Στα τέλη του 1887, ένας καλλιτέχνης ονόματι Βίνσεντ Βαν Γκογκ, που αγωνιζόταν πέρα από την αναγνώρισή του για την ίδια του την επιβίωση, εξέθετε τους πίνακές του στους τοίχους του παρισινού εστιατορίου Γκραν Μπουιγιόν-Ρεστοράν ντι Σαλέ, όπου σύχναζαν για να γευματίσουν μεροκαματιάρηδες άνθρωποι. Τους τοίχους του παρισινού εστιατορίου κοσμούσαν επίσης πίνακες του Ανρί ντε Τουλούζ-Λοτρέκ, του Εμίλ Μπερνάρ και άλλων καλλιτεχνών της πρωτοπορίας του καιρού. Οι προσωρινές αυτές εκθέσεις διαρκούσαν λίγο και δεν προσέλκυαν τα φώτα της δημοσιότητας (μάλιστα, σύμφωνα με τον Μπερνάρ, ο Βαν Γκογκ καυγάδισε με τον ιδιοκτήτη και τελικά φορτώθηκε τους πίνακές του και αποχώρησε).
Ωστόσο, η λιγόζωη τούτη έκθεση είχε κάποιο αποτέλεσμα. Όταν ένας άλλος ζωγράφος, ο Πολ Γκογκέν, ήλθε να δει την έκθεση, εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τα λάδια του Βαν Γκογκ – ιδιαίτερα τις μελέτες του και τις νεκρές φύσεις με τα ηλιοτρόπια, τη σχεδόν βελούδινη υφή των σπόρων τους, και τη φωτεινή έκρηξη των ανοιγμένων πετάλων τους, σαν φλόγες που χορεύουν. Ζήτησε τότε να αποκτήσει δύο από τους πίνακες που ο Βαν Γκογκ δέχθηκε να ανταλλάξει με ένα έργο του συμβολιστή συναδέλφου του.
Η Νιένκε Μπάκερ, επιμελήτρια της θεματικής έκθεσης στο Μουσείο Βαν Γκογκ, πιστεύει πως το ενδιαφέρον που έδειξε ο Γκογκέν για τα ηλιοτρόπια που φιλοτέχνησε ο νεότερος συνάδελφός του προσέδωσε μία ώθηση στον Βαν Γκογκ να εστιάσει το ενδιαφέρον του στη μελέτη του συγκεκριμένου άνθους. Έφτασε δε να δημιουργήσει συνολικά 11 νεκρές φύσεις με ηλιοτρόπια, πολλές από τις οποίες στόχο είχαν να εντυπωσιάσουν τον Γκογκέν, στο βαθμό που κόσμησε με αυτούς τους πίνακες το υπνοδωμάτιό του στο Κίτρινο Σπίτι του στην Αρλ, όπου οι δύο καλλιτέχνες πέρασαν κάποιον καιρό μαζί, ζώντας και δημιουργώντας από κοινού, το 1888.
Πράγματι, αργότερα ο Γκογκέν ζήτησε να αποκτήσει κάποια από τα έργα στο Κίτρινο Σπίτι: ένα από αυτά ήταν το ηλιοτρόπιο σε κίτρινο βάζο, μία χρωματική έκρηξη του κίτρινου που ξεχειλίζει, έντονο και φωτερό.
Ήταν αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ο χαρακτήρας του ηλιοτρόπιου που έθελγε τον Βαν Γκογκ για να τα ζωγραφίσει: «το πάλλον χρώμα που του άρεσε, αλλά επίσης και η φόρμα του. Το ηλιοτρόπιο είναι ένα δυνατό και ευθυτενές φυτό. Δεν είναι κομψό και λεπτεπίλεπτο. Το ονόμαζε το “χωριάτικο ηλιοτρόπιο” και έχει μία αγριάδα και τραχύτητα στην αληθινή φύση, που είναι εκείνο το συναίσθημα που τον συνέγειρε», τονίζει η Μπάκερ.
Όταν η ζοφερή και ταραγμένη περίοδός του κατέλαβε τον γνωστό για την πνευματική του αστάθεια καλλιτέχνη, ο Βαν Γκογκ πέρασε μεγάλες περιόδους σε άσυλο. Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του αυτού, λαχταρούσε τη ζωή στη φύση και τα παιδικά του χρόνια στην Ολλανδία. Όπως υπογραμμίζει στον κατάλογο της έκθεσης η Μπάκερ, ο Βαν Γκογκ αποκάλυψε στον αδελφό του Τεό πως κατά την περίοδο της αδιαθεσίας του έβλεπε με το νου του το σπίτι τους και τον κήπο του στο Ζούντερτ. Είχε αποτυπώσει από μνήμης στον καμβά την εικόνα του σπιτιού του, μία σύνθεση που αναπαριστούσε τη μητέρα και την αδελφή του να χάνονται σε έναν πυκνό κήπο, που περιελάμβανε ντάλιες και ηλιοτρόπια.
Αργότερα φανταζόταν να συνδυάσει την προσωπογραφία της Μαντάμ Ρουλέν, που ονομάζεται «La Berceuse» (Η γυναίκα με την Κούνια, 1888-89), με δύο έργα του με ηλιοτρόπια. Ο πίνακας αναπαριστά τη σύζυγο ενός φίλου του καθιστή, ενώ από πίσω της υπάρχει μία ταπετσαρία με έντονα, ολάνθιστα λουλούδια. Ο Βαν Γκογκ είχε φανταστεί αυτόν τον πίνακα πλαισιωμένο από δύο έργα με ηλιοτρόπια, με τη μορφή τριπτύχου – η Παρθένος πλαισιωμένη από δύο πάλλοντα μπουκέτα.
Το ηλιοτρόπιο, που άλλοτε ο Βαν Γκογκ το αντιμετώπιζε ως διακοσμητικό στοιχείο, είχε περιβληθεί πλέον έναν συμβολικό χαρακτήρα, ένα σύμβολο που αντιπροσώπευε το φως έγινε το ιδανικό της αυθεντικής ζωής μέσα στη φύση. Ο συμβολιστής ποιητής και κριτικός Γκαμπριέλ-Αλμπέρ Οριέ είχε υποστηρίξει πως τα ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ συγκορμίζουν μία δυνατή ιδέα, και γράφοντας στο Mercure de France είχε αναφερθεί στο «εμμονικό πάθος για τον ηλιακό δίσκο, που του αρέσει να λάμπει στους φλογισμένους ουρανούς του και από την άλλη πλευρά, τον άλλο ήλιο, το φυτικό άστρο, το υπέροχο ηλιοτρόπιο, το οποίο φιλοτεχνεί ξανά και ξανά, ακάματα, ωσάν ένας μονομανής».
Ο Βαν Γκογκ απάντησε πως όντως το ηλιοτρόπιο αντικατοπτρίζει μία ιδέα, «την ευγνωμοσύνη». Οι πίνακές του, όπως έγραψε στην αδελφή του το 1890, αποτελούν «σχεδόν μία κραυγή αγωνίας, ενώ συμβολίζουν την ευγνωμοσύνη στο χωριάτικο ηλιοτρόπιο», μία εικόνα που του γεννούσε γαλήνη και οικειότητα, και το οποίο -όπως κάποιος μπορεί κάλλιστα να φανταστεί- διαθέτει μία κάποια ζωτική λάμψη και μορφή, που είχε τη δυνατότητα να τον εμψυχώσει και να του γαληνεύσει το πνεύμα σε ταραγμένες περιόδους.