Δύο αιώνες μετά τη μεγάλη ακμή της καπνεργασίας και του καπνεμπορίου στην Καβάλα, οι ντόπιοι και οι εκατοντάδες επισκέπτες της πόλης δεν μπορούν να λησμονήσουν το αγροτικό προϊόν που καθόρισε την οικονομική και κοινωνική ιστορία της πόλης. Η ιστορική εξέλιξη της σύγχρονης πόλης δεν βρίσκεται σήμερα στις πανέμορφες παραλίες της, ούτε στις όψεις των λιγοστών αρχοντικών που απέμειναν, ούτε ακόμα στο μεσαιωνικό υδραγωγείο (Καμάρες) ή στο κάστρο στην κορυφή της παλιάς πόλης στη χερσόνησο της Παναγίας. Είναι καλά κρυμμένη στις γειτονιές της, στους στενούς δρόμους που οδηγούν σε περιοχές όπου χιλιάδες άνθρωποι εργάστηκαν σκληρά και έχυσαν τον ιδρώτα τους πάνω από την τόγκα, τους ιμάντες και τις κάσες που «αγκάλιαζαν» τις ποικιλίες καπνού.
Την ιστορική εικόνα της πόλης μπορεί κάποιος ακόμα να τη… μυρίσει, καθώς περπατά σε λιθόστρωτους δρόμους ανάμεσα στα εντυπωσιακά πετρόχτιστα καπνομάγαζα που φιλοξένησαν μέσα τους άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών και παλαιότερα όλων των εθνοτήτων και θρησκειών, αν αναλογιστεί κάποιος πως η επεξεργασία του καπνού στην Καβάλα χρονολογείται από το 1850, όταν ακόμα η πόλη και ολόκληρη η βόρεια Ελλάδα ήταν τουρκοκρατούμενη περιοχή. Σήμερα, στην πόλη εργάζονται λιγοστοί καπνεργάτες και απασχολούνται στις εναπομείνασες καπνοβιομηχανίες που διαθέτουν σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό. Η πόλη εδώ και αρκετά χρόνια έχει ξαναβρεί το ρυθμό της, στηριζόμενη όμως σε διαφορετικούς πόλους ανάπτυξης.
Οι καπναποθήκες που απέμειναν, ή αλλιώς καπνομάγαζα για τους ντόπιους κατοίκους, παραμένουν ερημωμένες και βουβές, συγχρόνως όμως μεγαλοπρεπείς και πανέμορφες, δίνοντας ανάσες αισθητικής ανάμεσα στις άχαρες πολυκατοικίες. Αυτές μόνες, μαζί με τις προφορικές διηγήσεις των παλιών καπνεργατών, θυμίζουν σήμερα ότι κάποτε σε αυτόν τον τόπο η καπνεργασία αποτελούσε καθημερινή ζωή, ένδοξη αλλά και τυραννισμένη. Η στενή σχέση της Καβάλας με την καπνεργασία και το καπνεμπόριο ανέδειξε την ανάγκη να ερευνηθεί αυτή η σημαντική πτυχή της τοπικής ιστορίας. Έτσι, πολλοί μελετητές, ερευνητές, δημοσιογράφοι, ασχολήθηκαν κατά καιρούς με το ζήτημα και εξέδωσαν βιβλία ή έγραψαν άρθρα, ενώ πολλοί πολίτες ευαισθητοποιήθηκαν και ξεκίνησαν να δωρίζουν αντικείμενα, φωτογραφίες και έγγραφα στο Δημοτικό Μουσείο Καβάλας.
Ένα πρώτο σημαντικό βήμα έγινε στις 5 Απριλίου 2003, όταν άνοιξε τις πόρτες του το Δημοτικό Μουσείο Καπνού, που στεγάζεται προσωρινά στον ισόγειο χώρο του πρώην Ελληνικού Οργανισμού Καπνού, ο οποίος παραχωρήθηκε στο Δήμο Καβάλας από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Το Δημοτικό Μουσείο Καπνού, ένα καθαρά θεματικό και πρωτότυπο μουσείο, αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής και ελάχιστη αναβίωση της συλλογικής μνήμης στους εκατοντάδες χιλιάδες καπνεργάτες και τις οικογένειές τους που εργάστηκαν σκληρά, ακόμα και με τίμημα την ίδια τους τη ζωή.
Οι χιλιάδες επισκέψεις που δέχεται το Δημοτικό Μουσείο Καπνού καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου φανερώνουν τη μοναδικότητά του, καθώς είναι ένα από τα λίγα που λειτουργούν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το γεγονός ότι δεκάδες επώνυμοι και ανώνυμοι Καβαλιώτες απόγονοι μεγάλων καπνεμπορικών επιχειρήσεων, καπνεμπορικοί σύλλογοι και σωματεία από ολόκληρη την Ελλάδας αλλά και απλοί καπνεργάτες έχουν μέχρι σήμερα δωρίσει στο Δημοτικό Μουσείο Καπνού φωτογραφίες, έγγραφα, σπάνιο αρχειακό υλικό, παλιά μηχανήματα καπνεργασίας, χειροτεχνίες από φύλλα καπνού, έπιπλα αντίκες, βιβλία, μητρώα εργαζομένων και πολλά άλλα, φανερώνει τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στη ζωή τους ο καπνός. Για πάρα πολλά χρόνια ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής τους και επιθυμία τους είναι αυτές οι στιγμές, όσο δύσκολες και αν ήταν, να μείνουν πάντα ζωντανές.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το Δημοτικό Μουσείο Καπνού μέσω της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης ΔΗΜΩΦΕΛΕΙΑ, που έχει την ευθύνη λειτουργίας τους, υλοποιεί τα τελευταία χρόνια πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα σε μια προσπάθεια να φέρει τα παιδιά και τους νέους πιο κοντά στην ιστορία του καπνού και το πόσο αυτό το προϊόν καθόρισε την εξέλιξη και τη ζωή της πόλης. Επίσης, φιλοξενεί αρκετές εκθέσεις που σχετίζονται με την ιστορία του καπνού και των καπνεμπορικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ολόκληρος ο ισόγειος χώρος όπου στεγάζεται το Δημοτικό Μουσείο Καπνού είναι ένας χώρος αναμνήσεων και περισυλλογής. Πολλοί ωστόσο παρομοίαζαν τους εργάτες του καπνού με πραγματικούς… «σκλάβους», που ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται κάτω από δύσκολες συνθήκες, ανεξάρτητα αν αυτοί οι… σκλάβοι αμείβονταν για τη δουλειά τους.
Είναι γεγονός πως η καπνεργασία και το καπνεμπόριο έδωσαν μεγάλη αναπτυξιακή ώθηση στην πόλη, που ξεκινάει από τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Σημαντικοί παράγοντες ήταν η ζήτηση των μακεδονικών καπνών, η παρουσία των προσφύγων που ήρθαν το 1922, αυξάνοντας σημαντικά τα εργατικά χέρια, το λιμάνι της Καβάλας και η παρουσία στην πόλη πολλών προξενικών αρχών από όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η Καβάλα γίνεται το μεγαλύτερο κέντρο επεξεργασίας ευγενών καπνών στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια.
Τουλάχιστον είκοσι ξένες εταιρείες και τριάντα ελληνικές εμπορίας καπνού δραστηριοποιούνται στην Καβάλα αυτή την εποχή. Στην επεξεργασία του καπνού απασχολούνταν 15.000 εργάτες άνδρες και γυναίκες, δηλαδή το 80% του εργατικού δυναμικού της πόλης, ενώ το 50% των καπνεργατών της χώρας βρίσκονταν εκείνη την εποχή στην Καβάλα. Τα παραπάνω στοιχεία δικαιολογούν απόλυτα το χαρακτηρισμό «Μέκκα του καπνού» που είχαν δώσει στο παρελθόν αρκετοί στην πόλη.
Οι έμποροι δημιούργησαν τεράστιες περιουσίες μέσα σε ελάχιστο διάστημα, ενώ για τους καπνεργάτες οι συνθήκες εργασίας ήταν δύσκολες. Βασικά τους προβλήματα η φυματίωση που προκαλείται από τους κλειστούς και ανήλιους χώρους (καπνομάγαζα) της καπνεργασίας, αλλά και η εποχικότητα του επαγγέλματος, αφού η επεξεργασία διαρκεί από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο.
Αυτό όμως που κυρίως έμεινε ζωντανό γεγονός ως ιστορία είναι το συνδικαλιστικό κίνημα των καπνεργατών και η αριστερή πολιτική τους τοποθέτηση, που χαρακτήριζε την πόλη για περίπου σαράντα χρόνια.
Κάνοντας μια επίσκεψη στο Δημοτικό Μουσείο Καπνού ο επισκέπτης βρίσκει στοιχεία για την πρώτη καπνεργατική απεργία που έγινε το 1896 με οικονομικά αιτήματα. Σε μια από τις προθήκες του μουσείου φυλάσσεται το καταστατικό του πρώτου στα Βαλκάνια καπνεργατικού σωματείου μετά τις συνδικαλιστικές ελευθερίες που παρείχε στους εργαζόμενους το τουρκικό σύνταγμα του 1908.
Επίσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 στην Καβάλα οργανώνονται και δύο ακόμα καπνεργατικά σωματεία, η «Καπνεργατική Ένωση Καβάλας» και η «Πρόοδος», με έντονες διαφορές πολιτικής και τακτικής μεταξύ τους. Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι το 1920 γίνονται στην Καβάλα τρεις μεγάλες απεργίες. Όλες χαρακτηρίζονται από μαζικότητα, αλληλεγγύη, δυναμισμό, αλλά και από έντονες συγκρούσεις με την αστυνομία, τραυματισμούς και δολοφονίες εργατών.
Σε ανάμνηση αυτών των μεγάλων καπνεργατικών αγώνων και τιμώντας τη μνήμη όσων καπνεργατών έχασαν τη ζωή τους αλλά και όλους τους καπνεργάτες που με τον ιδρώτα τους συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του τόπου, ο Δήμος Καβάλας στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ανέθεσε τη φιλοτέχνηση μιας χάλκινης σύνθεσης που δεσπόζει στην πλατεία Καπνεργάτη, μπροστά από το εντυπωσιακό κτίσμα της Δημοτικής Καπναποθήκης που χτίστηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ως καπναποθήκη του Τούρκου καπνεμπόρου Κιζί Μιμίν. Το κτίριο αποτελεί παράδειγμα οθωμανικού νεοκλασικισμού με χρήση και στοιχείων μπαρόκ, όπως η επιβλητική επίστεψη της στέγης, με τα τέσσερα στέμματα. Στο κτίριο αυτό που έχει ανακαινιστεί εσωτερικά εκ βάθρων θα στεγαστεί στο μέλλον το Δημοτικό Μουσείο Καπνού και το Δημοτικό Λαογραφικό Μουσείο.
Η ιστορία του καπνού και η συμβολή που είχε η συγκεκριμένη καλλιέργεια στην ανάπτυξη του τόπου αποτυπώνεται σε κάθε γωνιά του εκθεσιακού χώρου. Σίγουρα όμως τα βλέμμα των επισκεπτών κεντρίζει η αναβίωση της κλασικής επεξεργασίας καπνού με την κατασκευή εκθεσιακών δειγμάτων. Πρόκειται για μια ειδικότητα που τείνει να εξαφανιστεί και το Δημοτικό Μουσείο Καπνού είναι ο μοναδικός φορέας στον ευρωπαϊκό χώρο που συνεχίζει την παραδοσιακή αυτή τεχνική, ενώ τέλος και η λειτουργία μηχανημάτων εμπορικής επεξεργασίας του καπνού στον εκθεσιακό χώρο αποτελεί μια μοναδική εμπειρία για τον επισκέπτη.