραφόμενο πλαίσιο, σε σωστική ανασκαφή στην πόλη της Ρόδου, αποφασίστηκε η κατάχωση των αρχαίων και η αποκόλληση των περίτεχνων ψηφιδωτών δαπέδων κατά τμήματα, τα οποία μεταφέρθηκαν στα εργαστήρια συντήρησης της ΚΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, με άμεσο στόχο τη μουσειακή έκθεσή τους.
Γενική άποψη της περιοχής Κάβος με το τζαμί Από τον Ιούλιο του 2007 λειτουργεί στο μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί), στο Καστελλόριζο, μόνιμη έκθεση της ιστορικής συλλογής του νησιού. Αποτελείται κυρίως από έγγραφα και φωτογραφίες, που σχετίζονται με τη νεότερη ιστορία του, από τον 19ο αιώνα ως την καταστροφή του το 1943 και την ενσωμάτωσή του με την Ελλάδα το 1948. Η έκθεση εστιάζει στην εποχή της αλλοτινής ακμής του Καστελλορίζου, τότε που ήταν μία από τις πιο αξιόλογες ναυτικές δυνάμεις στη Μεσόγειο, με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων και στην εποχή της παρακμής που ακολούθησε, σηματοδοτούμενη από το έντονο ρεύμα μετανάστευσης και τις διαδοχικές καταστροφές που υπέστη κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων.
Το Γαλαξίδι με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου που δεσπόζει Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού σκέφτηκε πως θα ήταν ευχάριστο για τους αναγνώστες μας να βρίσκουν κάθε τόσο μια πρόταση για εκδρομή. Μια εκδρομή σε γνωστά μέρη που όμως θα τους αποκαλύψει κάτι καινούργιο! Για πρώτο προορισμό διαλέξαμε το Γαλαξίδι, γνωστό για το στόλο του, από τον 18ο και τον 19ο αιώνα, αλλά με άγνωστη ιστορία κατά την αρχαιότητα. Στην παρουσίαση θα βρείτε χρήσιμες πρακτικές πληροφορίες (πού να μείνετε ή πού να φάτε...), την ιστορία της πόλης και της περιοχής αλλά και τα αξιοθέατα που μπορείτε να επισκεφθείτε.
Αρχική οθόνη του Achemenet Το δίκτυο Achemenet είναι αφιερωμένο στο περσικό βασίλειο κατά την περίοδο των Αχαιμενιδών (περίπου 550-330 π.Χ.), από την ίδρυση δηλαδή της βασιλικής δυναστείας από τον Κύρο έως την κατάκτησή του από τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο δικτυακός αυτός τόπος δημιουργήθηκε το 2000 από τον Pierre Briant, καθηγητή στην έδρα της ιστορίας και του πολιτισμού του Αχαιμενιδικού βασιλείου και της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου στο Collège de France. Το περιεχόμενο γράφουν και επιμελούνται ο P. Briant και οι συνεργάτες του, μέλη ενός διεθνούς δικτύου ερευνητών. Οι ιστοσελίδες διατίθενται στα γαλλικά και τα αγγλικά, σε ελεύθερη πρόσβαση.
Το σμιλεμένο σανδάλι που οδήγησε τους επιστήμονες στη σκέψη ότι πρόκειται για άγαλμα του αυτοκράτορα Αδριανού. Ειδήσεις: Λαθρανασκαφές στην περιοχή του Ολύμπου, άγαλμα του Αδριανού, ανασκαφές Δεσποτικού, αναστήλωση του Παρθενώνα, νεώσοικοι Μικρολίμανου, κ.ά. Εκθέσεις: Ιόνιο Πέλαγος, Τουταγχαμών στο Βρετανικό Μουσείο, Κρυμμένο Αφγανιστάν. Συνέδρια: Αρχιτεκτονική παράδοση την Εποχή του Χαλκού, Αρχαιολογικό έργο των Πανεπιστημίων στην Ελλάδα, Τεκμηρίωση, ψηφιοποίηση και ανάδειξη των Συλλογών της Αμερικανικής Σχολής, Ακρωτήρι Θήρας. Διαλέξεις: Διαλέξεις Απριλίου στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή, Δρακόσπιτα, Αρχαία Άργιλος, κ.ά. Βιβλία: Martin Jones, Feast-Why humans share food, Μιχάλης Τιβέριος,Όψεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου. (Αν)επίκαιρες αρχαιογνωστικές συμβολές, Carl Blegen, Marion Rawson, Οδηγός στο Ανάκτορο του Νέστορα, κ.ά.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα μπορείτε να διαβάσετε: - Γεωαρχαιολογικές μελέτες: νέες τάσεις - KENTRO: Το ενημερωτικό δελτίο του INSTAPEC - Θερινό σχολείο για τα αρχαία μέταλλα στο UCLA - Το 37ο Διεθνές Συμπόσιο Αρχαιομετρίας (ISA 2008), 12 - 18/5/2008 - Άλλα συνέδρια με ενδιαφέρον για την αρχαιομετρία
Η προσωποποίηση της Αλχημίας από την εκκλησία της Παναγίας των Παρισίων Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος του περιοδικού στην Αλχημία εξετάζουμε την παρουσία και την εξέλιξή της από την ελληνιστική ως τη μεσοβυζαντινή περίοδο, με άξονα την αλλαγή των αντιλήψεων και την δύσκολη επιβίωση της επιστήμης αυτής σε έναν κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται. Από την αρχαιότητα, όταν η αλχημική έρευνα θεωρούνταν ως ένα θέμα απόλυτα φυσικό και ενδιαφέρον για την εξήγηση του κόσμου, περνάμε στους ελληνιστικούς χρόνους, όταν οι θετικές επιστήμες σημείωσαν σημαντική ανάπτυξη. Η φθίνουσα πορεία του φιλοσοφικού προβληματισμού στην Ελλάδα οδηγεί στη μετατόπιση της πνευματικής αναζήτησης ανατολικά (Μ. Ασία, Αίγυπτο, Συρία), όπου πολλοί Έλληνες ζητούν καταφύγιο στις αυλές φωτισμένων βασιλέων και προωθούν την έρευνα στα μαθηματικά, την αστρονομία, τη μηχανική, την ιατρική και τη φυσιογνωσία. Για τους φιλοσόφους, και γενικά τους σκεπτόμενους της Ανατολικής Μεσογείου, η θεωρία της ενότητας της ύλης, την οποία υποστηρίζει η Αρχή Μία- Αλχημία, απόλυτα ορθολογιστική για τα σημερινά δεδομένα, έγινε αποδεκτή και υιοθετήθηκε.
Τα στοιχεία του Πυρός και του Αέρος, τα οποία περιέχονται στη Γη και το Ύδωρ (μικρογραφία του 15ου αι.) Οι θετικές επιστήμες σημείωσαν σημαντική ανάπτυξη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Οι Έλληνες διανοούμενοι είχαν την ευχέρεια της προσβάσεως σε όλα τα ελληνιστικά βασίλεια της ΝΑ Μεσογείου και της Ανατολής, των οποίων οι βασιλείς πρόθυμα παραχωρούσαν τα οικονομικά μέσα για να ιδρυθούν επιστημονικά εργαστήρια και βιβλιοθήκες. Από τον Γ΄ π.Χ. αιώνα, ανεφάνησαν και μεγάλοι μαθηματικοί (Ευκλείδης, Απολλώνιος ο Περγαίος) μηχανικοί (Αρχιμήδης, Κτησίβιος, Ήρων ο Αλεξανδρεύς), αστρονόμοι (Αρίσταρχος ο Σάμιος, Ίππαρχος), αναπτύχθηκε η φυσιογνωστική επιστήμη (Θεόφραστος) και εμφανίστηκαν διάσημοι ιατροί (Ηρόφιλος, Ερασίστρατος). Τις ορθολογικές θεωρίες κατείχαν και οι αλχημιστές. Στην βάση της Ερμητικής Φιλοσοφίας υφίσταται ένας σημαντικός Πρώτος Νόμος: η Ενότης της Ύλης. Η Ύλη δηλαδή είναι μία (Πρώτη Αρχή ή Αρχή Μία), αλλά μπορεί να πάρει διάφορες μορφές μέσω των οποίων έχει την δυνατότητα να συνδυαστεί με τον εαυτό της και να παραγάγει άπειρα νέα σώματα. Οι αλχημιστές εφάρμοζαν κάποιες τεχνικές μεθόδους, καθαρά φυσικές, διά των οποίων προσπαθούσαν να επιταχύνουν τις διαδικασίες της Φύσεως, για συγκεκριμένες περιπτώσεις μετουσιώσεως της ύλης. Οι αλχημιστές εκτός από την συμπαντική Πρώτη Ύλη δέχονταν τρεις αρχές (θείον, υδράργυρος, άλας) και τέσσερα θεωρητικά στοιχεία (αήρ, γη, πυρ, ύδωρ), τα οποία δεν αντιπροσώπευαν μόνο φυσικές καταστάσεις της ύλης, αλλά και ιδιότητες αυτής. Τα αρχαία δεδομένα για την ερμηνεία της τάξης πίσω από το χάος που απεικονίζονται στη μυθολογία δείχνουν να συμφωνούν με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί ψυχολογίας, κυρίως με αυτές του Γιουνγκ. Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη προσέφερε το θεμέλιο για την αλχημιστική θεωρία και πρακτική και άλλες φιλοσοφίες συνέβαλαν στην τελική δομή. Η στωική ιδέα για το καθολικό κοσμικό πνεύμα και την «σπερματική αρχή» ενίσχυσε τις έμφυτες στην αλχημία βιταλιστικές αντιλήψεις, ενώ η πνευματική όψη της ευρωπαϊκής αλχημίας προέρχεται από την Γνωστική σκέψη.
Το ηλιακό φως υπό την επίδραση του Υδραργύρου των Φιλοσόφων (Rosarium philosophorum, 1550) Oι χρόνοι από τον Παύλο Αιμίλιο μέχρι τον Πομπήιο αποτελούν την χειρότερη περίοδο της υποδούλωσης του ελληνισμού. Ωστόσο η ελληνική φιλοσοφία και τέχνη επιβάλλουν στην Ρώμη τον πολιτισμό και όλο και περισσότεροι Ρωμαίοι αναζητούσαν σχολές ή διδασκάλους στην Ελλάδα, για να μορφωθούν (Κικέρων, Βρούτος, Κάσσιος, Καίσαρ). Όμως την ίδια περίοδο η Αθήνα και η υπόλοιπη Ελλάδα, με ελάχιστες εξαιρέσεις (Πλούταρχος, Δέξιππος, Πολύαινος), απουσιάζουν από το πεδίο των γραμμάτων, αντίθετα με τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο, τη Συρία και την Περσία που εμφανίζουν λογοτέχνες, ιστορικούς και επιστήμονες (Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Αππιανός, Αίλιος Αριστείδης, Παυσανίας, Φλάβιος Αρριανός, Στράβων, Δίων Κάσσιος, Πολύβιος κ.ά.). Στο νέο πνευματικό κέντρο του τότε κόσμου, την Αλεξάνδρεια, καλλιεργούνται πλέον οι επιστήμες, μεταξύ αυτών και η Αλχημία. Η Αλχημία υπήρξε μία πραγματική φυσική επιστήμη, με τις δικές της θεωρίες, οι οποίες είχαν σκοπό να δώσουν μια ορθολογιστική ερμηνεία της ύλης και να επαληθεύσουν μια συμπαντική κοσμογονία. Οι Ρωμαίοι, κατεξοχήν λαός πολεμικός, επηρεάστηκαν κυρίως από τον Στωικισμό. Ο Ποσειδώνιος προσπάθησε να συμβιβάσει τον Στωικισμό με τον Πλατωνισμό και τον Αριστοτελισμό, σε μια μυστικιστική φιλοσοφία, διαποτισμένη με θεολογικό πνεύμα. Πιθανότατα ήταν αλχημιστής, δεδομένου ότι παραδεχόταν την ύπαρξη μιας ζωτικής δύναμης, που πηγάζει από τον Ήλιο και με την θερμογόνο πνοή της (πνεύμα) ξεχύνεται στον κόσμο. Ο Επικουρισμός επίσης επηρέασε θετικά ονομαστούς στοχαστές και μεγάλους ποιητές (Βιργίλιος, Οράτιος) και κατέκτησε τον Λουκρήτιο. Ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος ασπάζεται τις ατομικές αντιλήψεις του αρχαίου υλισμού. Διακηρύσσει ότι τίποτα δεν μπορεί να προκύψει από το τίποτα, διά της θεϊκής θελήσεως, ενώ εκφράζει μια πρώτη εικασία για την αιωνιότητα της ύλης: τίποτα δεν περιστρέφεται στο τίποτα. Στο πρόσωπο του Λουκρητίου η αρχαία Ρώμη ανέδειξε τον πλέον επιφανή υλιστή, αλχημιστή και αθεϊστή φιλόσοφο.
Απεικόνιση πυρφόρου βλήματος σε ναυμαχία (βυζαντινό χειρόγραφο) Ο πλέον αξιόπιστος από τους αλχημιστές των πρωτοχριστιανικών αιώνων είναι ο Ζώσιμος ο Πανοπολίτης (5ο αι.). Στο βιβλίο του με τίτλο Ιμούθ αναφέρεται στην γένεση της Αλχημίας και σε μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο πρώτος των τεχνών ήταν ο Χημεύ, από τον οποίο προέρχεται «το όνομα της χημείας». Το βιβλικό όνομα Χημεύ απαντά και στην Αίγυπτο. Tον 10ο και 11ο αιώνα, γράφτηκε ένα είδος εγκυκλοπαιδείας, καθαρά χημικής, στην οποία διαχωρίσθηκαν η Μαγεία, η Αστρολογία και η Ιατρική. Oι επιστήμες αυτές αρχικά πρέπει να ήσαν ενωμένες και ίσως αυτό εξηγεί την καύση στην Αίγυπτο, από τον Διοκλητιανό, όλων των αλχημικών βιβλίων και την εντολή του Θεοδοσιανού Κώδικα να καίγονται τα βιβλία που έχουν ως αντικείμενο αυτές τις επιστήμες μαζί με τους συγγραφείς τους. Και σήμερα ακόμα η Αλχημία κατατάσσεται στις απόκρυφες επιστήμες, μαζί με την Μαγεία και την Μαγγανεία. Την αντίληψη της Αλχημίας για τον κόσμο και την ζωή μέσα σε αυτόν μας δίνει επιγραμματικά το κείμενο του Σμαράγδινου Πίνακος. Κατά την παράδοση το κείμενο ήταν χαραγμένο σε ένα μεγάλο σμαράγδι, το οποίο βρέθηκε στον τάφο του Ερμού του Τρισμεγίστου. Πρόκειται για μια σύνθεση της αλχημικής σκέψεως πάνω στην προέλευση της ζωής, την φιλοσοφία της ύλης και τις αρετές της φιλοσοφικής λίθου. Παράλληλα, όμως, για τον «μυημένο» περιέχει πλήρεις και σαφείς οδηγίες για την τέλεση του «Μεγάλου Έργου». Τον 5ο αιώνα, πολλοί αλχημιστές, όταν αυτοκράτορες όπως ο Θεοδόσιος, ο Ζήνων και ο Ιουστινιανός κήρυσσαν διωγμούς, τόσο κατά των εθνικών όσο και κατά των αιρετικών χριστιανών, έβρισκαν καταφύγιο στην Συρία, επαρχία μεν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά ανεκτική στην γνώση και την φιλοσοφία. Τον 7ο αιώνα, ανέρχεται στο τότε διεθνές προσκήνιο το έθνος των Αράβων. Οι Άραβες, με τον φανατισμό της νεοσύστατης μονοθεϊστικής θρησκείας τους, κατέστρεψαν όλους τους χριστιανικούς ναούς και σχολές στην Αλεξάνδρεια, την Ιερουσαλήμ και την Αντιόχεια. Το κλίμα ηρέμησε κάπως με την δυναστεία των Ομμεϋαδών, οι οποίοι έδειξαν ενδιαφέρον και για την Αλχημία. Ο Ομμεϋάδας Χαλίφης Χαλίντ εξελίχθηκε σε ικανότατο αλχημιστή και ιδρυτή του αραβικού κλάδου της Αλχημίας. Ένας από τους διαπρεπέστερους αλχημιστές της εποχής του και δάσκαλος του Χαλίντ, ο οποίος, κατά τα αραβικά λεξικά, πέτυχε το «Μέγα Έργο», δηλαδή την μετατροπή ενός αγενούς μετάλλου σε χρυσό, ήταν ο Ελληνοσύριος Μοριανός. Το έργο του Βίβλος των συνθέσεων της Αλχημίας είναι ιδιαίτερα γνωστό, διότι δι’ αυτού εισήχθη αργότερα η Αλχημία στην Δυτική Ευρώπη.
Ο Θεός κατασκευαστής του κόσμου (περ. 1250, Σχολιασμένη Βίβλος) Η Αλχημία, δεν εμφανίζεται με αυτό το όνομα μέχρι τον 8ο αιώνα. Τα παλαιότερα γραπτά πειστήρια που διαθέτουμε για την Αλχημία είναι οι πάπυροι της βιβλιοθήκης της Λυόν. Πρόκειται για ελληνικά κείμενα, γραμμένα στην Αίγυπτο, τα οποία βρέθηκαν τοποθετημένα πάνω σε μούμιες. Ανάγονται στον 3ο αιώνα και περιέχουν θρησκευτικές επικλήσεις, αλλά και συνταγές μεταλλουργών. Οι γνώσεις αυτές υποδηλώνονταν ήδη με το όνομα Χημεία ή Χυμεία, όπως μας πληροφορεί ένα χριστιανικό κείμενο του Ζωσίμου Πανοπολίτου τον 5ο αιώνα. Οι αλχημιστές, τουλάχιστον των πρωτοχριστιανικών χρόνων, εφάρμοζαν την εργαστηριακή πειραματική χημεία και πρέπει να φτάσουμε στον 6ο αιώνα, στον Ολυμπιόδωρο, για να βρούμε έναν λόγιο, ο οποίος να εξετάζει θεωρητικά την Αλχημία, χωρίς τις πρακτικές εφαρμογές της. Από τους προηγούμενους αιώνες, ένα ήδη σύνθετο σύνολο πειραματικών συσκευών έχει χρησιμοποιηθεί από τους σοφούς. Το βασικό όργανο, που είχε τότε εφευρεθεί, είναι ο άμβυξ, διυλιστήρας με τον οποίο έγινε η ανακάλυψη της απόσταξης, πρώτης γνωστής μεθόδου, κατά την οποία με μόνη την δράση του πυρός και σε ένα μόνο δοχείο, αποσυντίθενται και αναλύονται τα υλικά σώματα. Εκεί που υπήρχε πάντοτε σύγχυσηήταν στην ορολογία, καθώς οι παρασκευαστές, στο ίδιο πείραμα, έδιναν διαφορετικά ονόματα. Εν τούτοις, ένα σύνολο ειδικών αλχημικών συμβόλων είχε καθιερωθεί ήδη από το 2000 π.Χ. με μινωικά ιερογλυφικά και γράμματα. Πέραν αυτών, το πλέον γνωστό εικονικό σύμβολο της Αλχημίας είναι εκείνο το οποίο παριστάνει ένα ερπετό που δαγκώνει την ουρά του («Ουροβόρος Όφις»). Η πρώτη παράστασή του χρονολογείται στον 10ο αιώνα Περί τον Ε΄ αιώνα π.Χ., γράφεται ένα έργο, με σκοπό να εκθέσει την θεωρία της Αλχημίας στο πλαίσιο της συριακής παιδείας της Μέσης Ανατολής. Οι Άραβες δάσκαλοι του 8ου αιώνα θα το θεωρήσουν ως σύνοψη ολόκληρης της κοσμογονικής επιστήμης. Η Ευρώπη, όμως, θα το παραλάβει σε αραβική γλώσσα μόλις τον 10ο αιώνα, και η λατινική του μετάφραση θα παραμείνει άγνωστη, με μοναδική εξαίρεση την τελευταία του σελίδα. Η σελίδα αυτή, με το όνομα «Σμαράγδινος Πίναξ» θα έχει μιαν εκπληκτική τύχη: θα αποτελέσει για τους επόμενους οκτώ αιώνες την σύνοψη της Αλχημικής Γνώσεως. Σύμφωνα με το εγκυκλοπαιδικό αραβικό λεξικό Khitab-al-Fihrist, ο πρώτος μουσουλμάνος που ασχολήθηκε με την συλλογή και την μετάφραση αρχαίων αλχημικών έργων ήταν ο Ομμεϋάδας πρίγκιπας Αλή μπεν Γεζίντ μπεν Μοαούγια.
Η "Κυρία της Φυλακωπής", πήλινο ειδώλιο από τη Φυλακωπή της Μήλου. 1200 π.Χ., Υστεροκυκλαδική ΙΙΙ περίοδος. Τα ανθρωπόμορφα ειδώλια από την Εγγύς Ανατολή και το Μυκηναϊκό Ελλαδικό χώρο κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού αποτελούν πολυτιμότατα στοιχεία τα οποία υποβοηθούν τη μελέτη της προϊστορικής θρησκείας η οποία εμφανίζεται σε ορισμένα σημεία της κοινή σε όλη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Πρόκειται άραγε για απεικονίσεις ή παραλλαγές αρχαιότατων θηλυκών θεοτήτων; πολεμιστές θεούς και θεοποιημένους βασιλείς; ομοιώματα λατρευτών ή αναθήματα και προσφορές σε ιερούς χώρους και αποθέτες; Στο κείμενο παρουσιάζονται πληροφορίες σχετικά με την προέλευση, την εμφάνιση, τις χειρονομίες των ειδωλίων και τα αρχαιολογικά δεδομένα από σημαντικές και επιλεγμένες θέσεις της Μυκηναϊκής Ελλάδας και της Εγγύς Ανατολής όπου έχουν βρεθεί αρκετά από αυτά. Επίσης εξετάζεται και ο διαπολιτισμικός χαρακτήρας μερικών από αυτά πάντοτε σε συνάρτηση με το ερώτημα ποιούς μπορεί να απεικονίζουν και τι πιθανόν να συμβολίζουν τα ειδώλια αυτού του τύπου.
Η αγορά της Θεσσαλονίκης (αξονομετρική αναπαράσταση). Μετά το θάνατο του Φιλίππου Β΄, ο γιος του, Αλέξανδρος Γ΄, ανακηρύσσεται διάδοχός του και κληρονομεί μαζί με το μακεδονικό βασίλειο το όραμα του Φιλίππου για τιμωρία των Περσών και απόκτηση ελέγχου στην Ανατολή. Στην εκστρατεία του αυτή, ο μακεδόνας μονάρχης δεν έχει μοναδικό στόχο την εκδίκηση, αλλά και την επέκταση. Έτσι, μαζί με τις νίκες των Περσών, προβαίνει στην ίδρυση νέων πόλεων ή την αποκατάσταση των παλαιών ελληνικών, με συνέπεια να δημιουργηθούν νέα εμπορικά κέντρα (π.χ. η Αλεξάνδρεια), ή να ανθήσουν παλαιά ελληνικά (π.χ. η Μίλητος), τα οποία είχαν πέσει σε μαρασμό κατά τη διάρκεια της κατοχής και της εκμετάλλευσής τους από τους Πέρσες. Συνεπώς, τα κέντρα των εμπορικών, αλλά και πολιτικών και θρησκευτικών δραστηριοτήτων αυτών των πόλεων, οι αγορές, αποκτούν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και επηρεάζουν τη διακίνηση των αγαθών για αιώνες μετά το θάνατο του μακεδόνα στρατηλάτη. Πόλεις, όπως η Πέλλα –που αποτέλεσε τη γενέτειρα και αφετηρία της εκστρατείας του ηγεμόνα των Ελλήνων–αλλά και η Μίλητος, η Πριήνη, η Έφεσος, η Μαγνησία παρά τον Μαίανδρο, η Αλεξάνδρεια, η Κυρήνη –οι οποίες υπήρξαν σταθμοί του– σώζουν μέχρι σήμερα ίχνη απτά της ιδιαίτερης σημασίας τους ως εμπορικών σταθμών, επιδεικνύοντας αξιόλογες αρχαίες αγορές. Δίπλα σε αυτές συνεξετάζονται και πόλεις σαν τη Θεσσαλονίκη και το Πέργαμο, που δεν υπάρχουν βέβαια την εποχή του διαδόχου του Φιλίππου, ιδρύονται όμως μετά το πέρασμά του, ως συνέπεια της πολιτισμικής του κληρονομιάς, και διασώζουν αρχαίες αγορές εξαίρετης λαμπρότητας.
Η "Στήλη του Αποχαιρετισμού". Μετά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η εργασία αυτή ασχολείται με την ερμηνεία του Θέματος του τελευταίου αποχαιρετισμού , έτσι όπως αυτός διατυπώθηκε, μέσα από τις αρχαίες επιτύμβιες στήλες , μέσα από μία σειρά έργων του Γ. Μόραλη, και μέσα από το έργο του νεώτερου καλλιτέχνη Σ. Καραβούzη. Μια ομάδα σπουδαστών του τμήματος συντήρησης έργων τέχνης του ΙΕΚ Ηλιούπολης στο πλαίσιο διεύρυνσης των αξόνων του μαθήματος «Αρμονικές Χαράξεις-Μετρική ανάλυση» ερεύνησε τις ομοιότητες ,τις διαφορές, τα κρυμμένα γεωμετρικά σχήματα, που κάνουν τα έργα αυτά διαχρονικά, αποκαλύπτοντας συνθέσεις που υπόκεινται σε απόλυτα οργανωμένους κανόνες..Με τον τρόπο αυτό, μελετώντας ιδιαίτερα τη σημασία της Χρυσής τομής και συγκρίνοντας με συγκεκριμένη μεθοδολογία, έγινε ευκρινής η αντίληψη ότι το θέμα μπορεί να παραμένει η αντίθεση ζωής – Θανάτου, αλλά η ερμηνεία είναι διαφορετική, σύμφωνα με τα μηνύματα που θέλει να περάσει ο καλλιτέχνης.
Αργαλειός με βάρη στα άκρα των νημάτων του στημονιού. Το άρθρο “Γήρανση των υφανσίμων ινών – Αναφορά στα παλαιά, αρχαιολογικά υφάσματα” αναφέρεται στη γήρανση των ινών που χρησιμοποιούνται για την ύφανση των υφασμάτων. Περιγράφονται διάφοροι παράγοντες που προκαλούν την καταστροφή των νημάτων από λινό, μαλλί, μετάξι και βαμβάκι στο πέρασμα του χρόνου. Αρχαιολογικά υφάσματα και παλαιά υφάσματα, ύφανση των ινών πριν από χιλιάδες χρόνια, συνθήκες έκθεσης των υφασμάτων αυτών στα μουσεία για την επιβράδυνση της περαιτέρω φθοράς τους.
Άποψη του αναστηλωμένου κτηρίου των Στρατώνων στην Υπάτη, το οποίο στεγάζει το Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας. Το Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας στεγάζεται στο αναστηλωμένο κτήριο των Στρατώνων στην Υπάτη. Το Μουσείο δημιουργήθηκε με πρόθεση να φέρει τον επισκέπτη σε επαφή με τη ζωή που αναπτύχθηκε στην περιοχή κατά τους παλαιοχριστιανικούς και βυζαντινούς χρόνους. Το υλικό της έκθεσης προέρχεται από ανασκαφές στη βασιλική των Δαφνουσίων και τα γειτονικά της κτίσματα, στην Υπάτη, το Θαυμακό, την Πελασγία και τον Αχινό, αλλά και από αντικείμενα μικροτεχνίας και αρχιτεκτονικά μέλη που φυλάσσονταν στις αποθήκες της ΙΔ΄ ΕΠΚΑ, στο Μουσείο Λαμίας και την Αρχαιολογική Συλλογή Αταλάντης. Εκτίθεται επίσης συλλογή νομισμάτων που παραχώρησε στο Μουσείο ο Υπαταίος συλλέκτης Κ. Κοτσίλης. Διεύθυνση: Υπάτη (Στρατώνες του Όθωνα) Ώρες λειτουργίας: Τρίτη-Κυριακή 9.00-15.00 τηλ. 22310-98079 fax: 22310-98070
Ο χώρος της ανασκαφής στα Πριόνια Γρεβενών. Παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των ανασκαφών που διενεργήθηκαν από τη Λ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κατά το έτος 2007 στην Αιανή και στα Γρεβενά (αρχαιολογικοί χώροι που κατακλύζονται από το φράγμα Ιλαρίωνα στον μέσο ρου του Αλιάκμονα, θέση Ιβάνη Πριονίων).
Κ. Βολανάκης, "Δύο ψαράδικα" (λεπτομέρεια) (περ. 1890). Βιβλιοπαρουσίαση του ογκώδους, πολυτελούς τόμου που εξέδωσε η Τράπεζα της Ελλάδος, με 169 ζωγραφικούς πίνακες και χαρακτικά, απάνθισμα από τη μεγάλη καλλιτεχνική συλλογή της.
Journal of Mediterranean Archaeology, λογότυπο Από το τεύχος 20/2 (2007) του Journal of Mediterranean Archaeologyπαρουσιάζεται το άρθρο της Lindy Crewe "Sophistication in simplicity: The first production of wheelmade pottery on Late Bronze Age Cyprus".
Η εισαγωγική οθόνη του MAVI Το MAVI - Musée achéménide virtuel et interactif αποτελεί τμήμα του ιστότοπου Achemenet, που είναι αφιερωμένος στο βασίλειο της Περσίας στην αχαιμενιδική περίοδο, δηλαδή από τις απαρχές μέχρι την ελληνιστική εποχή και την κατάκτησή του από τον Μέγα Αλέξανδρο (περίπου 550-330 π.Χ.), καθώς και στους γειτονικούς πολιτισμούς που επηρέασαν τους Πέρσες. Παρουσιάζει χαρακτηριστικά αντικείμενα απ’ όλη την επικράτεια της περσικής αυτοκρατορίας, από τον Ινδό ποταμό μέχρι τη Μεσόγειο, τα οποία βρίσκονται σε διάφορες συλλογές ανά τον κόσμο – Λούβρο, Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας, Βρετανικό Μουσείο, Oriental Institute of Chicago, καθώς επίσης και σε ολλανδικά, γερμανικά και τουρκικά μουσεία. Επιλέχθηκαν αντικείμενα κάθε είδους - αρχιτεκτονικά μέλη, γλυπτά, νομίσματα, σφραγιδόλιθοι, κοσμήματα, αγγεία, κ.ά. –, ή υλικού – μεταλλικά, γυάλινα, λίθινα, ξύλινα, κ.ά., καθώς και σχεδιαστικές αποτυπώσεις αρχαιολογικών θέσεων και μνημείων της αρχαίας Περσίας από περιηγητές του 18ου και 19ου αιώνα. Με τη συνδρομή ερευνητών συγκεντρώθηκαν και καταγράφηκαν οι βασικές επιστημονικές πληροφορίες για κάθε έργο, ενώ οι 8.000 περίπου φωτογραφίες τους ψηφιοποιήθηκαν σε πολύ υψηλή ανάλυση. Η εξερεύνηση του περιεχομένου γίνεται σε πέντε ενότητες: τις συλλογές, οργανωμένες κατά μουσεία και φορείς, τις γεωγραφικές περιοχές προέλευσης των αντικειμένων (χάρτης με τις θέσεις, από τις οποίες μόνο τρεις είναι προς το παρόν ενεργές – Δασκύλειον, Μέμφις, Κιλικία), τα είδη των αντικειμένων, τα σχέδια των περιηγητών και τα εικονογραφικά θέματα, και συμπληρώνονται με σύντομη εισαγωγή στην ιστορία της περσικής αυτοκρατορίας. Άλλες λειτουργίες: δυνατότητα δημιουργίας προσωπικής συλλογής, αναζήτηση με ελεύθερο κείμενο, κατατοπιστική βοήθεια με αφήγηση, καθώς και εργαλεία διαδραστικής εξερεύνησης των εικόνων των αντικειμένων, που σπάνια απαντούν στα συστήματα πληροφόρησης στον Παγκόσμιο Ιστό.
Άποψη του αρχαιολογικού χώρου του Σκάρκου, που τιμήθηκε με το Βραβείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ε.Ε. και της Europa Nostra Ειδήσεις: Αρχαίο νεκροταφείο στη Βούλα, Σώζονται κάποια από τα αρχαία που έφερε στο φως το μετρό, Κλειστό το Μέγαρο Ιπποτών Ρόδου, Κατεβαίνουν τα τελευταία γλυπτά του Παρθενώνα, Κίνηση πολιτών για την προστασία των αρχαίων θεάτρων κ.ά. Εκθέσεις: Δύο ελληνικές εκθέσεις στο Πεκίνο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, Η Βαβυλώνα στο Λούβρο, Η Ακρόπολη στο Βερολίνο κ.ά. Συνέδρια: Επιστροφή Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσής τους, Πολιτισμός, Παγκοσμιοποίηση και Εθνικές Κουλτούρες, Σπήλαιο Αλεπότρυπας: 50 χρόνια κ.ά. Διαλέξεις: Tο τέλειο λουκέτο, Το έργο της Βρετανικής Σχολής το 2007, Οι Αστυνόμοι της Περγάμου, Η διχογνωμία για την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης κ.ά. Βιβλία: Pierre Herrmann, Itinéraires des voies romaines. De l’antiquité au Moyen Age, Αφροδίτη Κούρια, Το Ναύπλιο των περιηγητών, David Watkinson και Virginia Neal, Αρχαιολογικά ευρήματα. Πρώτα σωστικά μέτρα στην ανασκαφή, κ.ά.
Το άγαλμα του Αγία, στο Μουσείο των Δελφών. Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού σκέφτηκε πως θα ήταν ευχάριστο για τους αναγνώστες μας να βρίσκουν κάθε τόσο μια πρόταση για εκδρομή. Μια εκδρομή σε γνωστά μέρη που όμως θα τους αποκαλύψει κάτι καινούργιο! Σε αυτό το τεύχος, το περιοδικό διάλεξε για προορισμό του τα Φάρσαλα, πόλη ονομαστή για το χαλβά της, που αξίζει να γίνει ευρύτερα γνωστή και για την ιστορία της. Τα σημερινά Φάρσαλα είναι χτισμένα επάνω στην αρχαία Φθία, την πρωτεύουσα του βασιλείου των Μυρμιδόνων. Είναι η γενέτειρα του Αχιλλέα. Η πόλη στην οποία εμφανίζονται οι πηγές του Ενιππέα ή Φαρσαλιώτη ή Απιδανού ποταμού. Στην παρουσίαση, θα βρείτε χρήσιμες πρακτικές πληροφορίες (πού να μείνετε ή πού να φάτε…), την ιστορία της πόλης και τα αξιοθέατα που μπορείτε να επισκεφθείτε.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα μπορείτε να διαβάσετε: -Τα Πρακτικά του 4ου Συμποσίου Αρχαιομετρίας της ΕΑΕ -Το 5ο Συμπόσιο Αρχαιομετρίας της ΕΑΕ -Το 37ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαιομετρίας -Επιστημονική ημερίδα για την έρευνα στο σπήλαιο Αλεπότρυπα Διρού -Διημερίδα Αρχαιολογίας Περιβάλλοντος στο ΑΠΘ -Νέες εκδόσεις: Ορολογία της Αρχαίας Μεταλλείας, Τα μεταλλικά ορυκτά της Ελλάδος
Ο Σωκράτης και δύο μαθητές του. Μικρογραφία από αραβικό χειρόγραφο, 13ος αι., Κωνσταντινούπολη, Μουσείο Τοπκαπί Στο τελευταίο μέρος του αφιερώματος στην Αλχημία, βλέπουμε ότι η εξέλιξη της Ιεράς αυτής Τέχνης, η οποία δεν διακόπτεται παρά τις αντίξοες συνθήκες της περιόδου, απέδωσε σημαντικές «νέες εφευρέσεις», όπως για παράδειγμα το βυζαντινό Γρηγοριανόν Πυρ. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι η πνευματική υποδομή εξακολουθούσε να υφίσταται, κινούμενη στον ίδιο άξονα που είχαν εδραιώσει οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι.
Aurora consurgens, Zurich Zentralbibliothek, MS Rhenoviensis 172. Τέλος 14ου αιώνα Η πνευματική άνοδος που άρχισε στο Βυζάντιο από την εποχή του Θεοφίλου, συνεχίστηκε. Από το 945 έως το 959, με πρωτοβουλία του του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου, οργανώθηκε στο παλάτι ομάδα από φιλολόγους και επιστήμονες, οι οποίοι συνέταξαν ιστορικές εγκυκλοπαίδειες, εγχειρίδια στρατιωτικής τακτικής, αγροτικές, ιατρικές, κτηνιατρικές εγκυκλοπαίδειες, καθώς και πραγματείες και άλλα βοηθήματα που σχετίζονταν με τη διοίκηση. Ωστόσο, η φιλοσοφία ήταν, όπως και στη Δύση, στην υπηρεσία της Θεολογίας. Oι Έλληνες φυσικοί φιλόσοφοι και αλχημιστές, υπήρξαν πρόδρομοι Βυζαντινών αλχημιστών των μέσων χρόνων. Η πρακτική της Αλχημίας, όπως και η θεωρία, εξακολουθούσε να καλλιεργείται τον 8ο αιώνα και στην Κωνσταντινούπολη, όπως μαρτυρεί η εφεύρεση του Γρηγοριανού πυρός και τα συγγράμματα των μοναχών Κοσμά, Ψελλού και Βλεμμύδη. Εκείνη την εποχή, οι Άραβες ανέπτυσσαν έντονα την επιστήμη και η επιστήμη της Αλχημίας μεταβιβάζεται ομαλά από τους Έλληνες στους Σύρους, στη συνέχεια στους Άραβες και, τέλος, στους Λατίνους. Ο 10ος αιώνας ανατέλλει με τη σφραγίδα και το έργο του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (866-912). Χάρις στους δύο μεγάλους δασκάλους του, τον Λέοντα τον μαθηματικό και ιατροφιλόσοφο και τον μεγάλο Πατριάρχη Φώτιο, ο λόγιος αυτοκράτωρ ανεδείχθη σε περίφημο επιστήμονα, αλχημιστή και πολυγραφότατο συγγραφέα. Από τους φιλοσόφους, που ήκμασαν στο Βυζάντιο τον 11ο αιώνα, οι πλέον γνωστοί είναι ο Μιχαήλ Ψελλός και ο Ιωάννης Ιταλός. Ο Ψελλός, πολυγραφότατος και ελληνιστής, άφησε έργα ποιητικά, χρονογραφίες, επιστολές, λίβελους, εγχειρίδια φιλοσοφίας, αστρονομίας και φυσικής, αλλά και αποκρυφιστικά, όπως και αλχημιστικά κείμενα (περί λίθων). Ο Ιωάννης ο Ιταλός, μαθητής, διάδοχος και συνεχιστής του Ψελλού, συγκέρασε την υλιστική φιλοσοφία με τη χριστιανική διδασκαλία και αυτό τον οδήγησε σε σύγκρουση με την Εκκλησία. Μετά τον Ιωάννη Ιταλό και για ολόκληρο τον 12ο αιώνα, ουδείς επώνυμος αλχημιστής αναφαίνεται στο Βυζάντιο. Αντίθετα, η αραβική διανόηση και επιστήμη (Ιατρική, Αλχημία, Φιλοσοφία) ανέρχονται συνεχώς μέχρι τον 12ο αιώνα, οπότε το παγκόσμιο προσκήνιο της διανόησης επισκιάζει ο πασίγνωστος αλχημιστής, φιλόσοφος και ιατρός Elhalid Mouhamed Ibn Ahmet Ibn Rosched, ο λεγόμενος Αβερρόης, βαθύς γνώστης, μελετητής και σχολιαστής του Αριστοτέλη, ο οποίος θεωρείται ο εκπρόσωπος των Αράβων περιπατητικών φιλοσόφων. Ο Αβερρόης και οι οπαδοί του, Άραβες και Ευρωπαίοι, θεωρήθηκαν άθεοι από τους Μουσουλμάνους και διώχθηκαν, ενώ συγχρόνως οι χριστιανοί λόγιοι τον χαρακτήρισαν ως προσωποποίηση του δαίμονος. Υπάρχουν δύο ειδών αλχημικά έργα. Αυτά όπου ο συγγραφεύς έχει πεισθεί για τη ματαιότητα των επιδιώξεων των ερμητικών φιλοσόφων, οπότε κρίνει πως η πραγματοποίηση της φιλοσοφικής λίθου είναι απλώς ένα κίνητρο προς μελέτη, και αυτά όπου ο συγγραφεύς παρουσιάζεται ως «μυημένος», στενά συνδεδεμένος με το «θαυμάσιο μυστικό», οπότε κρίνει πως κάθε διάδοση η οποία αφορά στην εύρεση της φιλοσοφικής λίθου αποτελεί βεβήλωση. Και οι μεν και οι δε κατασκευάζουν ένα συνονθύλευμα από προηγούμενα αλχημικά κείμενα. Όμως οι Έλληνες Αλχημιστές και φυσικοί φιλόσοφοι, όπως και οι Άραβες μέχρι τον 10ο αιώνα τουλάχιστον, περιγράφουν στα έργα τους με σαφήνεια την προετοιμασία και τον εξαγνισμό ορισμένων σωμάτων, τα οποία χρησίμευαν ως πλαίσιο στηρίξεως των περαιτέρω ενεργειών τους, χωρίς όμως η περιγραφή τους να φθάνει μέχρι τις απώτερες διεργασίες κατασκευής της Φιλοσοφικής Λίθου. Οι μεταγενέστεροι, όμως, κυρίως συγγραφείς της Δυτικής Ευρώπης και μέχρι τον 17ο αιώνα, φαίνεται ότι παρεξήγησαν αυτή τη διάκριση, και μη λαμβάνοντες υπόψη τις εκθέσεις των προγενεστέρων τους, ως και των χημικών της εποχής τους, αρχίζουν να καλύπτουν τα κείμενά τους με ένα αλληγορικό, συμβολικό έως και σκοτεινό πέπλο. Αυτός είναι ο λόγος που οι περισσότεροι νεώτεροι ερευνητές υπέθεσαν πως το «θαυμάσιο μυστικό» συνίστατο, βασικά, στην γνώση των ορυκτών σωμάτων και της διεργασίας εκάστου εξ αυτών. Βεβαίως η γνώση των αναγκαίων υλικών για το «Μέγα Έργο» είναι σημαντική, όχι όμως αρκετή για την διεργασία της Φιλοσοφικής Λίθου. Εδώ η Αλχημία διαφέρει τελείως από την Χημεία ή οποιαδήποτε άλλη επιστήμη, σύμφωνα με την οποία η επανάληψη των πειραμάτων πάνω σε σταθερά δεδομένα είναι δυνατή. Στην Αλχημία αυτό δεν μπορεί να συμβεί, διότι αυτή η Θεία και Ιερά Τέχνη συνίσταται στην ανάπτυξη μίας ορισμένης ύλης στον υψηλότερο βαθμό τελειοποιήσεως. Από την άποψη αυτή λοιπόν, μοιάζει περισσότερο με την γεωργία, καθώς, και αυτή, συνίσταται στο να φέρει το όποιο φυτό στον τελειότερο βαθμό ωρίμανσης, ένα αποτέλεσμα που ποτέ δεν είναι απολύτως ίδιο με αυτό, το οποίο θα δώσει παρακείμενος αγρός άλλου αγρότη. Oι αλχημικές διεργασίες δε, δεν μοιάζουν με τα πειράματα του χημικού, αλλά συγγενεύουν περισσότερο με την εργασία του αρτοποιού (εικ. 13), ο οποίος, ενώ γνωρίζει πόσο προζύμι πρέπει να βάλει για να φουσκώσει το ψωμί του, μερικές φορές αυτό μπορεί να αποτύχει ή και να καεί στον φούρνο, αν ο αρτοποιός τυγχάνει να είναι ασθενής, σωματικά ή ψυχικά. Και φυσικά, ποτέ το ψωμί που παράγει ένας αρτοποιός δεν είναι απόλυτα ίδιο με το προϊόν του γειτονικού φούρνου. Για την επιτέλεση του Μεγάλου Έργου δεν χρειάζονται μόνο τα σωστά υλικά, αλλά και η ήρεμη, αυτοκυριαρχούμενη, χωρίς εσωτερικά πάθη, ψυχική διάθεση του μύστη, ο οποίος θα χειρισθεί τα στοιχεία που θα οδηγήσουν στην δημιουργία της Φιλοσοφικής Λίθου. Διότι, εν κατακλείδι, ο απώτερος σκοπός της Αλχημίας είναι η μετουσίωση του ιδίου του αλχημιστή. Οι δε διεργασίες για την επίτευξη του «θαυμασίου έργου» δεν είναι παρά μια «στενή και τεθλιμμένη ατραπός», η οποία οδηγεί στην απελευθέρωση του Πνεύματος.
Hieronymus Brunschwig, Das Buch der rechten Kunst zu distillieren, Strassburg 1500. Με την πλήρη επικράτηση του Χριστιανισμού έπαυσε κάθε έρευνα και μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Xρειάστηκε να φτάσουμε στον 12ο αιώνα, για να αρχίσει η αρχαία ελληνική γραμματεία να θεωρείται αντικείμενο σοβαρής μελέτης και όχι έργο αντιχρίστων. Τότε ο ποιητής και γραμματικός Ιωάννης Τζέτζης (1110-1170) ασχολείται συστηματικά με την ελληνική αρχαιολογία και ιστορία και οι πληροφορίες του για ζητήματα για τα οποία δεν υφίστανται άλλες πηγές είναι μοναδικού ενδιαφέροντος, ενώ ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος σχολιάζει την Ιλιάδα και την Οδύσσεια με πραγματικά φωτισμένη αντίληψη. Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και της υπολοίπου Ελλάδος από τους Λατίνους (1204-1261) σταμάτησε προσωρινά την περαιτέρω πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη, ενώ οι Λατίνοι άφησαν τα ίχνη τους στην λογοτεχνική κυρίως ζωή του Βυζαντίου. Με την γένεση των αστικών στοιχείων στο Βυζάντιο κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, παρουσιάστηκε μια νέα τάση στην επιστήμη, την φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, η οποία έχει πολλά κοινά με τον ουμανισμό. Το ρεύμα αυτό στο Βυζάντιο αντιπροσωπεύεται από τον Μανουήλ Χρυσολωρά και τον Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα. Καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια, η πνευματική κίνηση των τελευταίων χρόνων πριν από την Άλωση ήταν μια φωτεινή και ολιγόζωη αναλαμπή. Τα ιστορικά γεγονότα που μεσολάβησαν και η κατάκτηση της Νοτιοανατολικής Ευρώπης από τους Τούρκους μετέθεσαν το κέντρο του πολιτισμού στη Δύση. Οι περισσότεροι από τους πρόδρομους αλχημιστές συγγραφείς των ύστερων βυζαντινών χρόνων, των οποίων έχουν διασωθεί τα έργα, είναι χριστιανοί (π.χ, Ζώσιμος). η Αλχημία παρουσιάστηκε, σε νεότερα χρόνια, από τους Βυζαντινούς μοναχούς, δηλαδή τον Κοσμά, τον Ψελλό, και τον Νικηφόρο Βλεμμύδη. Συμπερασματικά, στην Κωνσταντινούπολη πρέπει να συγκροτήθηκε μια πολύ μεγάλη αλχημιστική συλλογή, με την συνένωση των έργων διαφόρων εποχών από διαφορετικούς συγγραφείς, Εθνικούς και Χριστιανούς. Συνετέθη, αντεγράφη και σχολιάσθηκε από τους Βυζαντινούς μοναχούς και, από την Βασιλεύουσα, αντίγραφά τους έφτασαν στην Ιταλία και από εκεί στην υπόλοιπη Δύση. Ο 13ος αιώνας έφερε πολλές ανακατατάξεις στα πολιτισμικά κέντρα του τότε γνωστού κόσμου, αλλά και στην μελέτη και εφαρμογή της Αλχημίας, σε αυτά. Η βυζαντινή χυμευτική ή Αλχημία φθίνει ολοένα και περισσότερο στην Ελλάδα και με διαφορά δύο περίπου γενεών ακολουθεί την ίδια φθορά και η αραβική Αλχημία, καθώς τα Αραβικά κράτη πιέζονται και κατακτώνται βιαίως από τις βόρειες Τουρανικές φυλές Τούρκων και Μογγόλων. Σε αντιστάθμισμα, από τον 13ο αιώνα, η Δυτικοευρωπαϊκή Αλχημία αρχίζει να αποκτά τον δικό της ιδιότυπο χαρακτήρα, καθώς όλο και περισσότερα ελληνικά και αραβικά αλχημικά κείμενα μεταφράζονται στα Λατινικά. Η αρχή είχε γίνει από τον Άγγλο μοναχό Robert of Chester, ο οποίος κατ’ αρχήν είχε μεταφράσει το Κοράνιο για τον εξαιρετικά πολυμαθή αββά του Κλινύ, Πέτρο τον Σεβάσμιο, ενώ το 1144 μεταφράζει στα λατινικά το έργο του Έλληνα μοναχού Μοριανού Βιβλίο των Συνθέσεων της Αλχημίας. Όμως και η ελληνική Αλχημία του Βυζαντίου, παρά την παρακμή που σημειώνει, δεν μένει χωρίς αντιπροσώπους τους τελευταίους αιώνες υπάρξεως της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Μάρκος Γραικός, αλχημιστής της παραδόσεως που κατέλιπε ο εφευρέτης του ελληνικού υγρού πυρός, Καλλίνικος, μας παραδίδει πολλές πρακτικές εφαρμογές της επιστήμης του, στο έργο του Περί του ελληνικού πυρός. Στα μέσα του 13ου αιώνα έζησε και ένας ευφυέστατος, όπως φαίνεται από τα συγγράμματά του, Βυζαντινός αλχημιστής, ο Ανεπίγραφος. Από τον 13ο προς τον 14ο αιώνα, εμφανίζονται κάποιοι ιατροφιλόσοφοι ακτουάριοι (αυτοκρατορικοί ιατροί), στα συγγράμματα των οποίων περιέχονται και αλχημικές πραγματείες, αλλά σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο (Νικόλαος Μυρεψός, Γρηγόριος Χιονιάδης, Γεώργιος Χρυσοκόκκης και ο επιφανέστερος όλων, Ιωάννης ο Ακτουάριος). Ο τελευταίος αλχημιστής του Βυζαντίου είναι ο Βησσαρίων. Άνθρωπος με ευρύτατη μόρφωση και μεταφραστής ενός μεγάλου τμήματος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ανήκε στην λεγόμενη λατινόφιλη ομάδα της βυζαντινής αριστοκρατίας και θεωρούσε απαραίτητο να ενωθεί το Βυζάντιο με την Δυτική Ευρώπη στον αγώνα εναντίον των Τούρκων. Μετά τη Σύνοδο της Φεράρα, ο Βησσαρίων κατηγορήθηκε ως προδότης της ορθοδοξίας και εγκαταστάθηκε στην Ιταλία. Ο Βησσαρίων έχοντας επίγνωση της αξίας και της εθνικής σημασίας των σπαραγμάτων της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς, ενδιαφερόταν για την αγορά, συγκέντρωση και διαφύλαξη των γραπτών μνημείων της. Με δαπάνες του αντιγράφηκαν κώδικες σε μοναστήρια της Τραπεζούντος, της Κωνσταντινουπόλεως, κ.ά. και συγκρότησε την πλουσιοτέρα συλλογή ελληνικών κωδίκων, με 746 χειρόγραφα βιβλία, τα 482 ελληνικά. Αυτά χρησιμοποίησε αργότερα ο ελληνιστής και εκδότης αρχαίων κειμένων Άλδος Μανούτιος. Ο Βησσαρίων, γνώστης των φυσικών επιστημών και αλχημιστής, πειραματιζόμενος ο ίδιος στην χαλκουργία, την σιδηρουργία και την υαλουργία, κατείχε πάνω από εκατό αρχαία ελληνικά χειρόγραφα μεταλλουργίας, βαφής μετάλλων και μετατροπής αυτών σε άργυρο και χρυσό. Έγραψε ο ίδιος δεκάδες μελέτες, πολλές από τις οποίες συγκέντρωσε σε ιδιόγραφο κώδικα, στον πρόλογο του οποίου περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικές με τον χρόνο που γράφτηκε η κάθε μία. Ο κώδικας αυτός (με τα στοιχεία Cod. Gr. 533), βρίσκεται στην Βιβλιοθήκη του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Για να πραγματοποιηθεί κάποια μεταστοιχείωση πρέπει να έχει προηγηθεί η διαδικασία η οποία, στα αλχημικά κείμενα, αναφέρεται ως το «Μέγα Έργο» ή «Μαγιστέριο» (από τον βυζαντινό τίτλο «μάγιστρος»). Υπάρχουν δύο παρεμφερείς διεργασίες: το «Μικρό Έργο» ή «Μικρό Μαγιστέριο», που καταλήγει στην κατασκευή της Λευκής Φιλοσοφικής Λίθου, η οποία μετατρέπει τα ατελή μέταλλα σε αργυρο, και το «Μέγα Έργο» ή «Μεγάλο Μαγιστέριο», που οδηγεί στην δημιουργία της Ερυθράς Φιλοσοφικής Λίθου, η οποία έχει τη δυνατότητα να μεταλλάξει ένα κοινό μέταλλο σε χρυσό, αγγίζοντάς το και μόνο. Αυτή καλείται και ελιξήριο της μακροβιότητας, διότι αποτελεί μια πανάκεια θεραπείας των ασθενειών, τόσο του ανθρώπου όσο και των μετάλλων. Κατά την διαδικασία είτε του Μικρού είτε του Μεγάλου Έργου, οι διεργασίες είναι παραπλήσιες, αφορούν αμφότερες τον λεγόμενο «φιλοσοφικό γάμο» (εικ. 13) μεταξύ του Θείου και του Υδραργύρου, τα οποία ενωνόμενα τελικά, τη μεσολαβήσει του Άλατος, γεννούν την φιλοσοφική λίθο. Διαφέρουν ως προς την επιλογή της πρώτης ύλης και τον χρόνο τελέσεως του όλου έργου, που μπορεί να ποικίλλει από μερικούς μήνες έως αρκετά χρόνια. Η σπουδαιότητα είτε του Μικρού είτε του Μεγάλου Έργου οδήγησε εξαρχής τους αλχημιστές να εφεύρουν σειρά από σκεύη, τα οποία τους διευκόλυναν στην Θεία και Ιερά Τέχνη τους (αλχημική εστία ή αθάνωρ, αποστακτήρ, λέβης, δίδυμοι, φιλοσοφικό ωόν, λίθινα ή μεταλλικά γουδιά με ξύλινα ή μπρούντζινα γουδοχέρια κ.ά ) Με αυτά, ο αλχημιστής μπορούσε να προχωρήσει στα διάφορα στάδια του Μεγάλου Έργου (Διαπύρωση, Συμπύκνωση, Στερεοποίηση, Διάλυση, Χώνευση, Απόσταξη, Εξάχνωση, Αποχωρισμός, Κηροποίηση, Ζύμωση, Πολλαπλασιασμός και Προβολή, που αντιστοιχούσαν πλήρως στα δώδεκα σημεία του Ζωδιακού Κύκλου).
Οι αλχημιστικές διεργασίες σε σχέση με τις αλχημικές ώρες. Pierre Apien, Astronomicum Cesareum, Ingolstadt 1540. Η κυρίως Ελλάδα, τα χρόνια της παρακμής ήταν πολύ διαφορετική από ό,τι ήταν στον Ε΄ και Δ΄ αιώνα π.Χ. Το όνομα Ελλάς είχε περιορισθεί σε μια μικρή περιοχή γύρω και πάνω από τη Λαμία και αυτό που σήμερα ονομάζουμε βυζαντινό κράτος, στα 1.100 περίπου χρόνια ύπαρξής του, έφερε το όνομα Ρωμαίων Βασιλεία ή Ρωμανία, οι δε κάτοικοί του λέγονταν Ρωμαίοι. Η επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν η λατινική μέχρι και τον 4ο αιώνα, οπότε αρχίζει να υποχωρεί και αργότερα ο Ιουστινιανός αναγκάζεται να αναγνωρίσει την αρχαΐζουσα ελληνική ως γλώσσα της νομοθεσίας. Εξάλλου, το όνομα «Έλλην», μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, ταυτίστηκε νοηματικά με το ειδωλολάτρης και μόλις τον 13ο αιώνα αρχίζει να μη θεωρείται υβριστικό, στα ανώτερα στρώματα του πληθυσμού του Βυζαντίου. Τον 14ο όμως αιώνα τα πράγματα αλλάζουν. Οι περισσότεροι διανοούμενοι ανακαλύπτουν και μελετούν με πάθος τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Συγχρόνως, σε όλα τα οικονομικά κέντρα, όπου υπάρχει εμπόριο, αρχίζει να σχηματίζεται ελληνική συνείδηση. Εκείνη λοιπόν την εποχή εμφανίζεται ένας φιλόσοφος, ο Γεώργιος Γεμιστός (1360-1450), άντρας πολυταξιδεμένος και μυημένος στην περσική αστρονομία και τον ζωροαστρισμό, ο οποίος παρουσιάζεται ως κεφαλή μιας μεταρρυθμιστικής κινήσεως και ως υπέρμαχος του ελληνικού «εθνικισμού». Βεβαίως οι ιδέες του Πλήθωνος δεν είχαν καμία απήχηση στην αυτοκρατορική Αυλή και τους φεουδάρχες, όμως προκάλεσαν την αντίδραση των μοναχών με πρωτοστατούντα τον Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος έκαψε τα βιβλία του Γεμιστού, ως αθεϊστικά. Αποτελεί πραγματικό εθνικό έπος ο αγώνας των επιστημόνων, αλχημιστών και μη, της εποχής της Τουρκοκρατίας, των Δασκάλων του Γένους, όπως έχουν μείνει στην καλλιεργήσουν την συνείδηση της ελληνικής του ταυτότητος. Έτσι, μαζί με την Φιλοσοφία και την Θεολογία, δίδασκαν στον λαό τη Φυσική, τα Μαθηματικά, τη Χημεία, τη Φυσική Ιστορία και τη Γεωγραφία ακόμα και μη θετικοί επιστήμονες, όπως ο εθνεγέρτης και εθνομάρτυς Ρήγας Βελεστινλής-Φεραίος (1757-1798). Στο τέλος του 15ου αιώνα, ανατέλλει στην Ευρώπη η πνευματική αφύπνιση. Η φοβερή καταπίεση της πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας χαλάρωσε και οι αλχημιστές αρχίζουν να δουλεύουν στο φως της ημέρας, ενώ γίνονται πιο προσιτοί στους συγχρόνους τους, περιορίζοντας τον αριθμό των συμβόλων της Θείας και Ιεράς Τέχνης, και χρησιμοποιώντας την καθομιλουμένη αντί για την γλώσσα των κληρικών, την οποία χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε, δηλαδή τα λατινικά. Είναι η εποχή όπου η Αλχημία κατακτά το ευρύ κοινό και τίθενται οι βάσεις της σύγχρονης επιστήμης. Βεβαίως, ο αριθμός των αληθινών μυημένων αλχημιστών παραμένει μικρός, καθώς εξακολουθούν να θεωρούν πως είναι επικίνδυνο να εμπιστεύονται την επιστήμη τους σε μεγάλο αριθμό ατόμων. Από την Αναγέννηση και εντεύθεν, η Αλχημία αντιμετωπίστηκε με κάποια δυσπιστία από τους επιστημονικούς κύκλους. Η εκατονταετία μεταξύ του 1550 και του 1650 σημειώνει το αποκορύφωμα της Αλχημίας στον Δυτικό κόσμο. Είναι η εποχή η οποία γέννησε τον Κέπλερ, τον Γαλιλαίο, τον Χάρβεϋ, τον Ντεκάρτ, τον Μπόυλ και τον μεγάλο Νεύτωνα, αλλά παράλληλα γέννησε και τον Ειρηναίο Φιλαλήθη (έργο του το μάλλον εκλαϊκευτικό Ερμητικό Μουσείο), ο οποίος δίνει μια φοβερή εικόνα της άθλιας μοίρας της οποίας μπορεί να τύχουν οι αλχημιστές. Είναι αμφίβολο αν θα είχε υπάρξει η ευρωπαϊκή Αναγέννηση αλλά και οι θετικές επιστήμες, όπως τις ανέδειξαν άνδρες σαν τον Γαλιλαίο, τον Νεύτωνα και τόσοι άλλοι, αν δεν είχε κυριευθεί η Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους και δεν είχαν διασπαρεί τόσοι Έλληνες διανοούμενοι στην Ευρώπη της εποχής εκείνης, μεταφέροντας, αντί άλλων αποσκευών, το ελληνικό πνεύμα, την ελληνική επιστήμη. Ο πολιτικός θάνατος του Βυζαντίου δεν αφάνισε την πνευματική του αίγλη, η οποία κυριολεκτικά μεταλαμπαδεύτηκε από τους Βυζαντινούς λογίους σε όλη την Ευρώπη. Υπήρξε σωρεία ανθρώπων του πνεύματος, οι οποίοι αγωνίσθηκαν να λυτρώσουν με την διδασκαλία και τη διάδοση των επιστημών, το υπόδουλο ελληνικό έθνος, από την άγνοια, την πρόληψη και τη δεισιδαιμονία, αλλά και την Ευρώπη, από τα ζοφερά σκοτάδια του Μεσαίωνος. Πολλοί από αυτούς ήσαν αλχημιστές. Τέτοιοι πολυσχιδείς λόγιοι ήταν ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης (1434-1501), λόγιος και διδάσκαλος των ελληνικών, αλλά και μαθηματικός, αστρονόμος και αλχημιστής, ο ιατρός και φυσικός φιλόσοφος, αλχημιστής Γεώργιος Αμιρούτσης (1402-1475), τα μέλη της οικογένειας Κορέσιο, Μιχαήλ, Ιωάννης και Γεώργιος, ο Θεόφιλος Κορυδαλεύς (1563-1646), γνωστός και ως Θεοδόσιος ο Αθηναίος, που θεωρείται ο σημαντικότερος Έλλην διανοούμενος του 16ου αιώνα. Ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης ήταν υπέρμαχος του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και οραματιστής της δημιουργίας του ελληνικού έθνους. Σύγχρονος των παραπάνω ήταν και ο Λέων Αλλάτιος (1586-1669), ο πολυγραφότερος και πολυμαθέστερος Έλλην σοφός του 16ου αιώνα. Στη χορεία των μυημένων Χριστιανών Ορθοδόξων μοναχών, θα πρέπει να προστεθεί και ο Γεράσιμος Βλάχος (1607-1685). Πολύ γνωστός αλχημιστής στην εποχή του ήταν και ο Κωνσταντίνος Ροδοκανάκης (1635-1685) από τη Χίο. Από τους πλέον διασήμους Έλληνες της τότε διασποράς υπήρξε και ο γεννημένος στην Κέρκυρα Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806), πολυμαθέστατος, πολυσχιδής και πολυγραφότατος Έλληνας διανοούμενος του 18ου αιώνα, μύστης του «θαυμασίου έργου. Μαθητές του Βούλγαρη ήταν ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ (1725-1800), ιερωμένος, πρωτοπόρος λόγιος και παιδαγωγός, ευρύτατης και σύγχρονης, για την εποχή του, μορφώσεως στην Φυσική, τη Χυμευτική και τα Μαθηματικά και ο λόγιος, φυσικομαθηματικός, ιατρός, κληρικός και δάσκαλος του Γένους, Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1801). Άλλος μυημένος από τον Βούλγαρη στο «Μέγα Έργο» ήταν ο Χριστόδουλος Παμπλέκης ο Ακαρνάν (1733-1793). Στην ομάδα των μυημένων δασκάλων του Γένους, που διέπλασε ο Βούλγαρης, ανήκε και ο Ιωάννης Πέζαρος-Δημητριάδης (1749-1806). Είναι ένας από τους πρώτους δασκάλους του Γένους που επεσήμανε ότι δεν μπορεί να υπάρξει σωστή διδασκαλία Φυσικής και Χυμίας, άνευ πειραμάτων. Επηρεασμένος από το έργο του Ευγενίου Βούλγαρη, χωρίς όμως να υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία ότι διετέλεσε μαθητής του, ήταν ο Μιχαήλ Περδικάρης (1766-1828), ο οποίος ασχολήθηκε ενεργά με την Αλχημία. Η χορεία των Ελλήνων αλχημιστών επί Τουρκοκρατίας κλείνει με τον μεγάλο δάσκαλο του Γένους, Κωνσταντίνο Κούμα (1777-1836), από τους τελευταίους των μυστών του «Μεγάλου Έργου», του οποίου οι γνώσεις υπερέβαινον κατά πολύ την εποχή του. Γνώσεις οι οποίες εξεφράσθησαν το 1807 και άρχισαν να γίνονται αντιληπτές στην Φυσικοχημεία μόλις έναν αιώνα αργότερα. Μας το υπενθυμίζει μία φράση του από τον τέταρτο τόμο της Σειράς: «Η ύλη είναι επ’ άπειρον διαιρετή, ήγουν ποτέ δεν δυνάμεθα να φθάσωμεν εις το τέλος της διαιρέσεως», κάτι αδιανόητο μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνος, όταν ο Ράδερφορντ διεπίστωσε ότι τα άτομα της ύλης αποτελούνται από άλλα μικρότερα στοιχεία (ηλεκτρόνια, πρωτόνια κ.ά.) και όταν μέχρι τις ημέρες μας, η διάσπασις και αυτών σε μικρότερα ακόμα σωματίδια, συνεχίζει να επαληθεύεται (εικ. 24). Τον Σεπτέμβριο, στο CERN (Ευρωπαϊκό Oργανισμό Πυρηνικών Ερευνών), στη Γενεύη, συντελέστηκε το μεγαλύτερο πείραμα στην ιστορία της Κοσμολογίας. Απαιτήθησαν 14 χρόνια, με την συνεργασία περίπου 6.000 επιστημόνων, από 80 χώρες του κόσμου και μια δαπάνη 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να κατασκευασθεί ο Μεγάλος Επιταχυντής Πρωτονίων (Large Hadron Collider) ή LHC, ο οποίος προορίζεται να αποκωδικοποιήσει τη φύση του Σύμπαντος. O LHC, τιθέμενος σε λειτουργία, έχει ως αποστολή να ανιχνεύσει την ύπαρξη του υποατομικού στοιχείου μποζονίου ή άλλως «σωματιδίου του Θεού», που κατά την από το 1964 θεωρία του φυσικού Πήτερ Χιγκς του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, διαπερνά ολόκληρο το Σύμπαν και θεωρείται υπεύθυνο για την βαρύτητα και τη δημιουργία της μάζας. Εάν το μποζόνιο του Χιγκς ανιχνευθεί, ενδεχομένως θα λύσει το μυστήριο της δομής και λειτουργίας του Σύμπαντος, διότι αυτό είναι το μοναδικό από τα σωματίδια «καθιερωμένου προτύπου» που διαφεύγει ακόμα από τα όργανα παρατήρησης των φυσικών. Το «καθιερωμένο πρότυπο» υπήρξε ο θρίαμβος της Φυσικής της δεκαετίας του ’70, καθώς προέβλεψε επιτυχώς τα αποτελέσματα των επόμενων πειραμάτων ερεύνης του ενδοατομικού κόσμου και ερμήνευσε ό,τι γνωρίζουμε σήμερα για τα πλέον μικρά, κοινά, δομικά συστατικά της ύλης, επιβεβαιώνοντας την ρήση των αρχαίων Ελλήνων Αλχημιστών περί Μίας Πρώτης, αρχικής, υλικής ουσίας.
Αναπαράσταση του μακρόκοσμου του 17ου αιώνα. A. Cellarius, Harmonia Macrocosmica, 1660. Για χιλιάδες χρόνια, ήταν παραδεκτή από τους αλχημιστές η άποψη ότι όλες οι μορφές της ύλης αποτελούνται από στοιχειώδη μικροσκοπικά σωματίδια, τα άτομα (δηλαδή μη τεμνόμενα) όπως τα ονόμασε ο Έλλην φυσικός φιλόσοφος Δημόκριτος (460-370 π.Χ.). Όμως, μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα, αυτή η ατομική υπόθεση διατυπώθηκε ως επιστημονική θεωρία, αφού προηγουμένως είχαν ανακαλυφθεί καινούργια αέρια, μέταλλα και άλλες χημικές ουσίες, και οι επιστήμονες ήσαν πλέον σε θέση να μελετούν πολλές χημικές αντιδράσεις και να μετρούν με ακρίβεια τα βάρη των ενώσεων, οι οποίες έπαιρναν μέρος σ’ αυτές, Σε αυτό το πλαίσιο ανεπτύχθη η ατομική θεωρία του John Dalton (1766-1844), ο οποίος άσκησε αποφασιστική επιρροή στην εξέλιξη της Χημείας. Η συστηματική «επιστημονική» διερεύνηση των αερίων άρχισε τον 18ο αιώνα, με πρώτο αέριο το διοξείδιο του άνθρακος, το οποίο μελετήθηκε διεξοδικά από τον Σκωτσέζο γιατρό και χυμευτή Joseph Black (1728-1799). Ο Άγγλος κληρικός Joseph Pristley (1733-1804), ανεκάλυψε και το οξυγόνο, χωρίς όμως να αντιληφθεί τις ιδιότητές του. Ο Γερμανός χυμευτής Georg Ernst Stahl (1660-1734) είχε υποστηρίξει ότι κάθε υλικό, το οποίο καίγεται απελευθερώνει μια υποθετική ουσία, το «φλογιστόν, και αυτή του η θεωρία είχε βοηθήσει πολλούς ερευνητές της εποχής του να εμβαθύνουν στην ουσία των αντιδράσεων καύσεως. Είχε έλθει πλέον στο προσκήνιο η αναγνώριση των χαρακτηριστικών του οξυγόνου ως αέριου στοιχείου. Ο Antoine Lavoisier (1743-1794), στον οποίο το οξυγόνο οφείλει την ονομασία του, άρχισε να εξετάζει τις ιδιότητες αυτού του αερίου καθώς και εκείνες του ατμοσφαιρικού αέρα και συνέταξε, το 1789, έναν πρώτο κατάλογο στοιχείων, στον οποίον περιέλαβε –λανθασμένα- την θερμότητα και το φως. Έκτοτε ο αριθμός των στοιχείων μεγάλωσε κατά πολύ, καθώς οι γεωλόγοι ανέλυαν μεταλλεύματα και ανεγνώριζαν καινούργια μέταλλα, ενώ οι χημικοί ανεκάλυψαν και άλλα στοιχεία με την βοήθεια και νέων πειραματικών συσκευών που είχαν επινοηθεί, όπως το φασματοσκόπιο (π.χ. ο Robert Bunsen, 1811-1899 και ο William Crookes, 1832-1919). Ο μεγάλος Ρώσος καθηγητής της Φιλοσοφίας της Χημείας (Dimitri Ivanovic Mendeleev, 1834-1907), γνώστης των αλχημικών διδαχών του μύστου Ευγενίου Βούλγαρη, ανακοίνωσε τον περίφημο περιοδικό νόμο του, το 1869, και δημοσίευσε έναν πίνακα στον οποίο είχε καταχωρίσει τα μέχρι εκείνη τη στιγμή γνωστά στοιχεία, στον οποίο άφησε κενές ορισμένες θέσεις, για τις περιπτώσεις που δεν φαίνονταν να συμβιβάζονται με τον περιοδικό νόμο, προβλέποντας ότι αντιστοιχούν σε χημικά στοιχεία, τα οποία θα ανακαλύπτονταν στο μέλλον, και πράγματι επιβεβαιώθηκε. Στις αρχές του 20ού αιώνα (1904), ο Νεοζηλανδός φυσικός Ernest Rutherford (1871-1937) ήταν από τους επιστήμονες οι οποίοι κατόρθωσαν να διασπάσουν το άτομο. Ο Γάλλος Ανρί Μπεκερέλ (Henri Becquerel) διεπίστωσε ότι τα άλατα ουρανίου επιδρούν σε φωτογραφικές πλάκες, ακόμη κι όταν είναι τυλιγμένες σε μαύρο χαρτί, οπότε αντελήφθη ότι αυτά εξέπεμπαν άγνωστες, για τότε, διαπεραστικές ακτίνες, ήσαν «ραδιενεργά». Ο Άγγλος φυσικός Ουίλιαμ Κρουκς κατασκεύασε τον, από ύελο, σωληνωτό αγωγό των καθοδικών, λεγομένων, ακτίνων, ο οποίος υπήρξε ο πρόγονος του αγωγού της τηλεοράσεως. Ο J. J. Thompson ανακάλυψε ότι τα δύο από τα κύρια συστατικά του ατόμου είναι τα πρωτόνια και τα ηλεκτρόνια και επιβεβαίωσε πειραματικά την ύπαρξη ισοτόπων. Ο Γερμανός φυσικός Wilhelm Conrad Roentgen ανακάλυψε την ακτίνα Χ, η οποία κατά τους επιστήμονες έχει ατομική πηγή. Ο Πιερ και η Μαρί Κιουρί απομόνωσαν και μελέτησαν το στοιχείο ράδιο. Η μεγάλη διάνοια Άλμπερτ Αϊνστάιν (Albert Einstein) έδειξε, το 1905, ότι η μάζα μπορεί να μετατραπεί σε ενέργεια και αντιστρόφως, με τον περίφημο μαθηματικό του τύπο: Ε=m·c2. Το 1919, και πάλι ο Ράδερφορντ ανακοίνωσε ότι πέτυχε τη μεταστοιχείωση ενός στοιχείου σε άλλο, διότι είχε μετατρέψει στο εργαστήριό του άζωτο σε οξυγόνο. Το πείραμα ανέτρεψε την επιμονή του επιστημονικού κατεστημένου, ότι η μεταστοιχείωση ήταν αδύνατη, και δικαίωσε την αρχαία αλχημική παράδοση. Η μετουσίωση ενός πράγματος σε ένα άλλο προϋποθέτει αρχικά την καταστροφή του πρώτου αντικειμένου προκειμένου να δημιουργηθεί το άλλο αντικείμενο, π.χ. ένα τεμάχιο αγενές μέταλλο σε χρυσό. Αυτή ήταν μια κοινή πεποίθηση μεταξύ των αλχημιστών, της οποίας η μακραίωνη ύπαρξη συντηρήθηκε από τη λογική, που υπάρχει πίσω από όλες τις αρχαίες τελετές γονιμότητας, όπου μόνον ο θάνατος, και συνήθως και ο διαμελισμός του θύματος, η θυσία ενός ανθρώπινου όντος ή ζώου μπορούσε να εξασφαλίσει την πλούσια σοδειά του επόμενου χρόνου. Από τον θάνατο προβάλλει η ζωή, ή όπως αναφέρει το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, τον προσφιλή στους αλχημιστές στίχο: «αμήν, αμήν, λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει, εάν δε αποθάνει, πολύν καρπόν φέρει…» (Ιωάνν. ΙΒ, 24). Ο κάθε επίδοξος αλχημιστής άρχισε να σκέπτεται μήπως μια παρόμοια απλή αριθμητική σχέση μπορούσε να οδηγήσει στην μετατροπή του μολύβδου Pb82 ή του υδραργύρου Hg80 σε χρυσό Αu79. Ένας εξ αυτών που ενθαρρύνθηκαν από το πείραμα του Ράδερφορντ ήταν και ο, νεαρός τότε, χημικός βιομηχανίας του Μονάχου Franz Tausend, ο οποίος μπόρεσε να κατασκευάσει χρυσό, δημόσια. Το 1932 ο Άγγλος μαθητής του Ράδερφορντ James Chadwick ανεγνώρισε τα νετρόνια. Τον ίδιο χρόνο, ο Αμερικανός Harold Urey ανακάλυψε το «βαρύ υδρογόνο», ή δευτέριο. Το 1938, οι ΓερμανοίOtto Hahn και Fritz Strassmann κατάφεραν να διασπάσουν τον πυρήνα του ουρανίου βομβαρδίζοντάς τον με νετρόνια, επιτυγχάνοντας έτσι την πρώτη ατομική σχάση. Το 1942, ο Ιταλός Ενρίκο Φέρμι (Enrico Fermi), στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου στις Ηνωμένες Πολιτείες, πέτυχε να πραγματοποιήσει μια ελεγχόμενη «αλυσιδωτή αντίδραση» πυρηνικών σχάσεων, στον πρώτο πυρηνικό αντιδραστήρα του κόσμου. Οι εξελίξεις αυτές θα έπρεπε να σημάνουν τον θάνατο της Αλχημίας, πράγμα το οποίο όμως δεν επετεύχθη παρ’ όλες τις άοκνες, αν όχι και φιλότιμες, προσπάθειες του 98% του εκάστοτε επιστημονικού κατεστημένου. Ωστόσο, τα αποτελέσματα του ατομισμού στην Αλχημία έγιναν φανερά, πολύ αργότερα από ό,τι θα περίμενε κανείς και με έμμεσο τρόπο, αλλά αρκετά δραματικά στο τέλος. Η ατομική φιλοσοφία αντικατέστησε την οργανική θεωρία και τη θεωρία των ιδιοτήτων που πρέσβευαν οι αλχημιστές, με ένα μηχανικό πρότυπο αλλαγής, το οποίο ενεθάρρυνε τα ποσοτικά πειράματα που οδήγησαν στην παρακμή της Αλχημίας. Από πολλές απόψεις, φαίνεται πως σήμερα βρισκόμαστε ακριβώς στο σημείο που ο τελευταίος αλχημιστής της Δύσεως εγκατέλειψε την αναζήτηση της αιώνιας ζωής και του φιλοσοφικού χρυσού και στράφηκε προς εξεύρεση ενός κανονικού επαγγέλματος. Όμως, ο Έλλην αλχημιστής διατηρεί ακόμα την ελπίδα για μια περαιτέρω πρόσβαση στην κατανόηση του γύρω μας κόσμου ορατού και αοράτου. Αυτού του κόσμου ο οποίος ουδέποτε απεμπόλησε τα μυστικά του, αλλά κοιμάται μακάρια τη νύχτα και ξυπνάει αναζωογονημένος το πρωί, που είναι όλα και στον οποίον όλα είναι ένα. Μπορεί ο Έλλην αλχημιστής, εάν το επιδιώξει, να χειροτονηθεί ιερεύς της ορθοδόξου εκκλησίας της Ελλάδος και τότε, σίγουρα θα εκπληρώνει τα οράματά του, τουλάχιστον κάθε Κυριακή πρωί, όπως μας υποδεικνύει η Σταύρωσις του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού και όπως την επικυρώνει ο Συναξαριστής. Με τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να κατανοήσουμε όλες τις τελετουργίες –που από πρώτη όψη φαίνονταν ανεξήγητες– οι οποίες επικαλούνται τη θυσία ενός βασιλέως. Σε αυτό το σημείο, ας θυμηθούμε την περίπτωση του Κόδρου, του βασιλιά της Αθήνας που, μόνος του, το 1063 π.Χ. αποφάσισε να θυσιαστεί γιατί, σύμφωνα με τον δελφικό χρησμό, μόνο αν πέθαινε ο ίδιος θα σωζόταν η πόλη από τους εχθρούς της. Όμως και 1.000 έτη αργότερα, ένας άλλος Βασιλεύς θυσιάζεται και κάνει το ίδιο, επειδή γνωρίζει ότι έτσι πρέπει να γίνει. Είναι αυτός τον οποίον ο Ευαγγελιστής χαρακτηρίζει ως «ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτία του κόσμου» (Κατά Ιωάννην, α’ 29). Είναι ο «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων», κατά τη ρωμαϊκή γραφή που αιτιολογούσε τον σταυρικό του θάνατο. Η παρωδία της δίκης του υποδεικνύει ακριβώς με πόση επιμέλεια το ιουδαϊκό ιερατείο θεμελίωσε μια νέα θρησκεία, η οποία θα χρησίμευε στο διπλό ρόλο της στήριξης της ρωμαϊκής εξουσίας του Σενέκα και των πέριξ αυτού Ρωμαίων αριστοκρατών, αφ’ ενός, και την καταρράκωση του ελληνικού πνεύματος αφ’ ετέρου. O εβραϊκός όχλος κλήθηκε να αποφασίσει τον σταυρικό θάνατο ενός εκ των δύο ανδρών. Του Ιησού ή του Βαραββά. Όμως, όποιον και να διάλεγε, το αποτέλεσμα της θυσίας θα ήταν το ίδιο. Oύτως ή άλλως, το θύμα τους ήταν ένας από αυτούς, αλλά διαφορετικός από αυτούς. Oι Εβραίοι αποκαλούνται και αναγνωρίζονται ως γιοι των μητέρων τους, γι’ αυτό και ο Ιησούς μας είναι γνωστός ως γιος της Μαρίας. Όμως ο ίδιος πάντοτε διακήρυττε ότι ήταν γιος του Πατέρα του (Κατά Ιωάννην, ζ’ 39, ιδ’ 2, ιδ’ 10-13), χαρακτηριστικό ανέκαθεν των Ελλήνων, οι οποίοι αποκαλούνται και αναγνωρίζονται ως γιοι των πατέρων τους. Όμως το πιθανότατα πλαστό όνομα του ληστού του Ευαγγελίου, Βαραββάς, σημαίνει ακριβώς «γιος του πατέρα», από το βαρ=γιος και αββάς=πατήρ. Oύτως ή άλλως δηλαδή, ο λαός θα παρέδιδε στον σταυρικό θάνατο έναν «γιο του πατέρα του». Και έτσι, με μία βία δικονομικού χαρακτήρα, η θυσία ενός «γιου του πατέρα του» έδωσε το έναυσμα για τη γέννηση μιας νέας θρησκείας. Μιας θρησκείας ωμηστών πάλι, σαν τις άλλες, αλλά σε αιθερικό επίπεδο, όπως προδίδουν πολλές ιστορίες μέσα από τα ιερά της κείμενα.
Το χρυσό τριαντάφυλλο της Αβινιόν. 14ος αι. Musee National du Moyen-Age. Απόσπασμα από το «Ρόδο του Παράκελσου» του Χ.Λ. Μπόρχες (Άπαντα πεζά, μτφρ.-επιμ.-σχόλια Α. Κυριακίδης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2005)
Το οχυρό Κωνσταντίνου όπως τροποποιήθηκε από τον Ρώσο στρατηγό Statter, το 1807. Η κατάκτηση της Λευκάδας αποτέλεσε τον απώτερο στόχο της επεκτατικής πολιτικής του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, λόγω της σημαντικής θέσης που κατέχει το νησί ως «προκεχωρημένη θέση» της Ηπείρου στο Ιόνιο Πέλαγος. Η κατασκευή των δύο νέων φρουρίων Τεκέ και Αγίου Γεωργίου σε λόφους στην ακτή της Ακαρνανίας προς τη Λευκάδα και η παραμονή ετοιμοπόλεμων στρατευμάτων σε αυτά από το 1800 μέχρι το 1807 αποδεικνύουν την επιμονή του αλλά και τη δυσκολία που αντιμετώπιζε ο πασάς για την κατάκτηση του νησιού.
Η χερσόνησος της Τρωάδας σύμφωνα με την περιγραφή του γεωγράφου Στράβωνα (Μάλφας 1998). Στο άρθρο αυτό, ο Παναγιώτης Μάλφας εκθέτει την ερμηνεία των στοιχείων που απέδωσαν οι γεωλογικές έρευνες στην πεδιάδα της Τροίας και σχολιάζει τον τρόπο με τον οποίο έχουν αξιοποιηθεί τα ευρήματα από τους επικεφαλής των ερευνών αυτών. Πιο συγκεκριμένα, ο συγγραφέας τεκμηριώνει με βάση τα γεωλογικά στοιχεία την ύπαρξη του Τρωικού ή Σκαμάνδριου πεδίου της Ιλιάδας κατά τους προϊστορικούς χρόνους και διαψεύδει την, κατά την άποψή του, αποπροσανατολιστική για την έρευνα της Τροίας θεωρία του «Τρωικού κόλπου».
Η αίθουσα απολιθωμένου δάσους: υποθαλάσσια ευρήματα. Στο Σίγρι της Λέσβου βρίσκεται ένα από τα μοναδικότερα μνημεία της φύσης σε παγκόσμια κλίμακα, το Απολιθωμένο Δάσος Λέσβου. Δημιουργήθηκε πριν από 20 περίπου εκατομμύρια χρόνια, την περίοδο του Κάτω Μειοκαίνου, όταν ηφαιστειακά υλικά κάλυψαν και απολίθωσαν το ζωντανό δάσος που κάλυπτε τότε τη δυτική Λέσβο. ΤοΑπολιθωμένο Δάσος Λέσβου ανακηρύχθηκε Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης (ΠΔ 433/1985), με προστατευόμενη περιοχή έκτασης 150.000 στρεμμάτων. Χάρη στην ίδρυση το 1994 του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, μεγάλο μέρος του σπάνιου αυτού φυσικού μνημείου είναι σήμερα επισκέψιμο. Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου ιδρύθηκε το 1994, αποτελεί κοινωφελές νομικό πρόσωπο εποπτευόμενο από το Υπουργείο Πολιτισμού και έχει ως σκοπό τη μελέτη, την έρευνα, την ανάδειξη, την έκθεση, τη συντήρηση, τη φύλαξη και κάθε πρόσφορη αξιοποίηση του Απολιθωμένου Δάσους της Λέσβου, που αποτελεί Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης με ιδιαίτερα μεγάλη περιβαλλοντική, γεωλογική και παλαιοντολογική αξία. Ωράριο λειτουργίας Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου - Σίγρι Θερινή περίοδος (1/7-30/9) Δε-Πε 8:30-20:00. Πα 8:30-22:00. Σα-Κυ 8:30-20:00 Χειμερινή περίοδος (1/10-30/6) Τρ-Πα 8:30-16:30. Σα-Κυ 9:00-17:00 Πάρκο Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου - Σίγρι Θερινή περίοδος (1/7-30/9) Δε-Κυ 8:30-18:00 Χειμερινή περίοδος (1/10-30/6) Δε-Κυ 8:30-16:30
Η Κοιμωμένη -το βουνό έχει το σχήμα ξαπλωμένης γυναίκας- όπως φαίνεται από το λιμάνι του Πόρου ένα φθινοπωρινό δειλινό. Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού σκέφτηκε πως θα ήταν ευχάριστο για τους αναγνώστες μας να βρίσκουν κάθε τόσο μια πρόταση για εκδρομή. Μια εκδρομή σε γνωστά μέρη που όμως θα τους αποκαλύψει κάτι καινούργιο! Σε αυτό το τεύχος, ταξιδεύουμε στον Πόρο, που είναι γνωστός από τις σχολικές εκδρομές και από ταινίες του νεοελληνικού κινηματογράφου. Ωστόσο, τα αληθινά αξιοθέατα του νησιού δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό, όπως το Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, η Μητρόπολη Αγ. Κωνσταντίνου, ο Ναός του Ποσειδώνα, ή η πρωτοελλαδική πόλη στον Κάβο Βασίλη και τα μυκηναϊκά λείψανα στο Μόδι.
Αρχαιολογία online, οθόνη Τεύχη Ο νέος ιστότοπος του περιοδικού, Αρχαιολογία online, λειτουργεί από τις 18 Απριλίου 2008 στις διευθύνσεις www.arxaiologia.gr και www.archaiologia.gr. Αφορμή για τη ριζική ανανέωση του προηγούμενου δικτυακού τόπου του περιοδικού υπήρξε η πρακτική ανάγκη για ένα σύστημα διαχείρισης και δημοσίευσης του περιεχομένου που θα το χειριζόταν η ομάδα έκδοσης του περιοδικού, εξασφαλίζοντας την τακτική ενημέρωση των ιστοσελίδων. Ωστόσο, στο έργο αυτό προστέθηκαν γρήγορα και άλλες διαστάσεις, που μαρτυρούν τη διάθεση ανανέωσης αλλά και τη διαρκή αναζήτηση νέων τρόπων επικοινωνίας του περιοδικού με το κοινό του - τους ειδικούς και το πλατύ κοινό. Ο νέος ιστότοπος Αρχαιολογία online προσφέρει συστηματική και πληρέστερη κάλυψη της αρχαιολογικής επικαιρότητας, χωρίς τους περιορισμούς της έκτασης ή της συχνότητας έκδοσης του εντύπου, επιπλέον περιεχόμενο σε σχέση με το έντυπο χάρη στη συστηματική αποδελτίωση των πηγών πληροφόρησης στο διαδίκτυο –που μέχρι πρόσφατα γινόταν μόνο για το ενημερωτικό φυλλάδιο– αλλά και σε νέες συνεργασίες. Και τέλος, υποστηρίζοντας τις πρωτοβουλίες για την ελεύθερη πρόσβαση, διαθέτει το ψηφιακό αρχείο τευχών του περιοδικού δωρεάν στο διαδίκτυο!
Το χρυσό στεφάνι που βρέθηκε στο ιερό της Εύκλειας στη Βεργίνα.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: - Ο δίσκος της Φαιστού σε επικαιρότητα - Συνέδριο για μελέτες αρχαιολογικού υλικού με σύγχροτρον - IAEA: Συνάντηση εργασίας για τις νέες τεχνικές διάγνωσης αυθεντικότητας - Νέες εκδόσεις: Aegean Metallurgy in the Bronze Age
Caravaggio, "Έρωτας", περ. 1601-2, λάδι, 191x148 εκ., Staatliche Museen, Βερολίνο. Ο θεός Έρωτας που μας κληροδότησε η Αρχαιότητα, προσωποποίηση της αρχέγονης δύναμης της επιθυμίας και του πόθου για τον άλλον, της ροπής για ένωση με τον άλλον. Ο θεός που οι αρχαίοι Έλληνες τον θέλουν να ξεπηδάει από το χάος που συνιστά τη δύναμη που δημιουργεί τον Κόσμο. Ο φοβερός αυτός θεός που πήρε τη μορφή ενός φτερωτού γυμνού αγοριού, με αρκετά σκαμπανεβάσματα στην ηλικία του, από πιτσιρικάς μέχρι έφηβος. «Ο πιο όμορφος ανάμεσα στους θεούς, αυτός που παραλύει τα μέλη του κορμιού, που νου και φρόνιμη βούληση δαμάζει μέσα στα στήθη όλων των ανθρώπων και όλων των θεών», άρα κυβερνάει θεούς και ανθρώπους. Σ’ αυτόν τον θεό θα αφιερώσουμε τρία συνεχόμενα τεύχη της Αρχαιολογίας, χωρίς τον αυστηρό χρονικό προσδιορισμό που συνήθιζε το περιοδικό στα αφιερώματά του μέχρι τώρα. Δειλά, θα γίνονται ωσμώσεις των διαφόρων εποχών – μήπως άραγε γνωρίζει και ο έρωτας εποχή;
Jacques Louis-David, "Έρωτας και Ψυχή", 1817, λάδι, 181x241 εκ., The Cleveland Museum of Art, Κλήβελαντ Στο κείμενο επιχειρείται η σκιαγράφηση της πλατωνικής σύλληψης του έρωτα ως φιλοσοφικής έννοιας. Στην προσωκρατική σκέψη, όποτε χρησιμοποιήθηκε η εικόνα του έρωτα (στον Ησίοδο, στον Παρμενίδη, στον Εμπεδοκλή), έγινε ως προσωποποίηση της δύναμης ή της αιτίας κίνησης των όντων στο σύμπαν. Ο Πλάτων όμως θα αναθέσει έναν διαφορετικό και πρωτόγνωρο ρόλο στον έρωτα: ο έρωτας, η πιο ισχυρή και πολύπλοκη ανθρώπινη επιθυμία, λειτουργεί ως ένας ανέλπιστος εσωτερικός σύμμαχός μας στον δρόμο προς την αληθινή φιλοσοφία. H ερωτική έλξη ξεκινά ως άλογο πάθος, έχει όμως τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί σε ένα είδος θεϊκής μανίας, που ωθεί τον άνθρωπο προς την ένωση με τις Iδέες. Στο Συμπόσιο, τόσο στο λόγο της Διοτίμας όσο και στην παρέμβαση του Αλκιβιάδη, ο έρωτας ταυτίζεται με τον φιλόσοφο, τον «φίλο» της σοφίας, και ειδικά με τον Σωκράτη. Και στον Φαίδρο, η προνομιακή σχέση του έρωτα προς το Ωραίο ανοίγει μια επίγεια προοπτική προς τις Ιδέες. Η φιλοσοφία ορίζεται ως μια ζωντανή επικοινωνία ψυχών: του εραστή-δασκάλου και του ερώμενου-μαθητή. Aν η φιλοσοφία είναι διαδικασία μάθησης, που προϋποθέτει δύο ανισότιμους πόλους, τον δάσκαλο και τον μαθητή, τότε η ερωτική συνομιλία είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα που πλησιάζει περισσότερο σ’ αυτό το ιδεώδες.
Συγκέντρωση θεών, ανατολική πλευρά Παρθενώνος, Μουσείο Ακροπόλεως. «(...) Ως υιός λοιπόν του Πόρου και της Πενίας που είναι ο Έρως, συμβαίνει ώστε η κατάστασίς του να είναι η εξής: Πρώτα πρώτα είναι αιωνίως πτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως τον φαντάζεται ο κόσμος (...)». Πλάτωνος, Συμπόσιον, κείμενον-μετάφρασις και ερμηνεία: Ι. Συκουτρής, Αθήναι 1934, σ. 140, 142, 144, 146 (στο αρχαίο κείμενο: 203b και 203c).
Σκηνή παλαίστρας από ερυθρόμορφο αγγείο, 5ος αι. π.Χ., Μουσείο Λούβρου, Παρίσι. «(...) η ψυχή ολόκληρη βράζει και δονείται, και, όπως ακριβώς δημιουργείται, σ’ εκείνους που βγάζουν δόντια, ο πόνος γύρω από αυτά ενόσω φυτρώνουν, δηλαδή τσούξιμο και αίσθημα έντονης δυσανεξίας γύρω από τα ούλα, έτσι προκαλείται και ο πόνος που υφίσταται εκείνος που η ψυχή του αρχίζει να βγάζει φτερά (...)». Πλάτωνος, Φαίδρος, μελέτη-μετάφραση-σχόλια: Παναγιώτης Δόικος, εκδ. Ζήτρος, Αθήνα 2002, σ. 273-281 (στο αρχαίο κείμενο: 251a-252c).
Έρως και Ψυχή, μαρμάρινο σύμπλεγμα, Galleria degli Uffizi, Φλωρεντία. [Ο έρωτας] «με το γάμο, θα συμμαζευτεί, θα φρονιμέψει. Έχει διαλέξει μια νέα και του ’χει δώσει και την παρθενιά της. Ας την πάρει λοιπόν, κι ας ζήσει ευτυχισμένος με τον πρώτο του αυτό έρωτα, την Ψυχή». Απουλήιου, Ο χρυσός γάιδαρος ή οι μεταμορφώσεις (μτφρ. από την έκδοση "Γραμμάτων" Αλεξάνδρειας, 1927), εισαγ.-επιμ.: Α. Αϊβαλιώτης, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1982, σ. 149-151 (στο αρχαίο κείμενο: Βιβλίο VI, παράγρ. 22, 1- 24, 4).
Χάλκινος κοιμώμενος Έρως, Μητροπολιτικό Μουσείο, Νέα Υόρκη. Το άρθρο πραγματεύεται την απεικόνιση του Έρωτα στην αρχαία ελληνική γλυπτική. Στις γενεαλογίες ο Έρως θεωρείται από τις αρχέγονες δυνάμεις, ενώ στην ποίηση είναι ο θεός της Αγάπης και αναφέρεται ως γιος διαφόρων θεών. Οι γλυπτικές παραστάσεις του Έρωτα είναι σχετικά περιορισμένες. Εικονίζεται φτερωτός σε εφηβική, παιδική ή νηπιακή ηλικία. Στην εξηρτημένη γλυπτική εικονιζόταν στο βάθρο του λατρευτικού αγάλματος του Διός στην Ολυμπία. Η παράσταση του Έρωτα σε θρόνο στη Βοστόνη να κρατάει ζυγαριά είναι χαρακτηριστική, όμως εκφράζονται επιφυλάξεις για τη γνησιότητα του έργου. Επίσης, εικονίζεται στα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα, στη βόρεια μετόπη (ΧΧV) και στην ανατολική ζωφόρο δίπλα στην Αφροδίτη. Τέλος, απεικονίζεται στην ανατολική ζωφόρο του ναού της Αθηνάς Νίκης. Στη διάρκεια του 4ου αιώνος μεγάλοι καλλιτέχνες φιλοτέχνησαν γλυπτά του Έρωτα, τα πρωτότυπα των οποίων δεν σώζονται. Η γνώση μας στηρίζεται στο συσχετισμό των φιλολογικών πηγών και των ρωμαϊκών αντιγράφων. Πρόκειται για τους Έρωτες των Θεσπιών και του Παρίου, που δημιούργησε ο Πραξιτέλης, έργα γνωστά από τα αντίγραφα του Centocelle και του Παλατίνου. Ο Πόθος του Σκόπα, που στήθηκε στη Σαμοθράκη, αποτελούσε σύμπλεγμα με την Αφροδίτη και είναι γνωστός επίσης από αντίγραφα. Ο Έρωτας τοξότης του Λυσίππου ακολουθεί το μοτίβο του Αποξυόμενου. Στην ελληνιστική εποχή χρονολογείται ο κοιμώμενος Έρως της Νέας Υόρκης και ο Έρως κιθαρωδός στην Τύνιδα, που αποδίδονται με τη μορφή νηπίων. Στο Μουσείο Bardo της Τύνιδας βρίσκεται και ο χάλκινος Έρως που σχετίζεται με τους αθλητικούς αγώνες. Τέλος, ερωτικά συμπλέγματα στα οποία εικονίζονται ο Πάνας ή Σάτυρος, η Αφροδίτη και ο Έρως έχουν έναν παιγνιώδη ή και σατυρικό χαρακτήρα και εκφράζουν το πνεύμα της εποχής.
François Gérard, "Έρωτας και Ψυχή", 1798, λάδι, 186x132 εκ., Μουσείο Λούβρου, Παρίσι. Εκτός από τους μύθους και τις τραγωδίες, η πλατωνική φιλοσοφία παρουσιάζει επίσης γόνιμα σημεία σύγκλισης και απόκλισης με την ψυχαναλυτική σκέψη και δύναται να αποτελέσει, με τη σειρά της, πηγή έμπνευσης. Η αναμφισβήτητα τεράστια ποσότητα των αντικαταθλιπτικών που καταναλώνονται στις μέρες μας αλλά και η συλλογική επιθετικότητα, που διογκώνεται διαρκώς διεθνώς, διαλύουν την ευδαίμονα αυταπάτη της δυνατότητας του ορθολογισμού και της επιστήμης να κατακτήσουν τις τελικές απαντήσεις. Ένα θέμα που έχει απασχολήσει έντονα τον Sigmund Freud είναι η διαπίστωση ότι ενώ το αναγνωστικό κοινό δέχεται ως αυτονόητο το γεγονός ότι το γνωστικό πεδίο κάθε επιστήμης έχει κάποια όρια, κάνει συνήθως εξαίρεση για το πεδίο της ανθρώπινης ψυχολογίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα: α) είτε την επικέντρωση του ενδιαφέροντος τόσο της επιστημονικής κοινότητας, όσο και των υπολοίπων, στις βιολογικές θεωρίες και έρευνες που, καθώς κατακτούν ολοένα νέα εδάφη, μοιάζει να υπόσχονται τις τόσο επιθυμητές τελικές απαντήσεις, β) είτε την άκριτη, δογματική, ανορθολογική αποδοχή τρόπων σκέψης και δράσης που θέτουν σε κίνδυνο τη διασφάλιση της ανθρώπινης ειρήνης και ευτυχίας. Ο στοχασμός όλων, ως εκ τούτου, οφείλει να αρθεί στο ύψος της αποστολής του να είναι ο φορέας της ανάδειξης της διφυΐας του ανθρώπου. Το πνεύμα των καιρών (zeitgeist) της εποχής του Freud επέβαλε την ενδυνάμωση της αντικειμενικότητας έναντι της υποκειμενικότητας, της επιστήμης έναντι της θρησκείας, της ετερότητας έναντι της ομοιότητας. Το zeitgeist της δικής μας εποχής επαναφέρει στο προσκήνιο την ενδυνάμωση της υποκειμενικότητας έναντι της αντικειμενικότητας, της ομοιότητας έναντι της ετερότητας. Γνωρίζουμε ότι τα δίπολα αυτά βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση. Η ανάδειξη των ωσμώσεων ανάμεσά τους συντελεί σε μια ευρύτερη κατανόηση των ανθρώπινων ψυχικών καταστάσεων. Ο Freud ήταν επιφυλακτικός, τουλάχιστον στα δημόσια γραπτά του, σε εμπειρίες όπως ο έρωτας ή οι μυστικιστικές εμπειρίες, ο Πλάτων το αντίθετο. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, μπορεί το έργο του τελευταίου να φωτίσει το άχρονο συναίσθημα ευδαιμονίας που συνοδεύει τις ερωτικές ή μυστικιστικές απολαύσεις, ή κατ’ άλλους και οποιαδήποτε δημιουργία ή απόλαυση έργου τέχνης. Η κατάρρευση της πρωταρχικής ναρκισσιστικής ευδαιμονίας αναζητά το γιατρικό της, ειδάλλως μπορεί να οδηγήσει σε κατακλυσμιαία επιθετικότητα, συλλογική ή ατομική. Η αναζήτηση των δυνατοτήτων που διατίθενται στον άνθρωπο προκειμένου να επιστρέψει στον απολεσθέντα παράδεισο της ναρκισσιστικής αυτάρκειας και ευδαιμονίας δίχως ταυτόχρονα να οδηγηθεί στο χώρο της παθολογίας, μας φέρνει απαρέγκλιτα στον έρωτα –το πιο κοινό από τα πάθη–, στην τέχνη και την επιστήμη, στη θρησκεία και στο μυστικισμό. Σε αυτό το άρθρο, θα επερωτήσουμε τη φροϋδική θεώρηση για τον έρωτα με αφετηρία μια έννοια-σταθμό στην ψυχαναλυτική σκέψη, το ναρκισσισμό. Επιπλέον, έχοντας την τύχη να διαθέτουμε στην ίδια τη γλώσσα μας το έργο ενός κορυφαίου γνώστη των ερωτικών, του Πλάτωνα, δεν θα διστάσουμε να το χρησιμοποιήσουμε, σκύβοντας να δροσιστούμε στους σχετικούς διάλογους του: το Συμπόσιο και τον Φαίδρο.
Franz von Stuck, "H Tilla Durieux ως Κίρκη", 1913, λάδι, Alte Nationalgalerie, Βερολίνο. Η διαχείριση της ερωτικής επιθυμίας απασχόλησε την ελληνική αρχαιότητα από τη λεγόμενη αρχαϊκή έως την ύστερη εποχή. Με λιγοστές εξαιρέσεις, όπως τις περιπτώσεις που διάφορες υποθέσεις ακραίας ερωτικής συμπεριφοράς έφθαναν στα αθηναϊκά δικαστήρια, οι καλοί τρόποι δεν επέτρεπαν να τίθεται το ζήτημα με αναφορές στους ζώντες ή ακόμα και σε υπαρκτά πρόσωπα του παρελθόντος. Ο προβληματισμός γινόταν ευχερέστερος με όρους μυθολογικούς και με αναφορές σε μύθους. Οι περιπέτειες του Οδυσσέα, για παράδειγμα, γίνονταν συχνά αφορμή για σχολιασμό. Ιδιαίτερη έλξη ασκούσε το επεισόδιο της Κίρκης, το οποίο επικαλέστηκε αιώνες αργότερα και ο Πλούταρχος για να διατυπώσει τις απόψεις του γύρω από τις ηδονές και τους ερωτικούς πειρασμούς. Η ομηρική αφήγηση αφήνει άλλωστε περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες. Από τη μια πλευρά παρουσιάζει την Κίρκη ως απειλητική μάγισσα που μεταμόρφωνε τους επισκέπτες της σε ζώα και που κράτησε δέσμιο τον Οδυσσέα με τον έρωτά της για ένα χρόνο, ενώ από την άλλη προσκαλεί σε μια σύγκριση με την Πηνελόπη. Η συμπεριφορά της Κίρκης παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά μιας οικοδέσποινας η οποία προσπαθεί να προστατέψει την τιμή της. Όσα φανερώνονται για την ερωτική της επιθυμία ενδέχεται να αντανακλούν αντιλήψεις για τις προβλεπόμενες συμπεριφορές γυναικών. Η αναζήτηση μιας μόνιμης σχέσης και ενός γάμου αντιδιαστέλλεται προς τη λαγνεία και την ελευθεριότητα. Η προσφυγή στα μαγικά φίλτρα αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στην ενδυνάμωση μιας σχέσης που την απειλούσαν οι πειρασμοί του κόσμου.
John William Waterhouse, "Δεκαήμερον", 1916, ελαιογραφία σε μουσαμά, 61x91 εκ., Lady Lever Art Gallery, Λίβερπουλ. Οι Προραφαηλίτες, μια μυστική εταιρεία νέων ΄Αγγλων ζωγράφων, ποιητών και κριτικών που ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1848, γοητευμένοι από τις ρομαντικές φαντασιώσεις, ανακαλύπτουν στον ύστερο Μεσαίωνα και στις Γραφές εικονογραφικά θέματα και εμπνέονται από τα έργα των τριών μεγάλων Φλωρεντινών, του Πετράρχη, του Δάντη και του Βοκκάκιου. Στην πρώτη έκθεση της Αδελφότητας, το 1849, ο Millais εκθέτει την Ισαβέλλα (1848 -1849), το πρώτο έργο ενδεικτικό της προραφαηλιτικής τεχνοτροπίας, συνοδευμένο από τους στίχους της πρώτης και της εικοστής πρώτης στροφής του ποιήματος του Keats, Ισαβέλλα ή η γλάστρα με τον βασιλικό (Isabella or The Pot of Basil, 1820), έμμετρης παραλλαγής της πέμπτης νουβέλας της τέταρτης μέρας από το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου. Η δραματική συνέχεια της ιστορίας του ποιήματος του Keats εικονογραφείται δέκα χρόνια αργότερα σε έργο του Hunt, H Ισαβέλλα και η γλάστρα με τον βασιλικό (1868). Από το έργο του Hunt εμπνέεται ένας όψιμος Προραφαηλίτης, ο John William Waterhouse (1849-1917) την Ισαβέλλα (1907), αλλά δίνει και μια πρωτότυπη σκηνή με τους πρωταγωνιστές του Δεκαήμερου (1916). Ο Dante Gabriel Rossetti ζωγραφίζει την Bocca Baciata (1859), εμπνευσμένη από το επιμύθιο της έβδομης νουβέλας της δεύτερης μέρας (στίχος 122). Οι Προραφαηλίτες παρουσιάζουν ανάλογη εμμονή στις αναπαραστάσεις ορισμένου τύπου γυναικείας ομορφιάς με εκείνην που χαρακτήριζε τους μεγάλους Φλωρεντινούς στην περιγραφή των Donne Angelicate. Η μούσα του Βοκκάκιου εικονίζεται από τον Rossetti στο ΄Οραμα της Fiammetta (1878), ένα από τα διπλά έργα που συνόδευαν τα ποιήματά του Ballads and Sonnets (1861), με μοντέλο την ελληνικής καταγωγής Μαρία Σπάρταλη-Stillman, της οποίας η ομορφιά υπήρξε φημισμένη και καθιερώθηκε ως ο τύπος της ιδανικής προραφαηλιτικής καλλονής, ενώ η ίδια δεν υπήρξε μόνο μοντέλο αλλά θεωρείται η καλύτερη από τις γυναίκες ζωγράφους της ομάδας.. Ο μαγικός κήπος του Messer Ansaldo (1889) της Σπάρταλη εικονογραφεί την πέμπτη ιστορία της δέκατης μέρας του Δεκαήμερου. Ο Βοκκάκιος εξακολουθεί, επτά αιώνες μετά, να είναι επίκαιρος και να επανατροφοδοτεί την πένα και τον θεωρητικό λόγο όχι μόνο των ιστορικών και κριτικών της λογοτεχνίας αλλά και των ιστορικών και κριτικών της τέχνης.
Η νύφη την επομένη του γάμου τακτοποιεί τη νέα οικία. Τη θέση της γυναίκας στην αθηναϊκή και τη σπαρτιατική κοινωνία της αρχαιότητας σε σχέση με το θεσμό του γάμου εξετάζει η Μαρία Γκιρτζή στο άρθρο αυτό, αντλώντας πληροφορίες και παραθέτοντας αποσπάσματα από ένα πλήθος φιλολογικών πηγών – έπη, κωμωδίες και τραγωδίες, ιστορικές αφηγήσεις, δικανικούς λόγους, πραγματείες κ.λπ. Με βάση αυτές τις μαρτυρίες επιχειρεί μια συγκριτική μελέτη των γαμήλιων εθίμων στις δύο πόλεις, όπως και της θέσης της γυναίκας πριν αλλά και μετά το γάμο, απαντώντας, μεταξύ άλλων, σε ερωτήματα, όπως το γιατί παντρεύονταν οι άνθρωποι στην αρχαιότητα, το αν υπήρχε αγάπη στο γάμο, και κλείνοντας με μια αναφορά στο γάμο της ρωμαϊκής κοινωνίας.
Τραγόμορφοι Γέροι με ανθισμένα ξύλα και νεαρές Κορέλες χορεύουν συντονισμένα. H κοσμογονική εξήγηση που μας άφησε κληρονομιά ο Hσίοδος εκφράζει το πανανθρώπινο διαχρονικό βίωμα – ότι η Γη που γεννά τη βλάστηση είναι γένους θηλυκού. Aπό τότε που ο άνθρωπος επινόησε την καλλιέργεια, σε όλα τα πλάτη του πλανήτη σε δοξασίες και παραδόσεις που εξαρτώνται από το τοπικό περιβάλλον, τις εποχές του χρόνου, τις ιστορικές περιόδους και την πολιτισμική ψυχοσύνθεση των κατά τόπους αγροτών, η γη είναι γυναίκα – από θεά ως σκλάβα. Όσο πιο εξαρτημένη είναι η ανθρώπινη κοινωνία από τη γη τόσο οι μύθοι, οι δοξασίες και η απορρέουσα συμπεριφορά –δηλαδή τα αγροτικά έθιμα– είναι βαθιά ριζωμένα σε αυτήν. Από τα γνησιότερα, σε απευθείας σχέση με τη γη, χειμωνιάτικα έθιμα –που έχουν καταγραφεί και μελετηθεί κάτω από την ονομασία δρώμενα- είναι ο Kαλόγερος, που διαδραματίζεται σε αγροτικές περιοχές της Mακεδονίας, αλλά και το έθιμο των Γέρων της Σκύρου.
Το οικόσημο και το ρητό του αρχοντικού. Το μοναδικό ενετικό αρχοντικό του ιστορικού κέντρου της πόλης των Χανίων, το οποίο εξακολουθεί να διατηρεί και την αρχιτεκτονική ταυτότητά του και το οικόσημό του και το λατινικό ρητό του, βρίσκεται στην οδό Ζαμπελίου 37-43. Tο άρθρο αυτό αποτελεί μέρος μιας εκτενέστερης έρευνας για την ταύτιση του οικοσήμου και τον εντοπισμό του ατόμου για το οποίο κτίστηκε αυτό το εξαίρετο δείγμα καλαισθησίας και ευαισθησίας, αλλά και την αναστήλωση του αρχοντικού, η οποία πρέπει να γίνει. Στο άρθρο αυτό, ο συγγραφέας δεν καταπιάνεται με τη λεπτομερή εξιστόρηση του πραγματικού οδοιπορικού της έρευνάς του. Μια παράθεση στοιχείων ωστόσο είναι σημαντική για τη γνωστοποίηση, σε ένα ευρύτερο κοινό, του ιστορικού, αρχιτεκτονικού και εραλδικού χαρακτήρα ενός μνημείου που στέκει ακόμη όρθιο απέναντι στην αδιαφορία των ανθρώπων: είτε πρόκειται για το Υπουργείο Πολιτισμού το οποίο ως ιδιοκτήτης του κτίσματος θα το αναστηλώσει κάποτε –είθε πριν καταρρεύσει– είτε για τους ιδιώτες οι οποίοι το νοικιάζουν και το χρησιμοποιούν ως ταβέρνα!
Το νηματουργείο "Βέρμιον" κατά την τρίτη φάση (1966-1972). Η Βέροια, η Νάουσα και η Έδεσσα, οι τρεις σημαντικότερες πόλεις της Κεντρικής Μακεδονίας είχαν ανέκαθεν το φυσικό προνόμιο της δυνατότητας εκμετάλλευσης της υδραυλικής δύναμης από υδατοπτώσεις. Στηριζόμενες σε αυτό τέθηκαν οι βάσεις για την πρώιμη βιοτεχνική και βιομηχανική ανάπτυξη τους από τις αρχές του 19ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα κατασκευάστηκαν αξιόλογα βιομηχανικά κτίρια, τα οποία αποτελούν μάρτυρες μιας περιόδου πλούσιας και δημιουργικής που ο αντίκτυπός της φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Ένα από κτιριακά συγκροτήματα που κατασκευάστηκαν την περίοδο αυτή στη Βέροια είναι το νηματουργείο βάμβακος «Βέρμιον». Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά συγκροτήματα της Μακεδονίας και αποτελεί ένα από τα πρώτα δείγματα βιομηχανικών συγκροτημάτων στην Ελλάδα όπου συνυπάρχουν χώροι παραγωγής, διοίκησης και εργατικής κατοικίας. Περιβάλλεται από λίθινα τείχη και πύργους, παραπέμποντας σε κατασκευές οχυρωματικού χαρακτήρα. Η τυπολογία του συγκροτήματος, συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού κτιρίου, και παράλληλα συνδυάζει χαρακτηριστικά εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Στη μορφολογία του διακρίνονται αναφορές στο κλασικισμό, καθώς και στοιχεία που συναντώνται σε ανάλογα ευρωπαϊκά συγκροτήματα του 19ου αιώνα, όπως είναι η αυστηρή συμμετρία και μεγαλοπρέπεια. Στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο λειτούργησε το βιομηχανικό συγκρότημα, έγιναν προσθήκες, αλλαγές στην εσωτερική διάρθρωση του εργοστασίου και τροποποιήσεις της αρχικής του μορφής λόγω του εκσυγχρονισμού του εξοπλισμού, της αύξησης της παραγωγής και του εργατικού προσωπικού αλλά και λόγω της φυσικής φθοράς του χρόνου και των καταστροφών που υπέστη. Σήμερα, αν και το νηματουργείο «Βέρμιον» δεν λειτουργεί, συνεχίζει να διατηρεί την αρχιτεκτονική του αξία και το σημαντικό ρόλο του στην ιστορία της ευρύτερης περιοχής.
Λίθινα αντικείμενα που έχουν τοποθετηθεί με τη σειρά εισαγωγής τους στο αυτοσχέδιο εργαστήριο. Tο άρθρο αυτό αποτελεί έναν «οδηγό επιβίωσης» για τον συντηρητή αρχαιοτήτων που λαμβάνει μέρος σε αρχαιολογικά προγράμματα εκτός έδρας. Οι προκλήσεις που εμφανίζονται είναι η έλλειψη ενημέρωσης πάνω στο ποιες εργασίες αναλαμβάνει, η επικοινωνία με τον υπεύθυνο και των υπολοίπων μελών του προγράμματος καθώς και τη συχνή δράση του ως μονάδας.. Βάση της εμπειρίας του συγγραφέα καθώς και άλλων ατόμων που έχουν εργαστεί σε ανασκαφικά προγράμματα, παρουσιάζονται κάποιες προετοιμασίες που είναι ωφέλιμες να γίνουν, αρκετό καιρό πριν, σε εργασιακό όσο και προσωπικό επίπεδο. Η θεωρία εφαρμόζεται στην πράξη. Με τη βοήθεια παραδειγμάτων και φωτογραφικού υλικού, το κείμενο προσπαθεί να δώσει μιαν άλλη, κοντινότερη εικόνα στον αναγνώστη, είτε αυτός έχει ανασκαφική εμπειρία, είτε όχι.
Τρισδιάστατη ιδεατή αναπαράσταση των γλυπτών του Παρθενώνα. Η καταγραφή αρχαιολογικών δεδομένων, η μελέτη και η αναπαράσταση τοποθεσιών με αρχαιολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον, αντικειμένων και τοπίων του παρελθόντος με τη βοήθεια υπολογιστή και προγραμμάτων τρισδιάστατων γραφικών, ονομάζεται «εικονική αρχαιολογία». Η χρήση των υπολογιστών στο χώρο του πολιτισμού αποτελεί τεχνολογία αιχμής, που επιτρέπει στους πολιτιστικούς οργανισμούς καταρχήν να ψηφιοποιήσουν το υλικό τους, ώστε αυτό να είναι διαθέσιμο στην επιστημονική κοινότητα και στο ευρύ κοινό και στη συνέχεια με τη βοήθεια των τρισδιάστατων γραφικών να μελετήσουν, να επεξεργαστούν και να οπτικοποιήσουν πολύπλοκα δεδομένα, έννοιες και ευρήματα παρέχοντας έτσι μια πιο αντιληπτή μορφή του πολιτιστικού αγαθού. Στο άρθρο δίνεται ο ορισμός και ο σκοπός της εικονικής αρχαιολογίας, έτσι όπως καθορίζεται από τη διεθνή βιβλιογραφία, καθώς και η συμβολή των λογισμικών τρισδιάστατων γραφικών και των σύγχρονων τεχνικών σύλληψης δεδομένων στην ενίσχυση της αρχαιολογικής διαδικασίας.
Η περίφημη οινοχόη του Διπύλου. Το ζήτημα της γραφής είναι θεμελιώδες μέσα στο λεγόμενο ομηρικό ζήτημα. Τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις η θεωρία του Αμερικανού καθηγητή B.P. Powell ότι το ελληνικό αλφάβητο επινοήθηκε ειδικά προκειμένου να καταγραφούν τα ομηρικά έπη• και μάλιστα καθ’ υπαγόρευση του ίδιου του ποιητή. Στο παρόν άρθρο εξετάζεται η λειτουργικότητα του «ομηρικού» αλφαβήτου που προτείνει ο Powell, ενώ τονίζεται η ελάχιστα ικανοποιητική κατάσταση της ελληνικής γραφής για μια τέτοια χρήση κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα, εποχή του ποιητή. Η στοιχειωδώς ικανοποιητική απόδοση των ομηρικών επών στο αλφάβητο που προτείνει ο Powell ελέγχεται και κρίνεται πρακτικά αδύνατη: κυρίως λόγω των σοβαρών ελλείψεων της ελληνικής γραφής κατ’ αυτή την περίοδο, της προφανούς απουσίας επαρκούς γραφικής ύλης ή/και κατάλληλων επιφανειών. Και σε κάθε περίπτωση, ένεκα του γεγονότος ότι η ομηρική ήταν η προφορική ποίηση μιας προφορικής κοινωνίας. Έτσι η ομηρική ποίηση όχι μόνο δεν είχε ανάγκη τη γραφή, αλλά –αντίθετα- η τέχνη της γραφής αποδείχθηκε «εχθρική» για την ελληνική επική ποίηση. Ο συγγραφέας του άρθρου, ερευνητής των πρώιμων ελληνικών συστημάτων γραφής, υποστηρίζει ότι η πρωταρχική χρήση του ελληνικού αλφαβήτου ήταν να διευκολύνει, ιδίως από ελληνικής πλευράς, τις ελληνο-φοινικικές ναυτιλιακές και εμπορικές συναλλαγές. Η χρήση της γραφής από τους Έλληνες στη λογοτεχνία και την επιστήμη έπεται χρονικά, όπως συνέβη παντού στην ιστορία της γραφής.
Κορακονησία. Άποψη από αέρος. Η Κορακονησία βρίσκεται στον Αμβρακικό Κόλπο, ανάμεσα στα βυζαντινά λιμάνια της Άρτας, την Κόπραινα και τη Σαλαώρα. Στο νησάκι, που σε παλαιά έγγραφα αναφέρεται ως Κορακονήσιον, εκτός από το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το τοπίο της ευρύτερης περιοχής, μπορεί κανείς να επισκεφθεί το Φειδόκαστρο, το μικρονήσι Κέφαλο, το Καθολικό της Μεσοβυζαντινής Μονής της Παναγίας, το παρεκκλήσιο του Οσίου Ονουφρίου και την "Κούλια" της τελευταίας οθωμανικής περιόδου.
Οι αμφορείς της Αρχαιολογικής Συλλογής Νέας Κούταλης, όπως εκτίθενται σύμφωνα με την περιοχή προέλευσής τους και τη χρονολογία. Στο ακριτικό νησί της Λήμνου εγκαινιάσθηκε την 1η Ιουλίου 2006 ένα νέο θεματικό Μουσείο του Αιγαίου. Στο Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης και Σπογγαλιείας Νέας Κούταλης παρουσιάζεται η ναυτική παράδοση των προσφύγων από το νησί Κούταλη της Προποντίδας. Στη Νέα Κούταλη οι πρόσφυγες του 1922 ασχολήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά με τη σπογγαλιεία και την επεξεργασία σφουγγαριών. Έτσι στο Μουσείο εκτίθενται κειμήλια και φωτογραφίες από τη ναυτική ζωή των Κουταλιανών πριν από τον ξεριζωμό τους από την Προποντίδα, αντικείμενα που αφορούν τη σπογγαλιεία (εξοπλισμός δυτών, εξαρτήματα των σπογγαλιευτικών καϊκιών, εργαλεία επεξεργασίας των σφουγγαριών κ.ά.), αλλά και αρχαιολογικά ευρήματα που περισυνέλεξαν οι σφουγγαράδες από τα βάθη της θάλασσας και χρονολογούνται από τους αρχαίους έως τους νεότερους χρόνους. Πληροφορίες Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης και Σπογγαλιείας Νέας Κούταλης τηλέφωνο Μουσείου: 22540 92383 Ωράριο λειτουργίας Μουσείου Τρίτη κλειστά Δευτέρα, Τετάρτη-Κυριακή: 10.00-14.00 Δήμος Νέας Κούταλης Λήμνος 81400 τηλ.: 22540 51790, 51362 fax: 22540 51763 e-mail: dimkout@otenet.gr
Δίον Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού σκέφτηκε πως θα ήταν ευχάριστο για τους αναγνώστες μας να βρίσκουν σε κάθε τεύχος μια πρόταση για εκδρομή. Μια εκδρομή σε γνωστά μέρη που όμως θα τους αποκαλύψει κάτι καινούργιο! Αυτή τη φορά προορισμός μας είναι το Λιτόχωρο. Χτισμένο στις ανατολικές υπώρειες του Ολύμπου, με πολλές γραφικές γωνιές προσφέρεται ως ορμητήριο για πολλές εξορμήσεις: έτσι, εκτός από την ανάβαση στον Όλυμπο, προτείνονται επισκέψεις στο Δίον, τη Βεργίνα, το Κάστρο του Πλαταμώνα, αλλά και πιο κοντινές διαδρομές στα Ταμπάκικα, τους Μύλους, το Ξέφωτο του Αϊ-Γιάννη.
Το εξώφυλλο του βιβλίου Βιβλιοπαρουσίαση της σημαντικής έκδοσης Il papiro di Artemidoro, των C. Gallazzi / B. Kramer / S. Settis (επιμ.), Edizioni Universitarie di Lettere Economia Diritto, Μιλάνο 2008.
Το εξώφυλλο του βιβλίου Βιβλιοπαρουσίαση της έκδοσης Οδοιπορικό στα Μνημεία του Νομού Καρδίτσας. Αρχαιότητες, Ναοί, Νεότερα Μνημεία, της Ευαγγελίας Τσαγκαράκη (επιμ.), Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Καρδίτσας, Καρδίτσα 2007.
Το εξώφυλλο του βιβλίου της Ruth D. Whitehouse "Gender and Italian Archaeology: Challenging the Stereotypes". Στη στήλη "Από το Journal of Mediterranean Archaeology" παρουσιάζεται το έργο της αρχαιολόγου Ruth D. Whitehouse, στο οποίο είναι αφιερωμένο το τεύχος 21/1 (2008), του Journal of Mediterranean Archaeology.
Η αρχική σελίδα του ιστότοπου της ΚΖ' Εφορείας Κλασικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων που λειτουργεί από το καλοκαίρι του 2007. Για την ιστοσελίδα μιας Εφορείας Αρχαιοτήτων, η πρώτη σκέψη που έρχεται στο νου είναι η επίσημη παρουσίαση που περιλαμβάνει ο ιστότοπος του ΥΠΠΟ, προσβάσιμη από τον κατάλογο των Περιφερειακών Υπηρεσιακών Μονάδων του (από το οργανόγραμμα του Υπουργείου Πολιτισμού, www.yppo.gr/1/g10.jsp, επιλογή "Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς",www.yppo.gr/1/g1540.jsp?obj_id=11). Οι ιστοσελίδες αυτές, τυποποιημένες και απρόσωπες ίσως, αλλά εξαιρετικά χρήσιμες, προσφέρουν συγκεκριμένες πληροφορίες για όλες τις Εφορείες, Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΕΠΚΑ) και Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (ΕΒΑ). Τι συμβαίνει όμως αν μια Εφορεία αποφασίσει να προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα στην αρχαιολογική επικοινωνία; Η στήλη των «Δικτυακών Τόπων» παρουσιάζει τις περιπτώσεις τριών Εφορειών οι οποίες, εκτός από την τυποποιημένη παρουσίαση στον ιστότοπο του ΥΠΠΟ, διαθέτουν ανεξάρτητη ιστοσελίδα: η ΛΓ΄ ΕΠΚΑ, η ΚΖ΄ ΕΠΚΑ και η 10η ΕΒΑ.
Χάρτης της Κέρκυρας, από τη συλλογή του ΜΙΕΤ. Ειδήσεις: Γερμανοί επιστήμονες στα ίχνη του Ιπποδρόμου της Αρχαίας Ολυμπίας, Νεολιθικά ευρήματα στο Βασιλί Φαρσάλων, Ρωμαϊκά γλυπτά εντοπίστηκαν στην Κύθνο, το Βατικανό δάνεισε στην Ελλάδα γλυπτό του Παρθενώνα, Άνοιξε η Αρχαιοθήκη στο Δίον, Υποτροφίες Βρετανικής Σχολής Αθηνών. Εκθέσεις: Χάρτες του Ιονίου Πελάγους, Ελλάδα και Τεχνολογία: μια διαχρονική προσέγγιση, Η εξέλιξη της αρχαιολογικής φωτογραφίας, Βυζαντινές εικόνες στο Βουκουρέστι. Συνέδρια: 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αναστηλώσεων, Κύκλος σεμιναρίων για την Αλβανία, «Byzantium in London». Διαλέξεις: Διάλεξη της Εταιρείας Μελέτης Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας, Διαλέξεις στην Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταρεία, Διάλεξη για τα γλυπτά του Παρθενώνα. Βιβλία: Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, R. Treuil και άλλοι, Dikili Tash, village préhistorique de Macédoine orientale - Βασιλική Μαχαίρα, Το ιερό Αφροδίτης και Έρωτος στην Ιερά Οδό - Horst Blanck, Το βιβλίο στην αρχαιότητα.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Το 5ο Συμπόσιο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας -Το 2ο Συνέδριο Προϊστορικής Αρχαιολογίας -Νέες εκδόσεις: Θ. Τσέλιος, Η μεταλλουργία του χαλκού στην Προανακτορική Κρήτη: Τεχνολογικές εξελίξεις και κοινωνικές όψεις, Ε. Ιωακείμογλου, Τα οργανικά υλικά στην Τέχνη και την Αρχαιολογία. Τόμος Α΄: Λίπη και έλαια, φυσικά κεριά και φυσικές ρητίνες.
Έρωτας από ερυθρόμορφο αγγείο, 480 π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα. Το δεύτερο μέρος του αφιερώματος στον Έρωτα προσεγγίζει το χριστιανικό Βυζάντιο, όπου ο Έρωτας έχει ένα περισσότερο πνευματικό και άυλο περιεχόμενο απ’ ό,τι στην αρχαιότητα. Ωστόσο, είτε μιλάμε για τον ζαβολιάρη αρχαιοελληνικό φτερωτό θεό είτε για τον βυζαντινό άγγελο, πρόκειται πάντα για την ίδια ελκτική δύναμη, την επιθυμία για τον άλλο, την ανάγκη για ένωση.
Ο ασπασμός των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, τοιχογραφία, 12ος αι. Άγιον Όρος, Μονή Βατοπεδίου Το άρθρο αυτό επιχειρεί να παρουσιάσει και να σχολιάσει όψεις του βυζαντινού έρωτα και κυρίως του ερωτικού λόγου κατά τη βυζαντινή περίοδο έως τον 12ο αιώνα. Αν και οι δυσκολίες να μιλήσουμε για το θέμα αυτό είναι αρκετές, οι υπάρχουσες πηγές επιτρέπουν να καταγράψουμε την ποικιλία των ερωτικών σχέσεων και την (μάλλον ανεπιτυχή) προσπάθεια κατασταλτικής ρύθμισής τους από την πολιτεία και τη χριστιανική εκκλησία. Η επιφυλακτική έως αρνητική στάση προς τον έρωτα (και τον γάμο) ταιριάζει στο ευρύτερο πνευματικό κλίμα της ύστερης αρχαιότητας και έτσι από τον 6ο αιώνα ο ερωτικός λόγος εκλείπει. Η γλώσσα του σωματικού έρωτα μεταφέρεται και χρησιμοποιείται πλέον στον θεολογικό λόγο, για να δηλώσει τη θρησκευτική εμπειρία και ειδικότερα για να παραστήσει τη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Αν στο ανθρώπινο επίπεδο ο έρωτας δεν περιγράφεται ως ‘καθαρό’ συναίσθημα και δεν ξεχωρίζει από την ερωτική πράξη, στην θεολογική γραμματεία και στη μυστική ποίηση ο θείος έρωτας νικά τη διάθεση για σωματική ένωση. Στην ασκητική ζωή η επιθυμία ξεπερνιέται με την απάθεια, τη νέκρωση των παθών, ώστε ο αληθινός έρωτας ως ενδιάθετη ορμή που είναι να στραφεί προς τον Θεό.
Κωνσταντίνος Παρθένης, Ευαγγελισμός, λάδι, Εθνική Πινακοθήκη. «... εάν έχω χάρισμα προφητείας και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλην την γνώσιν, και εάν έχω όλην την πίστιν, ώστε να μεταθέτω βουνά, αλλά δεν έχω αγάπην, δεν είμαι τίποτε (...)»
Caravaggio, Κοιμώμενος Έρως, λάδι σε καμβά, 1608, Galleria Palatina, Φλωρεντία. Σε ένα σύντομο διδακτικό κείμενο, το οποίο, όπως δηλώνεται από τον ίδιο, απευθύνεται σε ένα μαθητή, ο Μιχαήλ Ψελλός περιγράφει και σχολιάζει ένα μαρμάρινο άγαλμα του κοιμώμενου ΄Ερωτα, που πιθανότατα ανήκε στην αυτοκρατορική συλλογή έργων τέχνης της Κωνσταντινούπολης. Σκοπός του Ψελλού ήταν να εξοικειώσει το μαθητή του με τη λεπτομερή παρατήρηση ενός έργου τέχνης, και να τον διδάξει πώς να εκτιμήσει την καλλιτεχνική ποιότητα του έργου, η οποία δίνει εύληπτη μορφή σε αφηρημένες έννοιες. Ο ειδικός αυτός γλυπτικός τύπος έδινε τη δυνατότητα στον Ψελλό να εισαγάγει το μαθητή του σε μια σειρά από έννοιες που ανάγονται στον Πλάτωνα και τις νεοπλατωνικές αναγνώσεις του έργου του, και να αναπτύξει τη φιλοσοφική πτυχή της ρητορικής, η οποία μετουσιώνει μια ιδέα σε υλική μορφή.
Ζεύγος εραστών σε κήπο. Εφυαλωμένο πιάτο (αρχές 13ου αι.) από την Κόρινθο. Κόρινθος, Αρχαιολογικό Μουσείο. Χριστιανισμός και ερωτισμός είναι δύο έννοιες που δύσκολα συμβιβάζονται μεταξύ τους. Ο χριστιανισμός θεωρούσε τη σωματική έλξη, την ηδονή, την απόλαυση απαγορευμένες ακόμη και στα πλαίσια του γάμου, ο οποίος ως θεσμός έπρεπε να εξυπηρετεί κυρίως τη διαιώνιση του είδους και κατά δεύτερο λόγο να αποτελεί νόμιμη διέξοδο στις σεξουαλικές ορμές. Η Εκκλησία από την πρώιμη περίοδο έκανε τα πάντα για να εξουδετερώσει τον ερωτισμό. Στην προσπάθειά της κατέφυγε σε υπερβολές, χωρίς να καταφέρει να απαλλαγεί από συμπεριφορές στον σεξουαλικό τομέα που αντιστοιχούσαν περισσότερο στην ανθρώπινη φύση παρά σε ασκητικούς και εκκλησιαστικούς κανόνες. Ο ερωτισμός από την άλλη, προσπάθησε να υπερβεί τις αντιστάσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα από τη λογοτεχνία και την πραγματική ζωή. Η ερωτική λογοτεχνία βοηθά να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι Βυζαντινοί εξέφραζαν τις αντιλήψεις τους για τον έρωτα. Την εικόνα αυτή συμπληρώνουν οι διάφορες νομοθετήσεις για την γενετήσια ηθική, οι Βίοι των αγίων και κάθε είδους ψυχωφελή κείμενα που απέβλεπαν στη νουθεσία των πιστών. Το Κράτος, και περισσότερο, η Εκκλησία, θέλησαν να ελέγξουν τη δημόσια και ιδιωτική ζωή. Στους νόμους και τους εκκλησιαστικούς κανόνες καταγράφονται ποικίλου τύπου αμαρτήματα της σάρκας που αποτελούν χωριστές κατηγορίες αξιόποινων πράξεων. Σε αντίθεση με τα συνήθως θρυλούμενα για το Βυζάντιο, προκύπτει από τις πηγές ότι αυτό υπήρξε μία ανεκτική σε θέματα ερωτισμού για την εποχή του κοινωνία, η οποία κατόρθωνε να συνδυάζει την πνευματικότητα και τη λατρεία προς το θείον με τον εγκόσμιο έρωτα, διαμορφώνοντας το γνώριμό μας «συναμφότερον» μεταξύ ερωτισμού και ορθοδοξίας.
Άσμα Ασμάτων, ξυλογραφία του Τάσσου για τη μεταγραφή του Γιώργου Σεφέρη, 1965. Ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της εβραϊκής λογοτεχνίας που με το βαθύτατα ερωτικό του περιεχόμενο έδωσε το έναυσμα σε πολλούς δημιουργούς να προχωρήσουν στην εικονογράφησή του είναι το Άσμα Ασμάτων του Σολομώντα. Οι στίχοι του έδωσαν τη δυνατότητα να εκφράσουν τον λυρισμό του, να τονίσουν τη σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα, να σχολιάσουν την ένωσή τους, να αναδείξουν τις τρυφερές πλευρές του έρωτα. Χωρίς να χρειάζεται να αναφερθούν οι απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί, για το αν δηλαδή πρόκειται για ένα καθαρά ερωτικό κείμενο ή για μία αλληγορία του έρωτα μεταξύ του Θεού και του Ισραήλ ή του Χριστού με την εκκλησία, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στην περίπτωση των ελλήνων δημιουργών υπερισχύει η πρώτη εκδοχή. Το κείμενο εικονογραφεί πρώτος το 1938 με επτά ξυλογραφίες του ο Ευθύμης Παπαδημητρίου, ο οποίος είναι και ο δημιουργός που επιμένει ιδιαιτέρως στο αισθησιακό περιεχόμενο των παραστάσεων. Ο χαράκτης αντιμετωπίζει την καθαρά ερωτική διάσταση του κειμένου αποθεώνοντας τη σαρκική επαφή των δύο φύλων, την ένωσή τους, τη λαχτάρα της ηδονής. Τονίζει τον αφηγηματικό χαρακτήρα των σκηνών, και αντιμετωπίζει το κείμενο ως μια απολύτως ερωτική περιγραφή. Ο Τάσσος έχει την ευκαιρία να εικονογραφήσει τη μετάφραση του Γεωργίου Σεφέρη το 1965 με επτά ασπρόμαυρες ξυλογραφίες στις οποίες προσπαθεί να αποδώσει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο το λυρικό κλίμα της ποίησης του Σολομώντα. Χωρίς να μεταχειρίζεται σχεδόν καθόλου τα αφηγηματικά στοιχεία από το κείμενο εικονογραφεί το ερωτικό σφιχταγκάλιασμα και μεταφέρει όλη τη μαγεία του. Ο Αλέκος Φασιανός, δίνει έξι εικόνες στις οποίες δεν ξεφεύγει από το ιδιαίτερο μορφοπλαστικό του ιδίωμα με τις ίδιες ανάλαφρες μορφές, τις σχεδόν άυλες, που βασίζονται στην αέρινη γραμμή του σχεδίου του. Χωρίς να τονίζει ιδιαίτερα τα αισθησιακά χαρακτηριστικά, ο τρόπος που επικοινωνούν οι μορφές στη ζωγραφική επιφάνεια δείχνει με ουσιαστικό τρόπο το δεσμό ανάμεσά τους, την ερωτική έλξη, τη συνάντηση τους, την βαθύτερη ένωσή τους. Η Ρένα Ανούση-Ηλία επιβάλλει με την εικονογράφησή της ένα καθαρά ονειρικό κλίμα, χωρίς να μένει στα επιμέρους αφηγηματικά στοιχεία του κειμένου. Βασικό χαρακτηριστικό των παραστάσεων η σχεδιαστική οξύτητα και ο περιορισμός της πλαστικής απόδοσης, που δίνουν τη δυνατότητα στην καλλιτέχνη να αποδώσει το περιεχόμενο μεταφέροντας με λυρισμό και εκφραστικότητα τις μορφές της. Ο Γιάννης Κυριακίδης αντίθετα δίνει οκτώ ξυλογραφίες σε όρθιο ξύλο σε ένα κλίμα που βρίσκεται ανάμεσα στο ερωτικό περιεχόμενο και στη θεολογική ερμηνεία. Ο χαράκτης παραπέμπει πολύ περισσότερο στην εσωτερικότητα της ερωτικής σχέσης παρά στα καθαρά εξωτερικά στοιχεία της ένωσης των δύο φύλων. Αποφεύγει συνειδητά και ολοκληρωτικά την απόδοση των μορφών στη γυμνότητά τους και επιμένει περισσότερο σε άλλα χαρακτηριστικά που αποδεικνύουν ένα έρωτα ο οποίος βασίζεται στην ψυχική επικοινωνία και όχι στην ερωτική ένωση Πιο πρόσφατη εικονογράφηση είναι αυτή του Τάκη Κατσουλίδη για τη μετάφραση του Γιώργου Παπαδόπουλου το 2007. Όπως και στις περισσότερες από τις άλλες περιπτώσεις, ο Κατσουλίδης επιλέγει έναν καθαρά ερωτικό χαρακτήρα για τις παραστάσεις που δίνει. Χωρίς εξόφθαλμες και εξαντλητικές περιγραφές του γυμνού γυναικείου σώματος ο καλλιτέχνης αποδίδει το περιεχόμενο επιμένοντας σε έναν υπολανθάνοντα ερωτισμό, περισσότερο υπαινισσόμενος παρά αποκαλύπτοντας.
Άσμα Ασμάτων, ξυλογραφία του Γιάννη Κυριακίδη για την έκδοση του 2000 (εκδ. Καστανιώτη και Διάττων). Γιατ’ είναι δυνατή σαν θάνατος η αγάπη, σκληρό καθώς ο άδης το πάθος το αγαπητικό. Οι φλόγες της φλόγες φωτιάς, άγριο αστροπελέκι. (απόσπασμα σε μετάφραση, Παλαιά Διαθήκη, Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 2003.)
Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, αρχές 14ου αι. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα. Η βυζαντινή τέχνη είναι μια τέχνη αυστηρά θρησκευτική, η οποία προάγει τις έννοιες και τα πιστεύω του χριστιανισμού. Στα πρώτα στάδια της δημιουργίας της νέας θρησκείας και προκειμένου οι διδαχές της να γίνουν κατανοητές από τον απλό λαό, χρησιμοποιήθηκαν διάφορα γνώριμα σύμβολα από το ειδωλολατρικό παρελθόν. Ένα από αυτά τα σύμβολα ήταν και οι φτερωτές μορφές, που πήραν την μορφή αγγέλων. Σύμφωνα με την χριστιανική γραμματεία τα τάγματα των αγγέλων είναι εννιά: Θρόνοι, Κυριότητες, Δυνάμεις, Αρχές, Εξουσίες, Σεραφείμ, Χερουβείμ, Άγγελοι, Αρχάγγελοι. Το κάθε τάγμα από αυτά, έχει τη δική του μορφή και τον δικό του ρόλο. Εκτός από τους Αγγέλους και τους Αρχαγγέλους, τα υπόλοιπα τάγματα έχουν ρόλο συνοδευτικό και γενικότερα προστατευτικό. Οι Άγγελοι και οι Αρχάγγελοι απεικονίζονται με εμφανείς επιδράσεις από τον Ερμή της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας αλλά και από τις θεότητες Νίκη και Δόξα της ρωμαϊκής μυθολογίας. Το κάλλος τους θα μπορούσε να επηρεάσει τον θεατή και να θεωρήσει ότι είναι μια προσωποποίηση του Έρωτα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, η βυζαντινή τέχνη όμως κατόρθωσε να τους απαλλάξει από κάθε έννοια ερωτικού πάθους και τους ανέδειξε ως πρότυπα αγνότητας και θείας αγάπης. Η απεικόνιση του Έρωτα πιθανώς απουσιάζει από αυτήν την καθαρά θρησκευτική τέχνη, παρουσιάζεται όμως και περιγράφεται γλαφυρά σε άλλες μορφές κοσμικής τέχνης, δηλαδή στην ποίηση και την λογοτεχνία.
Edvard Munch, Μελαγχολία, 1894-95, ελαιογραφία, Bergen Kunstmuseum, Μπέργκεν. Στο βυζαντινό σύστημα ψυχοπαθολογίας διακρίνεται μια ιδιαίτερη κατηγορία ψυχοπαθολογίας η ασθένεια του αισθήματος. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι το αίσθημα ως διαταραχή την Βυζαντινή περίοδο εντάσσεται στο πλαίσιο των διαταραχών περισσότερο από τους ιατρούς της εποχής παρά από τους εκκλησιαστικούς πατέρες με ιατρική παιδεία. Ως βασικά συμπτώματα περιγράφονται η δυσθυμία, η αϋπνία, η οινοποσία, η ασιτία και η διαρκής αναζήτηση του έρωτα σαν πάθος. Η θεραπεία περιλαμβάνει ησυχία, μέτρια δίαιτα, την χρήση του «φόβου», τροποποίηση της σκέψης, την μίμηση προτύπων. Κάποιοι συγραφείς συσχετίζουν παθολογικά την ασθένεια του αισθήματος με την γονόρροια και τα λιβιδινικά όνειρα.
Εργαστήριο υφαντικής (μικρογραφία χειρογράφου 14ου αι.). Για το γάμο στο Βυζάντιο και τη θέση της γυναίκας στην γονική οικεία αρχικά και τη συζυγική στη συνέχεια οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες, καθώς ιστορικές πηγές που να αναφέρονται άμεσα στον ιδιωτικό βίο των βυζαντινών δεν έχουν σωθεί. Εντούτοις η μελέτη ιστορικών και αγιολογικών κειμένων, νομοθετικών διατάξεων και ιδιωτικών εγγράφων, χρονογραφιών, μυθιστορημάτων, ποιημάτων, σατυρικών έργων κτλ. παρέχει έμμεση πληροφόρηση, η οποία όμως είναι αποσπασματική (καθώς υπάρχουν κενά για κάποιες χρονικές περιόδους και περιοχές) και μερικές φορές μονομερής (αφού για παράδειγμα εντοπίζεται πλήθος πληροφοριών για γυναίκες της ανώτερης τάξης και αυτοκράτειρες, των οποίων όμως οι συνθήκες διαβίωσης δεν αποτελούν κανόνα). Λαμβανομένων υπόψη των πρακτικών δυσχερειών γίνεται στη συνέχεια μια προσπάθεια ανασύνθεσης μιας κάπως γενικής εικόνας της θέσης της γυναίκας και των γαμήλιων πρακτικών στο Βυζάντιο.
Η Δάφνη μεταμορφώνεται σε δένδρο. Ψηφιδωτό. Πάφος, 3ος αι. μ.Χ. Η Δάφνη, η φωτεινή παρθένα, έχει διασχίσει αιώνες και πολιτισμούς, έχοντας στεφανώσει νικητές, αθλητές, βασιλείς και στρατηλάτες. Το κείμενο αυτό αναφέρεται στον πασίγνωστο μύθο του άτυχου έρωτα του Απόλλωνα και της μεταμόρφωσης της Δάφνης σε δέντρο, αλλά και στο πώς, σύμφωνα με τον Οβίδιο, η Δάφνη έφτασε να στεφανώνει τους ένδοξους άνδρες, ή να συνδεθεί με το Μαντείο των Δελφών, σύμφωνα με τον Παυσανία. Αν και ποτέ δεν θα μάθουμε αν η Πυθία μασούσε πράγματι φύλλα δάφνης για να βρεθεί σε έκσταση, εκείνο που ξέρουμε είναι ότι πρόκειται για ένα φυτό με πολλές και πολύτιμες ιδιότητες. Αυτές οι εξαγνιστικές και ηρεμιστικές ιδιότητες καθιστούν απλή και αυτονόητη της συσχέτισή της με το απολλώνιο φως, τη γνώση και τη μαντική, αλλά και την παρουσία της σε έθιμα και παραδόσεις από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας.
Απολλωνία, άποψη του μνημείου των Αγωνοθετών με την αναστηλωμένη πρόσοψη, από το εσωτερικό. Χάρη στη γεωγραφική της θέση στα δυτικά της βαλκανικής χερσονήσου, μεταξύ της Ελλάδας και της Ιταλίας, η Αλβανία, ένα από τα μικρότερα κράτη της Ευρώπης, επηρεαζόταν από τα ιστορικά και πολιτιστικά γεγονότα που λάμβαναν χώρα στην κεντρική Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Στην αρχαιότητα το βόρειο τμήμα της χώρας κατοικούσαν οι Ιλλυριοί, το νοτιότερο, με όριο την κοιλάδα του Αώου, αποτελούσε τμήμα της αρχαίας Ηπείρου, ενώ στα παράλια της Αδριατικής ιδρύθηκαν κατά την αρχαϊκή εποχή ελληνικές αποικίες, που συνέβαλαν στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής. Το βασίλειο των Ιλλυριών άκμασε κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Αργότερα καταλύθηκε από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.) και ενσωματώθηκε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η περιοχή αποτέλεσε αντικείμενο διενέξεων μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων, και το 15ο αιώνα κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Η Αλβανία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος στις αρχές του 20ού αιώνα. Στο άρθρο παρουσιάζονται συνοπτικά επιλεγμένες αρχαίες πόλεις: η Επίδαμνος, που ονομάστηκε αργότερα Δυρράχιο, και η Απολλωνία, αποικίες της Κορίνθου και της Κέρκυρας, ο Βουθρωτός, κέντρο του «κοινού» των Πρασσαίβων και του ηπειρωτικού έθνους των Χαόνων, η Βυλλίς, πόλη του ιλλυρικού φύλου των Βυλλιόνων, και η Αντιγόνεια, που ιδρύθηκε από τον Πύρρο. Υπεύθυνοι για την προστασία, τη διαχείριση και την ανάδειξη της αρχαιολογικής κληρονομιάς στην Αλβανία είναι επίσημοι κρατικοί φορείς, όπως το Ινστιτούτο Πολιτιστικών Μνημείων, το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Επιστημών, το Εθνικό Κέντρο Απογραφής της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, κ.ά. Εδώ και χρόνια, ξένες αρχαιολογικές αποστολές διεξάγουν συστηματικές ανασκαφές σε συνεργασία με αλβανούς αρχαιολόγους, ενώ τελευταία η προϊστορική αρχαιολογία έχει αναπτυχθεί σημαντικά.
Kobur, στο πεδίο 8 της ανασκαφής. Στο άρθρο αυτό εξετάζονται τα αρχαιολογικά ευρήματα των τελευταίων χρόνων στην Κάρα-Κουμ, μία από τις μεγαλύτερες ερήμους του κόσμου που βρίσκεται στην κεντρική Ασία, στο ανατολικό τμήμα του σύγχρονου Τουρκμενιστάν. Στην άμμο της νοτιοανατολικής Κάρα-Κουμ ήρθε στο φως μια αρχαία χώρα με την ονομασία Μαργκούς, σύμφωνα με την επιγραφή του Μπεχιστούν (Ιράν).
Ετρουσκική σταμνία, 600 π.Χ. Ο Michael Ventris φαίνεται να είναι ο πρώτος που υποψιάστηκε ότι “η Γραμμική Β έγραφε και τα Ετρουσκικά”. Η εργασία μου τον αποδεικνύει σωστό, αλλά το πλεονέκτημα μου ήταν η χρήση των φωνητικών αξιών των σημείων της Γραμμικής Β του Νικολάου Α. Μασουρίδη, οι οποίες με είχαν ήδη βοηθήσει στην ερμηνεία τόσο της Γραμμικής Α όσο και στην ερμηνεία της Κυπριακής Γραφής. Η Κυπριακή γραφή, με 16 σημεία από ένα σύνολο 55 συνολικά βασικών σημείων να ομοιάζουν με σημεία και της Γραμμικής Α και της Γραμμικής Β, συμπέρανα ότι ήταν σαφώς Ελληνική συλλαβική γραφή που διαβάζονταν από αριστερά προς τα δεξιά. Το πρώτο μου “στοιχείο” ήταν βεβαίως η διπλο-εγγεγραμμένη επιγραφή, γνωστή ως “Δήμητρα και Κόρη”, γραμμένη στα Αρχαία Ελληνικά και στην Κυπριακή γραφή, που με οδήγησε στην προσωρινή ερμηνεία των φωνητικών αξιών 15 ακόμη σημείων. Οι λέξεις στην Κυπριακή Γραφή χωρίζονταν με την γνωστή από την Γραμμική Α και Γραμμική Β κάθετη γραμμή. Διασπώντας τις Αρχαίες Ελληνικές λέξεις στην πιθανή συλλαβική τους μορφή και εφαρμόζοντας τις γνωστές φωνητικές αξίες των σημείων της Γραμμικής Β ταίριαξα σημεία με συλλαβές. Η προσωρινή φωνητική αξία 5 ακόμη σημείων προέκυψε από μία φαινομενικά τρίλεξη Κυπριακή επιγραφή, της οποίας 9 από τα 17 σημεία ήταν γνωστά και 3 ήταν προσωρινώς γνωστά από την διπλο-εγγεγραμμένη επιγραφή “Δήμητρα και Κόρη”. Εφοδιασμένος με 36 σημεία από το σύνολο των 55 σχεδόν αναγνωρισμένων και με την χρήση της Θεωρίας του Νικολάου Α. Μασουρίδη για τις φωνητικές αλλαγές της Ελληνικής γλώσσας από την Γραμμική Α και Γραμμική Β προς τα Αρχαία Ελληνικά που βασίζονταν στις παρατηρήσεις του Michel Lejeune και του Ιωάννη Σταματάκου, προχώρησα στην αποκρυπτογράφηση της Ορειχάλκινης Πινακίδας από την Αρχαία Ιδαλία. Η Ετρουσκική γραφή που χρησιμοποιεί τα ίδια σημεία με την Αρχαϊκή Ελληνική γραφή, ήταν μια φυσική συνέχεια της έρευνάς μου από την στιγμή που αντιλήφτηκα το γεγονός ότι 25 από τα 27 βασικά σημεία και το 1 δισύλλαβο σημείο της είχαν ήδη ταυτοποιηθεί και είχαν γνωστές φωνητικές αξίες. Η φωνητική αξία 12 σημείων από τα παραπάνω αναφερόμενα 28 είχε ήδη ερμηνευθεί από τον πατέρα μου Νικόλαο Α. Μασουρίδη στην Γραμμική Β γραφή, η φωνητική αξία 6 σημείων είχε προσδιοριστεί από εμένα στην Κυπριακή γραφή και 1, πάλι από εμένα, στην Γραμμική Α, για 5 ακόμη σημεία συμπέρανα τις συλλαβικές φωνητικές αξίες Αρχαίων Ελληνικών γραμμάτων. Η έρευνά μου της Ετρουσκικής γραφής που μόλις ολοκληρώθηκε, ερμήνευσε επιτυχώς 15 επιγραφές πάνω σε καθρέπτες, 6 πάνω σε πολύτιμους λίθους, 11 πάνω σε αγγεία και άλλα σκεύη, 15 σε ταφικές επιγραφές, 3 πάνω σε σαρκοφάγους, καθώς και το από 25 σειρές κείμενο των δύο Χρυσών Πινακίδων από το Πύργοι, το από 40 σειρές κείμενο της Ορειχάλκινης Πινακίδας από την Κορτόνα και το από 48 σειρές κείμενο της Ορειχάλκινης Πινακίδας από την Ανιόνε. Η έρευνα μου συμπληρώθηκε με την ερμηνεία 12 επιγραφών πάνω σε αγγεία και στήλες στα Αρχαϊκά Ελληνικά από την Αθήνα, Κόρινθο, Νάξο, Δήλο και το Σιγείον στα Δαρδανέλια. Όλα τα παραπάνω κείμενα είναι γραμμένα σε Συλλαβική Ελληνική γραφή και διαβάζονται όπως η Γραμμική Α, η Γραμμική Β και τα Κυπριακά από αριστερά προς τα δεξιά.
Σχέδιο διεξαγωγής της μάχης στην Ισσό το 333 π.Χ. μεταξύ του Μ. Αλεξάνδρου και του Δαρείου Γ'. Στο ψηφιδωτό της Πομπηίας απεικονίζεται η μάχη μεταξύ Μ. Αλεξάνδρου και Δαρείου Γ΄ στην Ισσό ή στα Γαυγάμηλα; Με βάση τις πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίοι ιστορικοί, όπως ο Πλίνιος, ο Πλούταρχος, ο Κουίντος Ρούφος, ο Αρριανός, σχετικά με τις συνθήκες διεξαγωγής των δύο ιστορικών μαχών, ο ιστορικός ερευνητής Τ. Παπαζώης επιχειρεί στο άρθρο του αυτό να απαντήσει στο ερώτημα για τη μάχη που απεικονίζεται στο ψηφιδωτό της Πομπηίας, αμφισβητώντας την ερμηνεία που έχει επικρατήσει πως πρόκειται για τη μάχη της Ισσού. Ο συγγραφέας διερευνά επίσης τη σχέση της πανοπλίας που φέρει ο Αλέξανδρος στο ψηφιδωτό με την ταυτότητα του νεκρού βασιλιά και τα ευρήματα στον τάφο ΙΙ της Βεργίνας.
Είσοδος στο Μουσείο. Στο βάθος, κύρια όψη του Μεγάρου Δουκίσσης Πλακεντίας. Εκτενής παρουσίαση της επέκτασης και του εκσυγχρονισμού όλων των υποδομών καθώς και της επανέκθεσης των συλλογών του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Ο σχεδιασμός του ολοκληρωτικού αναπροσανατολισμού του Μουσείου, που ξεκίνησε το 1999, είχε στόχο να προσδώσει ένα νέο ρόλο στο μουσείο, ώστε να είναι ένα ίδρυμα ουσιαστικά ανοικτό, οικείο και φιλικό στο κοινό. Πληροφορίες Διεύθυνση: Λεωφ. Βασ. Σοφίας 22, 106 75, Αθήνα Τηλ.: 210 7294926 Δικτυακός τόπος: www.byzantinemuseum.gr Ωράριο λειτουργίας μουσείου Καθημερινά 8.30-15.00, εκτός Δευτέρας
Νυχτερινή άποψη του Κάστρου της Μύρινας.
Η κύρια πρόσβαση στην online περιήγηση στο αρχαίο Δίον, από το διαδραστικό τοπογραφικό διάγραμμα του αρχαιολογικού πάρκου. Παρουσίαση α) του Melammu Project - The Assyrian and Babylonian Intellectual Heritage Project, προγράμματος αφιερωμένου σε δύο μεγάλους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, της βάσης δεδομένων και της ιστοσελίδας του, και β) του νέου ιστότοπου που προσφέρει στους χρήστες του μια online περιήγηση στο αρχαιολογικό πάρκο του Δίου.
Η στήλη στην οποία απεικονίζεται ο Μιθριδάτης να χαιρετά τον Ηρακλή. Ειδήσεις: Αποκαλύφθηκε τμήμα του δρόμου των Μαρμάρων, Επιστρέφουν ευρήματα από τον Θορικό, Αρχαία ναυάγια ελληνικών πλοίων στην Αδριατική, Επανέκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Νέες εκθεσιακές ενότητες στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Εγκαίνια για τη νέα μόνιμη έκθεση του Βυζαντινού Μουσείου. Εκθέσεις: Θησαυροί της αρχαίας Κολχίδας, Μακεδονίας νόμισμα. Συνέδρια: Βενετία-Άργος, 29ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης και Αρχαιολογίας. Διαλέξεις: Η Αθήνα και οι πολεμιστές της: «Δημόσιον Σήμα», Δύο διαλέξεις για την αρχαία Μεσσήνη, Σεμινάριο Μινωικής Αρχαιολογίας Βιβλία: Pierre Hadot, N’oublie pas de vivre, Goethe et la tradition des exercices spirituels / Νίκος Γρηγοράκης, Τρίπολη / Γεωργία Εμμ. Χατζή, Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας / Αικατερίνη Ν. Σαράφη, Τήνος. Χάρτες - Ενδυμασίες / Κωνσταντίνος Σκαμπαβίας, Νανώ Χατζηδάκη (επιστ. επιμ.), Βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -ΕΑΕ: Νέο Διοικητικό Συμβούλιο, νέο ξεκίνημα -Συνέδρια προς τιμήν του S. Rovira -Νέα διδακτορική διατριβή -Επιστημονική διημερίδα στην Τρίπολη -TECHNART 2009 - Διεθνές Συνέδριο στην Αθήνα -LAIS-2009 Διεθνές Συμπόσιο στους Δελφούς
Franz von Stuck, "Έρωτας", 1889. Παστέλ, μεικτή τεχνική σε χαρτί, 72x31,5 εκ. Ιδιωτική Συλλογή. Το τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος της Αρχαιολογίας στον Έρωτα αφορά τη νεότερη και τη σύγχρονη εποχή. Αντίθετα με την αρχαιότητα και το Βυζάντιο, εδώ δεν υπάρχει η απόσταση από το παρελθόν, ώστε να προσεγγίσει κανείς το θέμα εκ του ασφαλούς μέσα από τα πολιτισμικά κατάλοιπα. Εδώ υπεισέρχεται ο ζωντανός άνθρωπος με τις εμπειρίες και τα βιώματά του. Εισβάλλει δηλαδή η ίδια η ζωή. Και τότε, τι να πει κανείς για τον έρωτα και πώς να τον ορίσει…
Edward Burne-Jones, "Το τραγούδι του Έρωτα", 1868-77. Λάδι, 114,3x155,9 εκ. The Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη. Με εκκίνηση μια σύντομη αναφορά στον Φρόιντ και μια εκτενέστερη στον Πλάτωνα, θα επιχειρήσω να θέσω τον έρωτα ως πρόβλημα στην προοπτική της διάκρισης και της ένωσης του σώματος με την ψυχή. Η μέθοδος αυτή θα οδηγήσει, στον 17ο αιώνα και στην εξέταση των αντιλήψεων του Καρτέσιου, κυρίως σε σχέση με τα πάθη της ψυχής . Ταυτοχρόνως, την ίδια εποχή, μια σειρά στοχαστών που ονομάζουμε μοραλιστές, ασχολήθηκαν με τις διάφορες μορφές που παίρνει ο έρωτας σε σχέση όχι τόσο με το σώμα όσο με το εγώ. Καίριο ως προς το σημείο αυτό είναι το έργο του Λαροσφουκό, στο οποίο μια στάση, έστω μικρή, είναι σχεδόν υποχρεωτική. Στη συνέχεια, είναι απαραίτητο το πέρασμα από τον Καντ, στο πλαίσιο της ηθικής του οποίου ο έρωτας αποτελεί πρόβλημα που πρέπει, πάση θυσία, να αντιμετωπισθεί.
Karl Hubbuch, "Βραδιά μεταμφιεσμένων", 1928. Λάδι, 45x49 εκ. Lenbachhaus, Μόναχο. Στο άρθρο αυτό επιχειρείται μία σύντομη επανεξέταση της φροϋδικής θεωρίας του πολιτισμού, όπως αυτή εντάσεται μέσα στη γενικότερη θεωρία των ενορμήσεων, και της εγκυρότητάς της μέσα στα πλαίσια της (μετα)νεωτερικότητας. Η συμβολή του Lacan, όπως και οι ενδιαφέρουσες προεκτάσεις του Θάνου Λίποβατς, δίνουν μια ευκαιρία σύζευξης του φιλοσοφικού, ψυχαναλυτικού και θεολογικού λόγου ως προς τον έρωτα, αλλά και την γενικότερη ανάλυση των διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων της εποχής μας.
Benozzo Gozzoli, "Ο χορός της Σαλώμης", 1461-62. Ζωγραφική σε ξύλο, 23,8x34,3 εκ. National Gallery of Art, Ουάσινγκτον. Η έξοδος από τη σεξουαλική απελευθέρωση της νεωτερικότητας χαρακτηρίζεται από την υποχρεωτική μετανεωτερική κυριαρχία της λάγνας εικόνας. Η κατάρρευση των ιδεολογιών και δι’ αυτής η αχρήστευση της διάνοιας συνοδεύεται από τη γενικευμένη διέγερση του οπτικού νεύρου. Το άρθρο αυτό υποστηρίζει πως οι εξελίξεις της εποχής μας στρέφονται κατά του έρωτα ως τρόπου συνάντησης των προσώπων και αυθυπέρβασής τους, επειδή προτείνουν μια πρακτική φιλοσοφία ελέγχου πάνω στις αναπαραστάσεις των σωμάτων. Με ψυχαναλυτικούς όρους, η ορμή παύει να στηρίζει την επιθυμία και γίνεται ο δήμιός της.
Γιώργος Σικελιώτης, "Ερωτικό ζευγάρι". Λάδι σε χαρτόνι, 71x100 εκ. Πινακοθήκη Ρόδου. Τα ερωτικά δημοτικά τραγούδια ή, κατά τη λαϊκή ορολογία, τα τραγούδια της αγάπης (ή του πόθου) είναι από τις αρχαιότερες κατηγορίες δημοτικού τραγουδιού. Και παρότι η χρονική αφετηρία τους δεν είναι διαγνώσιμη, ορισμένα θέματα μάς πηγαίνουν ως την αρχαϊκή εποχή. Τα ερωτικά τραγούδια εμφανίζουν μια μεγάλη ποικιλία και μια ακμαία προφορική παράδοση· καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων, ποιητικών μορφών, μυθικών, εικονοπλαστικών και συμβολικών εκφράσεων: λυρική έκφραση ατομικών συναισθημάτων και παθών, εξομολογήσεις και ερωτικούς διαλόγους, αφηγηματική εκδίπλωση ερωτικών επεισοδίων ή μικρών ιστοριών, ερωτικές αλληγορίες και ερωτικά δράματα· και από μετρική και στιχουργική άποψη, ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους και ομοιοκατάληκτες ρίμες, σύνθετους και απλούς στίχους, ιαμβικά και τροχαϊκά μέτρα, αργούς τελετουργικούς και γοργούς χορευτικούς ρυθμούς, τραγούδια, μπαλάντες, και διαλογικές φόρμες, αλφαβητικές ή αριθμητικές ακροστιχίδες και δίστιχα. Μέσα σ’ ολόκληρη τη δημοτική ποίηση, τα ερωτικά τραγούδια, ιδιαίτερα τα δίστιχα, οι ερωτικές «μαντινάδες», είναι ως σήμερα η πιο ζωντανή και δυναμική κατηγορία.
"Γοργόνες και μάγκες", Λάκης Κομνηνός, Μαίρη Χρονοπούλου, 1968. Ο έρωτας είναι αγαπημένο μοτίβο σε όλες τις αναπαραστατικές τέχνες και έχει τροφοδοτήσει θεατρικά έργα, μυθιστορήματα και σενάρια σε κάθε εποχή. Η μακραίωνη χρήση μοτίβων σχετικών με τον έρωτα προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη μυθοπλαστική του αναπαράσταση. Αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε, μέσα από τη μυθοπλασία, τους τρόπους με τους οποίους κάθε εποχή εκφράζει τις επικρατούσες πεποιθήσεις, συνήθειες και πρακτικές σχετικά με τον έρωτα. Ο κινηματογράφος είναι ένα πρόσφορο μέσον για να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε τον ρόλο που παίζει ο έρωτας στις ανθρώπινες σχέσεις στις νεότερες κοινωνίες. Ιδιαίτερα στον ελληνικό κινηματογράφο μπορούμε να παρατηρήσουμε την εξέλιξη των κοινωνικών αντιλήψεων σ’ αυτό το κομβικό θέμα. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο ελληνικός κινηματογράφος υιοθέτησε αρχικά τις πατριαρχικές αντιλήψεις της παραδοσιακής κοινωνίας, έτσι όπως είχαν προσαρμοστεί στα δεδομένα της αστικής ζωής. Στη συνέχεια, και σε συνάρτηση με τις αλλαγές που επήλθαν στην κινηματογραφική παραγωγή κατά τη δεκαετία του 1970, οι κινηματογραφιστές είχαν τα περιθώρια να εκφράσουν προσωπικές παρατηρήσεις και απόψεις για τον έρωτα, απομυθοποιώντας τους κανόνες ευτυχίας που αναπαρήγαγε η προηγούμενη γενιά. Η σύγχρονη παραγωγή, επανακτώντας εμπορικούς στόχους, δείχνει μια μεγάλη απομάκρυνση από τα αισθήματα που συνόδευαν τα πρότυπα του έρωτα σε όλη την προηγούμενη περίοδο και τον παρουσιάζει ως ένα κεντρικό, ωστόσο ευκαιριακό καταναλωτικό αγαθό του σύγχρονου αμοραλιστικού κόσμου.
Victor Brauner, "Μεταξύ μέρας και νύχτας", 1938. Ελαιογραφία. Συλλογή Albert A. Robin. Κανένα άλλο κίνημα της πρωτοπορίας δεν έχει συνδεθεί τόσο με τον έρωτα όσο ο Σουρεαλισμός. Οι σουρεαλιστές ύμνησαν την ερωτική έλξη και την παντοτινή αγάπη, διερεύνησαν τη σεξουαλικότητα και απελευθέρωσαν την ανθρώπινη επιθυμία. Το παρόν άρθρο πραγματεύεται το σύγχρονο ερωτικό μύθο που έπλασε ο θεωρητικός θεμελιωτής του Σουρεαλισμού, André Breton, και την πρόσληψή του από καλλιτέχνες του κινήματος. Εμπνευσμένος από τον αριστοφανικό μύθο στο πλατωνικό Συμπόσιο και τις μεταμορφώσεις του στην αλχημεία και τη λογοτεχνία, ο Breton ερμηνεύει την ανδρογυνία ως την κατάσταση πραγμάτωσης του αμοιβαίου έρωτα και προβάλλει την ανάγκη ανασύστασής της, μέσω της σαρκικής και πνευματικής ένωσης με το έτερον ήμισυ. Η σουρεαλιστική ποίηση περιγράφει με τρόπο γλαφυρό την αναζήτηση αυτού του ιδανικού, ενώ ο εικαστικός Σουρεαλισμός το μορφοποιεί με απρόσμενα και συχνά αμφίσημα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, στα εικαστικά έργα των Victor Brauner και Max Ernst, άλλοτε τονίζεται η σαρκική διάσταση της ανδρόγυνης ένωσης και άλλοτε αναδεικνύεται ο ρόλος της ιδανικής γυναίκας στην επίτευξη της ανδρικής πληρότητας. Από την άλλη, καλλιτέχνιδες όπως οι Leonora Carrington και Remedios Varo, επικρίνουν την αποθέωση του σαρκικού έρωτα και προσανατολίζονται σε μια πιο εσωτερική ερμηνεία του ανδρόγυνου μύθου.
Άποψη των σύγχρονων ανασκαφών (φωτ. B. Wells). Περιήγηση στον αρχαιολογικό χώρο και το φυσικό περιβάλλον της Καλαυρείας, την ιστορία των ερευνών, τις σύγχρονες ανασκαφές και τους στόχους τους, και παρουσίαση του ιερού του Ποσειδώνα ως πόλο λατρευτικών και κοσμικών δραστηριοτήτων, από τον 7ο-6ο αι. π.Χ. έως τα ελληνιστικά χρόνια και τη ρωμαϊκή περίοδο.
Σκηνή από τα Ανθεστήρια σε ερυθρόμορφο αγγείο. 5ος αι. π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Συλλογή Σερπιέρη. Όταν τα νεαρά άνθη ευωδιάζουν τις αύρες, η νεολαία της υπαίθρου εκτελεί ένα από τα ζωντανότερα έθιμα: τις Κούνιες. Έθιμο διεθνές και διαχρονικό από τη Γαλλία ως τα Βαλκάνια, από την αρχαία ως τη σύγχρονη Ινδία και ευρύτατα διαδεδομένο στην Ελλάδα. Στη Νάξο, π.χ., οι νεαροί δένουν ένα σχοινί στο κλαδί ενός δέντρου, που είναι μεγάλο και δροσερό σαν νύμφη. Εκεί τα αγόρια δίνουν τον παλμό και τα κορίτσια αιωρούνται ως τα ψηλότερα φύλλα. Παραδοσιακά ερωτικά τραγούδια τονίζουν την έννοια του εθίμου. Ανάλογο έθιμο λάμβανε χώρα, ως γνωστόν, τη δεύτερη μέρα της αθηναϊκής διονυσιακής γιορτής των Ανθεστηρίων, τις Χόες. Το κρητο-μυκηναϊκό ειδώλιο ενδέχεται να απεικονίζει ανάλογη τελετή – μια κίνηση-προσευχή προς τις αόρατες δυνάμεις της ζωής.
Νεκρική προσωπίδα από ήλεκτρο, η αρχαιότερη από τις νεκρικές προσωπίδες των Μυκηνών. Μέσα 16ου αι. π.Χ. Η τέχνη της εποχής των λακκοειδών τάφων στις Μυκήνες αποτελεί προφανώς μία από τις πιο σημαντικές εκφάνσεις ολόκληρου του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Περιέχει ένα αρκετά ποικιλόμορφο θεματολόγιο που ορίζεται από α) απλουστευμένες καλλιτεχνικές φόρμες κατώτερης ποιότητας όπως για παράδειγμα η τεχνική των παραστάσεων στις ταφικές στήλες του Ταφικού Κύκλου Α, και β) εκλεκτική, παραστατική τέχνη και πολυτελείς διακοσμητικούς τύπους με τη χρήση χρυσού και πολύτιμων υλικών όπως οι μεταλλικές νεκρικές προσωπίδες των Ταφικών Κύκλων Α και Β. Με βάση αυτά τα δεδομένα δεν είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός αυθεντικών παραστάσεων ανθρωπίνων μορφών κατά τον 16ο αιώνα π.Χ. Πιθανώς η πρώιμη μυκηναϊκή τέχνη συγκεντρωνόταν περισσότερο στην παραγωγή διακοσμητικών αντικειμένων ειδικά προορισμένων για επίδειξη, και όχι στη λειτουργική παραστατική τέχνη η οποία παρουσιάστηκε αργότερα στην αρχαιότητα. Ως στοιχεία για την απεικόνιση ανθρωπίνων μορφών και βασικές πηγές για την αναγνώριση στοιχειώδους παραστατικής τέχνης κατά την Υστεροελλαδική Ι (ΥΕ Ι) περίοδο εξετάζονται στο κείμενο οι ταφικές στήλες, οι νεκρικές προσωπίδες από τους Ταφικούς Κύκλους Α και Β, και κάποιες μικρογραφικές παραστάσεις στη μικρογλυπτική και σε άλλα εικονογραφικά μέσα.
Προθήκη με αντικείμενα ενδεικτικά της οικοσκευής ενός νεολιθικού σπιτιού. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το παρόν άρθρο εξετάζει τα ερωτήματα εάν και κατά πόσον στις εκθέσεις Νεολιθικών Συλλογών στην Ελλάδα διαθλώνται επιστημολογικές τάσεις της Αρχαιολογίας αφενός και υιοθετούνται σύγχρονες τάσεις της Μουσειολογίας αφετέρου, προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε την θεωρία που υπάρχει πίσω από την πράξη. Εξετάζοντας τις νεολιθικές συλλογές των μελετών περιπτώσεων, καταλήξαμε ότι αυτές διακρίνονται από τα εξής κοινά χαρακτηριστικά: ένταξη των αντικειμένων σε συμφραζόμενα, συμπληρώσεις αυθεντικών αντικειμένων, συχνή χρήση αναπαραστάσεων και ανακατασκευών, χρήση λαογραφικών παραλλήλων. Καθώς έχει τονιστεί η ανάγκη για ειλικρίνεια από πλευράς των επιμελητών, και η σύγχρονη αντίληψη για την ιστορία θέτει το ζήτημα της σχετικότητας κάθε ιστορικής ερμηνείας, φαίνεται ότι οι επιμελητές των εκθέσεων υιοθετούν τη διδακτική προσέγγιση, η οποία προϋποθέτει ότι η αλήθεια είναι αντικειμενική και υπάρχει ανεξάρτητα από το δέκτη. Αυτό σημαίνει ότι οι επιμελητές δεν έχουν αντιληφθεί -ή τουλάχιστον δεν το εκφράζουν στις εκθέσεις- ότι μπορούν να επενδύσουν με την ερμηνεία τους τα δεδομένα , και όχι να ανακατασκευάσουν το παρελθόν. Στις Νεολιθικές Συλλογές δεν αντικατοπτρίζεται ο Νεολιθικός Πολιτισμός, αλλά το ιστορικό πλαίσιο που εκκόλαψε τις αντιλήψεις των επιμελητών που δημιούργησαν τις εκθέσεις, όπου αντικείμενα-αυθεντικά και ανακατασκευές- και εποπτικά μέσα, με τη μορφή κειμένων και εποπτικού υλικού «συνομιλούν» μεταξύ τους, δημιουργώντας συστήματα αναπαράστασης. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι νέες θεωρίες στην αρχαιολογία ή πειραματισμοί απουσιάζουν εντελώς.
Όψη της βίλας Ρετόντα, όπως είναι σήμερα. Τo έτος 1900 η Κρήτη είναι αυτόνομη. Η κρητική επανάσταση είναι σε εξέλιξη και η Κρήτη μοιάζει με ηφαίστειο. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής - Αγγλία, Ιταλία, Γαλλία, Ρωσία, και λιγότερο η Αυστρία και η Γερμανία, έχουν μοιραστεί το νησί και προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά που αυτοί άναψαν μεταξύ των μουσουλμάνων και των χριστιανών κατοίκων του νησιού. Με αυτόν τον τρόπο κάνουν απαραίτητη τη στρατιωτική παρουσία τους στην περιοχή λόγω της διώρυγας του Σουέζ. Αυτήν την εποχή φτάνει στο νησί ένας μεγάλος αρχαιολόγος και αρχιτέκτονας, ο Ιταλός Giuseppe Gerola. Εν μέσω πολλών κινδύνων και περιπετειών, διασχίζει το νησί από άκρη σε άκρη και καταγράφει, φωτογραφίζει και μελετά ό,τι βενετσιάνικο έχει αφήσει όρθιο ο χρόνος και οι Τούρκοι. Στην αξιοθαύμαστη κληρονομιά του βιβλίου του βρίσκονται τρία κτίρια ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, ένα στο χωριό Δραπανιάς, το άλλο στο χωριό Ροδωπού και το τρίτο και αξιολογότερο στο χωριό Καλάθενες του νομού Χανίων. Το τελευταίο μνημείο είναι γνωστό ως βίλα Ρετόντα. Όπως διαπίστωσε ο Giuseppe Gerola και οι μετέπειτα ερευνητές, οι ιδιοκτήτες του δεν πρόλαβαν να το ολοκληρώσουν λόγω της τουρκικής εισβολής που έγινε στις 15 Ιουνίου του 1645 στο Κολυμπάρι Χανίων. Τη βίλα στο χωριό Δραπανιάς την ονόμασε βίλα Τρεβιζάν, από το όνομα της οικογένειας στην οποία ανήκε. Όσο για τη βίλα στο χωριό Ροδωπού, δεν κατέγραψε τους πιθανούς ιδιοκτήτες της εξαιτίας της καταστροφής του θυρεού. Εβδομήντα χρόνια αργότερα η κυρία Φατούρου- Ησυχάκη συνεχίζει την έρευνα για τη βίλα Ρετόντα. Διαπιστώνει και εκείνη ότι το κτίριο είναι ημιτελές και ότι ο άνω όροφος που είχε προβλεφθεί δεν κατασκευάστηκε. Το αρχιτεκτονικό σχέδιο είναι πανομοιότυπο με σχέδιο του αρχιτέκτονα Palladio για τη βίλα Ροτόντα στην Vicenza της Ιταλίας. Ανακαλύπτει ακόμη ότι τα σχέδια τα έφερε στα Χανιά ο Onorio Belli, οικογενειακός φίλος του Palladio, ο οποίος ήταν γιατρός, βοτανολόγος, αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος, και εργάστηκε στο Ηράκλειο και στα Χανιά σαν γιατρός. Αναφέρει επίσης ότι από τα ίδια σχέδια του Palladio είχε εμπνευστεί κι ο αρχιτέκτονας και πρόεδρος των ΗΠΑ Τζέφερσον για το σχέδιο του Λευκού Οίκου. Διασταυρώνοντας ιστορικές πηγές και μετέπειτα εργασίες προκύπτουν υπόνοιες ότι το κτίριο που βρίσκεται στο Δραπανιά και είναι γνωστό ως βίλα Τρεβιζάν δεν ανήκε στην οικογένεια των Τρεβιζάν. Καταγραφές της εποχής αποκαλύπτουν ότι η οικογένεια αυτή δεν είχε ούτε κρητικό αλλά ούτε βενετσιάνικο τίτλο ευγενείας. Το κτίριο αυτό πιθανόν ανήκε στην οικογένεια Polani ή ίσως στην οικογένεια των Γαβαλάδων. Η βίλα στο χωριό Ροδωπού ανήκε στην οικογένεια των Polani, εκείνη στο χωριό Καλάθενες πιθανόν στην οικογένεια των Τζαγκαρόλων αντί για την οικογένεια των Καλλέργηδων. Και τα τρία αυτά σπίτια είναι σήμερα σε άθλια κατάσταση. Με εξαίρεση το κτίσμα του Ροδωπού στο οποίο έγινε μια υποτυπώδης συντήρηση για να μην καταρρεύσει, η βίλα στο χωριό Δραπανιάς υπέστη σοβαρές ζημιές με τον σεισμό των Αντικυθήρων. Και η βίλα στο χωριό Καλάθενες είναι σήμερα στάβλος και τρώγλη. Είναι κατάντια του πολιτισμού μας ένα σπίτι κτισμένο με σχέδιο του Palladio να βρίσκεται σε αυτή την τραγική κατάσταση. Είναι καιρός να δοθούν μερικά ευρωπαϊκά κονδύλια για την αναστήλωση τέτοιων μνημείων ώστε να μαθαίνουν οι νέοι μας την ιστορία τους αλλά και για να βοηθηθούν οικονομικά οι κάτοικοι ορεινών και απρόσιτων περιοχών.
Κεντρικό τμήμα του επιτραχηλίου Α, όπου αναπαρίστανται οι ιεράρχες άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και άγιος Γρηγόριος ο Μέγας. Στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται τα επιτραχήλια τα οποία κατά την παράδοση ανήκαν στον άγιο Διονύσιο, πολιούχο της νήσου Ζακύνθου. Τα αντικείμενα εκτίθενται στο Ναό του Αγ. Νικολάου του Μώλου εντός της πόλεως. Πρόκειται για πρώτη εικονολογική προσέγγιση και καταγραφή τόσο της κατάστασης διατήρησής τους όσο και των προβλημάτων που παρουσιάζουν ή προκύπτουν και σχετίζονται με τη λήψη μέτρων προληπτικής συντήρησης, ειδικά όταν τα ιερατικά υφάσματα συνδυάζονται με άλλα εκκλησιαστικά κειμήλια. Τα συγκεκριμένα λειτουργικά ενδύματα είναι άγνωστα στην ευρεία επιστημονική κοινότητα, όπως και στους πιστούς που τα ευλαβούνται ως ιερά κειμήλια.
Κεφάλι και ρουθούνια της δυτικής πλευράς. Στην περιοχή του χωριού Κίρκη (Ν. Έβρου), εντοπίσθηκε βραχώδες έξαρμα, στο οποίο χαράχθηκαν με αιχμηρό αντικείμενο δυο αμυγδαλόσχημα μάτια και στο κάτω μέρος του βράχου δυο κοιλότητες πολύ κοντά η μία με την άλλη. Η απόδοση των λαξευμένων χαρακτηριστικών, καθώς και η επιλογή του βαθμιδωτού βράχου, όσον αφορά το σχήμα του, μας οδηγούν στην άποψη πως πρόκειται για απεικόνιση κεφαλής βοδιού, ταύρου, ή δαμάλας. Σε απόσταση τριάντα μέτρων νοτιοανατολικά του βράχου, ένα μικρότερο βραχώδες έξαρμα λαξεύτηκε σε σχήμα φαλλού σε στύση. Η ζωομορφική θεότητα που αποδίδεται με τα αγελαδίσια χαρακτηριστικά στο βράχο, σε συνδυασμό με τη γονιμική κα ανανεωτική δύναμη ενός θεού, που δηλώνεται με τον λίθινο φαλλό, μαρτυρούν γονιμοποιές τοτεμικές τελετουργίες στο χώρο της αιγιακής Θράκης, όπως επιβεβαιώνεται και από το μεγαλιθικό μανιτάρι (menhir), που εντοπίσθηκε στην εν λόγω περιοχή δίπλα σε πηγή νερού. Στην ίδια περιοχή εντοπίσθηκε υπαίθριο θρακικό ιερό περιστοιχισμένο από πλέον των είκοσι τάφων λαξευμένων στο βράχο. Η κεραμική που εντοπίσθηκε στην περιοχή, χρονολογείται την εποχή του σιδήρου.
Οδοντόφρακτο κράνος από την Ελάτεια, 13ος αι. π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Λαμίας. Η ανακύκλωση είναι ένας όρος που μπήκε στη ζωή μας τις τελευταίες δεκαετίες με αφορμή τα περιβαλλοντικά προβλήματα, που δημιούργησε στον πλανήτη o άνθρωπος με την κακή και άσκοπη κάποτε χρήση των φυσικών πόρων. Η ανακύκλωση όμως, ως λειτουργία, είναι μία πανάρχαια υπόθεση που ξεκινά μαζί με τη ζωή στον πλανήτη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αέναη λίπανση της χλωρίδας από νεκρούς οργανισμούς, περιττώματα, σεσηπότα οργανικά υλικά. Ακόμα και ο μαύρος χρυσός, τόσο σημαντικός στη σύγχρονη οικονομία, είναι προϊόν ανακύκλωσης.
Ελεύθερη ανασύσταση ταφικού περιβόλου από τα παράλια της Ηπείρου (Αίθουσα 5). Παρουσίαση της επανέκθεσης των συλλογών του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων, με αναφορά στην ιστορία της ίδρυσης του μουσείου, στο σκεπτικό του εγχειρήματος της επανέκθεσης, και, στη συνέχεια, περιήγηση σε όλες τις αίθουσες της νέας έκθεσης. Πληροφορίες Διεύθυνση: Πλατεία 25ης Μαρτίου 6, 452 21 Ιωάννινα Τηλ.: 26510 01050 / Fax: 26510 01052 Δικτυακός τόπος: www.amio.gr Ωράριο λειτουργίας μουσείου Δευτέρα: 13:30-20:00 Τρίτη-Κυριακή: 08:00-20:00
Κ. Βολανάκης, "Το Λιμάνι του Βόλου". Λάδι σε μουσαμά, 69,8x152,3 εκ. Ιδιωτική Συλλογή, Αθήνα. Σε αυτό το τεύχος το περιοδικό Αρχαιολογία παρουσιάζει τον Βόλο και τους χώρους αρχαιολογικού ενδιαφέροντος γύρω από αυτόν.
Το εξώφυλλο του βιβλίου. Βιβλιοπαρουσίαση των τόμων Ancient Greek Colonies in the Black Sea, επιμ. D.V. Grammenos / E.K. Petropoulos, Thessaloniki 2003 και Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2, επιμ. D.V. Grammenos / E.K. Petropoulos, Oxford 2007.
Στη στήλη «Από το Journal of Mediterranean Archaeology» παρουσιάζεται το άρθρο της Δ. Μαργωμένου «Food Storage in Prehistoric Northern Greece: Interrogating complexity at the margins of the Mycenean World», 21/2 (2008). Στη στήλη «Από το Journal of Mediterranean Archaeology» παρουσιάζεται το άρθρο της Δ. Μαργωμένου «Food Storage in Prehistoric Northern Greece: Interrogating complexity at the margins of the Mycenean World», 21/2 (2008).
Η ιστοσελίδα του Institut français d’archéologie orientale για τις γαλλικές αρχαιολογικές έρευνες στην Αίγυπτο. Ανασκαφές και έρευνες επιφανείας έχουν εδώ και καιρό την ιστοσελίδα τους, επιστρατεύοντας, ανάλογα με τους στόχους και τα διαθέσιμα μέσα, κάθε είδους τεχνολογία. Η στήλη συγκέντρωσε 200 περίπου ιστότοπους που παρουσιάζουν αρχαιολογικές έρευνες πεδίου (ανασκαφές, έρευνες επιφανείας κ.ά.), κυρίως σε αρχαιολογικές θέσεις της Μεσογείου, που διεξάγονται από επιστημονικούς φορείς και ερευνητικές ομάδες. Στο τρέχον τεύχος παρουσιάζεται μια βασική, γενική επισκόπηση των ιστοσελίδων αυτών και στο επόμενο τεύχος θα ακολουθήσουν συνοπτική ανάλυση και γενική αξιολόγηση (σκοποί, κατηγορίες κοινού στις οποίες απευθύνονται, περιεχόμενο και αξιολόγηση σε σχέση με έντυπες δημοσιεύσεις για τις ανασκαφές, μέσα και τεχνολογίες των ιστοσελίδων κ.ά.).
Το σπίτι του Μακρυγιάννη στο Άργος όπως ήταν το 1984. Ο Βασίλης Δωροβίνης κρούει και πάλι τον κώδωνα κινδύνου για το σπίτι του Μακρυγιάννη στο Άργος.
Το άγαλμα που ανασύρθηκε από τα ανοιχτά της Καλύμνου. Ειδήσεις: Αρχαίος οικισμός στα Τέμπη, Νέα ευρήματα στη Δήλο, Σημαντικά ευρήματα στα Μακρά Τείχη, Ρωμαϊκή έπαυλη στην Ποτίδαια, Παλαιοντολογικά ευρήματα στο Σέσκλο, Μυκηναϊκό ανάκτορο στη Θήβα, Χάλκινο άγαλμα ανασύρθηκε από τα ανοιχτά της Καλύμνου, Παυλοπέτρι: αγώνας δρόμου για τη διάσωση της βυθισμένης πόλης, Αναβιώνει το αρχαίο θέατρο του Δίου, Αρχίζει η έρευνα για τον Ιππόδρομο της Ολυμπίας, Εγκαινιάστηκε το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Καλύμνου, Εγκαίνια για το Μουσείο της Χαιρώνειας. Εκθέσεις: Έκθεση παλαιτύπων στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, Προκολομβιανή τέχνη στο Μουσείο Μπενάκη, Το Άγιον Όρος στο Παρίσι. Συνέδρια: Συμπόσιο για την Ιστορία και τον Πολιτισμό της Πρέβεζας, Ξένος-Μέτοικος. Αρχαιότητα και αρχαίο δράμα, ΙΑ΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο. Βιβλία: M. Castineiras & John Camps, Romanesque Art in the MNAC Collections / Δ. Κραβαρτόγιαννος, Αρχαία νομίσματα, ιστορικά τεκμήρια / Γ.Χ. Χουρμουζιάδης, Δισπηλιό. Σημειώσεις για τον επισκέπτη / Τ. Χέριν, Τι είναι το Βυζάντιο;
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Παλαιοκλιματικές έρευνες σε σπήλαια της Πελοποννήσου -Νέο αρχαιομετρικό περιοδικό -Νέοι επιστήμονες στο χώρο της Αρχαιομετρίας -Ημερίδα Πολιτισμικής Τεχνολογίας στην Ξάνθη -Ελληνική Αρχαιομετρική Εταιρεία (ΕΑΕ): Νέες δραστηριότητες -Νέες εκδόσεις: Σ.-Μ. Βαλαμώτη, Η αρχαιοβοτανική έρευνα της διατροφής στην προϊστορική Ελλάδα
Πρόταση αποκατάστασης νησίδας της Ολύνθου με δέκα «τυποποιημένες κατοικίες» (Haus und Stadt im klassischen Griechenland). Το 1973, με απόφαση της Κεντρικής Διεύθυνσης του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου, ιδρύθηκε ένα Τμήμα Αρχιτεκτονικής (Architekturreferat), προκειμένου να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη σχετική έρευνα μέσα στους κόλπους του Ινστιτούτου. Ως διευθυντής του νέου τμήματος επιλέχθηκε ο φιλέλληνας Wolfram Hoepfner, πράγμα που προϊδέαζε για την έρευνα στην κατεύθυνση της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Οι δυο μας, σε συνεργασία με άλλους συναδέλφους, σχεδιάσαμε ένα ερευνητικό πρόγραμμα για τους μελετητές της αρχιτεκτονικής, αρχιτέκτονες-αρχαιολόγους, το οποίο δεν επικεντρωνόταν στα σημαντικότερα ιερά, τα ταφικά μνημεία ή τα δημόσια κτήρια, αλλά αντίθετα στην ανώνυμη αρχιτεκτονική των απλών κτισμάτων, την «ιδιωτική αρχιτεκτονική». Η καλή συνεργασία ανάμεσα στην ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, τα ελληνικά πανεπιστήμια και τους ερευνητές από πολλές χώρες για τους κοινούς αυτούς στόχους οδήγησε το 1986 στο πρώτο βιβλίο με τίτλο Haus und Stadt im klassischen Griechenland, που έδωσε νέα έμπνευση και ώθηση στην έρευνα της αρχαίας κατοικίας, επειδή οι ανασκαφείς εκτεταμένων οικιστικών τομέων αρχαίων πόλεων, όπως στην Πέργαμο, τη Δήλο, τον Πειραιά κ.α., αποδέχθηκαν την πρόκληση να αντιπαραθέσουν τα ευρήματα και τις απόψεις τους στις δικές μας σκέψεις και υποθέσεις. Τώρα, 25 χρόνια μετά, το περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες παρουσιάζει ένα αφιέρωμα στην αρχαία ελληνική κατοικία, ώστε αυτά τα θέματα να γίνουν γνωστά σε ένα ευρύτερο κοινό.
Ερέτρια. Αναπαράσταση των κτηρίων στην περιοχή του ιερού του Απόλλωνος Δαφνηφόρου κατά το α΄ μισό του 8ου αι. π.Χ. Στο άρθρο αυτό εξετάζεται η εξέλιξη των αρχιτεκτονικών μορφών των οικιών στον ελλαδικό χώρο κατά την πρωτογεωμετρική (11ος αι. π.Χ.-900 π.Χ.) και τη γεωμετρική περίοδο (900-700 π.Χ.), σε συνάρτηση με τις κοινωνικές αλλαγές που παρατηρούνται το διάστημα αυτό έως και τη γένεση της πόλης-κράτους. Κατά τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους επικρατεί ο απλός ενιαίος επιμήκης τύπος οικίας με τα δωμάτια σε διάταξη το ένα πίσω από το άλλο, ενώ οι διαφορές μεταξύ των οικιών της ελίτ και του υπόλοιπου πληθυσμού ενός οικισμού είναι αρκετά εμφανείς. Κατά τη διάρκεια του 9ου και 8ου αιώνα π.Χ. οι διαφορές αυτές υποχωρούν και σε αρκετές περιοχές οι οικιστικές μονάδες γίνονται πιο σύνθετες, περιλαμβάνοντας τώρα περισσότερα κτήρια που περικλείονται από περίβολο, τα οποία απαρτίζουν έναν σύνθετο και αυτόνομο «οίκο». Στα πρώιμα στάδια της αστικοποίησης και της γένεσης της πόλης-κράτους, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των οικιών σταδιακά μεταβάλλεται και γίνεται πιο σύνθετος, με περισσότερους χώρους οργανωμένους γύρω από μια κεντρική αυλή ή έναν κοινό διάδρομο, επιτρέποντας τη διαφοροποίηση της χρήσης των χώρων και των δραστηριοτήτων της οικογένειας.
Θραύσμα μελανόμορφου αττικού αγγείου από την Αμβρακία. Η Αμβρακία (σύγχρονη Άρτα) ιδρύθηκε ως αποικία της Κορίνθου στο νότιο άκρο της Ηπείρου, κατά το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα π.Χ. Ο σχεδιασμός της πόλης πραγματοποιήθηκε κατά τα πρότυπα οργάνωσης των αποικιών, όπου η διαίρεση της γης σε ισομεγέθεις κλήρους-οικόπεδα υπέβαλε ένα οργανωμένο πολεοδομικό σύστημα παράλληλων δρόμων και ορθογώνιων οικοδομικών νησίδων. Κατ’ αναλογία, τα σπίτια της αρχαϊκής περιόδου εμφανίζουν τυποποιημένη κάτοψη και εντάσσονται σε δύο διαφορετικούς τύπους, γνωστούς και από άλλες οργανωμένες αποικίες του κυρίως ελλαδικού χώρου και της Μεγάλης Ελλάδας. Ο τύπος με παρατακτική σειρά δύο ή τριών δωματίων βόρεια μιας μεγάλης αυλής, αποτελεί και τον πιο κοινό τύπο αρχαϊκού σπιτιού στη μητροπολιτική και Μεγάλη Ελλάδα. Ο δεύτερος, περισσότερο ανεπτυγμένος τύπος σπιτιού που απαντά στην Αμβρακία, χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη παστάδας μεταξύ της αυλής και των δωματίων. Εκτός από τυπική κάτοψη τα αρχαϊκά σπίτια εμφανίζουν επίσης επιμελημένη κατασκευή. Η αρχιτεκτονική διάρθρωση και η οικοσκευή τους βοήθησε στην ταύτιση των κύριων δωματίων με τον οίκο και τον ανδρώνα. Η ευρύχωρη παστάδα εξυπηρετούσε ανάγκες αποθήκευσης, ενώ ο ίδιος χώρος στέγαζε τους αργαλειούς του σπιτιού και λειτουργούσε ως ιστεώνας. Τα ευρήματα βεβαιώνουν τις στενές σχέσεις της Αμβρακίας με τη μητρόπολή της Κόρινθο αλλά και την ανάπτυξη εμπορικών επαφών με την Αθήνα και άλλες περιοχές κατά τον 6ο αιώνα π.Χ.
Πρόταση αναπαράστασης μιας ελληνιστικής κατοικίας της Λευκάδας. Τον 8ο και τον 7ο αιώνα π.Χ. η Κόρινθος ίδρυσε ένα πυκνό δίκτυο εμπορικών σταθμών και αποικιών στις παράκτιες περιοχές του Iονίου πελάγους και της Αδριατικής θάλασσας, εδραιώνοντας έτσι την κυρίαρχη θέση της στη Δύση. Πρώτη δημιουργήθηκε η αποικία της Κέρκυρας, το 734 π.Χ. και, περίπου έναν αιώνα αργότερα ακολούθησε η ίδρυση της Λευκάδας, του Ανακτόριου, της Αμβρακίας, καθώς και των πόλεων Απολλωνία και Επίδαμνος/Δυρράχιον. Η αποικία Λευκάς ιδρύθηκε ακριβώς στο στενότερο σημείο του μόλις 600 μ. πλάτους θαλάσσιου περάσματος που τη χωρίζει από την ηπειρωτική χώρα της Αιτωλοακαρνανίας, έτσι ώστε να ελέγχεται η θαλάσσια εμπορική κίνηση που διερχόταν από τον πορθμό. Χτισμένη στους πρόποδες μιας λοφοσειράς και την πεδιάδα που κατέληγε στην ακτή του πορθμού, η πόλη χωριζόταν σε μια ορεινή άνω πόλη, η οποία είχε δύο ακροπόλεις και ένα μεγάλο θέατρο, και μία κάτω πόλη στα πεδινά, όπου συγκεντρωνόταν ο κύριος όγκος των κατοικιών. Κατά τις ανασκαφές που διενεργήθηκαν στη Λευκάδα, τη δεκαετία του 1990, αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια μιας οικίας από τα πρώιμα χρόνια της αποικίας, το α´ μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Καθώς στο συγκεκριμένο οικόπεδο κτίστηκαν και μετασκευάστηκαν διάφορα κτίρια στο πέρασμα των αιώνων, τα αρχαιότερα ίχνη δυστυχώς δεν διατηρήθηκαν ικανοποιητικά. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένα χαρακτηριστικά της οικίας δίνουν αρκετές πληροφορίες για τις οικιστικές και καθημερινές συνήθειες αλλά και εν γένει τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής.
Αλιείς: λευκό και ερυθρό κονίαμα σε τοίχο οικίας στην κάτω πόλη. Το άρθρο αυτό προσφέρει μια εικόνα της οικιστικής αρχιτεκτονικής στους Αλιείς της ύστερης κλασικής περιόδου. Τα σπίτια αυτά του 4ου αιώνα π.Χ. συγκαταλέγονται μεταξύ των καλύτερα σωζόμενων κατοικιών της περιόδου στον ελλαδικό κόσμο και αποτελούν σημαντικά παραδείγματα αρχαιοελληνικής ιδιωτικής αρχιτεκτονικής. Λαμβάνοντας υπόψη τη μορφή και τη χρήση τους, τα σπίτια στους Αλιείς παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τις κατοικίες της ίδιας περιόδου σε άλλες πόλεις, κυρίως με εκείνες της Ολύνθου, και προαναγγέλλουν εξελίξεις της ελληνιστικής οικιστικής αρχιτεκτονικής όπως αυτές που μαρτυρούνται στην Ερέτρια και στη Δήλο. Αυτές οι ομοιότητες τεκμηριώνουν την ύπαρξη μιας καθιερωμένης κοινήςιδιωτικής αρχιτεκτονικής που ίσχυε σε όλο τον αρχαιοελληνικό κόσμο, παράλληλα με ένα τυποποιημένο αλλά ευέλικτο λεξιλόγιο για κοσμικά και ιερά οικοδομήματα. Η παρουσία μεμονωμένων κατοικιών με αυλή και μία μοναδική είσοδο, με πρόθυρα σε εσοχή, μεσημβρινού προσανατολισμού στοές, ανδρώνες ανεξάρτητους από τον πυρήνα του οίκου, που περιλάμβανε τα συγκροτήματα κουζίνας-λουτρού, καθώς και ένα ολόκληρο φάσμα κοινών αρχιτεκτονικών στοιχείων, διάταξης και παραταξιακών στοιχείων, στηρίζουν τη συμμετοχή των Αλιέων σε ένα ευρύτερο φαινόμενο «ελληνικότητας», χαρακτηριστικό της εποχής. Στα σπίτια της πόλης των Αλιέων, όπως και αλλού, βλέπουμε το ιδιωτικό να αλληλεπιδρά με το δημόσιο, τον ανδρικό κόσμο να ενσωματώνεται στη γυναικεία σφαίρα, και την οικιακή μικρο-οικονομία να διαμορφώνει έναν αδιάρρηκτο δεσμό με την πολιτική μακρο-οικονομία.
Καλλίθηρο Καρδίτσας: ερείπια που πιθανόν να ανήκουν σε δημόσιο λουτρό (οικόπεδο Αθανασίου Φυτσιλή, Ο.Τ. 65). Δεν είναι ιδιαίτερα σύνηθες να μελετάται η οργάνωση ενός μικρού περιφερειακού αρχαίου οικισμού, του οποίου δεν γνωρίζουμε ούτε το όνομά του, δηλαδή την ταυτότητά του. Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο αρχαίος οικισμός στο Καλλίθηρο της Καρδίτσας. Ένα μέρος του αρχαίου οικισμού έτυχε να βρίσκεται μέσα στα όρια του σύγχρονου χωριού και έτσι εξαιτίας της κατασκευής νέων κατοικιών πραγματοποιήθηκε πλήθος ανασκαφών από τις οποίες ήρθαν στο φως πολλά στοιχεία σχετικά με την οργάνωση του αρχαίου οικισμού. Ο οικισμός ιδρύθηκε την τελευταία εικοσαετία του 4ου αι. π.Χ. και καταστράφηκε από μια μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε τον βόρειο και ανατολικό τομέα του οικισμού κατά τη δεκαετία του 220 π.Χ. Αργότερα παρατηρούνται περιορισμένες κατασκευές νέων κτιρίων ή επισκευές των παλαιότερων. Τα τείχη περικλείουν μια μικρή έκταση που περιλαμβάνει πεδινές εκτάσεις στο βόρειο και ανατολικό τμήμα του οικισμού, ενώ προς τις άλλες κατευθύνσεις τα τείχη περιλαμβάνουν τον χαμηλό ασβεστολιθικό λόφο του Αγ. Αθανασίου. Εσωτερικά των τειχών αποκαλύφθηκαν αρκετά τμήματα δρόμων από τους οποίους διακρίνεται ένας κεντρικός, η «πλατεία οδός», που διασχίζει διαγώνια τον βόρειο τομέα του οικισμού. Από τις κατευθύνσεις των τμημάτων των δρόμων που αποκαλύφθηκαν φαίνεται ότι οι οικοδομικές νησίδες δεν είχαν κανονικό σχήμα. Στους δρόμους δεν υπήρχε υπόγειο αποχετευτικό σύστημα και τα νερά της βροχής έβγαιναν εκτός του οικισμού με αποχετευτικούς αγωγούς που διέσχιζαν εγκάρσια το τείχος. Αποκαλύφθηκαν μόνο τμήματα κατοικιών στα οποία μπορούμε να διακρίνουμε εσωτερικές αυλές με ξύλινη στοά τουλάχιστον από τη μια της πλευρά, λουτρά με πήλινες μπανιέρες (ασαμύνθους), οικιακά ιερά με ειδώλια και θυμιατήρια, ενώ σε δωμάτια γενικής χρήσης βρέθηκαν πήλινες σφραγίδες με θρησκευτικές παραστάσεις που χρησιμοποιούνταν για τη σφράγιση των πωπάνων (ψωμιά για θρησκευτική χρήση). Ακόμη βρέθηκαν αποθηκευτικοί χώροι (πιθεώνες) γεμάτοι πιθάρια για τη διατήρηση υγρών και στερεών τροφών. Προς το παρόν δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την ύπαρξη πρώτου ορόφου στις κατοικίες του οικισμού. Οι κατοικίες είχαν λίθινες κρηπίδες και τα ψηλότερα τμήματα των τοίχων τους ήταν κτισμένα με ωμά πλιθιά. Οι σκεπές των σπιτιών καλύπτονταν με πήλινα κεραμίδια λακωνικού τύπου και πολλές από αυτές έφεραν σφραγίσματα με τα ονόματα των κατασκευαστών τους. Πάνω στις σκεπές υπήρχαν ανοίγματα με οπαίες κεράμους από τις οποίες έβγαινε ο καπνός της εστίας. Στο δυτικό τμήμα του οικισμού βρέθηκαν και κλίβανοι κεραμικών εργαστηρίων.
Το Altes Museum φιλοξενεί τη Συλλογή Χαλκών της Συλλογής Αρχαιοτήτων του Βερολίνου των Κρατικών Μουσείων Βερολίνου. Το άρθρο παρουσιάζει το πρόγραμμα επιστημονικής και εικονογραφικής τεκμηρίωσης του αρχικού πυρήνα της Συλλογής Χαλκών της Συλλογής Αρχαιοτήτων του Βερολίνου, όπως ήταν έως το 1871, με βάση τον πρότυπο κατάλογο του Carl Friederichs, Geräthe und Broncen im Alten Museum (1871). Το πρόγραμμα αυτό πραγματοποιήθηκε στη Συλλογή Αρχαιοτήτων Βερολίνου από το 2004 έως το 2007. Κατά τη διαδικασία της απογραφής, της τεκμηρίωσης και της ψηφιακής φωτογράφισης της συλλογής ταυτίστηκαν και ήρθαν στο φως αντικείμενα που θεωρούνταν μέχρι πρότινος χαμένα, καταμετρήθηκαν όσα καταστράφηκαν στη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου ή είχαν κλαπεί από τον σοβιετικό στρατό χωρίς να επιστραφούν στη συνέχεια. Η βάση δεδομένων με τις εικόνες των αντικειμένων δημοσιεύεται στο διαδίκτυο, μαζί με το πλήρες κείμενο του καταλόγου Carl Friederichs (Bilddatenbank Friederichs,www.smb.museum/friederichs). Στην επόμενη φάση του προγράμματος θα τεκμηριωθούν τα χάλκινα έργα που αποκτήθηκαν από το 1871 έως το 1945.
Παλιά φωτογραφία της οδού Σκουφά στην Άρτα. Αρχείο Β. Γκανιάτσα. Η πόλη δημιουργεί, αλλά και καταργεί την ιστορική μνήμη. Την αρχαία Αμβρακία διαδέχεται η μεσοβυζαντινή πόλη, μετά δημιουργείται η πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου κι αυτή αργότερα μετατρέπεται σε οθωμανικό αστικό κέντρο. Το έτος 1082 η πόλη αναφέρεται για πρώτη φορά με το σημερινό της όνομα, Άρτα. Διαφορετικές πόλεις διαδέχονται η μια την άλλη στον ίδιο χώρο και σε άλλες εποχές. Η προγενέστερη υποδομή της πόλης επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τη συνέχεια της λειτουργίας της. Σημεία αναφοράς της Άρτας: οι βυζαντινοί ναοί της Παρηγορήτισσας, της Αγίας Θεοδώρας, του Αγίου Βασιλείου στη λαχαναγορά, το κάστρο –που κατέχει σημαντική θέση στη μεσαιωνική και τη νεότερη ιστορία της– το θρυλικό γεφύρι, το Φεϋζούλ τζαμί, το Ιμαρέτ και η οικία Ζορμπά.
Αυλή του 17ου αιώνα, με υποστήριγμα προερχόμενο από την γκρεμισμένη σκάλα του 15ου αιώνα σε σπίτι της Χώρας Ίου. Η μελέτη της κατοικίας του μέσου ανθρώπου έχει εμπλουτίσει τις γνώσεις μας για κοινωνίες του παρελθόντος. Πρόσφατο παράδειγμα η ανασκαφή του Σκάρκου (2700-2000 π.Χ.) στην Ίο των Κυκλάδων. Στον ίδιο τόπο οι κάτοικοι έζησαν επί 4.000 χρόνια σε οχυρωμένο οικισμό στην κορυφή του λόφου από όπου είναι ορατή η κίνηση στο λιμάνι: το Κάστρο της Χώρας Ίου. Εκεί ένα κτίριο μαρτυρεί ιστορία έξι αιώνων. Η αρχιτεκτονική των χώρων της πρόσοψης, με υλικά παρόμοια με εκείνα των μύλων, είναι καθρέφτης της ζωής των αγροτών, όπως οι οικογένειες που εποίκησαν την Ίο το 1579. Η σάλα και τα περί αυτήν έχουν έντονο χαρακτήρα μεσαιωνικού αρχοντικού, όπως αυτά που έχτιζαν γύρω στα 1460 οι Βενετοί του Δουκάτου της Νάξου. Το κατοικούσαν μάλλον ναυτικοί -ίσως πιλότοι- που ήταν, σύμφωνα με μαρτυρίες περιηγητών, από τους καλύτερους του Αιγαίου.
Το Καστέλο της Ροδοδάφνης γύρω στα 1950. Η Sophie de Marbois (1785-1854), η μετέπειτα Δούκισσα της Πλακεντίας, μετά το χωρισμό της από τον σύζυγό της Anne-Charles Lebrun ήρθε μαζί με την κόρη της, Caroline-Elisa (1804-1837) και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Αγόρασε μεγάλες εκτάσεις στην Αθήνα και στη γύρω περιοχή και έκτισε έξι κτίρια στην Αττική. Το Καστέλο της Ροδοδάφνης στην Πεντέλη (1840, δεν αποπερατώθηκε) είναι ένα από αυτά, κτίσθηκε σε γοτθικό ρυθμό και παρουσιάζει σημαντικό αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Στην ελληνική βιβλιογραφία αναφέρεται ο Σταμάτης Κλεάνθης ως αρχιτέκτων της Ροδοδάφνης, χωρίς όμως να υπάρχουν αποδείξεις γι’ αυτό. Πρόσφατα ανακαλύψαμε σε ένα άρθρο του γάλλου αρχιτέκτονα André Couchaud, ότι η Ροδοδάφνη άρχισε να κτίζεται το 1840 σύμφωνα με δικά του σχέδια. Ο André Louis Antoine Couchaud (1813-1849) ανήκει στους αρχιτέκτονες του κύκλου της Λυόν, έμεινε στην Ελλάδα κατά τα διαστήματα 1838-1840 και 1842-1845 και ασχολήθηκε κυρίως με την έρευνα βυζαντινών εκκλησιών. Σύμφωνα με τον Couchaud, μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα το 1840, τη συνέχιση της οικοδόμησης του Καστέλου της Ροδοδάφνης ανέλαβαν βαυαροί και μετά έλληνες αρχιτέκτονες. Ο Κλεάνθης ανέλαβε την οικοδόμηση των βοηθητικών κτιρίων του Καστέλου. Δεν είναι εξακριβωμένο εάν ο Κλεάνθης ασχολήθηκε και με την επίβλεψη των οικοδομικών εργασιών του κεντρικού κτιρίου ή ποιοι είναι οι βαυαροί και οι έλληνες αρχιτέκτονες οι οποίοι συνέχισαν την επίβλεψη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που βρέθηκαν μέχρι σήμερα, ο Couchaud είναι ο αρχιτέκτων του Καστέλου της Ροδοδάφνης, ο Κλεάνθης είναι πιθανότατα ο αρχιτέκτων της Maisonnette επίσης στην Πεντέλη, ενώ δεν υπάρχουν αποδείξεις για το ποιος είναι ο αρχιτέκτων (αρχιτέκτονες) των υπόλοιπων κτιρίων της Δούκισσας.
Αναπαράσταση της Εκάβης μετά την αιχμαλωσία της. Απουλική λουτροφόρος, 4ος αι. π.Χ. Μολονότι ορισμένοι ιστορικοί έχουν υποστηρίξει τη θέση ότι οι αρχαίες Ελληνίδες ήταν το ίδιο καταπιεσμένες με τους δούλους, η κριτική εξέταση των πηγών αφήνει τα πορίσματά τους έωλα. Οι γυναίκες ιδιοκτήτριες δούλων δεν φαίνεται να διέφεραν σημαντικά από τους άρρενες ομολόγους τους ως προς το βαθμό της εκμετάλλευσης των δούλων, τουλάχιστον ως την ελληνιστική εποχή, ίσως γιατί ως τότε οι περισσότερες γυναίκες είχαν περιορισμένα οικονομικά δικαιώματα, π.χ. καμία Αθηναία δεν συμμετείχε στην εκμετάλλευση των ορυχείων του Λαυρίου. Συνήθως, οι παλιοί παιδαγωγοί και οι τροφοί τύγχαναν στοργικής μεταχείρισης αλλά αυτό δεν ήταν αποκλειστικότητα των γυναικών. Οι γυναίκες επεδείκνυαν σκληρή συμπεριφορά σε ειδικές περιπτώσεις (αντιζηλία με παλλακίδες, θάνατος παιδιού λόγω απροσεξίας της τροφού) ή όταν ήταν άτομα σαδιστικής, ψυχοπαθολογικής, προσωπικότητας.
Μουσείο Louisiana. Ποιητική αντιπαράθεση των έργων του Giacometti και του S. Francis. Αφετηρία της μελέτης αποτελούν οι έκτυπες ομοιότητες που επιτρέπουν να αντιστοιχίσουμε δύο ευρωπαϊκά μουσεία τέχνης, το Μουσείο Kröller-Müller, στην Ολλανδία, και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Louisiana στη Δανία: ιδρύθηκαν από συλλέκτες με ιδιαίτερο πάθος, αλλά και συγκεκριμένη άποψη για την τέχνη, βρίσκονται μέσα σε ένα γοητευτικό φυσικό τοπίο και μακριά από κάποιο αστικό κέντρο, σχεδιάστηκαν ειδικά για να στεγάσουν τις συγκεκριμένες συλλογές και εξελίχθηκαν μέσα από επεκτάσεις, πάντα όμως σύμφωνα με την αντίληψη του συλλέκτη-ιδρυτή για το τι σημαίνει μουσείο. Και είναι αυτές ακριβώς οι ομοιότητες που συγκροτούν το υπόβαθρο για τον εντοπισμό των ουσιαστικών διαφορών τους, τόσο από τη σκοπιά του κτιριακού όσο και του εκθεσιακού σχεδιασμού τους, διαφορές που μας επιτρέπουν να προτείνουμε τη διάκριση μεταξύ δύο διαμετρικά αντίθετων τρόπων με τους οποίους η χωρική δομή του κτιρίου μπορεί να προσδώσει νόημα στην έκθεση της συλλογής και να συμβάλει στη μετάδοση θεωρητικής γνώσης στην περίπτωση του Κröller-Müller και αισθητικής, στην περίπτωση του Louisiana. Κι ακόμη, αυτή η μελέτη του αντιθετικού ζεύγους μουσείων μπορεί να συνεισφέρει περαιτέρω στον αρχιτεκτονικό και εκθεσιακό σχεδιασμό των μουσείων, παρέχοντας σε αρχιτέκτονες και επιμελητές εκθέσεων μια σε βάθος κατανόηση των αρχών και χαρακτηριστικών του χώρου και, κυρίως, επίγνωση των συστηματικών συνεπειών στρατηγικών αρχιτεκτονικών επιλογών και σχεδιαστικών αποφάσεων.
Μερική άποψη του εκθεσιακού χώρου του 4ου ορόφου με τη νέα μόνιμη έκθεση του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Ύστερα από είκοσι χρόνια λειτουργίας, το Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης αποφάσισε το 2007 να αναδιαρθρώσει τις μόνιμες συλλογές του, δηλαδή τις εκθέσεις των αρχαιοτήτων που βρίσκονταν όχι μόνο στο κύριο, σύγχρονο κτίριο (επί της οδού Νεοφύτου Δούκα 4) και μάλιστα στους τρεις ορόφους του (2ο, 3ο και 4ο), πάνω από την περίφημη συλλογή των Κυκλαδικών στον 1ο όροφο, αλλά και αυτές στο Μέγαρο Σταθάτου (επί των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Ηροδότου 1). Εδώ παρουσιάζεται η μόνιμη έκθεση του 4ου ορόφου του κεντρικού κτιρίου, με τίτλο «Σκηνές από την καθημερινή ζωή στην αρχαιότητα». Πληροφορίες: Διεύθυνση: Νεοφύτου Δούκα 4, 106 74 Αθήνα Τηλ.: 210 7228321-3 Fax: 210 7239382 Δικτυακός τόπος: www.cycladic.gr Ωράριο λειτουργίας μουσείου Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο: 10.00-17.00 Πέμπτη: 10.00-20.00 Κυριακή: 11.00-17.00
Το λιμανάκι του Ηραίου με τα αρχαία λείψανα στο βάθος. Σε αυτό το τεύχος το περιοδικό Αρχαιολογία παρουσιάζει μια περιήγηση της Περαχώρας Λουτρακίου με τη λίμνη της Βουλιαγμένη (Ηραίου), τον αρχαιολογικό χώρο του Ηραίου και τους ναούς της Ήρας Ακραίας και της Ήρας Λιμενίας.
Ο δρ Robert Steven Bianchi. Μια συνέντευξη με τον δρα Robert Steven Bianchi για τη σημειολογία των πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων στη μελέτη της ελληνιστικής Αιγύπτου και τα μεθοδολογικά προβλήματα στην αρχαιολογία ως επιστήμη.
Άποψη από την περιοδική έκθεση «Γυναικών Λατρείες: Τελετουργίες και Καθημερινότητα στην Κλασική Αθήνα» που φιλοξενείται στο ΕΑΜ. Ειδήσεις: Νέα ευρήματα στην Ελεύθερνα, Ταφικά ευρήματα στις Αιγές, Ψηφιδωτό αγγέλου ήρθε στο φως στην Αγία Σοφία, Αρχίζει η συντήρηση των λεόντων της Δήλου, Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Πάτρα, Εγκαινιάστηκε το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μεσσηνίας κ.ά. Συνέδρια: Bronze Age Aegean Warfare, Griechische Grabbezirke klassischer Zeit - Norme und Regionalismen, H 15η ετήσια επιστημονική συνάντηση της DEGUWA. Εκθέσεις: Ταξίδι στα νησιά. Νομισματικές μαρτυρίες, Η μαγεία του κεχριμπαριού, Η γυναίκα στην αρχαιότητα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης υποδέχεται τον Έρωτα κ.ά. Διαλέξεις: Διαλέξεις της Εταιρείας των Φίλων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Μουσειακές Σπουδές. Βιβλία: John M. Camp, Οι αρχαιότητες της Αθήνας και της Αττικής, Henri Stierlin, L’Orient Grec κ.ά.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Συνέδριο προς τιμήν του J.D. Muhly -Το αναπτυξιακό πρόγραμμα «Θαλής» -Έκπτωση συνδρομής στο περιοδικό AASC -Το Πληροφοριακό Δελτίο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας -Το θερινό σχολείο του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» -Το Δ´ Διεθνές Σιφναϊκό Συμπόσιο -Archaeometry 2010 Νέες εκδόσεις: C. Bachhuber και R. Gareth (επιμ.), Roberts Forces of Transformation: The End of the Bronze Age in the Mediterranean, Αδαμάντιος Σάμψων (επιμ.), The Cave of the Cyclops: Mesolithic and Neolithic Networks in the Northern Aegean, Greece, τόμ. 1: Intra-Site Analysis, Local Industries, and Regional Site Distribution
Δήλος: δρόμος στη Συνοικία του Σταδίου και τα παρακείμενα σπίτια. Περιδιαβαίνοντας σε ένα δρόμο με καλοδιατηρημένα αρχαία ελληνικά σπίτια είναι σαν να γυρίζουμε πίσω στο χρόνο. Με λίγη φαντασία, ρίχνοντας μια ματιά στους τοίχους, τις εισόδους και τους εσωτερικούς χώρους των οικιών, μπορούμε να δούμε να ξετυλίγονται μπροστά μας οι καθημερινές εμπειρίες των κατοίκων πόλεων όπως η Δήλος ή η Κάμιρος πριν από χιλιετίες. Αλλά οι οικισμοί που φαίνονται πιο ατμοσφαιρικοί στον σημερινό επισκέπτη δεν είναι πάντα αυτοί που μας δίνουν τις περισσότερες πληροφορίες. Όπως έχει δείξει και εξακολουθεί να αναδεικνύει η σε βάθος επιστημονική μελέτη των αρχαίων κατοικιών, η συστηματική ανάλυση της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης και του περιεχομένου των σπιτιών μπορεί να μας αποκαλύψει πολύ περισσότερα από τη μορφή τους, οδηγώντας μας σε μια βαθύτερη γνώση των πτυχών της οικιακής ζωής, την οποία δεν μπορούμε να αναπαραστήσουμε αξιόπιστα μέσω άλλων πηγών. Μια τέτοια γνώση δεν εξαρτάται τόσο από τη σωζόμενη αρχιτεκτονική αλλά από λεπτομέρειες και πληροφορίες όσον αφορά τους τρόπους πρόσβασης στα διάφορα δωμάτια, τη στρωματογραφία και την κατανομή των ευρημάτων. Στο άρθρο τονίζονται ορισμένα από τα ευρύτερα ζητήματα που έχουν διερευνηθεί μέσω της μελέτης των κατοικιών και εξετάζονται ορισμένοι από τους τρόπους με τους οποίους αυτή η μελέτη έχει εμπλουτίσει τη γνώση μας για την αρχαιοελληνική κοινωνία.
Άργιλος: ο ανδρώνας, το λουτρό και η καπνοδόκη της οικίας Α. Στο βάθος η αυλή και η παστάδα. Άποψη από ΝΑ. Η ανασκαφική έρευνα στην Άργιλο, την αρχαιότερη ελληνική αποικία στη θρακική ακτή, δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα τη διαδικασία της ίδρυσης και της οργάνωσης των ελληνικών αποικιών στο βόρειο Αιγαίο. Στο λόφο Παλαιόκαστρο, έχουν έρθει στο φως οικήματα με λιθόκτιστους τοίχους που σώζονται σε ύψος ακόμη και τεσσάρων μέτρων και βεβαιώνουν την ύπαρξη διώροφων οικοδομών χτισμένων βαθμιδωτά στην πλαγιά, με ακανόνιστο πολεοδομικό σύστημα. Η έρευνα ανατολικά-νοτιοανατολικά του λόφου της Αργίλου, σε σημείο που μέχρι τώρα θεωρούσαμε ότι βρισκόταν εκτός της πόλης της Αργίλου, αποκάλυψε τμήματα τριών επιμήκων κτιρίων μεγάλων διαστάσεων που βαίνουν παράλληλα με κατεύθυνση Β-Ν, καθώς και δύο λιθόστρωτους δρόμους μεταξύ τους. Σαφέστερη είναι η εικόνα που προέκυψε από την ανασκαφή για το μεσαίο κτίριο, το οποίο είναι και το πληρέστερα ερευνημένο και του οποίου η κάτοψη παραπέμπει στον τύπο «οικίας με παστάδα». Με βάση τα κινητά ευρήματα τα κτίρια αυτά τοποθετούνται χρονολογικά περί τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. και εγκαταλείπονται μέσα στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. Τα νέα αυτά ανασκαφικά δεδομένα στηρίζουν την υπόθεση εργασίας ότι, ενώ ο λόφος είναι ο πυρήνας της πόλης και κατοικείται συνεχώς από την ίδρυση της αποικίας, η πόλη αποκτά ένα νέο τομέα προς τα νοτιοανατολικά μέσα στον 5ο αι. π.Χ., κτισμένο με βάση το ιπποδάμειο σύστημα. Τα όρια και η μορφή αυτού του τομέα και η λειτουργική του σχέση με τον πυρήνα της πόλης στο λόφο αξίζει να διερευνηθούν διεξοδικότερα στο μέλλον.
Πέλλα, άποψη του οικοδομικού τετραγώνου 1 με την Οικία του Διονύσου. Η Πέλλα, πρωτεύουσα των αρχαίων Μακεδόνων για τρεις περίπου αιώνες, ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, ανασκαμμένη σε μεγάλη έκταση κυρίως στη διάρκεια του β΄ μισού του 20ού αιώνα, έχει αποτελέσει ως σήμερα αντικείμενο πολυπληθών και ευρύτατου περιεχομένου μελετών, καθώς η «μεγίστη των εν Μακεδονία πόλεων» υπήρξε το σπουδαιότερο πολιτικό, πολιτιστικό και εμπορικό κέντρο της Ελλάδας, με ευρήματα που απηχούν πολυδιάστατα τον πολιτισμό της ύστερης κλασικής και ελληνιστικής εποχής στον ελλαδικό χώρο. Ως σήμερα ήταν γνωστό ότι η παραθαλάσσια περιοχή της Πέλλας επιλέχθηκε για τη μεταφορά της πρωτεύουσας του μακεδονικού βασιλείου από τις Αιγές, στο τέλος του 5ου αι. π.Χ., επειδή εξασφάλιζε καλύτερη επικοινωνία με τον λοιπό ελληνικό χώρο μέσω των θαλάσσιων διαδρομών και της ανοικτής πεδιάδας. Ένας πρόσθετος λόγος, ωστόσο, ήταν η διαχρονική κατοίκησή της από την Πρώιμη Εποχή Χαλκού, όπως απέδειξε η αποκάλυψη νεκροταφείων της Πρώιμης και Μέσης Εποχής Χαλκού (3η χιλιετία), της Εποχής του Σιδήρου (9ος-7ος αι. π.Χ.), καθώς και του 6ου και 5ου αι. π.Χ., στο πλαίσιο των εργασιών συντήρησης-ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου στην περιοχή της νέας εισόδου του. Τα νεκροταφεία αυτά, αλλά και η παρουσία κεραμικής των ίδιων περιόδων ευρύτερα στην ίδια περιοχή, βεβαιώνουν την ύπαρξη παλιότερων οικιστικών εγκαταστάσεων, τις οποίες διαδέχθηκε στην ίδια θέση η μακεδονική πρωτεύουσα.
Δήλος, Οικία των Προσωπείων, ψηφοθέτημα με τον Διόνυσο. Ο Διόνυσος, θεός της άγριας φύσης, της βλάστησης και της αμπέλου, προσέφερε στους ανθρώπους τον οίνο και τη χαρά του συμποσίου. Στις αίθουσες συμποσίου του 4ου και του 3ου αι. π.Χ., τα ψηφιδωτά δάπεδα απεικονίζουν πολύ συχνά τον άγριο χαρακτήρα του θεού μέσα από τις σκηνές κυνηγίου, τις αναπαραστάσεις αρπακτικών, θηρίων και άγριων πλασμάτων όπως οι Κένταυροι (Πέλλα, Αλεξάνδρεια, Ρόδος, κ.ά.). Ο θαλάσσιος κόσμος με τον οποίο ο θεός συνδέεται επίσης (Θέτις, Νηρηίδες, Τρίτωνας, Σκύλλα και άλλα υβριδικά θαλάσσια όντα), απαντά στο ένα τρίτο των ψηφιδωτών δαπέδων (Όλυνθος, Ερέτρια). Στα ψηφιδωτά των κατοικιών της ύστερης ελληνιστικής εποχής (2ος-1ος αι. π.Χ.), η βία των άγριων πλασμάτων χαλιναγωγείται δίνοντας το προβάδισμα στην εκπολιτιστική διάσταση του θεού. Ψηφοθετήματα μεγάλης ποιότητας και κόστους (Δήλος, Πομπηία, Ηράκλειο, κ.ά.) παρουσιάζουν τον Διόνυσο να ιππεύει ένα άγριο ζώο ή κατά το θαλάσσιο ταξίδι του ή ακόμη τα μέλη του θιάσου του, ενώ συχνά εμφανίζονται σκηνές εμπνευσμένες από τον κόσμο του θεάτρου. Σε όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου η κεντρική σύνθεση των ψηφιδωτών, συνήθως ένα αγγείο ή άνθος, αποτελεί μια μεταφορική μορφή του Διονύσου που προσφέρει τη βλάστηση και τον οίνο, σηματοδοτώντας την παρουσία του θεού στο κέντρο του ανδρώνα.
Μαρμάρινες κλίνες του μακεδονικού τάφου της Ποτίδαιας με πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο, τέλη 4ου αι. π.Χ. (Αρχ. Μουσείο Θεσ/νίκης). Τις τελευταίες δεκαετίες έχει συντελεστεί μία σημαντική πρόοδος στη μελέτη της πολεοδομίας, της οικιστικής και της κατοικίας. Το ενδιαφέρον των μελετητών έχει επικεντρωθεί σε θέματα οικιστικής οργάνωσης, αρχιτεκτονικής της κατοικίας αλλά και καθημερινής ζωής μέσα στην οικία. Νέα ερωτήματα και προτάσεις ερμηνείας έχουν πυροδοτήσει μία ενδιαφέρουσα συζήτηση που εξελίσσεται σε πολλούς τομείς. Παράλληλα, θέματα που αφορούν την κοινωνική διάσταση της κατοικίας, όπως ο διαχωρισμός του ρόλου, των δραστηριοτήτων και του «προσωπικού χώρου» των ανδρών και των γυναικών μέσα στο σπίτι, έχουν γίνει αφορμή για πολλές συζητήσεις, κυρίως μέσα από την μελέτη των λογοτεχνικών κειμένων του 5ου αιώνα. Ωστόσο, άλλα συστατικά στοιχεία των κατοικιών, όπως η επίπλωσή τους, έχουν έως τώρα μελετηθεί μόνο από εικονογραφική άποψη. Η συστηματική καταγραφή και μελέτη των υλικών καταλοίπων των αρχαίων επίπλων στο χώρο, παρά τον περιορισμένο αριθμό τους, αποτελεί μια επιτακτική ανάγκη: επιτρέπει νέες προσεγγίσεις και υπόσχεται ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις στην έρευνα της αρχαίας κατοικίας.
Από την τοιχογραφία της δυτικής πλευράς του κιβωτιόσχημου τάφου II (τύμβου Α της Αίνειας), 350-325 π.Χ. (Αρχ. Μουσείο Θεσ/νίκης) Οι πήλινες γυναικείες και ανδρικές προτομές αποτελούν μια σημαντική κατηγορία ειδωλίων που εμφανίζονται κατά την αρχαϊκή εποχή, από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., σε όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και ιδιαίτερα στην Ανατολική Ελλάδα, την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. Στη Μακεδονία και τη Θράκη, η παρουσία των προτομών στα αρχαιολογικά σύνολα είναι σημαντική κατά τον 6ο, 5ο και 4ο αιώνα π.Χ., ενώ φαίνεται να μειώνεται στην ελληνιστική εποχή. Όπως και οι άλλες κατηγορίες ειδωλίων, οι πήλινες γυναικείες προτομές, οι οποίες βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό από τις αντίστοιχες ανδρικές, αποτελούν αναθήματα, ως επί το πλείστον, σε ιερά γυναικείων θεοτήτων και σε τάφους (νέων γυναικών, ανήλικων νέων και παιδιών), καθώς και σε οικίες.
Κιονωτός κρατήρας, π. 470/460 π.Χ., Νεάπολη. Απεικονίζεται θυσία σε ερμαϊκή στήλη. Οι συνθήκες ζωής του γυναικείου πληθυσμού μέσα στον οίκο κατά την αρχαιότητα στην Ελλάδα είναι λίγο πολύ γνωστές. Στο άρθρο αυτό θα μας απασχολήσουν ορισμένες δομές σκέψης θρησκευτικής προέλευσης και η σύγκρισή τους με τις κοινωνικές αντιλήψεις των ιστορικών χρόνων στην Ελλάδα, ώστε να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα για το πώς επέδρασαν οι δομές αυτές και πώς αποτυπώθηκαν στη διαμόρφωση των τρόπων συμπεριφοράς των δύο φύλων και των κοινωνικών τους ρόλων. Απαραίτητες γι’ αυτόν το σκοπό ήταν οι αναφορές των γραπτών πηγών σε δεδομένα που σχετίζονταν με τα γαμήλια έθιμα, τις συγγενικές σειρές και το κληρονομικό δίκαιο του οίκου, καθώς και τη θέση και τους τομείς δραστηριοτήτων του άνδρα και της γυναίκας εντός και εκτός του οίκου.
Χάλκινη κεφαλή γρύπα. Ακρόπολη Αθηνών, 675-650 π.Χ. (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. ευρ. Χ 6635, ύψος 20 εκ.). Θέμα της παρούσας μελέτης είναι τα αναθήματα της γεωμετρικής και της πρώιμης αρχαϊκής περιόδου στην Ακρόπολη της Αθήνας. Η μελέτη ξεκινά με τα παλαιότερα αναθήματα, που χρονολογούνται στη μέση γεωμετρική περίοδο, και καταλήγει στην περιγραφή μιας δραστικής αλλαγής στην αφιερωματική πρακτική, στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Ας σημειωθεί ότι τα αρχαιολογικά τεκμήρια που είχαμε στη διάθεσή μας μάς επέτρεψαν να περιγράψουμε και να αναλύσουμε ακριβέστερα απ’ ό,τι είχε μέχρι σήμερα προταθεί τις κυριότερες τάσεις της αφιερωματικής πρακτικής στο σημαντικότερο ιερό της Αθήνας και της Αττικής από τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. και εξής. Η σύντομη σκιαγράφηση της εξέλιξης της αναθηματικής πρακτικής προσφέρει στοιχεία για την κατανόηση των ειδών των αναθημάτων και σημαντικές πληροφορίες για την ιστορία του ιερού. Ταυτόχρονα, επιχειρείται ο συσχετισμός των αναθημάτων της Ακροπόλεως με τα γεγονότα και τις ιστορικές συνθήκες στην Αθήνα και την Ελλάδα κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, από τον 8ο αιώνα έως τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ.
Η Ακρόπολη της Αθήνας και η Νότια Κλιτύς (αεροφωτογραφία). Οι πρόσφατες εργασίες, μελετητικές και αρχαιολογικές, της διεπιστημονικής «Επιτροπής Συντήρησης του Ωδείου του Ηρώδη και της Στοάς του Ευμένη της Νότιας Κλιτύος της Ακροπόλεως» του Υπουργείου Πολιτισμού επιτρέπουν, πιστεύω, την εδραίωση των συμπερασμάτων του υπογραφόμενου, ότι γύρω στα 330 π.Χ. ο σπουδαίος αθηναίος πολιτικός Λυκούργος ίδρυσε το Παναθηναϊκό Στάδιο στα πρανή της Νότιας Κλιτύος, ύστερα από βαθιά εντομή του λόφου και την κατασκευή μεγάλου αναλημματικού τοίχου με εκτεταμένη ανακουφιστική τοξοστοιχία. Η κατασκευή του χωμάτινού Παναθηναϊκού Σταδίου εντάσσεται σε ένα ευρύτερο οικοδομικό πρόγραμμα του Λουκούργου, που περιλάμβανε επίσης την αναμόρφωση του Διονυσιακού θεάτρου, τον εμπλουτισμό του γειτονικού ιερού του Διονύσου, τη διαμόρφωση του περιφερειακού «περιπάτου» της Ακρόπολης και τη χάραξη των παρακείμενων οδών. Το πολύπλευρο αυτό έργο είχε σκοπό την προβολή και την ενίσχυση των σημαντικών αθηναϊκών εορτών, των Μεγάλων Παναθηναίων και των Μεγάλων Διονυσίων, παράλληλα με την προβολή της αθηναϊκής δημοκρατίας στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την οικονομική βελτίωση των πολιτών. Κατά την ελληνιστική εποχή, ο βασιλιάς της Περγάμου Ευμένης Β΄ πρόσθεσε στην πόλη το 170-160 π.Χ. και στην περιοχή του Σταδίου μια κατασκευή, ένα Γυμνάσιο, με παρακείμενο στεγασμένο «δρόμο» («ξυστό») για την άσκηση των αθλητών σε περιόδους κακοκαιρίας, με τη μορφή μιας λαμπρής διώροφης Στοάς. Η Στοά κτίστηκε βόρεια του Σταδίου σε επαφή με τον μεγάλο αναλημματικό τοίχο και με μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, πολλά προκατασκευασμένα στα λιθοξοϊκά εργαστήρια της Περγάμου. Στα χρόνια του Οκταβιανού Αυγούστου συντελέστηκαν επισκευές στο Παναθηναϊκό Στάδιο του Λυκούργου, αλλά γύρω στο 120 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Αδριανός μετέφερε το Στάδιο στις παρυφές της Νέας Πόλης, στο λόφο του Αρδητού, όπου και το γνωρίζουμε έκτοτε, με την κατασκευή επίσης χωμάτινου σταδίου.
Micromeria acropolitana. Το στενότοπο ενδημικό ξαναβρέθηκε στην Ακρόπολη ύστερα από 101 χρόνια. H Ακρόπολη εκτός από σπουδαίο μνημείο του παγκόσμιου πολιτισμού, είναι και ένα σημαντικό μνημείο της φύσης. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα οικοσυστήματα της Αττικής. Στην πλούσια βλάστηση του λόφου βρίσκουν καταφύγιο πολλά είδη πουλιών, όπως η Κουκουβάγια (Athene noctua), σύμβολο της θεάς Αθηνάς, τα Βραχοκιρκίνεζα (Falco tinnunculus), οι Γαλαζοκότσυφες (Monticola solitarius), τα Σταβλοχελίδονα (Hirundo rustica) και οι Σταχτάρες (Apus apus και Apus melba), που τείνουν να εξαφανιστούν, κ.ά. Η περιοχή της Ακρόπολης είναι επίσης πλούσια σε ασπόνδυλα (έντομα και πεταλούδες). Στο χώρο υπάρχουν ακόμη Χερσοχελώνες, Πρασινόσαυρες, το Κροκοδειλάκι (Agama stellio) και σπάνια κάνει την εμφάνισή της η Δενδρογαλιά. Μέσα στα σπήλαια που υπάρχουν στο βράχο της Ακρόπολης, βρίσκουν επίσης καταφύγιο και οι Μικρονυχτερίδες (Pipistrellus pipistrellus). Όλοι γνωρίζουν ότι η Αττική είναι ένας μεγάλος βοτανικός κήπος, το ίδιο ισχύει όμως για την Ακρόπολη και τους γύρω λόφους. Ένα από τα σημαντικότερα ενδημικά και σπάνια φυτά που φύονται εδώ είναι η Micromeria acropolitana. Το φυτό αυτό φυτρώνει αποκλειστικά στην περιοχή της Ακρόπολης και, ενώ οι βοτανολόγοι θεωρούσαν ότι έχει εξαφανισθεί, το 2006 εντοπίσθηκε από τους συγγραφείς του άρθρου ένας μικρός πληθυσμός από Μικρομέριες (200 φυτά).
1. Κάτοψη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου το 1881 (κατάλογος Μilchhöfer). Το 2009 για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι χρόνος διπλά επετειακός. Το Μουσείο συμπληρώνει 180 χρόνια από τη θέσπισή του, το 1829, και 120 χρόνια από τα επίσημα εγκαίνιά του, το 1889. Η ιστορία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου είναι ήδη γνωστή. Στην παρουσίαση αυτή έχουν επιλεγεί φάσεις της μακρόχρονης πορείας του, που σχετίζονται με την ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδος από το 1829 έως σήμερα. Ο ρόλος και το όνομά του εντάσσονται στην εθνική πολιτική του νέου ελληνικού κράτους, οι οικοδομικές και επανεκθετικές του φάσεις αντιστοιχούν σε ιστορικά γεγονότα της Ελλάδας.
Φωτορεαλιστική ψηφιακή αναπαράσταση του Ερεχθείου. Η συμβολή των υπολογιστών στην επιστήμη της αρχαιολογίας και ιδίως στον τομέα της μελέτης και οπτικοποίησης αρχαιολογικών δεδομένων, με στόχο την ανάδειξη θεωριών και την παρουσίαση του ανασκαφικού υλικού στην επιστημονική κοινότητα και το ευρύ κοινό, μετράει ήδη ιστορία σχεδόν είκοσι ετών, έχοντας να επιδείξει εξαιρετικές για την ακρίβειά τους ψηφιακές αναπαραστάσεις. Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι ο αρχαιολόγος του μέλλοντος θα έχει ισχυρή τεχνολογική κατάρτιση. Παρόλο αυτά μία μερίδα αρχαιολόγων στέκεται με επιφύλαξη απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα. Στο άρθρο επιχειρείται η παρουσίαση των λόγων αυτής της διαφωνίας και της αμφισβήτησης. Επίσης, εξετάζονται θεωρητικά προβλήματα που άπτονται σε θέματα επιστημονικής παρουσίασης και αναπαράστασης μνημείων και ο ρόλος που καλούνται να διαδραματίσουν οι τρισδιάστατες αναπαραστάσεις στο εγγύς μέλλον.
Αγνύθα, λεπτομέρεια χάραξης. Η Κάσος, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δωδεκανήσου, βρίσκεται στο σταυροδρόμι του σημαντικού εμπορικού δρόμου της Εποχής του Χαλκού, από την Κρήτη προς τα νησιά του βόρειου Αιγαίου και την Τρωάδα, προς τα παράλια της Μικράς Ασίας και προς τις ακτές της Παλαιστίνης και την Αίγυπτο. Στη διαδρομή από την Κρήτη προς τα ανατολικά, σαν πρώτος σταθμός από το Παλαίκαστρο και τη Ζάκρο, η Κάσος σίγουρα αποτέλεσε τμήμα τόσο της Μινωικής κατοίκησης και περιφέρειας, όσο και επιρροής. Αυτό μαρτυρείται από τα σποραδικά ευρήματα, αλλά και τις πιθανές τοποθεσίες μόνιμης κατοικίας στη θέση Χέλατρος στο νότιο-δυτικό άκρο του νησιού. Σε χωράφι και μπροστά από μια βραχοσκεπή, βρέθηκε ένα βαρίδι αργαλειού – μια αγνύθα – φακοειδούς σχήματος, στην μια επιφάνεια υπάρχει εγχάρακτο σύμβολο το οποίο όμως δεν ανταποκρίνεται σε καμία γραμμική Μινωική γραφή ή σε Ετεο-κρητικό ιερογλυφικό αλφάβητο. Πιθανά να είναι σήμα του κεραμοποιού ή να αναφέρεται στο είδος του νήματος που το συγκρατούσε τεντωμένο στον αργαλειό. Παρόμοια βαρίδια έχουν εντοπιστεί στο Αιγαίο στην Κέα και την Θήρα. Είναι όμως σίγουρο ότι αποδεικνύει τόσο την παρουσία Μηνωιτών κεραμοποιών, όσο και την ύφανση σε Μηνωικό αργαλειό.
Peter Bruegel, «Η μάχη Καρνάβαλου και Σαρακοστής» (λεπτομέρεια), 1559. Βιέννη, Kunsthistorisches Museum. Το καρναβάλι είναι μια παραδοσιακή γιορτή, αγροτικής προέλευσης, όπου κυριαρχεί το χοντρό, αμφίσημο, λαϊκό γέλιο. Η αμφισημία αποτελεί δομικό στοιχείο της καρναβαλικής παράδοσης. Το καρναβάλι είναι μια γιορτή του σώματος του φαγοποτιού, του έρωτα και του θανάτου, της κοιλιάς και του πρωκτού. Το σώμα, το γυμνό και το ντυμένο, χωρίζει – πραγματικά και συμβολικά – εποχές και περιοχές, θρησκείες, τάξεις και ηλικίες. Η καρναβαλική γιορτή, ενώνει τους ανθρώπους, που συμμετέχουν σ’ αυτήν και οικοδομεί έναν κόσμο από την ανάποδη, κατ’ αντιστροφήν, όπου ο ζητιάνος γίνεται βασιλιάς, ο καντηλανάφτης Πάπας, όπου τα ποντίκια τρώνε τη γάτα, ο λύκος φυλάει τα πρόβατα, τα ψάρια ψαρεύουν τον ψαρά και οι γυναίκες προστάζουν, καταπιέζουν και δέρνουν τους άνδρες. Το καρναβάλι παραπέμπει σε κάθε παραδοσιακή γιορτή, που περιλαμβάνει στο τελετουργικό της, μεταμφιέσεις, μάσκες, προσωπιδοφόρους, δρώμενα όπως το κάψιμο ενός ανδρείκελου, η εκθρόνιση του παλιού και η ενθρόνιση του νέου, συνήθειες, που αντιστρέφουν την κανονική τάξη των πραγμάτων και δημιουργούν έναν κόσμο από την ανάποδη, αναπαραστάσεις γάμου – θανάτου – νεκρανάστασης, όπου το σώμα αναγεννάται, όπως σε πανάρχαιες τελετές, καθώς και σε πολλά μαγικά παραμύθια. Τέτοια έθιμα χαρακτηρίζουν πολλές γιορτές της αρχαιότητας, του Μεσαίωνα και των νεωτέρων χρόνων, όπως: Διονύσια, Ανθεστήρια, Λήναια, Θεσμοφόρια, Κρόνια, γιορτές του Ερμή στην Κρήτη, Βακχανάλια, Σατουρνάλια, Λιμπεράλια και Λουπερκάλια των Ρωμαίων, βυζαντινές Καλένδες, νεοελληνικά δρώμενα, όπως οι Μωμόγεροι, το λαϊκό παραδοσιακό θέατρο του Πόντου, που παίζεται το Δωδεκαήμερο, τα Μπουμπουσάρια της Σιάτιστας και τα Θεσσαλικά Ρογκατσάρια ή αποκριάτικα έθιμα, όπως: ο Φανός στην Κοζάνη, ο βλάχικος γάμος στη Θήβα, ο γάμος του Καραγκιόζη στη Γονούσα Κορινθίας, ο γαϊδουρόγαμος στην Πάτρα, ο Καλόγερος και ο Χούχουτος στην Θράκη και η γιορτή των τρελών στη μεσαιωνική Δύση. Διαβατήρια αγροτικά έθιμα του Δωδεκαημέρου και της άνοιξης, σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό, μεσογειακό και βαλκανικό χώρο, το Πουρίμ των Εβραίων ή το Μπαϊράμι των Μουσουλμάνων και οι γιορτές του χειμώνα στην αρχαία Κίνα, όπου οι άνδρες πάλευαν με τις γυναίκες για να αρπάξουν οι μεν τα ρούχα των δε.
Ο Μενέλαος οδηγεί την Ελένη έξω από την πυρπολούμενη Τροία. 6ος αι. π.Χ. Μόναχο, Αρχαιολογικό Μουσείο. Η Ελένη συνιστά μιαν αμφίσημη μορφή η οποία ενσαρκώνει τη συνύπαρξη αλήθειας και ψεύδους. Γυναίκα που εμπνέει τον έρωτα και συγχρόνως γεννά το θάνατο, είδωλον που υποκαθιστά το όντως ον, κινείται ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, αντικατροπτίζοντας την αμφισημία του γίγνεσθαι. Το παιχνίδι του διπλού και η αντιστροφή φαινομενικότητας – πραγματικότητας προσδίδουν στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη έντονη φιλοσοφική απόχρωση. Εδώ ο τραγικός λόγος συναντά την πλατωνική σκέψη, καταδεικνύοντας ότι η πορεία για την εύρεση της αλήθειας προϋποθέτει την αμφιβολία, την υπέρβαση των αντιστάσεων που κρατούν το άτομο προσκολλημένο στην πλάνη και την προοπτική ενός βαθύτερου κοιτάγματος στο γίγνεσθαι.
Παναγία Οδηγήτρια, 15ος αι., 0,503x0,41 μ. Αθήνα, Βυζαντινό Μουσείο (Λ154-ΣΛ153). Ξεκινώντας από τον 14ο αιώνα και φτάνοντας μέχρι τα μέσα του 17ου, η Κρήτη, η οποία μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης πρωτοστατεί στις τέχνες και τα γράμματα, έχει να επιδείξει αξιόλογους ζωγράφους, που έχουν την ικανότητα να είναι «δίγλωσσοι», να δημιουργούν, δηλαδή, δουλεύοντας τόσο την βυζαντινή τεχνοτροπία, όσο και την δυτική τέχνη. Η εικόνα της Παναγίας, όπως σήμερα, έτσι και τότε αποτελούσε ιδιαίτερα προσφιλές θέμα. Η Παναγία είναι ένα πρόσωπο ιδιαίτερα αγαπητό. Οι εικόνες της εκφράζουν την μητρική αγάπη και έτσι έχει το προνόμιο να μπορεί να αγγίζει περισσότερο ίσως από κάθε άλλο άγιο τους πιστούς, που νοιώθουν την σχέση τους με την Παναγία γεμάτη αμεσότητα και κατανόηση. Οι ανάγκες που κάθε φορά καλείται να ικανοποιήσει ένας ζωγράφος με το έργο του, υπαγορεύουν την δημιουργία διαφόρων τύπων, που ο καθένας ξεχωριστά δίνει στην σχέση αυτή της Παναγίας με τον πιστό ένα διαφορετικό νόημα, έναν συμβολισμό. Έτσι, ο τύπος της Παναγίας Οδηγήτριας υποδηλώνει την καθοδήγηση των πιστών από την Παναγία, η Παναγία Γλυκοφιλούσα, την τρυφερότητα και τα ανθρώπινα συναισθήματα της Παναγίας προς τον Υιό της και ταυτόχρονα προς όλους τους Χριστιανούς, η Παναγία του Πάθους, το Θείο Πάθος, που ερχόμενο επιδεικνύει άλλους δρόμους για την χριστιανοσύνη, η δυτική Madre della Consolazione, ή Παναγία η Παραμυθία, όπως αναφέρεται σε Βυζαντινότροπες εικόνες, την παρηγοριά και την ανακούφιση, που θα βρει κανείς στην αγκαλιά της Μητέρας όλων των Χριστιανών.
Προθήκη από την ενότητα «Ο Χρυσός των Μακεδόνων» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Το μικρό αυτό άρθρο, αποτελεί το τρίτο μέρος (βλ. τεύχος Μαρτίου 2007 και Μαρτίου 2008 του ανά χείρας περιοδικού) της παρουσίασης του σκεπτικού της συνολικής επανέκθεσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης (εγκαίνια Σεπτ. 2006), της ένταξής του στην σύγχρονη μουσειολογική θεωρία και πρακτική και της παρουσίασης των θεματικών ενοτήτων των πέντε εκθεσιακών ενοτήτων. Μία παρουσίασή της (ελλ. και αγγλ.) μπορεί να δει κανείς στη σειρά για τα ελληνικά μουσεία του Ιδρύματος Λάτση (και στο διαδίκτυο). Υποστηρίζεται ότι η δυναμική της θεματικής ενότητας στην παρούσα έκθεση αλλά και η μελλοντική της προοπτική είναι πολυδιάστατη αφού συνδυάζει την παρουσία του ίδιου του αντικειμένου, του κειμένου και όλων των σύγχρονων θεωρητικών του δυνατοτήτων, και της εικόνας με όλες τις σημερινές της εφαρμογές, εννοείται τις ηλεκτρονικές. Οι θεματικές δηλαδή ενότητες συνιστούν ένα δυναμικό μιμητικό, ή αναπαραστατικό, ή καλλιτεχνικό και σίγουρα ερμηνευτικό τρόπο προσέγγισης του παρελθόντος που στόχο έχει την γεφύρωση του, ούτως ή άλλως, χάσματος με το παρόν.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου: γενική άποψη της νέας έκθεσης. Παρουσίαση της επανέκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Ναυπλίου. Πληροφορίες Διεύθυνση: Πλατεία Συντάγματος, 21100 Ναύπλιο Τηλ.: 27520 27502 Fax: 27520 24690 Ωράριο λειτουργίας μουσείου Τρίτη-Κυριακή: 8:30-15:00
Ολοκληρώθηκαν οι έρευνες στο Παυλοπέτρι Λακωνίας. Ειδήσεις: Αρχαία ναυάγια και βυζαντινά κτιριακά κατάλοιπα στη Σάμο, Νέα ευρήματα στο Μανδράκι της Κύθνου, Ευρήματα στο Γραμματικό, Ευρήματα 3.000 ετών στην Τύλισο, Σημαντικά ευρήματα στο Παυλοπέτρι, Εντυπωσιακό ψηφιδωτό στην Πλωτινόπολη κ.ά. Διαλέξεις: Διαλέξεις της Β΄ ΕΠΚΑ, Ομιλίες στην Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Σεμινάρια Μινωικής Αρχαιολογίας. Συνέδρια: Διατροφή, οικονομία και κοινωνία στον ελληνικό χώρο, Θεμιστοκλής ο Φρεάρριος, Διεθνές συνέδριο για τον Σκόπα τον Πάριο, Το 30ό Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης και Αρχαιολογίας κ.ά. Εκθέσεις: Γυάλινος κόσμος, Αρχιτεκτονικές διαδρομές στο Βυζάντιο, Γαλλικά κουτιά του 19ου αιώνα, Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων, Οι μαρμαροτεχνίτες της Ακρόπολης. Βιβλία: Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, Ανάκτορα στην Ελλάδα, Ε. Σαπουνά-Σακελλαράκη, Σύμπλεγμα Ηρακλή με λέοντα από τους Ωρεούς Ιστιαίαςκ.ά.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Το Ινστιτούτο Κύπρου -Ημερίδα Αρχαιομετρίας στο Μουσείο Θεσσαλονίκης -Μαθήματα "Κεραμικής Πετρολογίας" -Διεθνές Συνέδριο Απόλυτων Χρονολογήσεων κ.ά.
Journal of Mediterranean Archaeology, λογότυπο Στη στήλη «Από το Journal of Mediterranean Archaeology» παρουσιάζεται το άρθρο του Curtis Runnels «Mesolithic Sites and Surveys in Greece: A Case Study from the Southern Argolid», 22/1 (2009).
Εκθέματα του Παλαιοντολογικού και Λαογραφικού Μουσείου Αλμωπίας. Σε αυτό το τεύχος το περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες παρουσιάζει την επαρχία της Αλμωπίας, στο νομό Πέλλας και τα αξιοθέατα που μπορεί να επισκεφθεί κανείς στην περιοχή.
Οθόνη ενός δελτίου της βάσης των αρχαιολογικών χρονικών Chronique des fouilles en ligne / Archaeology in Greece Online. Η στήλη παρουσιάζει τον νέο ιστότοπο της Γαλλικής και της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, Chroniques des fouilles en ligne / Archaeology in Greece Online (chronique.efa.gr), όπου θα δημοσιεύονται τα ετήσια χρονικά των αρχαιολογικών ερευνών στην Ελλάδα και σε άλλες περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου, που επιμελούνται και εκδίδουν εδώ και πολλά χρόνια οι δύο επιστημονικοί φορείς. Ο ιστότοπος εγκαινιάστηκε την 1η Δεκεμβρίου του 2009.
Δήλος, Οικία του Ινοπού. Σχέδιο της αυλής από τον Gerhard Poulsen στα 1912. Οι ελληνικές κατοικίες, που προξενούν σήμερα έντονο ενδιαφέρον, δεν ενδιέφεραν πάντα τους αρχαιολόγους. Οι πρώτες ανασκαφές κατοικιών, στον 19ο αι., έμοιαζαν απογοητευτικές σε σχέση με αυτές της Πομπηίας. Ακόμη, οι αρχαιολόγοι αναζητούσαν πάντα το αντίστοιχο των ομηρικών παλατιών ή της μεγάλης κατοικίας με δυο αυλές για την οποία μιλά ο Βιτρούβιος. Η δημοσίευση των κατοικιών της Πριήνης, που χαρακτηρίστηκαν «με προστάδα», των ελληνιστικών κατοικιών της Δήλου, όπου η περίστυλη αυλή είναι συχνή, των κατοικιών της Ολύνθου, του τύπου «με παστάδα», αποτελούν πάντα σημεία αναφοράς, αλλά η συνεχής αύξηση του αριθμού των κατοικιών όλων των εποχών που έρχονται στο φως (από τη γεωμετρική έως και τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο) και όλων των διαστάσεων, σε όλες τις περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ανάγκασε κυρίως τους αρχαιολόγους να διαφοροποιήσουν τις μεθόδους της μελέτης. Τα αρχαία κείμενα έχασαν τη σημασία τους απέναντι στη λεπτομερή παρατήρηση των ευρημάτων του πεδίου. Είτε πρόκειται για ένα παλάτι είτε για μια ταπεινή κατοικία ενός χειρώνακτα, είτε για μια κατοικία με περίστυλη αυλή σε ένα οικοδομικό τετράγωνο είτε για μια απομονωμένη αγροικία, φτάνει πάντοτε η στιγμή όπου η αρχιτεκτονική ανάλυση δεν επαρκεί∙ για την κατανόηση της λειτουργίας των δωματίων και της καθημερινής ζωής των κατοίκων κανένα υλικό εύρημα, όσο μικρό κι αν είναι, δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η αρχαιολογία της «ελληνικής κατοικίας» έγινε αυτή «της ζωής μέσα στις ελληνικές κατοικίες» και η κατοικία δεν μελετάται πλέον αυτή καθεαυτή, αλλά κυρίως για τους κατοίκους της, που ανήκουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Δήλος, οικία των Τριτώνων, άποψη του oecus maior (AE) από ανατολικά. Με περισσότερες από 100 ανασκαμμένες και καλοδιατηρημένες κατοικίες, η Δήλος αποτελεί το καλύτερο σύνολο οικιστικής αρχιτεκτονικής της ύστερης ελληνιστικής περιόδου στην ανατολική Μεσόγειο. Χρονολογούνται στην περίοδο κατά την οποία το νησί ήταν ελεύθερο εμπορικό λιμάνι (167/6-69 π.Χ.), με κοσμοπολίτικο και έντονα μεταβαλλόμενο πληθυσμό. Οι κατοικίες της Δήλου, που δημοσιεύονται υποδειγματικά από τους γάλλους ανασκαφείς (από τη δεκαετία του 1920 και έπειτα), προσεγγίζονται σε πρόσφατες μελέτες ως πολύτιμη πηγή πληροφοριών με σκοπό τη διερεύνηση των κοινωνικών δομών, των τρόπων διαβίωσης και συμπεριφοράς, καθώς και των μεταβολών τους. Στο άρθρο αυτό οι σύγχρονες τάσεις της έρευνας αναδεικνύονται μέσα από τη μελέτη τριών παραδειγμάτων (Οικία των Κωμωδών, Νησίδα των Χαλκών, συγκρότημα κατοικίας- taberna z-q στη νησίδα ΙΙ της Συνοικίας του Θεάτρου). Η συγγραφέας εξετάζει δύο σημεία. Πρώτον, την ποικιλία των τύπων κατοικίας, τη διαρρύθμιση και τη διακόσμησή τους, το «επίπεδο» διαβίωσης, τη χωρική οργάνωση των κατοικιών στις νησίδες (οικοδομικά τετράγωνα) και τις συνοικίες, κάνοντας υποθέσεις για τους κατοίκους τους. Και δεύτερον, την οικοδομική ιστορία, που φανερώνει τις μεταβολές στον τρόπο διαβίωσης και πιθανά και στον κοινωνικό ρόλο των σπιτιών. Αν και οι περισσότερες κατοικίες της Δήλου έχουν πολύ μικρότερες διαστάσεις από τα σπίτια της κλασικής και της ελληνιστικής περιόδου σε άλλες πόλεις, σε σύγκριση ωστόσο με τις κατοικίες της κλασικής περιόδου παρουσιάζουν σημαντικές καινοτομίες, όπως η ύπαρξη δύο εισόδων (κύριας και δευτερεύουσας ή εισόδου υπηρεσίας), πολυάριθμα και πλούσια διακοσμημένα δωμάτια με μορφή και διαστάσεις που διαφέρουν (και όχι πλέον ανδρώνες), αποχωρητήρια, πολυτελείς «σουίτες λουτρού» καθώς και πλούσια διακοσμημένους ορόφους με ανεξάρτητες κατοικίες. Ήταν όμως η αρχιτεκτονική της κατοικίας στη Δήλο αντιπροσωπευτική των υστεροελληνιστικών ελληνικών πόλεων ή απλώς το αποτέλεσμα των ιδιαίτερων συνθηκών του ελεύθερου λιμανιού; Αυτό το ερώτημα δεν μπορεί προς το παρόν να απαντηθεί λόγω της έλλειψης επαρκούς και σύγχρονου με τη Δήλο συγκριτικού υλικού.
Πέργαμος, άποψη κατοικίας με περιστύλιο, πρώτο τρίτο 2ου αι. μ.Χ. Διακρίνονται κατάλοιπα του δαπέδου (φωτ.: E. Steiner). Πάνω από εκατό χρόνια ανασκαφικής έρευνας στην Πέργαμο παρέχουν μια πλήρη εικόνα των κατοικιών της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου. Ενώ κατά την πρώιμη ελληνιστική περίοδο επικρατούν τα μικρών διαστάσεων σπίτια με αυλή, την περίοδο της επέκτασης της πόλης από τον Ευμένη Β΄ (2ος αι. π.Χ.) εμφανίζονται ευρύχωρες και ομαλά διατεταγμένες κατοικίες με περιστύλιο, που συναγωνίζονται σε πολυτέλεια τα ανάκτορα των βασιλέων πάνω στην ακρόπολη της Περγάμου. Διέθεταν κατά κανόνα τουλάχιστον μια μεγάλη αίθουσα, που ήταν κατάλληλη για πολυμελή (μεγάλα) συμπόσια. Σε ορισμένα σπίτια έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη καλοκαιρινών τρικλινίων, που έχουν ως ιδιαίτερο γνώρισμα ένα μεγάλο άνοιγμα προς την περίστυλη αυλή. Συχνά αποτελούσαν το μεσαίο δωμάτιο μιας ομάδας τριών διαδοχικών δωματίων. Υπήρχαν ακόμη πολλά άλλα μικρότερα δωμάτια, που φαίνεται πως είχαν πολλές χρήσεις. Τόσο τα σπίτια με αυλή όσο και τα σπίτια με περιστύλιο ακολουθούν το ελληνικό και μικρασιατικό πρότυπο αρχαίου σπιτιού, ευρέως διαδεδομένο σε όλη τη Μεσόγειο. Η ανασκαφή του τμήματος της πόλης που χρονολογείται στην εποχή του Φιλέταιρου (3ος αι. π.Χ.), μια περιοχή όπου η ανέγερση ευρύχωρων κατοικιών με περιστύλιο ήταν δύσκολη εξαιτίας της απότομης κλίσης της πλαγιάς, επιτρέπει να διαπιστωθούν με σαφήνεια οι εκτεταμένες και δύσκολες εκσκαφές που απαιτούνταν σε όλες τις οικοδομικές φάσεις αλλά και, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, η κατάληψη δημόσιου χώρου για την ανέγερση μεγάλων κατοικιών με περιστύλιο. Ταυτόχρονα, επιτρέπουν τη λεπτομερή ανασύνθεση της ανομοιογένειας αυτών των συνοικιών, στις οποίες ζούσαν δίπλα-δίπλα και σε όλες τις περιόδους πλούσιοι και λιγότερο ευκατάστατοι κάτοικοι της Περγάμου.
Πομπηία, άποψη του εσωτερικού της Οικίας του Ορφέα (φωτ.: G. Sicoe). Όταν οι Ρωμαίοι τον ύστερο 4ο αιώνα π.Χ. άρχισαν να ιδρύουν αποικίες, δεν διέθεταν εμπειρία στην οικοδόμηση αστικών οικιστικών τομέων. Αναζητώντας λύση, φαίνεται πως στράφηκαν προς τους ειδήμονες, τους αρχαίους Έλληνες. Μια προσεκτική ανάλυση των αρχαιότερων μέχρι σήμερα δειγμάτων οικιστικής αρχιτεκτονικής των ρωμαϊκών αποικιών μας επιτρέπει να αποδείξουμε ότι αυτή στηρίχτηκε στην αρχαία ελληνική οικία με προστάδα, μια μορφή αστικής κατοικίας του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. δημοφιλή σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Για να γίνει το φαινόμενο κατανοητό, χρειάστηκε να επανερμηνεύσουμε το πως ένα προκαθορισμένο σχέδιο χρησιμοποιήθηκε για τη μαζική κατασκευή σπιτιών σε πόλεις που ιδρύθηκαν στη διάρκεια αυτής της περιόδου, δηλαδή από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και ύστερα. Αρχιτεκτονικά σχέδια επέτρεπαν την εκτίμηση της δαπάνης ενός έργου πριν αρχίσουν οι εργασίες και συνέβαλαν εν γένει στη διαχείριση των πόρων. Μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την εξασφάλιση ίσης διανομής οικοδομικών υλικών στους κατασκευαστές σπιτιών. Το σχέδιο περιοριζόταν μάλλον σε βασικά δομικά στοιχεία, προσφέροντας στα νοικοκυριά τη δυνατότητα να διαμορφώσουν τον υπόλοιπο χώρο ανάλογα με τις ανάγκες τους. Επομένως, η χρήση αρχιτεκτονικών σχεδίων για την ανοικοδόμηση των νέων οικιστικών τομέων προδίδει ένα σύστημα αποτελεσματικής μαζικής κατασκευής, το οποίο οι Ρωμαίοι είχαν υιοθετήσει τουλάχιστον πριν τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ., εν όψει του προγράμματος αστικοποίησης στην Ιταλία. Το γεγονός αυτό δεν διαπιστώνεται μόνο στη χρήση προκαθορισμένων σχεδίων για σπίτια αλλά και στην προσαρμογή καθιερωμένων αρχιτεκτονικών μορφών από την αρχαία Ελλάδα. Οι ρωμαϊκές κοινωνικές τάξεις αντανακλώνται στα διαφοροποιημένα μεγέθη τόσο των οικοπέδων όσο και των σχεδίων των σπιτιών, όμως ακόμη και η μορφή κατοικίας που προορίζεται αποκλειστικά για τις υψηλότερες κοινωνικές τάξεις, η οικία με atrium, μαρτυρεί αρχαία ελληνική επιρροή.
Έπαυλη Α της Οπλοντίδας, άποψη του cryptoporticus 24. Στο άρθρο αυτό εξετάζεται ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των ρωμαϊκών επαύλεων που χτίστηκαν γύρω από τον κόλπο της Νάπολης κατά τη διάρκεια της ύστερης δημοκρατικής και πρώιμης αυτοκρατορικής περιόδου με σκοπό να προσδιοριστούν οι πολιτισμικοί παράγοντες που τον επηρέασαν. Η ανάλυση υποδεικνύει ότι, αν και το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο των ρωμαϊκών επαύλεων είχε ελληνικές καταβολές, η γλώσσα που υιοθέτησαν οι δημιουργοί του έθετε και απαντούσε διαφορετικά σχεδιαστικά ερωτήματα. Εστιάζοντας τη συζήτηση στο σχεδιασμό των κήπων που περιέβαλε περιστύλιο μέσα στις επαύλεις εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο οι ρωμαίοι αρχιτέκτονες οικειοποιήθηκαν και τροποποίησαν το ελληνιστικό αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο έτσι ώστε να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της ζωής των ενοίκων των επαύλεων αυτών.
Το ψηφιδωτό με τους παπαγάλους, ακόμη ορατό επί της οδού Αποστόλου Παύλου. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη άποψη, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, καμία ουσιαστική αλλαγή δεν παρατηρείται στη δομή της ελληνικής οικίας. Η σύγκριση δύο οικιών που ανασκάφηκαν στην Αγορά της Αθήνας συχνά θεωρείται πως αποδεικνύει την ορθότητα της άποψης αυτής: η πρώτη οικία ανάγεται στον 5ο αι. π.Χ. και η δεύτερη στον 12ο αιώνα μ.Χ. Στη διάρκεια αυτού του ευρύτατου χρονολογικού διαστήματος, φαίνεται πως τίποτε δεν έχει αλλάξει, μάλιστα οι αρχές του σχεδιασμού των χώρων της κατοικίας παραμένουν αμετάβλητες. Βεβαίως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ο ρόλος της αυλής ως κεντρικού στοιχείου των αριστοκρατικών κατοικιών. Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να παρατηρήσουμε σημαντικές αλλαγές, όπως την κατάργηση του ανδρώνα. Η μελέτη αυτή έχει στόχο αφενός να επισημάνει τις μεταβολές που σημειώθηκαν στην Αθήνα όσον αφορά τον τρόπο οικοδόμησης και τις συνθήκες κατοίκησης κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής και της όψιμης ρωμαϊκής περιόδου, και αφετέρου να παρουσιάσει τις σύγχρονες τάσεις της έρευνας όσον αφορά την πολιτισμική αφομοίωση της Ελλάδας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Από αυτή την άποψη η αρχιτεκτονική της κατοικίας μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντική, καθώς αντανακλά τον τρόπο διαβίωσης και τα πρότυπα κοινωνικής προβολής των ανώτερων τάξεων, τα οποία εισήχθησαν από τη Ρώμη. Επιπλέον, η ίδια η Αθήνα αποτελεί εξαιρετικό δείγμα, χάρη στην πληθώρα πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν τόσο κατά τη διάρκεια είκοσι ετών σωστικών αρχαιολογικών ανασκαφών όσο και, κυρίως, με την ευκαιρία της κατασκευής του μετρό. Παράλληλα με την παρουσίαση των προτύπων και των λειτουργιών του ιδιωτικού χώρου στην αθηναϊκή κοινωνία της αυτοκρατορικής περιόδου, της ύστερης αρχαιότητας και της πρώιμης βυζαντινής εποχής, στο άρθρο επιχειρείται η περιγραφή του τρόπου ζωής των εύπορων τάξεων και η ανάδειξη των τάσεων που έφεραν μακροπρόθεσμες αλλαγές στην ελληνική οικιστική παράδοση, ανανεώνοντας και εμπλουτίζοντάς την με δυτικά στοιχεία.
Αναπαράσταση της έπαυλης του Μάνιου Αντωνίνου (σχέδιο: Χρ. Τσακούμης, αρχιτέκτονας). Η ρωμαϊκή οικία του Μάνιου Αντωνίνου βρίσκεται στη Νικόπολη του Ν. Πρέβεζας και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα αστικής οικιστικής αρχιτεκτονικής ρωμαϊκών χρόνων, δεδομένου ότι διαθέτει όλα τα τυπικά γνωρίσματα της ρωμαϊκής οικίας – πρότυπο (domus). Η κύρια είσοδος της έπαυλης βρίσκεται στη νότια πτέρυγα του συγκροτήματος. Το κεντρικό τμήμα της πτέρυγας καταλαμβάνει ορθογώνια εσωτερική αυλή, το αίθριο (atrium), στο κέντρο της οποίας υπάρχει περίτεχνη αψιδωτή δεξαμενή (impluvium). Περιμετρικά του αιθρίου διατάσσονται οι χώροι υποδοχής και δεξιώσεως των επισκεπτών - πελατών (triclinia), το γραφείο του οικοδεσπότη (tablinum), καθώς και οι χώροι διημέρευσης της οικογένειας και του προσωπικού (cubicula, dormitoria). Προς βορρά υπάρχει ένας δεύτερος αύλειος χώρος, το τετράστυλο αίθριο (cavaedium tertastylum). Κατά μήκος της δυτικής πλευράς της οικίας διατάσσονται βοηθητικοί χώροι (μαγειρεία, αποθήκες, αποχωρητήρια) και δωμάτια για το βοηθητικό προσωπικό του σπιτιού. Μία δεύτερη είσοδος του σπιτιού, στην ανατολική πλευρά, οδηγεί σε περίστυλη αυλή με κήπο, το περιστύλιο (peristylium), νότια του οποίου εκτείνονταν ο κήπος της οικίας (viridarium) και βόρεια μικρό συγκρότημα ιδιωτικών λουτρών (balneae). Η έπαυλη διέθετε περίτεχνα ψηφιδωτά δάπεδα καθώς και άριστο αποχετευτικό δίκτυο και δίκτυο ύδρευσης. Η έπαυλη παρουσιάζει δύο οικοδομικές φάσεις. Η πρώτη χρονολογείται στο 2ο αι. μ.Χ., ενώ η δεύτερη (ανακαίνιση) στα μέσα του 3ου ή στον 4ο αι. μ.Χ.
Σπείρα σε πέτρα στο χωριό Παναγία της Ηρακλειάς. Οι επίκρουστες σπείρες που τα τελευταία δώδεκα χρόνια έχουν εντοπιστεί από αρχαιόφιλους στη νήσο Ηρακλειά Κυκλάδων και σύμφωνα με την ΚΑ΄ ΕΠΚΑ χρονολογούνται από την περίοδο της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (3η χιλιετία π.Χ.) θα πρέπει να μελετηθούν, να χαρτογραφηθούν και κυρίως να προστατευθούν. Μια επιφανειακή έρευνα από εξειδικευμένους αρχαιολόγους αναμφισβήτητα θα απέδιδε ενδιαφέροντα αποτελέσματα και θεωρείται επιβεβλημένη. Ανάλογες βραχογραφίες έχουν εντοπιστεί τα τελευταία χρόνια στις Κυκλάδες, στη Νάξο, την Άνδρο, την Αστυπάλαια κ.α. Επίσης πολλές είναι οι θέσεις με βραχογραφίες ανά την Ελλάδα, στο Παγγαίο, στη Μαρώνεια, στο Ασφέντου, στο Συκούριο κ.λπ. Ωστόσο, σπειροειδείς βραχογραφίες έχουν εντοπιστεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου. Με δεδομένο ότι δεν πρόκειται για ένα απλό σχήμα, είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι οι σπείρες είναι τόσο διαδεδομένες σε τόσο διαφορετικούς πολιτισμούς. Μέχρι σήμερα δεν έχει ερμηνευτεί επαρκώς ο λόγος που ώθησε τους ανθρώπους να σχεδιάσουν αυτές τις βραχογραφίες. Καθώς ο αριθμός των θέσεων όπου εντοπίζονται βραχογραφίες στην Ελλάδα αυξάνεται ολοένα, μία έρευνα για αυτές κρίνεται πλέον αναγκαία.
Διπλό ταυ από το ναό της Τραπεζάς. Διακρίνονται α) νησίδα σκληρού χάλυβα, και β) περιοχή συγκόλλησης. Η μελέτη των σιδερένιων συνδέσμων του ναού της Τραπεζάς, που βρίσκεται κοντά στο Αίγιο, έχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί αποκαλύπτει την τεχνολογία που εφαρμοζόταν κατά την Υστεροαρχαϊκή περίοδο, στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., στον τομέα της μεταλλουργίας του σιδήρου. Η μελέτη περιλαμβάνει α) τη μακροσκοπική και μεταλλογραφική εξέταση των δοκιμίων, β) τις μηχανικές τους ιδιότητες, γ) τη χημική τους σύνθεση, και δ) τα ενδιαφέρονται τελικά συμπεράσματα, που προκύπτουν κυρίως από τη σύγκριση με τη μεταλλουργική έρευνα γύρω από τους σιδερένιους συνδέσμους των ναών της Ακρόπολης του 5ου αιώνα π.Χ., που ο συγγραφέας είχε μελετήσει παλαιότερα.
Η Σκεπτόμενη Αθηνά. Ανάγλυφο, 460 π.Χ. Μουσείο Ακροπόλεως. Οι αρχές και οι νόμοι της Φυσικής διέπουν τη δημιουργία και την εξέλιξη του «σύμπαντος κόσμου», τη διάπλαση, τη διαμόρφωση και την εξέλιξη όλων των έμβιων και άβιων στοιχείων σε αυτό. Με τη μελέτη του «σύμπαντος κόσμου», ο Φυσικός ανακαλύπτει και θαυμάζει το μεγαλείο του «θείου» και της «αλήθειας», ενώ οδηγείται αυθόρμητα στην απόκτηση σχετικής αντίληψης και μεγέθους του «μέτρου». Οι αρχαίοι Έλληνες θεμελίωσαν την επιστημονική σκέψη, αντικαθιστώντας τις αντιλήψεις περί υπερφυσικών δυνάμεων με φυσικούς νόμους και αποδίδοντας φυσικά αίτια στα φυσικά φαινόμενα. Στον ελλαδικό χώρο της αρχαιότητας, όπου η θεότητα της σοφίας, της γνώσης, των επιστημών και των τεχνών, Αθηνά Παλλάδα, ήταν θηλυκού γένους, υπήρχαν γυναίκες των φυσικών επιστημών, ιδιαίτερα γνωστές και σεβαστές για το έργο τους. Από τα βιογραφικά τους στοιχεία αναδεικνύονται σημαντικά και χαρακτηριστικά κοινά σημεία τους. Σε όλη τη διάρκεια της εξέλιξης της Φυσικής έχουν υπάρξει και συμβάλει διάσημες και μη γυναίκες Φυσικοί. Παγκόσμιες και διαχρονικές σταθερές στην εξέλιξη αυτή, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, αποτελούν: τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, το μικρό ποσοστό τους και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.
Το Ζάππειο Μέγαρο. Το παρόν άρθρο αποτελεί συνέχεια προηγούμενου που είχε θέμα την προσπάθεια των πρωταγωνιστών της δημιουργίας της μετεπαναστατικής Αθήνας να εφαρμόσουν τις σύγχρονες ευρωπαϊκές αντιλήψεις περί αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, προθέσεις που όμως προσέκρουσαν στην έλλειψη των αναγκαίων δημοσίων γαιών. Τα ίδια ζητήματα προέκυψαν και μετά την άνοδο στο θρόνο του Γεωργίου Α΄, παρά τη συνεχή βελτίωση της ελληνικής πραγματικότητας. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα κοινά σημεία που συνδέουν τις περιόδους βασιλείας του Όθωνα και του Γεωργίου Α΄ ως προς τους λόγους της χωροθέτησης των δημοσίων κτηρίων της Αθήνας σε συγκεκριμένα σημεία είναι το ζήτημα των σχετικών οικοπέδων. Και αυτό γιατί, παρά τη διαφοροποίηση πολλών άλλων παραγόντων στη διαδικασία οικοδόμησης των κτηρίων δημόσιας χρήσης στην ελληνική πρωτεύουσα μετά την άνοδο στο θρόνο του Γεωργίου Α΄, ο παράγοντας οικόπεδο διατήρησε σχεδόν αμετάβλητη τη σημασία που είχε τον καιρό της οθωνικής βασιλείας.
Το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, γνωστό και ως «Παλαιό Παλάτι». Ο σχεδιασμός εσωκλίματος κτηρίων που στεγάζουν πολιτιστικές χρήσεις (εκθεσιακοί χώροι, μουσεία, ιστορικά κτήρια) απαιτεί εξειδίκευση και διεπιστημονική συνεργασία δεδομένου ότι πρέπει να συνδυάζει τις βέλτιστες συνθήκες τόσο για την προστασία των αντικειμένων όσο και για τη διατήρηση του κελύφους και την άνεση του κοινού. Για την ικανοποίηση του στόχου του εσωκλίματος του «κτηρίου-μουσείου», μελετώνται οι παράμετροι επιρροής της σταθερότητας του συστήματος, ορίζεται και εξηγείται ο μηχανισμός φθοράς και η συνδυαστική λειτουργία του και, τέλος, προτείνεται η μεθοδολογία του βιοκλιματικού σχεδιασμού. Συγχρόνως, γίνεται ιστορική αναδρομή στη προτυποποίηση των επιπέδων θερμοκρασίας, σχετικής υγρασίας, αερισμού για τις μουσειακές συλλογές και τις παραμέτρους που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωσή τους.
Αρχαιολογικό Μουσείο Καλύμνου. Άποψη της αναπαράστασης του παλαιοχριστιανικού τέμπλου του Αγ. Ιωάννη. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Καλύμνου λειτουργεί από το 2009 και βρίσκεται στον περιβάλλοντα χώρο του Αρχοντικού Βουβάλη στην Πόθια. Στον όροφο του μουσείου έχει διαμορφωθεί η βυζαντινή αίθουσα που περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά εκθέματα που προέρχονται από την ανασκαφική έρευνα στο νησί και από παραδόσεις ιδιωτών. Χρονολογικά καλύπτει το διάστημα από τον 5ο αιώνα μ.Χ. ως τη μεταβυζαντινή περίοδο. Η έκθεση αρχίζει με τα εισαγωγικά κείμενα και τους κατατοπιστικούς χάρτες σχετικά με τη μνημειακή τοπογραφία του νησιού. Τα εκθέματα συνοδεύονται από λεζάντες, σχεδιαστικές αναπαραστάσεις, επεξηγηματικά κείμενα. Κυριαρχεί η αναπαράσταση ενός μαρμάρινου τέμπλου από μια παλαιοχριστιανική βασιλική με αξιόλογα αρχιτεκτονικά μέλη.
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Αίθουσα της Θήρας. Οι τοιχογραφίες και τα αγγεία των δελφινιών, 2005. Η Προϊστορική Συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κατέχει κεντρική θέση μέσα στο μουσείο. Το 2004, με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το μουσείο κλήθηκε να παρουσιάσει μια νέα εκδοχή της Προϊστορικής Συλλογής. Η Προϊσταμένη της Συλλογής Προϊστορικών, Αιγυπτιακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Λένα Παπάζογλου-Μανιουδάκη κάνει μία αναδρομή στην ιστορία της Προϊστορικής Συλλογής, της πλουσιότερης και σημαντικότερης παγκοσμίως στο είδος της, από την πρώτη παρουσίαση των θησαυρών του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών το 1877 στην Εθνική Τράπεζα έως τη σύγχρονη επανέκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, που εγκαινιάσθηκε στις 24 Ιουνίου του 2004.
Το Κάστρο Χλεμούτσι. Μια εκδρομή στην Κυλλήνη προτείνεται στους αναγνώστες του περιοδικού σε αυτό το τεύχος. Αξιοθέατα: το κάστρο Χλεμούτσι, το σπήλαιο του Ερμή στο όρος Ζήρεια, το Μοναστήρι της Βλαχέρνας, αλλά και τα Λουτρά Κυλλήνης.
Αναπαράσταση σε κάτοψη της αρχαίας πόλεως Σάμου με τον «κλειστό» πολεμικό λιμένα. Παρουσίαση του "κλειστού" πολεμικού λιμένα της αρχαίας πόλεως της Σάμου, ο οποίος έγινε γνωστός ύστερα από υποβρύχιες αρχαιολογικές έρευνες που διενήργησε η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων κατά τα έτη 1988-1993-1994
Μ. Κορρές (επιμ.), Αττικής οδοί. Αρχαίοι δρόμοι της Αττικής, Μέλισσα, Αθήνα 2009. Διαλέξεις: Διαλέξεις της Β΄ ΕΠΚΑ, Φίλοι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Πρωτοβουλία για την Ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Διαλέξεις από την ΕΜΑΕΤ, Αναπαραστάσεις κατοίκων της Βακτριανής, Διαλέξεις στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Συνέδρια: Συνέδριο Φθιωτικής Ιστορίας, Ενδύεσθαι, Κυκλοφορία αρχαίων νομισμάτων, Το νόμισμα στην Πελοπόννησο, Images at work. Εκθέσεις: Η αρχαία Ερέτρια στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Γνωρίζω το νόμισμα. Βιβλία: Petros G. Themelis, Ancient Eleutherna, Sector I, Γιώργος Δ. Ματθιόπουλος, Ανθολόγιο Ελληνικής Τυπογραφίας, Μανόλης Κορρές (επιμ.), Αττικής οδοί. Αρχαίοι δρόμοι της Αττικής κ.ά.
Πομπηία, Νεκρή φύση, τοιχογραφία. Καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας η γεύση είναι συνώνυμη της αισθητικής απόλαυσης και κάποτε της συναισθηματικής πληρότητας. Τι σήμαινε όμως η γεύση για τον άνθρωπο στην αρχαιότητα και ποιο ρόλο έπαιζε στην καθημερινή του ζωή; Στο τεύχος αυτό, θα ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στην ιστορία της γεύσης, όπου θα επικεντρωθούμε στα πρωταρχικά υλικά της γευστικής δημιουργίας αναζητώντας τα ίχνη τους μέσα στο χρόνο.
Λεπτομέρεια ρωμαϊκού ψηφιδωτού από οικία στη Δάφνη, προάστιο της Αντιόχειας επί του Ορόντη. Τουρκία, 3ος αι. μ.Χ. Η γεύση είναι πρωταρχικό εργαλείο του ανθρώπινου σώματος για την ποιοτική αξιολόγηση των βρώσιμων υλικών. Είναι επίσης αυτή που μας χαρίζει την ευδαιμονία και την απόλαυση της ζωής, καθώς και τα ψυχικά βιώματα χρόνων του παρελθόντος. Οι γευστικές εμπειρίες που ακούμε από τους παλιούς καθώς και οι δικές μας αναμνήσεις του τυριού, της τομάτας, της ρίγανης, του ελαιολάδου θεωρούνται αποτυπωμένες στη μνήμη. Η γεύση είναι πολύτιμη και για την υπεράσπισή της έχουν γίνει πόλεμοι, δολοπλοκίες, συναλλαγές. Έχετε σκεφτεί τη ζωή σας χωρίς την αίσθηση της γεύσης, την κυρίαρχη αυτή δύναμη που τροφοδοτεί τη συνείδηση με τον άγνωστο γεωγραφικό προορισμό; Στo άρθρο παρουσιάζεται η ιστορία της γεύσης σε άμεση συσχέτιση με την ιστορία της Μαγειρικής Τέχνης.
Πορτρέτο νεαρού άνδρα. Εγκαυστική σε λινό, πιθανόν σάβανο, από την Αντινοόπολη. Αίγυπτος, περίοδος Σεβήρων (193-235 μ.Χ.). Στους αρχαίους έλληνες συγγραφείς απαντούν πολλά φυτικά ή ζωικά προϊόντα που χαρακτηρίζονται ως γλυκέα. Θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: (α) Προϊόντα που το ίδιο το όνομά τους τα χαρακτηρίζει γλυκέα, π.χ. γλυκάδιον, γλυκάνισον, γλυκύρριζα, γλυκύμηλον (ή μελίμηλον). (β) Προϊόντα που χαρακτηρίζονται γλυκέα για να διακρίνονται από προϊόντα της ίδιας ποικιλίας με άλλη γεύση, π.χ. πράσον. Και (γ) προιόντα που παράγονται από επεξεργασία κάποιας πρώτης ύλης, όπως γλυκύς οἶνος και γλυκέλαιον. Οι πάπυροι, τα όστρακα και άλλες γραφικές ύλες που βρέθηκαν στην Αίγυπτο αποτελούν μια χειροπιαστή εικόνα της χρήσης όλων αυτών των προϊόντων. Κυρίως τα γλυκέα προϊόντα, όπως αυτά διαχωρίστηκαν παραπάνω, αναφέρονται σε θεραπευτικές συνταγές, μαγικά κείμενα, καταλόγους προϊόντων, λογαριασμούς, ιδιωτικές επιστολές και σε σημειώσεις πάνω σε αμφορείς.
Ψηφιδωτό δάπεδο με το ιδιαίτερο εικονιστικό θέμα του «ασάρωτου οίκου». Πομπηία, Μουσεία Βατικανού, Ρώμη, 1ος αι. μ.Χ. Ο όρος οργανικά υπολείμματα έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στην αρχαιολογία, για να περιγράψει μια μεγάλη ποικιλία οργανικών καταλοίπων που έχουν κατά καιρούς αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών, είτε ως καθεαυτά ευρήματα είτε σε συνάρτηση με διάφορα αντικείμενα. Ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες οργανικών καταλοίπων τα λιπίδια έχει αποδειχθεί ότι «επιβιώνουν» για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην εσωτερική επιφάνεια αγγείων, σε οστά και δόντια ζώων και ανθρώπων, καθώς επίσης και στο έδαφος. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αναγκαία η χρήση αναλυτικών χημικών τεχνικών για τη διερεύνηση και ταυτοποίηση οργανικών καταλοίπων. Η ανάλυση οργανικών καταλοίπων μπορεί να συνεισφέρει στον ευρύτερο αρχαιολογικό προβληματισμό, προσφέροντας πληροφορίες και ενδείξεις σχετικά με τη χρήση των αγγείων, τις παλαιοδιατροφικές συνήθειες, την προετοιμασία και την κατανάλωση τροφής, το εμπόριο προϊόντων και τις τεχνικές στεγανοποίησης των αγγείων που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα.
Τριποδική χύτρα με υπολείμματα κηρών από φρούτα και φυλλώδη λαχανικά. Μοναστηράκι Αμαρίου Κρήτης, περ. 1700 π.Χ. Η μορφή και οι ιδιότητες των αυτοφυών φυτών δεν άλλαξαν ιδιαίτερα από την αρχαία εποχή μέχρι και σήμερα. Μεταβάλλεται όμως ο βαθμός εξάπλωσής τους και τελικά η ποσότητά τους. Στο θέμα της εξάπλωσης παίζουν ρόλο διάφοροι παράγοντες, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι οι περιβαλλοντικές αλλαγές και οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Στα καλλιεργούμενα φυτά έχουμε διάφορες αλλαγές, όπως εισαγωγή νέων ειδών μετά τις ανακαλύψεις νέων χωρών (τομάτα, πατάτα, φασόλια). Επίσης πολλά είδη καλλιεργούμενων φυτών βελτιώθηκαν, αυξήθηκαν οι αποδόσεις τους και τα χαρακτηριστικά (παράμετροι) της ποιότητας άλλαξαν προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο (π.χ. γεύση), αλλά οι βασικές τους ιδιότητες παρέμειναν περίπου ίδιες. Με βάση τα παραπάνω αλλά και την αλλαγή στην τεχνολογία τροφίμων, τα τρία γεγονότα-σταθμοί για την ιστορία της γεύσης είναι: ο αποικισμός της Αμερικής, η ανακάλυψη του ηλεκτρισμού και η βαθμιαία αστικοποίηση. Κατά το πρώτο ορόσημο ιθαγενή προϊόντα αντικαθίστανται με εισηγμένα για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των ανθρώπων για συγκεκριμένες γεύσεις (π.χ. το σιτάρι με το ρύζι, τα χαρούπια με τη σοκολάτα), ενώ τα υπόλοιπα χαρακτηρίζουν τις αλλαγές στον τρόπο παρασκευής τροφής και στη διαδικασία επιλογής πρώτων υλών. Σημείο τομής μεταξύ της παραδοσιακής και της σύγχρονης κουζίνας αποτελεί η δεκαετία του 1950, οπότε οι μεταβολές που έχουν επέλθει από όλα αυτά τα γεγονότα βρίσκουν την απόλυτη εφαρμογή τους στη βιομηχανοποίηση των μεθόδων παρασκευής και συντήρησης προϊόντων. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν υπάρχει σχέση μεταξύ συγκεκριμένων γεύσεων με αντίστοιχες ιδιότητες. Το θέμα είναι προσωπικό και υποκειμενικό. Κατά συνέπεια, η γνώση προέρχεται από την εμπειρία και τη συνεχή δοκιμή νέων γεύσεων. Η συλλογή εμπειριών σχετικών με τις γεύσεις που χάνονται εξαρτάται κατά μεγάλο βαθμό από την παράδοση, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι η πρωταρχική γνώση για τα γεννήματα της φύσης μεταδιδόταν από τη μητέρα στην κόρη. Από την άλλη πλευρά, η αστικοποίηση και η εγκατάλειψη της υπαίθρου συντελεί στην απώλεια του περιβάλλοντος που τροφοδοτεί τη γνώση αυτή και κατά συνέπεια στην απώλεια των παλαιών γεύσεων.
Χάλκινο κράνος από τους αρχαϊκούς τάφους του Τρεμπένιστε. Μουσείο Σόφιας. Πώς συνδέονται οι επτά Πέρσες αξιωματούχοι που μετά το 513 π.Χ. ζήτησαν από τον βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Α΄ γην και ύδωρ υπέρ του Δαρείου με τους αρχαϊκούς τάφους στο χωριό Τρεμπένιστε της πΓΔΜ που ήρθαν στο φως το 1918; Ο συγγραφέας, με βάση τις πληροφορίες του Ηροδότου και άλλα ιστορικά στοιχεία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι νεκροί που βρέθηκαν στο αρχαϊκό νεκροταφείο του Τρεμπένιστε είναι Πέρσες. Πιθανότατα δε, υποστηρίζει ο συγγραφέας, είναι οι επτά αξιωματούχοι αγγελιαφόροι με τους ακολούθους και τους υπηρέτες τους, οι οποίοι φονεύθηκαν από το γιο του Αμύντα Α΄, Αλέξανδρο Α΄, ύστερα από την εντελώς ανάρμοστη συμπεριφορά που επέδειξαν κατά το δείπνο που παρατέθηκε προς τιμήν τους. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Αλέξανδρος φρόντισε ώστε να συγκαλυφθεί η εξαφάνιση της περσικής αντιπροσωπείας.
Τα βιβλία εκτίθενται σε ειδικές βάσεις από πλεξιγκλάς. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Γνωρίζουμε την έννοια και τη σημασία της συντήρησης αρχαιοτήτων και έργων τέχνης σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές και απαιτήσεις; Γνωρίζουμε το πώς και γιατί συμβάλλει στην ποιότητα ζωής ενός ανθρώπου, ο οποίος δεν έχει άμεση σχέση με τα αντικείμενα μιας συλλογής; Αυτό το άρθρο πραγματεύεται το πώς η πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να διασωθεί από τη στιγμή που υπάρχει επίγνωση της σημασίας της. Ειδικά για τα ελληνικά δεδομένα η προληπτική συντήρηση είναι η απάντηση σε όσους αποφαίνονται με απαισιοδοξία: "Τόσα αντικείμενα σαπίζουν στις αποθήκες. Ποτέ δεν θα συντηρηθούν”.
Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Στο προηγούμενο τεύχος διακρίναμε τις κατηγορίες κτηρίων πολιτιστικής χρήσης και δώσαμε εκτενή ορισμό του βιοκλιματικού σχεδιασμού, αναφερθήκαμε στην προληπτική συντήρηση και τις παραμέτρους που επηρεάζουν το εσωτερικό περιβάλλον των πολιτιστικών-εκθεσιακών χώρων και, τέλος, κάναμε μια ιστορική αναδρομή στην προτυποποίηση των επιπέδων θερμοκρασίας, σχετικής υγρασίας και αερισμού των μουσειακών συλλογών. Στο τεύχος αυτό, παρουσιάζεται αναλυτικά η διαδικασία σχεδιασμού του εσωτερικού περιβάλλοντος ενός κτηρίου πολιτιστικής χρήσης.
Η Ακρόπολη των Αθηνών από την πλατεία Συντάγματος, π. 1855/58. Φωτογραφία: Δ. Κωνσταντίνου. Η διαδρομή από το νεοκλασικό περίτεχνο σπίτι της Αθήνας στη σημερινή πολυκατοικία είναι μια διαδρομή που έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε. Είναι η διαδρομή κατά την οποία η αρχιτεκτονική παράδοση παραδίδεται στα πολυώροφα κτίρια. Είναι η διαδρομή όπου οι οικιστικές ανάγκες οδηγούν στην πολυκατοικία και −το χειρότερο− στην αυθαίρετη δόμηση που ταλάνιζε και ταλανίζει τη χώρα μας.
Αγρόκτημα Μοδίου, βόρεια όψη. Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται το ιστορικό αγρόκτημα Σταθάτου στο Μόδι του νομού Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για ένα πρότυπο για την εποχή του αγρόκτημα, που οργανώθηκε κατ’ αναλογία των μεγάλων αγροκτημάτων της Ευρώπης του τέλους του 19ου αιώνα. Παρουσιάζεται η αρχιτεκτονική, ιστορική και φωτογραφική τεκμηρίωση του συγκροτήματος καθώς και η πρόταση μετατροπής του σε Γεωργοκτηνοτροφικό Μουσείο.
Παρασκευή και χρήση του φυτού Guayaco για τη θεραπεία της σύφιλης, Jan van der Straet, π. 1570. Το βιβλίο Η Σύφιλις και οι συγκάκουργοί της, που εκδίδεται το 1922, είναι μία προσπάθεια του ιατρού Γ. Κατσαίνου να περιγράψει τη σύφιλη, που είχε ταλαιπωρήσει επί σειρά αιώνων τόσο τα ατυχή θύματα που προσβλήθηκαν από τη νόσο όσο και την ιατρική κοινότητα, η οποία αναζητούσε επίμονα μία αποτελεσματική και χωρίς επώδυνες παρενέργειες θεραπεία. Το βιβλίο χωρίζεται σε 3 μέρη: το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στον ορισμό της σύφιλης ως μολυσματικής και κληρονομικής ασθένειας, το δεύτερο στις μεθόδους θεραπείας της, ενώ το τρίτο πραγματεύεται την «αντίδραση Βάσσερμεν» και το συσχετισμό σύφιλης-γάμου. Μεγάλο μέρος, ωστόσο, του βιβλίου καταλαμβάνει ο πρόλογος και η εισαγωγή. Στον πρόλογο επιχειρείται μία ιστορική αναδρομή στην πρώτη εμφάνιση της νόσου και παρατίθενται αναλυτικά η πρωτόγονη αντιμετώπιση των συφιλιδικών από το σύνολο της κοινωνίας αλλά και τα μεσαιωνικά βασανιστήρια που υπέστησαν στα κατ’ ευφημισμόν νοσοκομεία της εποχής. Στην εισαγωγή δίνονται τα γενικά χαρακτηριστικά της σύφιλης και οι τρόποι μετάδοσής της. Ο συγγραφέας τονίζει τη σημασία της πρόληψης της ασθένειας και την αποφυγή συνηθειών που επιδεινώνουν την υγεία του συφιλιδικού ή επιταχύνουν την εκδήλωση σοβαρότερων συμπτωμάτων. Αυτές οι συνήθειες είναι κατά τον συγγραφέα οι «ηθικοί συγκάκουργοι» της σύφιλης. Εκτενής αναφορά γίνεται και στους τρόπους θεραπείας του συφιλιδικού. Ο συγγραφέας εκθέτει με αντικειμενικότητα τα δεδομένα της εποχής, εκφράζει, ωστόσο, έντονα τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι χιλιάδες αθώοι συφιλιδικοί έπεσαν θύματα παράνομου πλουτισμού ή υπέστησαν εξαιρετικά επώδυνες θεραπείες αμφιβόλου αποτελεσματικότητας. Με το πόνημα αυτό ο Γ. Κάτσαινος επιχειρεί να ενημερώσει, να ασκήσει κριτική και να σταθεί αρωγός σε όσους ενδιαφέρονται για τη σύφιλη, σε μία εποχή που η απουσία έγκυρης πληροφόρησης, οι προκαταλήψεις και η βραδεία επιστημονική πρόοδος, δημιουργούσαν ένα ιατρικό και παράλληλα ένα κοινωνικό-ηθικό πρόβλημα για τους επονομαζόμενους «αφροδισιακούς».
Πρόταση του Γ.Π. Λάββα για την ανέγερση μιας νέας ορθόδοξης εκκλησίας στο «Μπασίς». Ο Γεώργιος Π. Λάββας, Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής Ρυθμολογίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής, είχε αναπτύξει έναν έντονο προβληματισμό ως προς το ζήτημα της ανανέωσης της ορθόδοξης ναοδομίας και τέχνης. Η κριτική του εστιαζόταν στην ιδεοληπτική επιλογή συγκεκριμένων τύπων της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και στην άκριτη υιοθέτησή τους. H ανάθεση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως του σχεδιασμού του ναού του Απ. Παύλου στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Γενεύη τού επέτρεψε να αναπτύξει έμπρακτα τους θεωρητικούς αυτούς προβληματισμούς. Δύο είναι τα κυρίαρχα στοιχεία που περιγράφουν το συνθετικό πρόγραμμα του ναού: α. η υπερβατική χρήση του φωτός με την ιεραρχημένη ποσοτικά και ποιοτικά εισαγωγή του, β. η επανερμηνεία του κοσμικού συμβολισμού του τρούλου με τη μορφή ελλειψοειδούς βούτας. Στα σχέδιά του για την ανέγερση ενός νέου ορθόδοξου ναού στην περιοχή «Μπασίς» Θεσσαλονίκης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επιχείρησε την ελεύθερη και δημιουργική σύνθεση στη βάση ενός συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού προτύπου, του οκταγωνικού ναού του Καθίσματος της Παναγίας. Απώτερος στόχος του ήταν να υπάρξει επιτέλους ένας γόνιμος και δημιουργικός διάλογος με την παράδοση, μια ανανέωση που δεν θα πηγάζει από φορμαλιστικούς ιδεασμούς αλλά από τις εσωτερικές δομές που μέχρι σήμερα προώθησαν τη δημιουργική της εξέλιξη.
Ο Λουτήρας του Χώρου 2 του λουτρικού συγκροτήματος Αγίας Παρασκευής από δυτικά. Η μελέτη αυτή παρουσιάζει τα πρώτα αποτελέσματα της σωστικής ανασκαφής ενός λουτρικού συγκροτήματος των ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών κατασκευής αποχετευτικού συστήματος στον Λιμένα Χερσονήσου, στην Κεντρική Κρήτη. Τα κατάλοιπα χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους, ενώ στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους το λουτρικό συγκρότημα υπέστη αλλαγές στον οικοδομικό ιστό και στη χρήση του. Στο πρώτο μέρος του άρθρου εξετάζεται η στρωματογραφία, ενώ στο δεύτερο και στο τρίτο μέρος τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών και των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων αντίστοιχα. Το τελευταίο μέρος του άρθρου αναφέρεται στην επαναχρησιμοποίηση του λουτρού κατά την ύστερη αρχαιότητα. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν πως το λουτρικό συγκρότημα πιθανότατα είχε εκείνη την περίοδο εργαστηριακή και οικιακή χρήση, βασιζόμενοι τόσο στα κατάλοιπα και τα κινητά ευρήματα της δεύτερης φάσης του συγκροτήματος όσο και σε άλλα γνωστά παραδείγματα του μεσογειακού χώρου κατά την ύστερη αρχαιότητα.
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Ξύλινη σαρκοφάγος της Μπαχταμόν, κυρίας του σπιτιού. Ο αρχαίος αιγυπτιακός πολιτισμός αντιπροσωπεύεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ήδη από το 1890. Η υπεύθυνη της Αιγυπτιακής Συλλογής, Ελένη Τουρνά, παρουσιάζει την επανέκθεση των 1.230 αρχαιοτήτων, που εγκαινιάσθηκε στις 14 Μαΐου του 2008.
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, άποψη της αίθουσας 13 με τους κούρους (2004). Ο κύριος λόγος της ίδρυσης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ήταν να συγκεντρώσει και να στεγάσει τα αρχαία ελληνικά γλυπτά αριστουργήματα που βρίσκονταν σε διάφορες δημόσιες αρχαιολογικές συλλογές της Αθήνας. Η μεταφορά των γλυπτών αυτών στις πτέρυγες του κτηρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου άρχισε το 1874. Η ιστορία της Συλλογής Γλυπτών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, μιας από τις πλουσιότερες και σημαντικότερες στον κόσμο, παρουσιάζεται από την αρχαιολόγο και επιμελήτρια της συλλογής Έλενα Βλαχογιάννη.
Γενική άποψη του υψώματος του Γλα. Μια εξόρμηση στην Κωπαΐδα, στα ίχνη των αρχαίων Μινύων, προτείνει σε αυτό το τεύχος το περιοδικό Αρχαιολογία. Εκεί, στον βορειοανατολικό μυχό της λίμνης βρίσκεται ένα βραχώδες έξαρμα με μυκηναϊκά κατάλοιπα, το οχυρό που είναι γνωστό με το όνομα Γλας. Τη λίμνη Κωπαΐδα πλαισίωναν στην αρχαιότητα 66 πόλεις. Σύμφωνα με αρχαιολογικές μελέτες, τον 15ο-14 αι. π.Χ., έγιναν οι πρώτες εργασίες αποξήρανσης της λίμνης, και το μυκηναϊκό οχυρό, που πριν την αποστράγγιση ήταν νησί, χρησίμευε ως κέντρο διοίκησης των εργασιών αυτών.
Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου Ιστορία της Γεύσης, του Πολ Φρίντμαν (επιμ.), μτφρ. Βίκη Ποταμιάνου, εκδ. Polaris, Αθήνα 2009.
Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου Η μαγειρική της αρχαιότητας, των Andrew Dalby / Sally Grainger, μτφρ. Νίκη Ζωγράφου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2002.
Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου Ελλήνων Διατροφή, Μέτρον Άριστον, της Τ. Δαφερέρα, εκδ. Γραφίδα, Αθήνα 2004.
Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου Tanning in Cyprus from the 16th to the 20th Century. From Traditional Tanneries to Modern Industries, της Ευφροσύνης Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου, Λευκωσία 2009.
Προσωπογραφία του Σερ Κέννεθ Ντόβερ, Colin Dunbar. Λάδι σε καμβά, 2006. Νεκρολογία του κλασικού φιλόλογου και φιλέλληνα Σερ Κέννεθ Ντόβερ από τον Ιωάννη Πετρόπουλο.
Η Λένα Βουδούρη, σκηνοθέτις της ταινίας «Ο Μίλλερ της Νεμέας», μαζί με τον Μάνο Ζαχαρία. Παρουσίαση των βραβείων της 8ης Διεθνούς Συνάντησης Αρχαιολογικής Ταινίας του Μεσογειακού Χώρου που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο στην Αθήνα.
Journal of Mediterranean Archaeology, λογότυπο Παρουσίαση του άρθρου "The perceived value of Minoan and Minoanizing pottery in Egypt" της Caitlin E. Barrett, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Mediterranean Archaeology, στο τεύχος 22/2 (2009).
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Ελληνικά ευρήματα και μελέτες με μοναδική σημασία -Ημερίδα Αρχαιομετρίας στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης -Νέο "ηλεκτρονικό" περιοδικό Αρχαιομετρίας -Συνέδρια με επίκεντρο την κυπριακή πολιτισμική κληρονομιά
Οι δύο μαρμάρινοι κούροι της Αρχαϊκής εποχής που βρέθηκαν στα χέρια αρχαιοκαπήλων. Ειδήσεις: Οι κούροι της Κορινθίας, Ψηφιδωτό στο Θησείο, Ευρήματα στην Αμαλιάδα, Εκσυγχρονισμός για το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους, Πρόσωπο του 2011 η Μύρτις κ.ά. Συνέδρια: Μινωική Αρχαιολογία, Οι πολιτισμοί του Αιγαίου και της Δυτικής Ανατολίας, Υστερορωμαϊκή κεραμική στις χώρες της Μεσογείου, Αρχαιότητα και νεοελληνικός πολιτισμός. Εκθέσεις: Ο Μέγας Αλέξανδρος στα Ιωάννινα, Ερνέστος Τσίλλερ (1837-1923), Οι θησαυροί του Νομισματικού Μουσείου, Σάμαινα, Η Ερέτρια και οι ελβετοί αρχαιολόγοι. Βιβλία: Αγγελική Γ. Σίμωση, Ο "κλειστός" πολεμικός λιμένας της Σάμου. Χάρης Μιχ. Κουτελάκη, Αιγαίο και χάρτες με ανατρεπτική ματιά. Philippe Bruneau, Οδηγός της Δήλου κ.ά.
Αμφορείς in situ από το ναυάγιο κλασικών χρόνων στη νήσο Πολύαιγο. Το πλούσιο έργο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων που ιδρύθηκε το 1976 έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν οι αναγνώστες του περιοδικού, μέσα από μία εκτενή παρουσίαση και εντυπωσιακές φωτογραφίες. Το κείμενο υπογράφει η Αγγελική Σίμωσι, Αναπληρώτρια Προϊσταμένη της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων.
Λεπτομέρεια μικρογραφίας, κώδ. Par.Gr. 135 φ. 19v. Γαλλία 1362. Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Στο δεύτερο αυτό μέρος του αφιερώματος στη Γεύση, θα εξερευνήσουμε την εξέλιξη των γευστικών προτιμήσεων στην υπερχιλιετή περίοδο του Βυζαντίου και συγκεκριμένα την εξέλιξη των διατροφικών συνηθειών από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα στον Νέο Ελληνισμό. Ποια πιάτα έβρισκαν θέση στο τραπέζι του Βυζαντινού; Ποιο ρόλο έπαιξε η χριστιανική νηστεία στη διαμόρφωση της νεοελληνικής γεύσης; Ποιοι παράγοντες καθορίζουν το τι θεωρείται γευστικό σε κάθε περίοδο, ή πώς επηρεάζουν οι λιπαρές ύλες τις γαστρονομικές επιλογές μιας περιοχής; Το αφιέρωμα σε αυτό το τεύχος κλείνει με μια αναδρομή στις ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας του 4ου αι. π.Χ., προκειμένου να διερευνηθεί η ευρεία παραγωγή ιχθυοπινακίων και, κατ' επέκταση, ο ρόλος του ψαριού ως διατροφικού είδους στην αρχαία Ελλάδα.
Προετοιμασία φαγητού σε χύτρα και πανέρι με άρτους. Οκτάτευχος, 12ος αι. Μονή Βατοπεδίου, Άγιον Όρος, κώδ. 602, φ. 417α. Η προετοιμασία και η κατανάλωση της τροφής είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την καθημερινότητα του ανθρώπου σε όλες τις περιόδους της ιστορίας του. Γι’ αυτό και η μελέτη των διατροφικών συνηθειών συνιστά δρόμο σίγουρο για να εξερευνήσει κανείς την κοινωνία που αυτές χαρακτηρίζουν. Μιλώντας για διατροφικές συνήθειες αναφερόμαστε ταυτόχρονα σε υλικά, σε σκεύη σερβιρίσματος, αποθήκευσης και προετοιμασίας, σε επαναλαμβανόμενες καθημερινές πράξεις, σε συνταγές, σε παραμέτρους οικονομικής φύσης. Τι επιλέγει λοιπόν να φάει ο Βυζαντινός; Πώς παράγει ή προμηθεύεται τις πρώτες ύλες; Πώς τις διατηρεί; Ποιες είναι οι συνταγές και οι συνδυασμοί που προτιμά; Πώς στρώνει το τραπέζι του; Πότε γευματίζει; Μέσα από όλα αυτά και πολλά άλλα σχετικά ερωτήματα, που αποκαλύπτουν ένα σύστημα διατροφικής εμπειρίας, αγγίζουμε έναν ολόκληρο κόσμο, περιηγούμαστε με σίγουρα βήματα στο παρελθόν και ανακαλύπτουμε ουσιαστικές πτυχές του πολιτισμού του. Και από το ταξίδι αυτό στις γεύσεις αποκαλύπτεται ένας κόσμος οικείος και ξένος. Ένας κόσμος που μας τροφοδότησε με τα βασικά στοιχεία της διατροφής μας αλλά που έζησε χωρίς ντομάτα, με τον γάρο, σάλτσα που μυστηριωδώς εξαφανίζεται τον 16ο αιώνα, να κυριαρχεί στα πιάτα του. Ένας κόσμος με άλλες γευστικές εμπειρίες, χωρίς ηλεκτρικό και τεχνητή ψύξη, που αφιέρωνε πολύ χρόνο γύρω από τη διασφάλιση και την προετοιμασία της τροφής του, με διαφορετικούς από εμάς ρυθμούς, προτιμήσεις και προβλήματα.
Λιτό μοναστηριακό γεύμα. Μονή Κασταμονίτου (Κωνσταμονίτου), Άγ. Όρος. Η τροφή είναι ένα από τα πιο σταθερά στοιχεία στην αγροτική παραδοσιακή κοινωνία, εφόσον είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων, όπως η οικονομία, οι κοινωνικές δομές, η πολιτισμική ανάπτυξη, που μεταβάλλονται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς. Η στενότητα των οικονομικών και φυσικών πόρων διαμορφώνει τις πατροπαράδοτες αντιλήψεις και συνήθειες, ιδιαίτερα των αγροτικών πληθυσμών, και το διαιτολόγιο εγγράφεται στη μακρά ιστορική διάρκεια. Στον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό παρασκευάζονται και καταναλώνονται συγκεκριμένες τροφές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ακολουθώντας το λαϊκό εορτολόγιο. Η νηστεία στην Ορθοδοξία, όπως αυτή έχει καθιερωθεί να τηρείται κατά τους τελευταίους αιώνες με τον ακριβή χρονικό προσδιορισμό των κανόνων της μέσα στον κύκλο του έτους, είναι αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας που περιλαμβάνει πολλές συζητήσεις και διαφωνίες και άρχισε από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Όπως έχουν παρατηρήσει πολλοί ερευνητές, επιβάλλει την αποχή από ορισμένα είδη τροφών αλλά και ποτών, δηλαδή μια διαιτολογία και όχι πλήρη αποχή από κάθε τροφή όπως σε άλλες θρησκείες και πολιτισμούς. Το γεγονός αυτό, η ευρύτερη αποδοχή της και το ότι αποτελεί ένα από τα πιο έντονα θρησκευτικά βιώματα του λαού την καθιστά ιδιαίτερα σημαντική ως πολιτισμικό φαινόμενο.
Απεικόνιση επεξεργασίας των καρπών του φοίνικα. Μικρογραφία χειρογράφου, 12ος αι. Μονή Μεγίστης Λαύρας, Άγ. Όρος. Στην παρούσα εργασία αξιοποιούνται λαογραφικά και ιστορικά τεκμήρια, καθώς και προφορικές μαρτυρίες που συγκεντρώθηκαν στο πεδίο, για να διερευνηθεί ποιες ήταν οι λιπαρές ύλες που χρησιμοποιήθηκαν στη διατροφή κατά τους νεότερους χρόνους στην Κύπρο και πώς αυτές συνδέονται με την τοπική κουζίνα και την κουλτούρα της διατροφής. Τα πιο διαδεδομένα από τα προστιθέμενα λίπη στη δίαιτα των Κυπρίων ήταν το ελαιόλαδο και η σοιρόμιλλα, το λιωμένο δηλαδή λίπος του χοίρου. Αν και η μίλλα θεωρούνταν ότι υστερεί σε οργανοληπτικά χαρακτηριστικά σε σχέση τόσο με το ελαιόλαδο όσο και με το βούτυρο του γάλακτος, στις περιοχές που δεν παρήγαγαν ελαιόλαδο ήταν συχνά η μοναδική λιπαρή ύλη των νοικοκυριών. Η μίλλα του χοίρου χρησιμοποιείτο κυρίως στο μαγείρεμα, αλλά και ως ένα είδος βουτύρου για επάλειψη. Στα χωριά της Καρπασίας, στη βορειοανατολική Κύπρο, έφτιαχναν από τη μίλλα τις μιλλόπιτες, ένα ιδιαίτερο γλυκό έδεσμα. Οι γαστρονομικές επιλογές των Κυπρίων χωρικών αντανακλούν την προσπάθειά τους να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις όποιες πηγές λίπους μπορούσε το περιβάλλον να τους διαθέσει. Στις πιο φτωχές από τις περιοχές της Κύπρου, μην έχοντας πρόσβαση σε επαρκείς ποσότητες ελαιόλαδου, οι χωρικοί χρησιμοποιούσαν επικουρικά έλαια που παραλάμβαναν προστρέχοντας στην άγρια χλωρίδα του νησιού, όπως το αρκόλαο, το πικρό δηλαδή λάδι των αγριελιών, το σχιννέλαιο και το τερεβινθέλαιο. Μετά το 1960, η χρήση των παραδοσιακών λιπαρών υλών, όπως η μίλλα, υποχώρησε πολύ και τη θέση τους κατέλαβαν οι «νεότερες» λιπαρές ύλες, τα διάφορα σπορέλαια.
Ιχθυοπινάκιο από την Κανόσα της Απουλίας. Τρίτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Αδημοσίευτο. Συλλογή Florence Gottet. Τα ιχθυοπινάκια, δημοφιλή ερυθρόμορφα αγγεία στην αρχαιότητα, διακρίνονται για το χείλος με το κάθετο περιχείλωμα και μια μικρή κεντρική κοίλανση. Η βάση τους ποικίλλει. Διακρίνονται επίσης για τις ιδιαίτερα εντυπωσιακές παραστάσεις ιχθύων και άλλων θαλάσσιων όντων στην επιφάνειά τους. Εξαιτίας των παραστάσεων αυτών, αλλά και λόγω του σχήματός τους, θεωρήθηκε ότι χρησιμοποιούνταν για το σερβίρισμα του ψαριού. Ωστόσο, τα αρχαιολογικά δεδομένα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ταφικά αγγεία. Σε αναζήτηση της χρήσης των ιχθυοπινακίων στην αρχαιότητα, ο Christian Zindel εξετάζει το ρόλο του ψαριού στην αρχαία ελληνική διατροφή, τους συμβολισμούς της θάλασσας και του Κάτω Κόσμου και τις σχετικές δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων. Στη συνέχεια, κάνει τη διάκριση μεταξύ αττικών και κατωιταλιώτικων αγγείων και τονίζει τις μορφολογικές διαφορές τους, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα ιχθυοπινάκια στην Κάτω Ιταλία χρησίμευαν κατά κανόνα ως κτερίσματα, σε αντίθεση με εκείνα της μητροπολιτικής Ελλάδας, που θα πρέπει να είχαν κυρίως οικιακή χρήση. Το άρθρο αποτελεί σύνοψη του καταλόγου της έκθεσης της Συλλογής Florence Gottet, η οποία περιλαμβάνει ιχθυοπινάκια κυρίως από τις ελληνικές αποικίες στη Δυτική Μεσόγειο (Σικελία, Καμπανία και Απουλία), όπου τα αγγεία αυτά γνώρισαν μεγάλη διάδοση.
Αρχαιολογικός χώρος Φιλίππων, το Βαλανείο. Άποψη από ανατολικά. Από τους προϊστορικούς χρόνους ο άνθρωπος δεν έπαψε να αναζητά πηγές, ποταμούς και λίμνες για να εξασφαλίσει το νερό, απαραίτητο αγαθό για την επιβίωσή του. Δεν θα μπορούσε βέβαια να αποτελέσει εξαίρεση η περιοχή των αρχαίων Φιλίππων, αφού συγκέντρωνε πολλά πλεονεκτήματα. Ο σπουδαιότερος ποταμός είναι ο Αγγίτης. Από το πλήθος των μικρών ποταμών, ρυακιών και χειμάρρων, που χύνονται στον Αγγίτη, ο πιο αξιόλογος είναι ο αρχαίος Γαγγίτης ή Ζιγάκτης ή Βοϊράνης. Πηγές με άφθονο νερό υπάρχουν στους πρόποδες του Παγγαίου, αλλά και στα γύρω βουνά. Για την ύδρευση των Φιλίππων κατασκευάστηκε δίκτυο ύδρευσης, που χρονολογείται στην εποχή των Αντωνίνων. Το δίκτυο αυτό ξεκινούσε από τις πηγές του Κεφαλαρίου ή Βοϊράνης, περίπου 8 χλμ. βορειοδυτικά των Φιλίππων, απ’ όπου και σήμερα υδροδοτούνται οι γειτονικές πόλεις, όπως το Δοξάτο, το Κεφαλάρι και η πόλη της Καβάλας. Η κατασκευή του αγωγού εσωτερικά είναι πολύ επιμελημένη. Επάνω σε ειδικό στρώμα υποθεμελίωσης εδράζονται πήλινες πλάκες που καλύπτουν όλο τον πυθμένα του. Στα πλευρικά τοιχώματα και στον πυθμένα υπάρχει στρώση ασβεστολιθικού κονιάματος, στο οποίο επιστρώνεται υδραυλικό επίχρισμα. Ο αγωγός σώζεται σε ορισμένα μόνο σημεία και για το λόγο αυτό δεν είναι γνωστό το ακριβές σημείο απ’ όπου αντλούσε το νερό η ρωμαϊκή και η μετέπειτα παλαιοχριστιανική πόλη. Από τα σωζόμενα τμήματα και τις κλίσεις του εδάφους μπορούμε να προσδιορίσουμε το ακριβές σημείο των αρχαίων πηγών και την παροχή του νερού που έφτανε στη ρωμαϊκή πόλη.
Παζάρι της Λάρισας. Επιχρωματισμένη χαλκογραφία. Σχέδιο Gropius, χάραξη Jugel. Εθνική Βιβλιοθήκη. Οι ρίζες του θεσμού της εμποροπανήγυρης ανιχνεύονται στην αρχαιότητα. Η ρωμαϊκή νομοθεσία απαγόρευε σε πρόσωπα που κατείχαν δημόσια αξιώματα την ενασχόληση με το εμπόριο. Η βυζαντινή αριστοκρατία, όμως, αναμειγνυόταν στο κερδοσκοπικό εμπόριο, εκμεταλλευόμενη μάλιστα μερικές συγκυρίες. Επιδίωξη του εμπορίου άλλωστε ήταν πάντοτε το κέρδος. Στο Βυζάντιο, εμπόριο, αγορές και πειρατεία συνυπήρχαν. Το βυζαντινό πανηγύρι εντάσσεται στους κόλπους της εκκλησίας και προστατεύεται από το βυζαντινό δίκαιο, δεδομένου ότι αποτελούσε υποστηρικτική δομή ανάπτυξης του εσωτερικού εμπορίου. Η θρησκεία τότε νοηματοδοτούσε το χρόνο των κοινωνιών (θρησκευτικές γιορτές, αργίες, αγροτικές εργασίες, εμποροπανηγύρεις). Η ευελιξία ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των πανηγυριών. Ο μεγάλος αριθμός εμποροπανηγύρεων που οργανώνονταν στο Βυζάντιο, αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα για τη συμβολή τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας του ελλαδικού χώρου, ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα, διεξάγονταν ετήσιες εμποροπανηγύρεις, τονωτικές της τοπικής οικονομίας στην Πελοπόννησο (Τρίπολη, Μυστράς, Καλάβρυτα), στη Θεσσαλία (Λάρισα, Μοσχολούρι, Ελασσόνα, Φάρσαλα), την Ήπειρο (Ιωάννινα, Άρτα, Κόνιτσα, Παραμυθιά) κ.α.
Ποδέα με επιρραμμένα τμήματα υφασμάτων προερχόμενα από ιερατική «stole» (Μονή Βατοπαιδίου). Η stole είναι ιερατικό ένδυμα της Δυτικής Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια ηλεκτρονικής καταγραφής των σκευοφυλακίων μονών του Αγίου Όρους, που έγινε από τον συγγραφέα σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, βρέθηκε μια μικρή, αδημοσίευτη, ομάδα ορθόδοξων διακοσμητικών και ιερατικών υφασμάτων, που έφεραν επιρραμμένα τμήματα από stole. Στην εργασία αυτή παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας, γίνεται αναφορά στην προέλευση και την ιστορία της stole, και περιγράφονται τα τεχνικά χαρακτηριστικά της.
Από το βιβλίο ιστορίας της Γ’ Δημοτικού (σ. 139). Στο άρθρο αυτό εστιάζουμε στην εικονογράφηση των σχολικών βιβλίων Ιστορίας του δημοτικού σχολείου και ερευνούμε εάν διαμορφώνουν στάσεις και δημιουργούν κίνητρα για το πλησίασμα των πολιτιστικών αγαθών που εκτίθενται στα μουσεία. Η παιδαγωγική αρχή που ακολουθείται στο εικονογραφικό πρόγραμμα των σχολικών βιβλίων της Ιστορίας, υποστηρίζει ότι η εικονογράφηση, εκτός από αισθητικά ενδιαφέρουσα, διευρύνει μαθησιακά και να εμπλουτίζει το θέμα που διδάσκεται με σκοπό οι μαθητές να μάθουν, να συνδυάσουν ήδη αποκτημένες γνώσεις, να αναρωτηθούν, να κατηγοριοποιήσουν, να συγκρίνουν, να βγάλουν συμπεράσματα. Οι παραπάνω μαθησιακοί στόχοι εξυπηρετούνται από εκπαιδευτικές στρατηγικές οι οποίες εμπλέκουν στο μάθημα την ανάγνωση των εικόνων από τους μαθητές. Οι εικόνες κάθε κεφαλαίου αποτελούν από μόνες τους διδακτικές μονάδες και λειτουργούν στη συγκεκριμένη περίπτωση ως μεσάζοντες μεταξύ των μαθητών και των μουσειακών/ιστορικών τεκμηρίων βοηθώντας έτσι να χτιστεί μια γόνιμη σχέση των παιδιών με το παρελθόν. Πρόκειται για μια ενεργητική μέθοδο προσέγγισης προς τα πολιτισμικά αντικείμενα, μέσω της οποίας αναπτύσσονται ποικίλες δεξιότητες.
Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας. Αίθουσα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας (ΑΜΜ) αποτελεί χώρο έκθεσης των αρχαιολογικών θησαυρών του νομού και, ταυτόχρονα, ζωντανό φορέα πολιτισμού. Η μόνιμη έκθεση φιλοξενείται σε νέο κτίριο, το οποίο δημιουργήθηκε στο σημείο όπου βρισκόταν η Παλαιά Δημοτική Αγορά της Καλαμάτας και οι σχετικές αρχιτεκτονικές αναφορές είναι εμφανείς. Η έκθεση συνίσταται στη χαρτογράφηση και παρουσίαση των σημαντικότερων θέσεων και μνημείων της μεσσηνιακής γης μέσω επιλεγμένων ευρημάτων. Οι δράσεις λειτουργίας και προβολής του ΑΜΜ χαρακτηρίζουν την παρουσία του και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της διαχείρισης του. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα, η ιστοσελίδα, οι ξεναγήσεις, το λογότυπο, ο περιοδικές εκθέσεις και οι ενημερωτικές κάρτες αποτελούν αναπόσπαστα μέρη τόσο της ερμηνευτικής πολιτικής του Μουσείου όσο και της προσέλκυσης επισκεπτών.
Καρθαία Κέας. Ο ναός του Απόλλωνος μετά το πέρας των εργασιών. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Καρθαίας, μίας από τις τέσσερις πόλεις-κράτη της αρχαίας Κέας, βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, απέναντι από την Κύθνο, και εποπτεύουν τον όρμο «Πόλες». Η δυσπρόσιτη θέση της Καρθαίας συνετέλεσε στο να παραμείνουν αλώβητα τόσο τα αρχαία κατάλοιπα όσο και το τοπίο από τις καταστροφές που έχουν προκαλέσει ο μαζικός τουρισμός και η αλόγιστη γεωργική ή βιομηχανική εκμετάλλευση. Δυνατότητα συντήρησης και αποκατάστασης των τεσσάρων πιο επιβλητικών οικοδομημάτων της ακρόπολης της Καρθαίας, δηλαδή των ναών του Απόλλωνος και της «Αθηνάς», του Πρόπυλου και του κτηρίου D, αλλά και ανάδειξης της περιοχής σε οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο έδωσε το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Εργασίες έγιναν επίσης στον περιβάλλοντα χώρο των οικοδομημάτων, στους αναλημματικούς τοίχους και στα δύο κυριότερα άνδηρα της ακρόπολης. Η συντήρηση των μνημείων της ακρόπολης της αρχαίας Καρθαίας στόχευε στην κατά το δυνατό αποκατάσταση των φθορών που έχουν υποστεί στο πέρασμα των αιώνων και στην πρόληψη μελλοντικών. Έγινε προσπάθεια αποκατάστασης των μνημείων στο βαθμό που επιτρέπει το σωζόμενο αρχαίο υλικό και η λελογισμένη χρήση νέου, μέχρι του σημείου στο οποίο η αρχική μορφή τους γίνεται κατανοητή στο ευρύ κοινό και να αποδοθεί, μερικώς, η τρίτη διάσταση. Το είδος και η έκταση των επεμβάσεων σε κάθε μνημείο καθορίστηκε από την αρχαιολογική σημασία του και τη σχέση του με το φυσικό περιβάλλον. Οι εργασίες ανάδειξης του χώρου ολοκληρώθηκαν το 2009.
Eιδώλιο φορβάδας με το μικρό της (Χ 6199). 8ος αι. π.X. Από το ιερό του Διός στην Ολυμπία. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η Συλλογή Χαλκών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου αριθμεί περίπου 1670 αντικείμενα και θεωρείται από τις πλουσιότερες παγκοσμίως συλλογές χάλκινων πρωτότυπων αρχαίων έργων μικροτεχνίας. Καθορίστηκε με Βασιλικό Διάταγμα του 1893 και στην αρχή τα χάλκινα έργα φιλοξενήθηκαν σε διάφορες αίθουσες του Μουσείου. Σήμερα, καταλαμβάνουν τέσσερις αίθουσες του ισογείου. Η Ρόζα Προσκυνητοπούλου, αρχαιολόγος και προϊσταμένη της Συλλογής, μάς ξεναγεί στην επανέκθεση των χάλκινων έργων μικροτεχνίας, η οποία εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 2005.
Ικαρία. Ένα από τα παραδοσιακά «χυτά» σπίτια του νησιού. Ένα ταξίδι στα λιγότερο γνωστά αξιοθέατα της Ικαρίας προτείνει σε αυτό το τεύχος η Αρχαιολογία. Από τον πύργο του Δράκανου και το υδραγωγείο των Θερμών, ως τα ερείπια του ναού της Ταυροπόλου Αρτέμιδος, το νησί εκτός από τις φυσικές του ομορφιές έχει να επιδείξει και έναν ενδιαφέροντα πολιτισμό.
Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου του Paul Freedman Μπαχαρικά και Μεσαιωνική Φαντασία, σε μετάφραση Ντίνας Σιδέρη (εκδ. Κονιδάρη, Αθήνα 2010).
Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου της Monique Zetlaoui Exquis Promeneurs: Entre Levant et Ponant (Actes Sud, 2008).
Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου του Jean-François Revel Ο γαστρονομικός πολιτισμός από την αρχαιότητα έως σήμερα: ήδιστον λογόδειπνον, σε μετάφραση Βίκης Ποταμιάνου (εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα 2008).
Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου του Απόστολου Μαμμέλη Θαλασσινά (εκδ. Ερμής, Αθήνα 1996).
Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου του Τζάιλς Μίλτον Ο δρόμος των μπαχαρικών: Ιστορία πολιτικής και πολιτισμών (εκδ. Περίπλους, Αθήνα 2003).
Από την ομιλία της Προέδρου του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας Πάρου και Κυκλάδων Ν. Κατσωνοπούλου στο συνέδριο «Σκόπας ο Πάριος». Παρουσίαση του συνεδρίου με τίτλο «Σκόπας ο Πάριος», το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Παροικία Πάρου στις 11-14 Ιουνίου 2010.
Αναγνώριση φωτογραφικών τεχνικών με μικροσκοπική παρατήρηση στο Εργαστήριο συντήρησης φωτογραφιών του Μουσείου Μπενάκη. Παρουσίαση του συνεδρίου με τίτλο «Αναγνώριση και συντήρηση του σύγχρονου φωτογραφικού υλικού», το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 19-22 Οκτωβρίου 2010.
Χρυσά κοσμήματα σε σχήμα ζώων, πιθανώς ταύρων. 4400-4200 π.Χ. Περιφερειακό Ιστορικό Μουσείο Βάρνας. Ειδήσεις: Ταφή παιδιού με χρυσά κτερίσματα στη Μαντίνεια, Νέα στοιχεία για τις ταφές στην Αγορά των Αιγών, Αναδεικνύεται ο Τύμβος του Σοφοκλή, Αρχαίοι τάφοι στην Ερέτρια, Είκοσι χρόνια ανασκαφών στο Αρχαίο Ιδάλιο, Αναστηλώνεται το αρχαίο θέατρο της Μήλου, Νέα ευρήματα στο ναυάγιο του Μαζωτού κ.ά. Συνέδρια: Διεθνές συνέδριο για την Κύπρο, Οχυρωματική αρχιτεκτονική στην Πελοπόννησο Εκθέσεις: Το ξεχασμένο παρελθόν της Ευρώπης, Ό,τι λάμπει... Στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών, Περικλής Ξανθίππου, Fred Boissonnas, Εκκλησιαστικά λειτουργικά σκεύη της Τήνου κ.ά. Διαλέξεις: Φίλοι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, Βρετανική Σχολή Αθηνών κ.ά. Βιβλία: Καρθαία (συλλογικό, εκδ. ΥΠΠΟ-ΤΠΕΑΕ). Άλκηστις Χωρέμη-Σπετσιέρη, Μουσείο Ακρόπολης. Αλέξανδρος-Φ. Λαγόπουλος (επιμ.), Ο ναός της Αγίας Μαρίνας Κισσού. Ιστορία - Πολεοδομία - Αρχιτεκτονική - Εικονογραφία κ.ά.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Οι προοπτικές ερευνητικής απασχόλησης νέων επιστημόνων -Γεωαρχαιολογικές έρευνες στον Αγ. Νικόλαο Κρήτης -Νέοι επιστήμονες στο χώρο της Αρχαιομετρίας -Συμπόσιο Αρχαιομετρίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου -Συνάντηση αρχαιομεταλλουργών στο Λονδίνο -Το Σεμινάριο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας
Μήθυμνα. Το ακρομόλιο που εντοπίστηκε νότια των παραδοσιακών κρηπιδωμάτων (φωτ. Θ. Θεοδούλου, ©ΕΕΑ-ΥΠΠΟΤ). Υποβρύχια περιήγηση στα λιμενικά κατάλοιπα της Λεσβιακής Πεντάπολης από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων. Το κείμενο υπογράφει ο αρχαιολόγος Θεοτόλης Θεοδούλου.
Κονσερβοποίηση τροφίμων στο σπίτι. Εξώφυλλο περιοδικού, 1945. Στο παρόν τεύχος ολοκληρώνουμε το αφιέρωμά μας στη Γεύση, με μια περιπλάνηση σε γεγονότα, τάσεις και καταστάσεις της σύγχρονης εποχής. Παράγοντες που συνέβαλαν στην αλλαγή των γευστικών προτιμήσεων, αλλά και στην παρασκευή του φαγητού ήταν η γενίκευση της χρήσης του ηλεκτρικού ρεύματος στα μέσα του 20ού αι., η επιτάχυνση των μεταφορών, η επίτευξη παρατεταμένης συντήρησης τροφίμων και η εμφάνιση νέων τύπων εστιών και μαγειρικών σκευών, η βιομηχανοποίηση των πρώτων υλών μαγειρικής. Από την άλλη μεριά, οι εξελίξεις στην ιατρική και η αφύπνιση για τη βαθμιαία καταστροφή του περιβάλλοντος συντέλεσαν, στην αυγή της νέας χιλιετίας, στην παγίωση τάσεων «επιστροφής στις ρίζες» στον τομέα της γεύσης.
«One of the Family», ελαιογραφία του Frederick Cotman, 1880. Walker Art Gallery, Λίβερπουλ. Το Slow Food είναι ένα διεθνές πολιτιστικό κίνημα για την προστασία της τοπικής κουζίνας και του δικαιώματος στη γευστική απόλαυση. Σε αντίπραξη με τις πρακτικές της εποχής μας που ευνοούν το γρήγορο φαγητό, τη μαζικότητα στην παραγωγή και κατανάλωση τροφής και την ομογενοποιημένη γεύση, προστατεύει και αναδεικνύει τη γαστρονομική παράδοση κάθε λαού ως δείγμα πολιτισμού και βασικού μέσου επικοινωνίας των ανθρώπων. Στην ισοπεδωτική λογική των fast food και της παγκοσμιοποιημένης γεύσης, το Slow Food αντιπαραθέτει τη γευστική ποικιλία της παραδοσιακής κουζίνας του κάθε τόπου, την κοινωνικότητα μέσα από το κοινό γεύμα και τη γευστική απόλαυση σε ρυθμούς συμβατούς με την ανθρώπινη φύση.
Επιδερμική σήμανση με λέιζερ σε φρούτα. Ήδη από προηγούμενα θέματα που έχει φιλοξενήσει το περιοδικό, οι αναγνώστες του έχουν σημαντική κατατόπιση για τις συνθήκες, τις συνήθειες, την καθημερινότητα, τον τρόπο και την ποιότητα ζωής σε διάφορες εποχές και συνθήκες στο παρελθόν. Ένα βασικό διαχρονικό συνεκτικό στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού είναι η εξειδίκευση και ο καταμερισμός των έργων σε σχέση με τη ροή των αγαθών από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση, που αποτελεί και το αντικείμενο της «εφοδιαστικής» επιστήμης. Ωστόσο, αν και το αντικείμενο της «εφοδιαστικής» έχει μακρά ιστορική καταγωγή (ο Μέγας Αλέξανδρος αναφέρεται ως ο πρώτος που εφάρμοσε ουσιαστικά τις αρχές της εφοδιαστικής, ανεφοδιάζοντας τα στρατεύματά του σε πολύ μακρινές από τη βάση αποστάσεις), σήμερα το τοπίο έχει αλλάξει ριζικά, με τη ραγδαία τεχνολογική πρόοδο, την ανάπτυξη του εμπορίου, των συναλλαγών κ.λπ. Οι καταναλωτές έχουν τώρα άμεση πρόσβαση σε φρέσκα και σύγχρονα προϊόντα που παράγονται σε περιοχές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και μάλιστα σε τιμές που είναι προσιτές για το μέσο βαλάντιο, αν όχι και ακόμη φτηνότερα, σε ορισμένες περιπτώσεις, από παρόμοια προϊόντα τοπικής παραγωγής. Ακριβώς πίσω από τις νέες αυτές δυνατότητες έχουν αναπτυχθεί και λειτουργούν υπερσύγχρονα οργανωμένα εφοδιαστικά δίκτυα που καλύπτουν συλλογικά ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα από τους τόπους παραγωγής των προϊόντων διατροφής ως τους μακρινούς τόπους κατανάλωσης-αγορές.
Καζάνια για την προετοιμασία γεύματος που προσφέρεται στο κουρμπάνι. Η μελέτη της ιστορίας της μαγειρικής και της εστίασης γίνεται μέσα από ένα ταξίδι στη γεύση αλλά και στην ανάγκη για ικανοποίηση της πείνας. Το γλυκό, το ξινό, το πικρό και το αλμυρό αποδίδονται από τις συνθέσεις των πρώτων υλών που θα χρησιμοποιήσει κάθε δημιουργός μάγειρας. Σημαντικό ρόλο όμως θα συντελέσει και ο τρόπος μαγειρέματος που επεξηγείται ως η τεχνογνωσία της δημιουργίας του εδέσματος: συνειδητή επιλογή πρώτων υλών, προσεκτική συντήρησή τους, επιμελές πλύσιμο και τεμαχισμός τους, τεχνική επιλογή του τρόπου και χρόνου ψησίματος, αναμονή του ψησίματος καθαυτού, οργάνωση της εστίασης και, τέλος, απόλαυση των εδεσμάτων σε αυτό που ονομάζουμε γεύμα.
Αγορά μπαχαρικών στην Κωνσταντινούπολη. Ως πεπειραμένος γευσιγνώστης, ο Ηλίας Μαμαλάκης κατάφερε να εμπνεύσει μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων να πειραματιστεί με τη γεύση. Ως γνήσιος λάτρης της ιστορίας, μας ώθησε να δούμε την ιδιαίτερη κουζίνα ως βασικό γνώρισμα του πολιτισμού του κάθε λαού. Σήμερα, μέσα από αρχαιοελληνικά δείπνα και συμπόσια, μοναστικά νηστίσιμα τραπέζια, καραβέλες του 16ου αι. γεμάτες φρούτα από τις Νέες Χώρες και φτωχικά βρώματα της Τουρκοκρατίας και του Αγώνα, ο κύριος Μαμαλάκης μάς φέρνει στην κουζίνα του «συντηρητικού και φιγουρατζή» –όπως μας λέει– Νεοέλληνα.
Η κύλιξ του Αρκεσίλα από το Vulci Ετρουρίας. Μέσα 6ου αι. π.Χ. Bibliothèque Nationale, Παρίσι. Η «κύλιξ (=κούπα) του Αρκεσίλα» είναι ένα από τα πιο αινιγματικά ζωγραφισμένα αγγεία που μας κληροδότησε η αρχαιότητα. Πέρα από την ταυτότητα του Αρκεσίλα (πλούσιου βασιλιά της Κυρήνης) και την ιδιότητα του επιφορτισμένου με τη φύλαξή του αποθηκευμένου προϊόντος («φύλακος»), σχεδόν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης είναι εντόνως αμφισβητούμενα. Η σκηνή διαδραματίζεται άραγε στο κατάστρωμα καραβιού, στην προκυμαία ή στην αυλή της βασιλικής αποθήκης; ΣΟΦΟΡΤΟΣ λέγεται αυτός που ελέγχει αν το φορτίο είναι ίσο με το ζύγι του («(ἰ)σόφορτος») ή αυτός που το σώζει/συντηρεί («σώφορτος»); Το προϊόν που ζυγίζεται και αποθηκεύεται είναι άραγε το φαρμακευτικό φυτό σίλφιον, που ευδοκιμούσε μόνο στην Κυρήνη και εξαγόταν μονοπωλιακά σε όλη την Μεσόγειο, ή λευκό μαλλί προβάτων; Η λέξη ΙΡΜΟΦΟΡΟΣ αποδίδει επάγγελμα («[φο]ρμοφόρος» = «αχθοφόρος») ή κύριο όνομα; Η λέξη ΣΛΙΦΟΜΑΧΟΣ αναφέρεται στον τελευταίο άνδρα της παράστασης ή σ’ αυτό που δείχνει; αν αναφέρεται στον ίδιον, είναι κύριο όνομα ή δηλωτικό επαγγέλματος; Κι αν αναφέρεται σ’ αυτό που δείχνει, πρόκειται για τη ζυγαριά ή για το πουλί που βρίσκεται πιο ψηλά στην κατεύθυνση του δείχτη του; Η λέξη ΟΡΥΞΟ αντιστοιχεί σε προτροπή («ὄρυξον!»), σε ανθρωπωνύμιο (Ὄρυξος), είναι δηλωτικό δραστηριότητας (=«σκαφτιάς») ή μήπως κάτι άλλο που ακόμη μας διαφεύγει; Η μυστηριώδης λέξη ΜΑΕΝ προέρχεται από το «μάσσω» (=συγκεντρώνω) και υποδηλώνει το ήδη αποθηκευμένο προϊόν ή είναι ξένη (λυβική;), αγνώστου νοήματος; Τα ζώα που «γαρνίρουν» την παράσταση (τέσσερα πουλιά, μία σαύρα, ένας μπαμπουίνος και μία τσίτα) αποτελούν τυχαία διακοσμητικά στοιχεία ή και τη νοηματοδοτούν; Κατά την πρόταση που αναπτύσσεται εδώ: Η παράσταση δείχνει τον «βασιλέα» της Κυρήνης Αρκεσίλα να επιβλέπει και να καταμετρά την πλούσια σοδιά του σιλφίου με τη βοήθεια φορτοεκφορτωτών, συσκευαστών και ζυγιστών. Όλα όμως γύρω του προμηνύουν τον επερχόμενο θάνατό του: ο «σλιφομάχος», πουλί που τσιμπολογάει το σίλφιο, ο πελαργός (που συχνάζει στις επιθανάτιες παραστάσεις), η σαύρα πίσω από τη ράχη του, η τσίτα (ζώο που απαντάται σε αιγυπτιακές νεκρικές παραστάσεις) και ο μπαμπουίνος (παραδοσιακός μάρτυρας της ψυχοστασίας). Το ζύγισμα του εμπορεύματος μεταλλάσσεται έτσι σε ζύγισμα της μοίρας του Αρκεσίλα. Η «ΟΡΥΞΩ» είναι το πουλί «όρυξ» που τρέφεται από τον βολβό του σίλφίου, το όνομά του όμως παραπέμπει ταυτόχρονα στη μοιραία σύζυγο του Αρκεσίλα Ερυξώ. Τι λέει με δυο λόγια ο αγγειογράφος: «όλα τα πλούτη είναι μάταια –τι κατάλαβε ο βασιλιάς Αρκεσίλας, που τα σώρευε με τόση φροντίδα στ’ αμπάρια του; Άσε, λοιπόν, την έγνοια τους κι απόλαυσε το κρασάκι σου από τούτην εδώ την όμορφη κούπα!»
Απεικόνιση της γέννησης του Μ. Αλεξάνδρου σε ελληνορωμαϊκό ψηφιδωτό. Δεξιά διακρίνεται η Ολυμπιάδα. Βηρυττός, Εθνικό Μουσείο. Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μια σύντομη αλλά περιεκτική αναδρομή στην εξέλιξη του πολιτικού ρόλου των γυναικών της ελίτ στην αρχαία ελληνική ιστορία, από την ομηρική ως εποχή ως την ύστερη αρχαιότητα. Ο πυρήνας του άρθρου προέρχεται από υλικό που συνέλεξε ο συγγραφέας κατά την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής με θέμα την αλλαγή του ρόλου των γυναικών στα αστικά κέντρα της ρωμαϊκής Ελλάδας, κάποιες όμως πλευρές, ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν την ομηρική, κλασική και ελληνιστική περίοδο, στηρίχθηκαν σε μεταγενέστερες μελέτες. Εκτός από τις βασίλισσες και τις αρχόντισσες του ελληνικού χώρου, κρίθηκε σκόπιμο να γίνει αναφορά και στις γυναίκες που άσκησαν εξουσία στα όρια της Περσικής Αυτοκρατορίας αλλά και στα γειτονικά προς τον ελληνικό χώρο «βαρβαρικά» βασίλεια, καθώς και στο δυτικό (λατινόφωνο) τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χάριν συγκρίσεως.
Το άγαλμα της Αθηνάς. Μουσείο του Πειραιά. Η ιστορία της έρευνας των αγαλμάτων του Πειραιά συνεχίστηκε και σήμερα ύστερα από μισό αιώνα περίπου μετά την εύρεση μερικών υπολειμμάτων του Κούρου και της μικρής Άρτεμης, ενώ το δείγμα της Αθηνάς προέρχεται από το φίδι, που αποτελεί διακοσμητικό τμήμα του αγάλματός της. Τα συμπεράσματα είναι πολύ ενδιαφέροντα και δείχνουν την ανέλιξη της τεχνολογίας στον τομέα της μεταλλουργίας και ειδικότερα της χύτευσης των αγαλμάτων ανάμεσα στην αρχαϊκή και την κλασική εποχή.
Ενημερωτικές πινακίδες στο Βρετανικό Μουσείο προβάλλουν τη συμβολή νέων τεχνικών έρευνας και μελέτης ανθρώπινων καταλοίπων. Η διαχείριση και κυρίως η έκθεση ανθρώπινων καταλοίπων στα μουσεία, ένα θέμα που μέχρι τώρα δεν ήταν αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής, αποτελεί τα τελευταία χρόνια ένα από τα πιο πολυσυζητημένα και αμφιλεγόμενα ζητήματα στο χώρο της μουσειολογίας διεθνώς. Είναι επιτρεπτό τα μουσεία να συλλέγουν ανθρώπινα κατάλοιπα; Είναι τα ανθρώπινα κατάλοιπα νεκροί ή αντικείμενα; Θα πρέπει να εκτίθενται και πώς; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που ήρθαν στο προσκήνιο, κυρίως με την πολιτική ενδυνάμωση των αυτόχθονων της Αυστραλίας και της Αμερικής και τα αιτήματα επιστροφής των προγονικών λειψάνων τους από δυτικοευρωπαϊκά και αμερικανικά μουσεία, και οδήγησαν σε έναν γενικότερο προβληματισμό σχετικά με το ρόλο των ανθρώπινων καταλοίπων στα μουσεία. Με το άρθρο αυτό υποστηρίζουμε ότι το ζήτημα του επαναπατρισμού προγονικών καταλοίπων έχει αποφασιστικές συνέπειες που ξεπερνούν τη μουσειακή διαχείριση των συγκεκριμένων συλλογών και επηρεάζουν τη συλλογή και την έκθεση των ανθρώπινων καταλοίπων στα μουσεία γενικότερα. Με υπόβαθρο μια σύντομη ιστορική αναδρομή στο ρόλο και τη σημασία που είχαν τα ανθρώπινα κατάλοιπα μέσα στο χρόνο, εξετάζουμε στη συνέχεια, βασιζόμενοι σε συγκεκριμένα παραδείγματα, βασικές αλλαγές που αφορούν στη θεματολογία των εκθέσεων, τη χωρική οργάνωση του εκθεσιακού χώρου, τη διάταξη των προθηκών, την αμεσότητα της επαφής με το έκθεμα, αλλαγές που μπορεί με την πρώτη ματιά να μοιάζουν μεμονωμένες πρωτοβουλίες κάποιων μουσείων, η συστηματική όμως διερεύνησή τους και η προσπάθεια ερμηνείας τους αποκαλύπτει, πιστεύουμε, έναν κοινό θεωρητικό προβληματισμό και παρόμοιες πρακτικές εκθεσιακές επιλογές.
Σκευοφυλάκιο, αίθουσα 1. Μονή Σινά. Η Μονή του Σινά, που βρίσκεται στον ορεινό όγκο του νότιου Σινά, είναι κτίσμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Σταθμό στην ιστορία της αποτελεί η αραβική κατάκτηση. Παρά τις αντίξοες συνθήκες δεν καταστράφηκε. Έχει διαφυλάξει στους κόλπους της, στο πέρασμα των αιώνων, πολλά και διάφορα κειμήλια. Το κλίμα της χαρακτηρίζεται από την ξηρασία και την έλλειψη βροχής. Καταγράφηκαν τα στοιχεία του περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής και ειδικότερα της μονής σε διάφορα σημεία. Έγινε δειγματοληψία, για να διαπιστωθούν οι επιδράσεις των περιβαλλοντικών παραγόντων στα δομικά υλικά της μονής. Στα δείγματα έγιναν αναλύσεις με τις μεθόδους SEM και X-RD. Οι επιδράσεις θερμοκρασίας και υγρασίας καθώς και ο συνδυασμός αυτών επιφέρει άσχημα αποτελέσματα στα υλικά. Καταγράφηκαν οι φθορές και τέλος προτείνονται εργασίες συντήρησης για τα δομικά υλικά και την εν γένει λειτουργία των σπουδαιοτέρων κτηριακών εγκαταστάσεων της μονής.
Η τοιχογραφία από το ναό των Αγ. Αποστόλων Μεσοχωρίου Καρπάθου, όπως εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Καρπάθου βρίσκεται στην πρωτεύουσα του νησιού, τα Πηγάδια, και άρχισε να λειτουργεί από το 2005 με τη συνεργασία των δύο τοπικών Εφορειών Αρχαιοτήτων (ΚΒ΄ ΕΠΚΑ-4η ΕΒΑ) στο πλαίσιο του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Πρόκειται για διαχρονικό μουσείο και περιλαμβάνει εκθέματα από τους προϊστορικούς χρόνους ως τους μεταβυζαντινούς. Η βυζαντινή ενότητα αναφέρεται σε μνημεία και σε ευρήματα του νησιού από την Παλαιοχριστιανική περίοδο ως την εποχή των Κορνάρων(16ος αι.). Στην εκθεσιακή ενότητα δεσπόζει η εντυπωσιακή αποτοιχισμένη τοιχογραφία της αψίδας του ερειπωμένου ναού των Αγ. Αποστόλων με το θέμα της Δέησης και των συλλειτουργούντων ιεραρχών. Χρονολογείται στον 14ο αι. αποτελώντας αξιόλογο δείγμα ζωγραφικής στην Κάρπαθο, το οποίο με την πάροδο του χρόνου θα καταστραφόταν παντελώς. Τα στάδια συντήρησης και ανάδειξης αυτής της τοιχογραφίας αναλύονται στο κείμενο, με λεπτομερή περιγραφή της μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα εργαστήρια συντήρησης της 4ης ΕΒΑ με εξαιρετικά αποτελέσματα και πολυετή εγγύηση για τη διατήρηση της άριστης κατάστασής της.
Ταφικό μνημείο της Bettina von Savigny-Σχινά στο Προτεσταντικό Κοιμητήριο του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών. Η Bettina von Savigny-Σχινά (1805-1835) ήταν κόρη του διαπρεπούς γερμανού νομομαθούς Friedrich Carl von Savigny (1779-1861). Παντρεύτηκε το 1834 τον ιστορικό και πολιτικό Κωνσταντίνο Σχινά (1801-1857), που διετέλεσε υπουργός στην πρώτη αντιβασιλεία του Όθωνα. Η Μπετίνα ήρθε στην Ελλάδα το 1834, πέθανε όμως μέσα σε ένα χρόνο και τάφηκε στην Αθήνα. Ο αρχιτέκτονας Σταμάτης Κλεάνθης ετοίμασε ένα σχέδιο για το ταφικό της μνημείο. Πρόκειται για ένα κλασικιστικό μνημείο με αυτόνομη μορφολογία, που προοριζόταν να στηθεί στον τάφο της Μπετίνα στο Νεκροταφείο των Διαμαρτυρομένων στην περιοχή του Σταδίου της Αθήνας. Το μνημείο εκτελέστηκε με παραλλαγές από το αρχικό σχέδιο του Κλεάνθη. Τα πλούσια μορφολογικά στοιχεία απλοποιήθηκαν και προέκυψε ένα απλό και απέριττο ταφικό μνημείο, μια στήλη ορθογωνικής διατομής από λευκό μάρμαρο, ύψους άνω των τριών μέτρων, που λεπταίνει ελαφρά προς τα πάνω. Τοποθετήθηκε αρχικά στο Νεκροταφείο των Διαμαρτυρομένων κοντά στο Στάδιο και μεταφέρθηκε το 1895 στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας στο Προτεσταντικό Κοιμητήριο. Είναι ένα σπουδαίο τεκμήριο σημαντικής πολιτιστικής σημασίας και ένα από τα ελάχιστα σχέδια του Κλεάνθη με ιδιόχειρη υπογραφή και παρουσιάζεται εδώ για πρώτη φορά.
Περιστεριώνας στο χωριό Μυρσίνη της Τήνου. Το περιστέρι, το πουλί με τους χίλιους συμβολισμούς και τις χίλιες ιδιότητες, ο ακάματος ταχυδρόμος των αιθέρων και γενναιόδωρος τροφοδότης, στην τηνιακή γη βρήκε μια στέγη αντάξιά του. Φιλότεχνα, ευαίσθητα χέρια μαστόρων σμίλεψαν για χάρη του με πέτρα και με μάρμαρο περίτεχνα παλάτια και τα σκόρπισαν μέσα στις ρεματιές και πάνω στις βουνοπλαγιές, σε μέρη κοντινά και άλλα απάτητα. Δημιούργησαν μια γνήσια λαΪκή αρχιτεκτονική, ιδιόμορφη και θαυμαστή, την αρχιτεκτονική των περιστεριώνων, που πλάι σε χειροποίητες πεζούλες, ανάμεσα σε πλούσιες συστάδες με βαλανιδιές, πικροδάφνες και πανώριες φραγκοσυκιές, συμβάλλουν στο μεγαλείο του τηνιακού τοπίου. Η χρονολογική εμφάνιση των περιστεριώνων στην Τήνο ανάγεται στις αρχές του 1700 και εικάζεται ότι κατασκευάστηκαν συνολικά ως τις μέρες μας, γύρω στους 1200 περιστεριώνες. Δεκάδες περιστεριώνες σήμερα εξαφανίζονται και είναι αμφίβολο εάν έχουν καταγραφεί. Ισως το έργο της φωτογραφικής αποτύπωσής τους αποδειχθεί ακόμη πιο σημαντικό από όσο αρχικά φαινόταν, αφού εκατοντάδες είναι αυτοί που παραμένουν άγνωστοι, κρυμμένοι σε απάτητα μέρη του νησιού, προσμένοντας να ανακαλυφθούν και να διασωθούν από την αδυσώπητη φθορά του χρόνου και την καταστροφική μανία του σύγχρονου ανθρώπου που παρεμβαίνει εγωιστικά και αβασάνιστα στη συνολική διαχείρηση του φυσικού τοπίου.
Χρυσός ρόδακας με συρματερή και κοκκιδωτή διακόσμηση, από τη Μήλο. 650-600 π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα. Παρουσίαση της μόνιμης έκθεσης των Συλλογών Μικροτεχνίας της Συλλογής Αγγείων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, η οποία εγκαινιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2009 και στεγάζεται στις αίθουσες του πρώην Νομισματικού Μουσείου. Οι Συλλογές αυτές περιλαμβάνουν τα Πήλινα Ειδώλια, τη Συλλογή Βλαστού-Σερπιέρη, τα Χρυσά Κοσμήματα, τα Γυάλινα Σκεύη και την Κυπριακή Συλλογή. Το κείμενο υπογράφει η Έφορος ε.τ. της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνίας Ελισάβετ Στασινοπούλου.
Αττικό ερυθρόμορφο επίνητρο από την Ερέτρια, π. 425 π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα. Στην επανέκθεση της Συλλογής Αγγείων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου μάς ξεναγεί η Έφορος ε.τ. της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνίας Ελισάβτ Στασινοπούλου. Τον κύριο κορμό της Συλλογής αποτελούν τα πήλινα αγγεία από τους γεωμετρικούς έως τους ελληνιστικούς χρόνους. Η Συλλογή, που είναι από τις πλουσιότερες στον κόσμο, συγκροτήθηκε από τις Συλλογές της Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Γενικής Εφορείας Αρχαιοτήτων που παραδόθηκαν στο Μουσείο στις δεκαετίες 1880 και 1890, ενώ αργότερα εμπλουτίστηκε με τις δωρεές μεγάλων ιδιωτικών συλλογών, όπως η Συλλογή Μισθού, η Συλλογή Σταθάτου κ.ά.
Τα ερείπια του αρχαίου Θεάτρου, όπως σώζεται στις μέρες μας, στη ΝΔ πλευρά του λόφου της ακρόπολης της Σπάρτης. Μια περιήγηση στη σύγχρονη Σπάρτη και τα αξιοθέατά της: Το Αρχαίο Θέατρο, το Ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου, τον «Τάφο του Λεωνίδα», τον Ναό της Ορθίας Αρτέμιδας.
Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου Flavours of Byzantium του Andrew Dalby (εκδ. Prospect Books, Devon 2008).
Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου Η γαστρονομία ως καλή τέχνη. Η φυσιολογία της γεύσης του Ζ.Α. Μπριγιά-Σαβαρέν (μτφρ. Δάφνη Ανδρέου, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 2008).
Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου Géopolitique du goût. La guerre culinaire, του Christian Boudan (εκδ. PUF, Παρίσι, 2008).
Νομίσματα από τη νομισματική συλλογή του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού. Ειδήσεις: Γιάννης Σακελλαράκης (1936-2010), Αρχαίες ταφές στο Μεταξουργείο, Επέστρεψαν οστά από το Τσέπι, Ακρωτήρι Σαντορίνης, Ναυάγιο μεσοβυζαντινών χρόνων στις Βόρειες Σποράδες, Αρχαίο θέατρο Θάσου κ.ά. Συνέδρια: Passages from Antiquity to the Middle Ages V, Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης και Αρχαιολογίας Εκθέσεις: Η νομισματική συλλογή του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, Δούκισσα της Πλακεντίας: Η ιστορία που γέννησε το μύθο, Δημήτρης Πικιώνης 1887-1968 Διαλέξεις: Εταιρεία Μελέτης της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας, Η ζωφόρος του εορτολογίου, Διάλεξη του Ian Hodder, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών Βιβλία: Antonio Corso, The Art of Praxiteles III, The Advanced Maturity of the Sculptor. Αριστείδης Χ. Κοντογεώργης, Σύρος από ψηλά. Ελένη Δραγώνα, Τα μαντεία της αρχαίας Ελλάδας. Ζωή Βαλάση, Μυθολογία. Αιμίλιος Μιρώ, Η καθημερινή ζωή στην εποχή του Ομήρου κ.ά.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας
Journal of Mediterranean Archaeology, λογότυπο Παρουσίαση του άρθρου "Value of heritage in Turkey: History and politics of Turkey's world heritage nominations" της Çigem Atakuman, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Mediterranean Archaeology, στο τεύχος 23/1 (2010).
Joan Miro, Οι δύο φιλόσοφοι, 1936. Στο «έκτακτο τεύχος» 118, που αναφέρεται αποκλειστικά στην περίοδο της ελληνικής αρχαιότητας (776 π.Χ. -393 μ.Χ.), εξαιρετικοί συνεργάτες διαπραγματεύονται σε λίγες σελίδες ένα θέμα εξαιρετικά ευρύ. Ένας αρχαιολόγος μας εισάγει στο αφιέρωμα παρουσιάζοντας αγγεία με την απεικόνιση μιας ψυχής άυλης αλλά ανθρώπινης. Μεταξύ λογοτεχνίας και φιλοσοφίας κυμαίνεται ο βιωματικός στοχασμός που, πριν καταλήξει στον ανοιχτό δυισμό και την πλατωνική καταδίκη του σώματος, θα χρειαστεί να εγκαταλείψει πρώτα ένα ποιητικό ομηρικό κοσμοείδωλο και μια ενσωματωμένη, φλογερή ηρακλείτια ψυχή. Ένας ψυχίατρος παρακολουθεί την ανάδυση της έννοιας της ψυχικής νόσου και αποκαλύπτει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ ιατρών και φιλοσόφων. Μια ψυχαναλύτρια σχολιάζει τα όνειρα στην αρχαιότητα και αναλύει κάποια «όνειρα πένθους». Ο ιστορικός που έβαλε τα αρχαία όνειρα στις αναγνώσεις μας ξεδιπλώνει το φάσμα από το όνειρο στην τρέλα και, παράλληλα, μας παρουσιάζει τον Δημόκριτο να στήνει παγίδα στα «φαντάσματα», τον Αντώνιο παγιδευμένο από τους πειρασμούς. Μεταξύ πολλών άλλων, η εκστατική όραση έρχεται και πάλι στο προσκήνιο με την τραγική μορφή της Κασσάνδρας. Από τον Αισχύλο στον Σοφοκλή, δύο άρθρα για την Ηλέκτρα, το ένα φιλολογικό, το άλλο θεατρολογικό, αναδεικνύουν την ψυχοπαθολογία αυτού του τραγικού υποκειμένου και την πρόσληψή του από τη νεωτερική Ευρώπη. Τα δυο τελευταία άρθρα, ιστορικά και φιλολογικά, μας μεταφέρουν στο περιβάλλον της ύστερης αρχαιότητας και, είτε με τα μυθιστορήματα είτε με τα μάγια, μας αποκαλύπτουν ότι ακαταμάχητο είναι το πάθος ανάμεσα στον Έρωτα και την Ψυχή. Το θέμα αυτό έδωσε στο τεύχος το εξώφυλλό του.
Ενώ η Αριάδνη κοιμάται, η ψυχή της ταξιδεύει. Αττική ερυθρόμορφη λήκυθος από τον Τάραντα. Σχέδιο. 470 π.Χ. Μουσείο Τάραντα. Οι [αρχαίοι] Έλληνες πίστευαν ότι μετά το θάνατο η ψυχή αποχωριζόταν από το σώμα και ζούσε μια νέα ύπαρξη στον Κάτω Κόσμο. Το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών για την απεικόνιση της ψυχής ξεκινά στον 7ο αιώνα. Στον 6ο αιώνα και τον πρώιμο 5ο αιώνα αποκρυσταλλώνονται οι χαρακτηριστικοί τύποι απεικόνισης της ψυχής των νεκρών ως μικρογραφία του νεκρού, ως φτερωτές σκιές και ως μορφές σε φυσικό μέγεθος, παρόμοιες με αυτές των ζωντανών.
Το φάντασμα του Ελπήνορα προβάλλει μπρος στον Οδυσσέα. Αττική ερυθρόμορφη πελίκη (440 π.Χ.). Βοστώνη, Μουσείο Καλών Τεχνών. Στο επίκεντρο του άρθρου βρίσκεται η σημασιολογική ανάλυση της λέξης ψυχή και η μετατόπιση του νοήματός της στους αιώνες που χωρίζουν τον Όμηρο από τον Πλάτωνα. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε της τεράστια μετάλλαξη που συνέβη κατά την κλασική εποχή σχετικά με την αξία του σώματος και την μεταθανάτια μοίρα της ψυχής, μια τέτοια γνώση αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση. Το άρθρο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος αναλύεται το σχετικό με την ανθρώπινη ψυχολογία λεξιλόγιο των ομηρικών επών και υπογραμμίζεται η σημασιολογική απόσταση όρων όπως θυμός,φρένες, κραδίη κ.λπ. από τη λέξη ψυχή. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται η νέα σημασία που φέρει ο όρος ψυχή στους πλατωνικούς διαλόγους της λεγόμενης μέσης περιόδου και τονίζεται η επίδραση ορφικών και πυθαγόρειων διδασκαλιών πάνω στη σκέψη του Πλάτωνα. Ωστόσο, καταλύτης στη σημασιολογική μετατόπιση του νοήματος της λέξης ψυχή θεωρείται ο Ηράκλειτος. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του άρθρου εκτίθενται οι ηρακλείτειες περί ψυχής απόψεις και ιδίως η θεώρησή της ως μιας σπίθας πυρός που αντανακλά μικροκοσμικά την ζωντανή ενέργεια του σύμπαντος και λειτουργεί ταυτόχρονα ως το λογικό κέντρο της ανθρώπινης συνείδησης. Με την ανάλυση αυτή καθίσταται κατανοητή η μετάβαση από τη ομηρική ψυχή, που ήταν ένα μικροσκοπικό «ομοίωμα του σώματος» χωρίς ιδιαίτερο ρόλο στην ανθρώπινη ψυχολογία, στο πλατωνικό ομώνυμό της, που δήλωνε το σταθερό κέντρο όλων των ψυχικών λειτουργιών και την αθάνατη ουσία του ανθρώπου. Η πλατωνική ψυχή, όπως και η ομηρική, μπορούσε να υπάρχει αυτόνομα έξω από το σώμα, αλλά, σε αντίθεση με εκείνη, μπορούσε επίσης να έχει συνείδηση του εαυτού της και να χαίρεται μια κατάσταση άυλης ευδαιμονίας ―πράγμα αδιανόητο στον ομηρικό κόσμο. Μεταξύ Ομήρου και Πλάτωνα διαπιστώνουμε μια αλλαγή «παραδείγματος» (με την έννοια που χρησιμοποιεί τον όρο ο Τόμας Κουν) στην ανθρώπινη αυτοσυνειδησία.
Γαληνός και Ιπποκράτης σε τοιχογραφία της κρύπτης του αγίου Magnus (1237). Καθεδρικός Ναός της Santa Maria. Lazio, Ιταλία. Στην ιατρο-φιλολοσοφική παράδοση της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας αναπτύχθηκε το φυλογενετικό σπέρμα της ψυχικής νόσου. Επρόκειτο για έναν προβληματισμό –σήμερα θα τον λέγαμε ψυχοπαθολογικό– εντός του οποίου, με την επικράτηση του δυϊσμού, θα αναδυθεί η έννοια νόσος της ψυχής, νόσος «σωματική» με επιπτώσεις στην ψυχή ή/και «ψυχική» με επιπτώσεις στο σώμα. Αναπόδραστα, αυτή η πολυσύνθετη διαδικασία προαπαιτούσε μια διττή συνειδητοποίηση: ιατρική (αφού επρόκειτο για νόσο) και φιλοσοφική (αφού ο προβληματισμός αφορούσε την ψυχή). Έτσι, αν και οι λέξεις νόσος, υγεία, ιατρός έχουν πανάρχαιες ρίζες, μόλις κατά την ελληνική κλασική αρχαιότητα αρχίζει να συγκροτείται η ιατρική έννοια της «νόσου του σώματος» και, με αναλογική μεταφορά, να αναδύεται η έννοια της νόσου της ψυχής, που με το διττό περιεχόμενό της θα πάρει, κατά την ελληνιστική εποχή, μια σαφέστερη διατύπωση, για να ολοκληρωθεί μέχρι τον 5ο αιώνα μ.Χ. (με τον Γαληνό και τον Κικέρωνα), ως ψυχική νόσος. Στην πορεία αυτή θέση έχουν τα ιπποκρατικά κείμενα, καθώς επίσης ο αριστοτελισμός και οι πλατωνικοί διάλογοι, ιδιαίτερα ο Φαίδρος και ο Τίμαιος.
Χάλκινη αφιερωματική πινακίδα με μάτια, αφιέρωμα του Τάπαρι στο Ασκληπιείον της Περγάμου. 2ος αι. μ.Χ. Ύστερα από μια σύντομη περιδιάβαση σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας τα οποία επενδύουν το όνειρο με ιδιότητες που αμφισβητούν τη θεϊκή προέλευση και την προφητική του διάσταση, το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στην πολύτιμη μαρτυρία του Αίλιου Αριστείδη (2ος αιώνας μ.Χ.): οι Ιεροί Λόγοι του θεωρούνται ως η πρώτη εκτενής αυτοβιογραφική απόπειρα στην ιστορία της λογοτεχνίας, μια ονειρο(βιο)γραφία, μια Traumbiographie, όπως λέει ο G. Misch. Τα όνειρα του Αίλιου Αριστείδη συνοψίζουν τη λαϊκή πίστη της εποχής του, παράλληλα, όμως, το γεγονός ότι η ερμηνεία τους είναι υπόθεση του ίδιου του υποκειμένου τα κάνει να λειτουργούν ως ψυχική απαρτίωση.
«Το όνειρο του Ιακώβ», Βίβλος της Νυρεμβέργης, 1483. Η ικανότητα της ψυχής να συλλαμβάνει εικόνες, ήχους ή οσμές υπερβαίνοντας ή παραβαίνοντας τα δεδομένα της εμπειρίας απασχόλησε συχνά τους αρχαίους Έλληνες. Οι σχετικές συζητήσεις αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τα όνειρα, τα οράματα, τις οπτασίες, τις φαντασιώσεις, τις παραισθήσεις, αλλά και τη μανία, δηλαδή την τρέλα. Σχετικές πληροφορίες υπάρχουν ήδη από την αρχαϊκή εποχή και συνεχίζονται χωρίς διακοπή έως τη χριστιανική αρχαιότητα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύγκριση των απόψεων που διατυπώθηκαν ύστερα από προσωπικές εμπειρίες και πειραματισμούς.
Ο Αίαντας αποσπά με τη βία την Κασσάνδρα από το Παλλάδιο. Ερυθρόμορφη κύλικα, π. 440-430 π.Χ. Μουσείο Λούβρου, Παρίσι. O λόγος που γεννιέται από την προφήτισσα Κασσάνδρα στην τραγωδία αντιμετωπίζεται, στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου, ως ο καρπός της κατοχής της από τον Απόλλωνα που την κάνει δική του και ως γυναίκα. Ο λόγος αυτός ανταποκρίνεται στο γεγονός ότι η μυστική ένωση του θεού με την τρωάδα πριγκίπισσα καθορίζεται από την πρώτη τους συνάντηση. Μια συνάντηση που εκτυλίχτηκε με πρόσημο τον ερωτισμό: λες και κάθε κρίση ενθουσιασμού ανακαλούσε το πάθος που ένιωσε για κείνην ο Απόλλωνας, η Κασσάνδρα αναπαράγει χωρίς τελειωμό την αρχική της άρνηση, αποποιείται τον προφητικό ρόλο που είχε κάποτε επιζητήσει και που πια, αναπόδραστα, νιώθει σαν οδυνηρή υποχρέωση, από τη στιγμή που ο προφητικός της λόγος είναι καταδικασμένος να είναι μάταιος. Ωστόσο –σε αντίθεση προς το κυρίαρχο ρεύμα του νιτσεϊκού δίπολου-, η συμπεριφορά της διασημότερης προφήτισσας της αττικής τραγωδίας, εμπεριέχει πρόδηλα στοιχεία καθαρά διονυσιακά.
Η Ηλέκτρα στον τάφο του Αγαμέμνονα. Λουκανική ερυθρόμορφη πελίκη, 380-370 π.Χ. Ζωγράφος των Χοηφόρων. Μουσείο Λούβρου, Παρίσι. Η ερμηνεία του προσώπου της ηρωίδας και της πράξης της μητροκτονίας στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή διχάζει τους μελετητές. Το έργο ερμηνεύεται παραδοσιακά ως ηρωική τραγωδία δίκαιης εκδίκησης με εξάρτηση από την ιδεολογία της Οδύσσειας –όπου δεν τίθεται το θέμα της μητροκτονίας– αλλά η πρόσφατη έρευνα τείνει να επικεντρωθεί στην ερμηνεία μιας βαθιά ειρωνικής τραγωδίας. Το άρθρο υπογραμμίζει ότι η ασυνήθιστα προβληματική ερμηνεία αυτού του έργου και του προσώπου της Ηλέκτρας οφείλεται στο γεγονός ότι η ψυχοπαθολογία της ηρωίδας και του Ορέστη παραμένει διαρκώς ειρωνικά υπόρρητη. Τα παραδείγματα που ανιχνεύονται στο κείμενο της τραγωδίας, υποδηλώνουν εμμέσως πλην σαφώς τη νοσηρότητα που αναπτύσσουν, αφ’ ενός, ο κλειστός υποκειμενισμός των αντιδράσεων της Ηλέκτρας και του γυναικείου χορού, αφ’ ετέρου, ο ωμός ωφελιμισμός των σχεδίων του Ορέστη και του Παιδαγωγού. Επιπλέον, ο ρόλος αυτού του γέροντα δούλου ως υποκινητή της δράσης αφήνει να εννοηθεί ότι η ψυχοπαθολογία των προσώπων εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την εκπαίδευσή τους κατά τα πρότυπα της προηγούμενης ηρωικής γενιάς των πολεμιστών της Τροίας. Αντίθετα με την αδελφή τους Χρυσόθεμη, οι δύο μητροκτόνοι μένουν καθηλωμένοι σε εκδικητικές αξίες και αντιλήψεις του οικογενειακού παρελθόντος, σε ακρότητες που ανακαλούσαν συγχρόνως το νοσηρό κλίμα του Πελοποννησιακού Πολέμου την περίοδο που χρονολογείται το έργο.
Η Gertrud Eysoldt στο ρόλο της Ηλέκτρας (1903). Από τον Corneille έως τον Hofmannsthal, η Ηλέκτρα που στοίχειωσε το ευρωπαϊκό θέατρο ήταν αυτή του Σοφοκλή. Το παροξυσμικό βάθος της απελπισίας και του μίσους της, η ετοιμότητά της να σκοτώσει χωρίς τη συνδρομή κανενός θνητού και, κυρίως, την επιταγή κανενός αθανάτου, η συναισθηματική θύελλα που σφραγίζει την τόσο θεατρική αναγνώρισή της με τον Ορέστη, ο απεγκλωβισμός της, όπως και εκείνου, από θεϊκά και θνητά δικαστήρια, αλλά, πάνω από όλα, το ότι δεν μετανιώνει ποτέ για όσα κάνει, συγκροτούν ένα συναρπαστικό όσο και προκλητικό, για τη δυτική νεωτερικότητα, πρόσωπο εκδικητή. Η περιπέτεια της πρόσληψης της σοφόκλειας Ηλέκτρας παρακολουθεί την ευρύτερη περιπέτεια της πρόσληψης των Αρχαίων από τους Νεοτέρους και συντονίζεται με τις καμπές της: από τον εριστικό προς τους Αρχαίους γαλλικό νεοκλασικισμό, στην αποθέωση του αρχαιοελληνικού πνεύματος ως απόλυτου αισθητικού και ηθικού ιδανικού στο πλαίσιο του γερμανικού κλασικισμού, έως και την αποδόμηση όλων των παραπάνω στην «άγρια» αρχαιότητα του μοντερνισμού, που ο Nietzsche εισήγαγε και πολλοί, κυρίως καλλιτέχνες, ακολούθησαν με ενθουσιασμό στον 20ό αιώνα. Ταυτόχρονα, η πρόσληψη της σοφόκλειας Ηλέκτρας, χάρη στη σύνθετη οξύτητα του προσώπου της, συνιστά επίσης έναν εύγλωττο δείκτη των όρων με τους οποίους ο δυτικός κόσμος γνώρισε και αναγνώρισε τη φύση του «εαυτού»: τη σχέση ατομικότητας και συλλογικότητας, αυτονομίας και εξάρτησης, σύνεσης και παράνοιας. Πάνω στη σκηνή, αλλά και κάτω, έξω και πέρα από αυτήν.
Γυναίκα κάνει σπονδή στον Έρωτα που κάθεται σε κιονόκρανο. Απουλιανή οινοχόη. Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο. Σήμερα αποδίδουμε συνήθως τις ψυχικές διαταραχές σε οργανικά αίτια, ενώ στην αρχαιότητα συνυπήρχαν τουλάχιστον τέσσερις εξίσου πιθανές προσεγγίσεις, και μια ψυχική διαταραχή μπορούσε να αποδοθεί είτε σε φυσικά οργανικά αίτια, είτε σε μια θεϊκή, ή σε δαιμονική, ή τέλος σε μια ανθρώπινη επέμβαση (με τη συνδρομή ενός φίλτρου που παρασκευαζόταν από ρίζες και βότανα και δινόταν στο ανυποψίαστο θύμα). Τα αρχαία ελληνικά μυθιστορήματα αποτελούν εξαιρετικές αναξιοποίητες πηγές για την αντιμετώπιση των ψυχικών παθήσεων στην αρχαιότητα.
Η Ψυχή επιχειρεί να δει τον νυχτερινό της σύντροφο. Giuseppe Maria Crespi, 1807. Galleria degli Uffizi, Φλωρεντία. To άρθρο εξετάζει το θέμα του Έρωτα και της Ψυχής στους Ελληνικούς Μαγικούς Πάπυρους, εστιάζοντας στην αναπαράσταση του Έρωτα και της Ψυχής στο ερωτικό ξόρκι με τίτλο "Ξίφος Δαρδάνου'' (IV.1716-1870). Το ξόρκι περιλαμβάνεται στο τέταρτο μαγικό βιβλίο, που χρονολογείται τον τέταρτο αιώνα και προέρχεται από την Ελληνο-Ρωμαϊκή Αίγυπτο. Τα ερωτήματα που εξετάζω είναι: Πώς περιγράφεται και απεικονίζεται η ερωτική και σεξουαλική ένωση στο ξόρκι και πώς μπορούμε να κατανοήσουμε την αναπαράσταση του Έρωτα και της Ψυχής; Θα διερευνήσω επίσης τις φιλοσοφικές και μυστηριακές επιρροές στην έννοια της ερωτικής ένωσης ως “ένωσης ψυχών”.