Η αρχαία Τροιζήνα βρισκόταν λίγο δυτικότερα του σημερινού ομώνυμου χωριού της βορειοανατολικής Πελοποννήσου. Τα μνημεία της είναι γνωστά κυρίως από την εκτενή περιγραφή του Παυσανία (II.30.5–32.10), ο οποίος μνημονεύει πολλά λατρευτικά οικοδομήματα και άλλα δημόσια κτήρια που είδε εκεί, παραθέτοντας ταυτόχρονα αρκετά στοιχεία για τις μυθικές παραδόσεις της πόλης. Σημαντικές είναι και οι μαρτυρίες ξένων περιηγητών που την επισκέφθηκαν στη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα (Fourmont, Chandler, Dodwell, Gell, Stackelberg, Pouqueville, Prokesch von Osten, Blouet, Puillon Boblaye, Curtius, Bursian κ.ά.), καθώς μας άφησαν αξιοσημείωτες περιγραφές των ερειπίων που ήταν ορατά πριν από την έναρξη των ανασκαφών.
Οι αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή της αρχαίας πόλης άρχισαν από τον Legrand στα τέλη του 19ου αιώνα και συνεχίστηκαν από τον Welter στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ορισμένα από τα αντικείμενα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές του Legrand εντοπίστηκαν στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και τώρα κοσμούν την έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Πόρου, ενώ η τύχη των κινητών ευρημάτων των ερευνών του Welter παραμένει άγνωστη. Οι σωστικές ανασκαφές της Εφορείας Αρχαιοτήτων ξεκίνησαν το 1979 και μέχρι σήμερα έχουν φέρει στο φως πολλά αξιόλογα ευρήματα, προερχόμενα κυρίως από δύο μεγάλα νεκροταφεία, το ένα στα ανατολικά και το άλλο στα δυτικά της πόλης. Τα σημαντικότερα από αυτά εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιώς και κάποια άλλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου.
Το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας Τροιζήνας είναι θαμμένο κάτω από πυκνοφυτεμένα περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα, αλλά όσα από τα μνημεία της έχουν αποκαλυφθεί ή παρέμειναν ορατά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς και η διεξοδική περιγραφή του Παυσανία, μαρτυρούν ότι ήταν μια πολύ σπουδαία πόλη. Μόνο το τέμενος του Ιππολύτου, το οποίο βρισκόταν έξω από τα τείχη της, έχει ανασκαφεί σε μεγάλη έκταση και τώρα αποτελεί τον επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο της Τροιζήνας. Στο ιερό αυτό λατρεύτηκε αρχικά ως ήρωας και κατόπιν ως θεός ο νεαρός γιος του Θησέα, τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα αλλά χωρίς ανταπόκριση η μητριά του Φαίδρα, με αποτέλεσμα να βρουν και οι δύο τραγικό θάνατο.
Όπως μαρτυρεί ο Παυσανίας, οι Τροιζήνιοι ήταν ιδιαίτερα υπερήφανοι για την πατρίδα και τις τοπικές παραδόσεις τους. Ιδρυτής της πόλης τους έλεγαν ότι ήταν ο γιος του Πέλοπα Πιτθέας, ο οποίος έφτασε στην περιοχή μαζί με τον αδελφό του Τροιζήνα όταν ήταν ηγεμόνας ο Αέτιος. Έτσι οι βασιλιάδες του τόπου έγιναν τρεις αλλά, μετά το θάνατο του Τροιζήνα, ο Πιτθέας κυριάρχησε σε όλη τη χώρα και συγκέντρωσε τους κατοίκους σε μία πόλη, στην οποία έδωσε το όνομα του αδελφού του. Επίσης έλεγαν ότι ο Ποσειδώνας και η Αθηνά φιλονικούσαν για την κατοχή της Τροιζήνας και, για να λήξει η διαμάχη, ο Δίας τους πρόσταξε να την έχουν από κοινού. Έτσι οι Τροιζήνιοι τιμούσαν ως πολιούχους θεούς τόσο την Αθηνά, με τα προσωνύμια Πολιάς και Σθενιάς, όσο και τον Ποσειδώνα, με το επίθετο Βασιλεύς. Για το λόγο αυτό τα πρώτα νομίσματα που έκοψαν απεικόνιζαν στη μία όψη το πρόσωπο της Αθηνάς και στην άλλη την τρίαινα.
Εγγονός του Πιτθέα ήταν ο Θησέας, ο γιος που έφερε στον κόσμο η κόρη του Αίθρα μετά το σμίξιμό της, μέσα στην ίδια νύχτα, πρώτα με τον Ποσειδώνα και ύστερα με το βασιλιά της Αθήνας Αιγέα. Ο μεγάλος αττικός ήρωας ήταν γέννημα–θρέμμα της Τροιζήνας, αφού γεννήθηκε και μεγάλωσε στο παλάτι του παππού του, μέχρι που έφυγε για να γίνει πριγκιπόπουλο και κατόπιν βασιλιάς στην Αθήνα. Όταν έγινε δεκαέξι χρονών, πήρε τα σανδάλια και το ξίφος που είχε κρύψει κάτω από έναν μεγάλο βράχο ο Αιγέας για να τα βρει αργότερα ο γιος του, και με αυτά τα σημάδια αναγνώρισης πήγε στην Αθήνα να συναντήσει τον πατέρα του. Ο Θησέας απεικονίζεται να ανασηκώνει το βράχο σε χάλκινα νομίσματα που έκοψε η Τροιζήνα κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας.
Ο Ιππόλυτος ήταν γιος του Θησέα, καρπός του έρωτά του με μια αμαζόνα (την Ιππολύτη ή την Αντιόπη). Πριν νυμφευθεί την κόρη του Μίνωα Φαίδρα, ο Θησέας έστειλε τον μικρό γιο του στην Τροιζήνα για να ανατραφεί στην αυλή του Πιτθέα και να γίνει εκεί βασιλιάς. Μεγαλώνοντας ο Ιππόλυτος έγινε ένας όμορφος νέος, που ήταν πιστός οπαδός της Αρτέμιδος και αγαπούσε με πάθος το κυνήγι, ενώ υποτιμούσε τον έρωτα για τις γυναίκες. Η Αφροδίτη θύμωσε για την περιφρόνηση που της έδειχνε και, για να τον εκδικηθεί, έσπρωξε τη μητριά του σε άνομο έρωτα για τον προγονό της.
Μετά το φόνο των Παλλαντιδών ο Θησέας πήγε στην Τροιζήνα μαζί με τη γυναίκα του για να γίνει ο τελετουργικός καθαρμός του από το συγγενικό αίμα και εκεί εκδηλώθηκαν τα αισθήματα της Φαίδρας για τον Ιππόλυτο. Όταν αυτός γυμναζόταν στο στάδιο, εκείνη τον κατασκόπευε κρυμμένη πίσω από μια μυρτιά και, μη μπορώντας να γαληνεύσει το πάθος της, τρυπούσε με μανία τα φύλλα του δέντρου με μια καρφίτσα που είχε στα μαλλιά της. Όταν ο Ιππόλυτος απέκρουσε τον έρωτά της, η Φαίδρα ένιωσε τόσο ντροπιασμένη που αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή της, αλλά προηγουμένως έγραψε ένα σημείωμα για τον Θησέα, κατηγορώντας το γιο του ότι προσπάθησε να τη βιάσει. Εκείνος εξοργίστηκε και τον έδιωξε από την Τροιζήνα, παρακαλώντας τον Ποσειδώνα να τον αφανίσει. Ενώ ο Ιππόλυτος έτρεχε με το άρμα του για να φύγει μακριά, πληγωμένος από την άδικη συμπεριφορά του πατέρα του, ο Ποσειδώνας έβγαλε από τη θάλασσα έναν άγριο ταύρο που πετάχτηκε μπροστά από τα άλογα. Το άρμα ανατράπηκε και το σώμα του άτυχου νέου τυλίχτηκε στα ηνία και διαμελίστηκε καθώς σερνόταν στο έδαφος.
Οι Τροιζήνιοι δεν παραδέχονταν ότι ο Ιππόλυτος πέθανε, αλλά έλεγαν ότι οι θεοί τον ανέβασαν στον ουρανό και τον μεταμόρφωσαν στον αστερισμό του Ηνίοχου. Για το λόγο αυτό δεν έδειχναν στους ξένους τον τάφο του, παρόλο που τον γνώριζαν. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου την οποία κατέγραψε ο Παυσανίας στην Επίδαυρο (ΙΙ.27.4), τον Ιππόλυτο επανέφερε στη ζωή ο Ασκληπιός μετά από παράκληση της Αρτέμιδος και κατόπιν εκείνος πήγε στην Αρικία της Ιταλίας, όπου έγινε βασιλιάς και ίδρυσε τέμενος της θεάς. Τη στενή σχέση του Ασκληπιού με τον Ιππόλυτο φανερώνει και ο συνδυασμός της λατρείας τους τόσο στην Τροιζήνα όσο και στην Αθήνα.
Η πρώτη μνεία της Τροιζήνας εντοπίζεται στην Ιλιάδα, στον «κατάλογο των πλοίων», ανάμεσα στις πόλεις που πήραν μέρος στην Τρωική Εκστρατεία υπό την ηγεσία του Διομήδη (B 559–568). Ο Παυσανίας αναφέρει ότι οι κάτοικοί της ήταν Ίωνες στην καταγωγή αλλά, μετά την εξάπλωση των Ηρακλειδών στην Πελοπόννησο, οι Δωριείς ενσωματώθηκαν σε αυτούς ως σύνοικοι. Για την πρώιμη ιστορία της δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία, αλλά και όσες πληροφορίες έχουμε για το ρόλο της στα ιστορικά γεγονότα έως το τέλος της αρχαιότητας είναι αποσπασματικές.
Στους γεωμετρικούς χρόνους οι Τροιζήνιοι δημιούργησαν αποικίες στη Μικρά Ασία (Αλικαρνασσός, Μύνδος, Θεάγγελα) και, μαζί με τους Αχαιούς, στην Κάτω Ιταλία (Σύβαρη). Γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ., κατά την πιθανότερη χρονολόγηση, ίδρυσαν στη νήσο Καλαύρεια (σημερινός Πόρος) μια αμφικτιονία που είχε ως έδρα της το εκεί ιερό του Ποσειδώνος και, όπως παραδίδει ο Στράβων (VIIΙ.6.14), περιλάμβανε στα μέλη της επτά πόλεις (Ερμιόνη, Επίδαυρος, Αίγινα, Αθήνα, Πρασιές, Ναυπλία, Μινύειος Ορχομενός). Η Τροιζήνα δεν αναφέρεται ανάμεσα στα κράτη–μέλη επειδή ήταν αυτονόητο ότι εκείνη είχε την ηγεσία, αφού η Καλαύρεια υπαγόταν σε αυτήν έως τον ύστερο 4ο αιώνα π.Χ., όπως και η χερσόνησος των Μεθάνων.
Κατά τον Ηρόδοτο (ΙΙΙ.59.1), γύρω στο 525 π.Χ. η Τροιζήνα συμπεριέλαβε στην επικράτειά της τη νήσο Ύδρα, την οποία της παραχώρησαν οι Σάμιοι εξόριστοι, αφού πρώτα την αγόρασαν από τους Ερμιονείς. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι πληροφορίες που μας δίνει και πάλι ο Ηρόδοτος για τη δραστηριότητά της στους Περσικούς Πολέμους (VIII.1.2, 41.1, 42.1, 43.1 και IX.28.4, 102.3, 105.1). Το 480 π.Χ. πήρε μέρος με πέντε τριήρεις στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας. Το επίνειο της Τροιζήνας Πώγων, άριστο φυσικό λιμάνι στο δυτικό άκρο του μεγάλου όρμου που σχηματίζεται ανάμεσα στην πελοποννησιακή ακτή και το νησί του Πόρου, ορίστηκε ως τόπος συγκέντρωσης του ελληνικού στόλου πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Κατά τη διάρκεια της περσικής εισβολής στην Αττική, ύστερα από ψήφισμα που πρότεινε ο Θεμιστοκλής το οποίο προέβλεπε την εκκένωση της Αθήνας για λόγους ασφάλειας των αμάχων, οι Τροιζήνιοι φιλοξένησαν πολλές αθηναϊκές οικογένειες, αναλαμβάνοντας όλες τις δαπάνες για τη διατροφή τους και για τη μόρφωση των παιδιών, όπως παραδίδει ο Πλούταρχος (Θεμιστοκλής 10.2–3). Το 479 π.Χ. η Τροιζήνα πήρε μέρος στη μάχη των Πλαταιών με 1.000 οπλίτες και το όνομά της αναγράφηκε στο τρόπαιο που ανατέθηκε στο ιερό των Δελφών σε ανάμνηση της νίκης των Ελλήνων. Τον ίδιο χρόνο οι ναυτικές δυνάμεις της συμμετείχαν στη ναυμαχία της Μυκάλης.
Στη διάρκεια των πολέμων που έκαναν μετά τα Μηδικά οι Αθηναίοι εναντίον άλλων ελληνικών πόλεων, στο πλαίσιο της επεκτατικής πολιτικής τους, κατέκτησαν και την Τροιζήνα, η οποία όμως ανέκτησε την ανεξαρτησία της με τις Τριακονταετείς Σπονδές (446/5 π.Χ.). Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο τάχθηκε στο πλευρό της Σπάρτης, με αποτέλεσμα να υποστεί λεηλασίες και επιδρομές από τους Αθηναίους, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης (ΙΙ.56.5 και IV.45.2). Από τον Ξενοφώντα μαθαίνουμε ότι η συμμαχία της με τη Σπάρτη συνεχίστηκε στον Κορινθιακό Πόλεμο (396–385 π.Χ.), καθώς και στις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση της εισβολής των Θηβαίων στην Πελοπόννησο (Ελληνικά IV.2.16 και VII.2.2). Το 371 π.Χ. δέχτηκε επίθεση από τον Επαμεινώνδα, ο οποίος όμως δεν κατάφερε να την εκπορθήσει. Μέσα στα επόμενα χρόνια οι σχέσεις της με την Αθήνα αποκαταστάθηκαν και το 323 π.Χ. συμπαρατάχθηκε μαζί της στον «Λαμιακό» Πόλεμο.
Στους ελληνιστικούς χρόνους, με την εμπλοκή της στους Πολέμους των Διαδόχων, βρέθηκε υπό μακεδονική κατοχή. Εκείνη την περίοδο η Καλαύρεια και τα Μέθανα φαίνεται ότι αποσπάστηκαν από αυτή. Το 243 π.Χ., μετά την κατάληψη της Κορίνθου από τον Άρατο, οι Τροιζήνιοι προσχώρησαν στην Αχαϊκή Συμπολιτεία και τίμησαν το στρατηγό της με ανδριάντα που έστησαν στην αγορά (IG IV.788). Το 146 π.Χ., αναμένοντας την επίθεση των Ρωμαίων, ενίσχυσαν την άμυνα της πόλης με την κατασκευή ενός εγκάρσιου τείχους (διατείχισμα) στους πρόποδες της ακρόπολης (IG IV.757).
Οι επιγραφικές και οι φιλολογικές μαρτυρίες που αναφέρονται στην εποχή της Ρωμαιοκρατίας σκιαγραφούν την εικόνα μιας ακμάζουσας πόλης, η οποία είχε καλή εσωτερική οργάνωση, ανθηρή οικονομία και μια τάξη εύπορων πολιτών που κατείχαν διάφορα αξιώματα ή αναλάμβαναν δαπάνες για εξωραϊστικά έργα, όπως την επισκευή δρόμων και δημόσιων κτηρίων. Το 124 μ.Χ. πιθανότατα επισκέφθηκε την πόλη ο αυτοκράτορας Αδριανός και με αφορμή αυτό το γεγονός οι Τροιζήνιοι εγκαινίασαν νέο σύστημα χρονολόγησης. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους η Καλαύρεια βρισκόταν πάλι υπό την εξουσία της Τροιζήνας, κατά τη μαρτυρία του Παυσανία (Χ.9.8).
Εκκλησιαστικά μνημεία και τάφοι της Παλαιοχριστιανικής περιόδου που έφεραν στο φως οι αρχαιολογικές έρευνες δείχνουν ότι οι Τροιζήνιοι ασπάστηκαν νωρίς τη νέα θρησκεία. Στους βυζαντινούς χρόνους η πόλη αναφέρεται για τελευταία φορά με το αρχαίο όνομά της στα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε στη Νίκαια το 787. Περί τα τέλη του 9ου ή στις αρχές του 10ου αιώνα η Επισκοπή Τροιζήνος μετονομάστηκε σε Επισκοπή Δαμαλά ή Δαμαλών. Ο Δαμαλάς, που ήταν η μεσαιωνική συνέχεια της αρχαίας Τροιζήνας, κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας δόθηκε ως φέουδο στον ιππότη Guillaume de la Roche, ο οποίος οργάνωσε την περιοχή σε βαρονία και έκτισε δικό του κάστρο στην κορυφή της αλλοτινής ακρόπολης.
Στην περιοχή της πόλης των ιστορικών χρόνων δεν έχουν εντοπιστεί υλικά κατάλοιπα της Μυκηναϊκής περιόδου, αν και, κατά τον Όμηρο, η Τροιζήνα ήταν παρούσα στον Τρωικό Πόλεμο. Η προϊστορική πόλη πρέπει να βρισκόταν στην παραλία του όρμου του Πώγωνα, στην περιοχή της Μεγάλης Μαγούλας του Γαλατά, περίπου 6 χλμ. ανατολικότερα της γνωστής Τροιζήνας. Οι ανασκαφές που έγιναν εκεί στο διάστημα 1995–2000 έφεραν στο φως τα ερείπια μιας μεσοελλαδικής–υστεροελλαδικής ακρόπολης και τρεις μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους, ισχυρά τεκμήρια για την ύπαρξη σε αυτή τη θέση μιας προϊστορικής εγκατάστασης τόσο σημαντικής, που δεν μπορεί να ήταν άλλη από την περίφημη Τροιζήνα η οποία σκιαγραφείται στο μύθο του Θησέα και στο ομηρικό έπος.
Στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους το οικιστικό κέντρο μετακινήθηκε προς την ενδοχώρα, όπως δείχνουν οι πρωτογεωμετρικοί τάφοι που αποκαλύφθηκαν στο ανατολικό νεκροταφείο της Τροιζήνας και τα όστρακα της Γεωμετρικής περιόδου που βρέθηκαν στο χώρο της αρχαίας αγοράς και στο τέμενος του Ιππολύτου. Η κατοίκηση στη νέα θέση ήταν συνεχής έως το τέλος της αρχαιότητας, καθώς όλες οι επόμενες περίοδοι αντιπροσωπεύονται στα ευρήματα των ανασκαφών.
Η πόλη της Τροιζήνας, όπως φαίνεται από τα λίγα σωζόμενα κατάλοιπα της οχύρωσής της, απλωνόταν στη μικρή πεδιάδα δυτικά του σημερινού ομώνυμου χωριού και είχε την ακρόπολή της στο απότομο ύψωμα που ορθώνεται στα νοτιοανατολικά της. Τα μνημεία που περιγράφει ο Παυσανίας είναι πολλά, αλλά οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο χώρο της πόλης είναι ελάχιστες και περιορισμένης έκτασης. Παρ’ όλα αυτά, με τις έρευνες του Legrand και του Welter προσδιορίστηκε κατά προσέγγιση η θέση της αγοράς στην περιοχή μεταξύ των εκκλησιών του Αγ. Γεωργίου, του Αγ. Ιωάννη και της Αγ. Σωτήρας.
Στα ερείπια της παλαιάς εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου βρέθηκαν επιγραφές σχετιζόμενες με το ιερό του Απόλλωνος Θεαρίου (IG IV 748) και τη λατρεία της Αρτέμιδος (IG IV 763). Σε έναν αγρό στα δυτικά της εκκλησίας ερευνήθηκαν από τον Legrand τα πώρινα θεμέλια ναού στον τύπο του απλού σηκού με πρόναο, που αποδόθηκε στην Αρτέμιδα. Νοτιότερα από εκείνη τη θέση σώζονται ορατά τα κατάλοιπα ενός αψιδωτού κτηρίου από οπτοπλινθοδομή, των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων. Ο Welter το συσχέτισε με το ιερό των Μουσών, αλλά μάλλον πρόκειται για κοινό βαλανείο (λουτρικό οικοδόμημα).
Κοντά στην εκκλησία του Αγ. Ιωάννη βρέθηκε το ενεπίγραφο βάθρο ενός αγάλματος αφιερωμένου στον Απόλλωνα που είχε φιλοτεχνήσει ο Κηφισόδοτος ο νεότερος (IG IV.766). Στην εκκλησία αυτή έχει χρησιμοποιηθεί ως βάση της αγίας τράπεζας ένας σπόνδυλος μεγάλου ραβδωτού κίονα, που ίσως προέρχεται από το ναό του θεού. Ο Παυσανίας αναφέρει για το ιερό του Απόλλωνος Θεαρίου ότι ήταν το παλαιότερο από όλα όσα γνώριζε ο ίδιος. Το λατρευτικό άγαλμα που είδε ήταν έργο του Τροιζήνιου γλύπτη Έρμωνος, η δράση του οποίου τοποθετείται στην Αρχαϊκή περίοδο, επομένως ο ναός του Απόλλωνος θα υπήρχε τουλάχιστον από εκείνη την εποχή.
Από το χώρο της ερειπωμένης εκκλησίας της Αγ. Σωτήρας προέρχεται το άγαλμα του κριοφόρου Ερμή, ρωμαϊκό αντίγραφο αγαλματικού τύπου του 4ου αιώνα π.Χ., αποδιδόμενου στη σχολή του Πολυκλείτου. Στην ίδια περιοχή βρέθηκε και η περίφημη ενεπίγραφη στήλη, το κείμενο της οποίας θεωρείται ως μεταγενέστερο αντίγραφο του ψηφίσματος που πρότεινε το 480 π.Χ. ο Θεμιστοκλής ή ως αλλοιωμένη εκδοχή εκείνου, σχετιζόμενη με ιστορικές συγκυρίες και πολιτικές σκοπιμότητες της Πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου. Η χάραξη της στήλης τοποθετείται στα τέλη του 4ου ή στο πρώτο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. Ίσως αυτή η στήλη είχε τοποθετηθεί σε μια στοά ιδρυμένη, κατά τον Παυσανία, από τους Αθηναίους στην αγορά της πόλης, στην οποία στεγάζονταν αγάλματα γυναικών και παιδιών επιφανών οικογενειών που είχαν φιλοξενηθεί στην Τροιζήνα όταν η Αθήνα κινδύνευε από την επίθεση των Περσών. Περίπου 100 μ. βορειότερα από την Αγ. Σωτήρα ανασκάφηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 από την Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων μια παλαιοχριστιανική βασιλική, στην οποία είχαν χρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό πολλά αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη προερχόμενα πιθανότατα από κτήρια της αγοράς.
Η θέση του ιερού του Διός Σωτήρος εντοπίστηκε στο βορειοδυτικό τμήμα του χώρου που υπολογίζεται ότι καταλάμβανε η αρχαία πόλη. Εδώ βρέθηκε ένα ορόσημο με την επιγραφή ΔΙΟΣ και αποκαλύφθηκε μέρος της πώρινης θεμελίωσης ναού, στον οποίο θα ανήκαν οι κεραμίδες των αρχαϊκών χρόνων που περιλαμβάνονταν στα ευρήματα της ανασκαφής.
Στην κορυφή της ακρόπολης βρισκόταν ο ναός της Αθηνάς Πολιάδος ή Σθενιάδος, ο οποίος πιθανότατα καταστράφηκε όταν οικοδομήθηκε εκεί το μεσαιωνικό κάστρο. Ο ναός και το αρχαϊκό άγαλμα της θεάς, κατασκευασμένο σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παυσανία από τον Αιγινήτη γλύπτη Κάλ(λ)ωνα, απεικονίζονται σε χάλκινες κοπές της Τροιζήνας της περιόδου της Ρωμαιοκρατίας. Κοντά στον ανατολικό βραχίονα του τείχους ο Legrand έφερε στο φως τη θεμελίωση ενός ναού που ο ίδιος απέδωσε στον Πάνα, αλλά κατόπιν ο Welter τον ταύτισε εύστοχα με αυτόν της Αφροδίτης Ακραίας. Ο ναός εκείνος είχε επίσης ιδρυθεί στα αρχαϊκά χρόνια, όπως δείχνουν τα πήλινα αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν στη θέση, με άριστα διατηρημένη τη γραπτή διακόσμηση.
Το ιερό του Λυτηρίου Πανός που συνάντησε ο περιηγητής κατεβαίνοντας από την ακρόπολη πρέπει να βρισκόταν στη δυτική πλευρά του λόφου, κοντά στο ονομαζόμενο «Γεφύρι του Διαβόλου». Από την περιοχή αυτή προέρχεται ένα μαρμάρινο κεφάλι από αγαλματίδιο του Πάνα, των ρωμαϊκών χρόνων. Το ειδυλλιακό τοπίο του χώρου, με την οργιώδη δασική βλάστηση, τα άφθονα πηγαία νερά που σχηματίζουν καταρράκτες και τις φυσικές σπηλιές που διακρίνονται στα κατακόρυφα μέτωπα του βράχου, αποτελούσε οπωσδήποτε ιδανικό περιβάλλον για τη λατρεία του τραγοπόδαρου θεού.
Στους πρόποδες της ακρόπολης σώζονται κάποια τμήματα από το εγκάρσιο τείχος που κατασκευάστηκε γύρω στο 146 π.Χ. για την ενίσχυση της άμυνας της πόλης στην αναμενόμενη επίθεση των Ρωμαίων. Στο τείχος αυτό έχει ενσωματωθεί ένας μεγάλος ορθογώνιος πύργος, ο οποίος είναι σήμερα το καλύτερα σωζόμενο μνημείο της Τροιζήνας, καθώς διατηρεί άθικτη την είσοδό του και την εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Την περίοδο της Φραγκοκρατίας ο πύργος ανακαινίστηκε για να ενταχθεί στο αμυντικό σύστημα του κάστρου του Δαμαλά.
Έξω από τα τείχη, στα νοτιοανατολικά της πόλης, έχει εντοπιστεί ο χώρος του ιερού της Δήμητρος Θεσμοφόρου, το οποίο πρέπει να ήταν σε χρήση από την Αρχαϊκή έως και την Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο, όπως φανερώνουν τα αναθήματα που βρέθηκαν εκεί (πήλινα ειδώλια, μικρογραφικά αγγεία και λυχνάρια, υφαντικά βάρη κ.ά.). Κοντά του, κατά την περιγραφή του Παυσανία, ήταν το ιερό του Ποσειδώνος Φυταλμίου, το οποίο είχαν ιδρύσει οι Τροιζήνιοι για να εξευμενίσουν το θεό, όταν είχε θυμώσει μαζί τους και για να τους τιμωρήσει έκανε τη γη τους άγονη στέλνοντας άλμη στις ρίζες και τους σπόρους των φυτών. Πυρήνας αυτού του μύθου πρέπει να ήταν ένα πραγματικό φυσικό φαινόμενο που παρατηρείται ακόμη και σήμερα. Η λιμνοθάλασσα Ψήφτα, στις βόρειες παρυφές του κάμπου της Τροιζήνας, διοχετεύει στον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής θαλασσινό νερό που δεν αφήνει τα δέντρα να αναπτυχθούν στους κοντινούς αγρούς.
Στα περίχωρα της πόλης, δίπλα στην ονομαζόμενη Φοιβαία λίμνη ή Ψηφαία θάλασσα (σημερινή Ψήφτα), αναφέρονται από τον Παυσανία το ιερό της Αρτέμιδος Σαρωνίας και το μνήμα του Σάρωνος, του μυθικού βασιλιά της Τροιζήνας που πνίγηκε κυνηγώντας μέσα στη θάλασσα ένα ελάφι της θεάς. Από αυτό το περιστατικό, όπως έλεγαν, πήρε κατόπιν το όνομα Σαρωνικός ολόκληρη η θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στη ΒΑ Πελοπόννησο και την Αττική.
Στον ορεινό δρόμο προς την Ερμιόνη ο περιηγητής μνημονεύει το ιερό της Αφροδίτης Νυμφίας, ιδρυμένο κατά την παράδοση από τον Θησέα όταν νυμφεύθηκε την Ελένη (μετά το θάνατο της Φαίδρας). Εκεί κοντά βρισκόταν και η ονομαζόμενη «Πέτρα Θησέως», ένας μεγάλος όρθιος βράχος για τον οποίο έλεγαν ότι ήταν εκείνος που ανασήκωσε ο Θησέας για να πάρει τα σανδάλια και το ξίφος του Αιγέα.
Το «επιφανέστατον», κατά τον Παυσανία, τέμενος του Ιππολύτου βρισκόταν επίσης έξω από τα τείχη, σε απόσταση περίπου 600 μ. δυτικά της πόλης. Η λατρεία του ήρωα άρχισε στη Γεωμετρική περίοδο, πιθανότατα τον 8ο αιώνα π.Χ., σε έναν υπαίθριο χώρο που περιέκλειε πεντάπλευρος περίβολος. Στο δυτικό όριο εκείνου κτίστηκε αργότερα, μάλλον στους ύστερους αρχαϊκούς χρόνους, ένας ναΐσκος με πρόσοψη στα δυτικά. Ακριβώς απέναντι από την είσοδό του υπήρχε κτιστός ορθογώνιος βωμός με τετράστυλο (τέσσερις κίονες).
Νότια του βωμού βρισκόταν ένα άλλο οικοδόμημα, η ακριβής μορφή και χρήση του οποίου είναι δύσκολο να προσδιοριστούν λόγω της πολύ κακής διατήρησής του. Ο Welter το αναπαρέστησε ως ναΐσκο με φαρδύ σηκό και πρόσοψη στα ανατολικά, αλλά τα σωζόμενα κατάλοιπα δεν φαίνεται να επαληθεύουν την ερμηνεία του. Μάλλον αυτό ήταν αρχικά ένας «οίκος» με πρόσοψη στο βορρά, στον οποίο έγιναν αργότερα διάφορες προσθήκες. Στα δυτικά του υπήρχε μια μικρή ανοικτή στοά και στα νότια ένα κρηναίο οικοδόμημα.
Όλα τα προηγούμενα κτίσματα βρίσκονταν πάνω σε άνδηρο που οριζόταν στις τρεις πλευρές του (βόρεια, δυτική και νότια) από ορθογώνιο περίβολο και ήταν προσιτό από μνημειακό πρόπυλο στη ΒΑ γωνία του. Μια στενή, δευτερεύουσα είσοδος στη ΝΔ γωνία του περιβόλου επέτρεπε την επικοινωνία με το χαμηλότερο πλάτωμα στα δυτικά του ανδήρου. Από εκεί ήταν προσπελάσιμος ένας κτιστός υπόγειος θάλαμος, ο οποίος ερμηνεύθηκε πρόσφατα από την Ελένη Οικονομίδου ως ο κρυφός τάφος του Ιππολύτου που δεν έδειχναν οι Τροιζήνιοι στους ξένους.
Το χώρο ανατολικά του ανδήρου και του γεωμετρικού τεμένους καταλάμβανε ένα μεγάλο τετράγωνο οικοδόμημα με κεντρική περίστυλη αυλή και είσοδο στη δυτική πλευρά, μπροστά και πίσω από το οποίο υπήρχαν διάφορα προσκτίσματα σχετιζόμενα με τη λειτουργία του. Το κτήριο αυτό ερμηνεύθηκε από τον Welter ως το εγκοιμητήριο του Ασκληπιείου της Τροιζήνας που μαρτυρείται σε δύο επιγραφές της Επιδαύρου (IG IV 2 122, 123), αλλά οι νεότεροι μελετητές το θεωρούν τελετουργικό εστιατόριο, ενώ μερικοί προτείνουν τη συνδυασμένη λειτουργία του ως εστιατορίου και εγκοιμητηρίου. Κατά τον ανασκαφέα τόσο εκείνο όσο και τα κτίσματα του γειτονικού ανδήρου είχαν κατασκευαστεί στο πλαίσιο ενός ενιαίου οικοδομικού προγράμματος που εκτελέστηκε ανάμεσα στα τέλη του 4ου και τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Ο καταστερισμός και η αποθέωση του Ιππολύτου από τους Τροιζήνιους πρέπει να έγιναν στα ελληνιστικά χρόνια, εποχή κατά την οποία αναφέρονται και άλλες τέτοιες περιπτώσεις ηρώων. Η αναβάθμισή του σε θεό ήταν οπωσδήποτε τοπικό φαινόμενο, καθώς δεν παρατηρείται κάτι ανάλογο στην ηρωολατρεία του στην ακρόπολη της Αθήνας (Παυσανίας Ι.22.1). Ο θεοποιημένος Ιππόλυτος λατρευόταν πιθανότατα σε έναν περίπτερο ναό με πρόσοψη στα ανατολικά, ο οποίος οικοδομήθηκε στα νοτιοανατολικά του αρχαιότερου τεμένους, σε επίπεδο ψηλότερο από εκείνο των άλλων κτηρίων. Ο Legrand απέδωσε αυτόν το ναό στον Ιππόλυτο ή στον Απόλλωνα Επιβατήριο, αλλά κατόπιν ο Welter τον ταύτισε κατηγορηματικά με εκείνον του Ιππολύτου και τοποθέτησε την κατασκευή του στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., με βάση τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του. Κινητά ευρήματα, που θα μπορούσαν να δώσουν περισσότερες πληροφορίες για την ταυτότητα και το χρόνο ίδρυσής του, δεν αναφέρονται από τους ανασκαφείς.
Η χρονολόγηση που πρότεινε ο Welter για τον περίπτερο ναό έγινε γενικότερα αποδεκτή, αλλά η απόδοση στον Ιππόλυτο αμφισβητήθηκε από ορισμένους μελετητές που υποστηρίζουν ότι ήταν αφιερωμένος στον Ασκληπιό, θεωρώντας ότι εκεί θα ήταν στημένο το άγαλμα του θεού, έργο του γλύπτη Τιμοθέου, το οποίο μνημονεύει ο Παυσανίας χωρίς να προσδιορίζει το χώρο όπου βρισκόταν. Πάντως, εφόσον ισχύει η χρονολόγηση του ναού στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., αυτός δεν μπορεί να συνδεθεί με το άγαλμα του Ασκληπιού, καθώς η δράση του Τιμοθέου τοποθετείται στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Κατά τη μαρτυρία του Παυσανία οι Τροιζήνιοι έλεγαν για εκείνο το άγαλμα ότι δεν παριστάνει τον Ασκληπιό αλλά τον Ιππόλυτο, επομένως ο θεός πρέπει να απεικονιζόταν σε νεανική ηλικία και αγένειος, διαφορετικά δεν δικαιολογείται η σύγχυσή του με τον Ιππόλυτο. Όπως φαίνεται, στην Τροιζήνα κατά τη Ρωμαϊκή εποχή δεν υπήρχε σαφής διάκριση μεταξύ των δύο λατρειών, ίσως επειδή αυτές είχαν στο μεταξύ συγχωνευθεί.
Ως προς τις τιμές που απέδιδαν στον Ιππόλυτο, ο περιηγητής μάς πληροφορεί ότι ο ιερέας του ήταν ισόβιος, είχαν καθιερωθεί ετήσιες θυσίες και τα κορίτσια της Τροιζήνας πριν από το γάμο τους κατέθεταν στο ναό του μια πλεξούδα που έκοβαν από τα μαλλιά τους, έθιμο που μνημονεύει και ο Ευριπίδης (Ιππόλυτος 1423–1427). Την απόδοση «ισοθέων τιμών» στον Ιππόλυτο μαρτυρεί επίσης ο Διόδωρος Σικελιώτης (IV.62.4).
Σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία, μέσα στον περίβολο του ναού του Ιππολύτου υπήρχε και ένας δεύτερος, αφιερωμένος στον Απόλλωνα Επιβατήριο. Στον ίδιο χώρο αναφέρεται και η λατρεία των θεοτήτων της βλάστησης Δαμίας και Αυξησίας. Από τον περίβολο αυτού του τμήματος του ιερού εντοπίστηκαν με τις έρευνες του Welter κατάλοιπα δύο τοίχων, ενός στην περιοχή νοτιοανατολικά του ναού και ενός άλλου στα βορειοδυτικά. Ο δεύτερος χρησίμευε ταυτόχρονα ως ανάλημμα του ευρύτερου πλατώματος του ιερού.
Ο ναός της Αφροδίτης Κατασκοπίας ήταν πιθανότατα οικοδομημένος στο λόφο που καταλαμβάνουν τώρα τα ερείπια της βυζαντινής εκκλησίας της Παναγίας Επισκοπής. Κοντά του ο Παυσανίας είδε μια μυρτιά με τρυπημένα φύλλα, για την οποία έλεγαν ότι ήταν εκείνη που τρυπούσε η Φαίδρα με την καρφίτσα της όταν έβλεπε τον Ιππόλυτο να γυμνάζεται στο στάδιο. Στην ίδια περιοχή τοποθετεί ο περιηγητής τον τάφο της και, σε μικρή απόσταση από αυτόν, το μνήμα του Ιππολύτου, το οποίο περιγράφει ως σωρό χώματος. Το τελευταίο πρέπει να βρισκόταν στον υπαίθριο χώρο του γειτονικού γεωμετρικού τεμένους.
Κάποιοι από τους περιηγητές του 18ου και του 19ου αιώνα (Chandler, Gell, Curtius, Bursian, Frazer), όπως επίσης αρχικά και ο Legrand, αναγνώριζαν το στάδιο του Ιππολύτου στο πεταλοειδές κοίλωμα που σχηματίζει το φυσικό έδαφος νοτιοανατολικά του λόφου της Επισκοπής. Σε αυτή την περιοχή ο βόρειος τοίχος του ευρύτερου περιβόλου του ιερού σημειώνεται στο τοπογραφικό σχέδιο του Welter με τεθλασμένη γραμμή που ακολουθεί το περίγραμμα του κοιλώματος. Η τοποθέτηση εδώ του σταδίου θεωρούμε ότι είναι μια βάσιμη υπόθεση, καθώς μπορεί να ήταν παρόμοιο με εκείνο της Νεμέας, το οποίο ήταν διαμορφωμένο σε μια ανάλογη φυσική κοιλότητα και δεν είχε στα πρανή του κτιστές κατασκευές αλλά μόνο κάποιες λαξεύσεις στον φυσικό βράχο για να κάθονται οι θεατές. Στην περίπτωση αυτή το βόρειο τμήμα του σταδίου της Τροιζήνας θα εκτεινόταν στη γειτονική πεδινή περιοχή και ίσως καταστράφηκε από τις επεμβάσεις που έχουν γίνει εκεί για τη συστηματική καλλιέργεια της γης.
Ο Welter τοποθέτησε το στάδιο του Ιππολύτου στο βόρειο πρανές του λόφου της Επισκοπής, επειδή στην περιοχή κάτω από το άνδηρο της βυζαντινής εκκλησίας παρατήρησε δύο αναλημματικούς τοίχους με κατεύθυνση Α–Δ, οι οποίοι όριζαν πλάτωμα μήκους 190 μ. και πλάτους 20 μ. Οι τοίχοι αυτοί σημειώνονται αδρομερώς στο τοπογραφικό σχέδιο που δημοσίευσε αλλά δεν είναι τώρα ορατοί. Κατά την άποψή του το στάδιο θα είχε διαμορφωμένο χώρο για θεατές μόνο στη μία (νότια) μακριά πλευρά. Όποια και αν ήταν η θέση του, το στάδιο της Τροιζήνας πρέπει να υπήρχε από τα αρχαϊκά χρόνια, όπως δείχνουν επιτάφια μνημεία αθλητών που είχαν διαπρέψει εκείνη την εποχή σε αγώνες δρόμου και οπλιτοδρομίας. Κοντά του θα ήταν και το γυμνάσιο, η ύπαρξη του οποίου μαρτυρείται σε τρία τιμητικά ψηφίσματα των Τροιζηνίων (IG IV 749, 753, 754).
Οι σωστικές ανασκαφές στην εκτός των τειχών περιοχή της Τροιζήνας έχουν φέρει στο φως συστάδες τάφων που χρονολογούνται από τους πρωτογεωμετρικούς έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους και μαρτυρούν μια διαχρονική ταφική δραστηριότητα σε δύο μεγάλα νεκροταφεία, στα ανατολικά και στα δυτικά της πόλης. Η χρήση του ανατολικού νεκροταφείου άρχισε τον 10ο αιώνα π.Χ. και συνεχίστηκε έως και την εποχή της Ρωμαιοκρατίας. Το δυτικό φαίνεται να ήταν σε χρήση από τους ύστερους αρχαϊκούς έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Στα νεκροταφεία της Τροιζήνας διαπιστώνονται όλες οι γνωστές μέθοδοι ταφής (καύσεις, εγχυτρισμοί, ενταφιασμοί σε σαρκοφάγους, λάκκους, κτιστούς κιβωτιόσχημους και κεραμοσκεπείς τάφους). Ένα ιδιαίτερο φαινόμενο είναι η κατασκευή υπέργειων ταφικών οικοδομημάτων γύρω από τα τείχη της πόλης κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας. Αυτά ήταν κτισμένα πάνω σε κρηπίδωμα και είχαν τη μορφή μεγάλου θαλάμου από οπτοπλινθοδομή, με καμαρωτή στέγη και αψιδωτές κόγχες στους τοίχους. Όλα ήταν συλημένα αλλά κάποια διατηρούσαν στο δάπεδό τους σαρκοφάγους. Τα μνημειώδη ταφικά οικοδομήματα θα ανήκαν σε πλούσιες οικογένειες της τοπικής κοινωνίας που θέλησαν να μιμηθούν τα ταφικά έθιμα της ρωμαϊκής αριστοκρατίας.
Στα κτερίσματα των τάφων συγκαταλέγονταν χάλκινα και πήλινα αγγεία, ειδώλια, στλεγγίδες, όπλα, κάτοπτρα και κοσμήματα. Σε πώρινη σαρκοφάγο που περιείχε ταφές χρονολογούμενες γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. βρέθηκε ένα πήλινο περίτμητο ανάγλυφο «μηλιακού» τύπου, στο οποίο παριστάνεται η αρπαγή της Δηιάνειρας από τον κένταυρο Νέσσο και ο φόνος εκείνου από τον Ηρακλή. Οι περισσότεροι από τους τάφους των κλασικών και των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων περιείχαν στην κτέρισή τους πολυτελή χάλκινα αγγεία, όπως φιάλες, κρατηρίσκους, κανθάρους, κύλικες και αρύταινες. Ένας πήλινος κάνθαρος με διακόσμηση τύπου «δυτικής κλιτύος», από τάφο του 3ου αιώνα π.Χ., φέρει την επιγραφή ΥΓΕΙΑΣ, δηλαδή ανήκει σε μια ειδική κατηγορία αγγείων, τα ονομαζόμενα «γραμματικά εκπώματα», που είχαν αφιέρωση σε κάποια θεότητα.
Στους χώρους των νεκροταφείων βρέθηκαν επίσης αρχαϊκοί επιτύμβιοι κίονες και στήλες των αρχαϊκών, κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Ένας οκταγωνικός κίονας με επίγραμμα χρονολογούμενο στο 550–525 π.Χ. έχει στηθεί σε δεύτερη χρήση μέσα σε ελληνιστική δεξαμενή δυτικά της πόλης. Από τις επιτύμβιες στήλες ξεχωρίζουν μια εγχάρακτη των ύστερων αρχαϊκών χρόνων που διατηρεί παράσταση οπλιτοδρόμου και μια ανάγλυφη του 4ου αιώνα π.Χ. με παράσταση γυναίκας σε υπερφυσικό μέγεθος. Οι περισσότερες από τις στήλες της Αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου, όπως και πολλά από τα πήλινα αγγεία, προέρχονταν από αττικά εργαστήρια, στα οποία η Τροιζήνα είχε εύκολη πρόσβαση καθώς το εξαιρετικό της λιμάνι τής εξασφάλιζε άμεση θαλάσσια επικοινωνία με την Αττική.
Στην παρουσίαση των μνημείων του αρχαιολογικού χώρου θα ακολουθήσουμε, κατά το δυνατόν, τη σειρά με την οποία τα περιγράφει ο Παυσανίας, ώστε να γίνει καλύτερα αντιληπτή η πορεία του μέσα στο ιερό και να διαπιστωθεί κατά πόσον οι προτεινόμενες ταυτίσεις αντιστοιχούν στη δική του μαρτυρία για την τοπογραφία του χώρου. Τα μνημεία που είδε μνημονεύονται στο κείμενό του με την εξής σειρά: ναός Ιππολύτου, ναός Απόλλωνος Επιβατηρίου μέσα στον ίδιο περίβολο, χώρος λατρείας Δαμίας και Αυξησίας, στάδιο Ιππολύτου έξω από τον περίβολο, ναός Αφροδίτης Κατασκοπίας πάνω από το στάδιο, μυρτιά και τάφος Φαίδρας κοντά στο ναό της Αφροδίτης, μνήμα Ιππολύτου σε μικρή απόσταση από τα δύο προηγούμενα, άγαλμα Ασκληπιού, «οικία Ιππολύτου» και, μπροστά της, «Ηράκλειος κρήνη».