Αφιερωμένη στην παρουσίαση των αγαλμάτων της Δήλου μέσα στο αρχαιολογικό και αρχιτεκτονικό τους πλαίσιο ήταν η ημερίδα που διοργανώθηκε από το Institut de Recherche sur l’Architecture Antique (IRAA-CNRS) και το Centre Camille Jullian (CCJ). Πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009 στο πανεπιστημιακό ερευνητικό κέντρο Maison Méditerranéenne des Sciences de l’Homme (MMSH) στο Aix-en-Provence. Παρουσιάστηκαν πέντε ανακοινώσεις, τις οποίες ακολούθησε συζήτηση πάνω στο θέμα της δηλιακής γλυπτικής μέσα στο αρχιτεκτονικό της πλαίσιο.
Δηλιακοί κούροι σε χώρους λατρείας
O Francis Prost (Ecole Normale Supérieure – Paris) πήρε πρώτος το λόγο, με θέμα «Kouroi déliens en contexte cultuel». Ξεκίνησε ορίζοντας τι είναι ένα λατρευτικό άγαλμα σε αντιπαράθεση με τα αναθηματικά αγάλματα. Τα πρώτα είναι αναπαραστάσεις, οι οποίες ανήκουν σε μια μικρή κατηγορία, που βασίζεται σε εθνολογικές και αρχαιογνωστικές προσεγγίσεις, και κατά συνέπεια αντανακλά μια Ιστορία των τοπικών ιδιαιτεροτήτων ως προς τα αρχαιολογικά τους συμφραζόμενα. Η εμφάνιση αυτών των αγαλμάτων μοιάζει τουλάχιστον παράλληλη με την ίδρυση των μεγάλων αγαλματικών τύπων της αρχαϊκής εποχής. Έτσι, ο κούρος θεωρήθηκε κατ’ αρχάς ως μια απεικόνιση του Απόλλωνα ή του Ανθρώπου εν γένει. Μπορούμε όμως να του αποδώσουμε μια λατρευτική λειτουργία όταν είναι ανάθημα ή επιτύμβιο άγαλμα; Στη Δήλο, όπως και στις υπόλοιπες Κυκλάδες, ο τύπος του κούρου αντανακλά καθαρά μια θεϊκή μορφή. Εξάλλου, στην Κέω, στο ιερό του Διονύσου, είναι που εμφανίζεται για πρώτη φορά, γύρω στο 700 π.Χ., λατρευτικό σύνολο που συμπεριλαμβάνει έναν κούρο.
Στη Δήλο, υπάρχουν τρεις τύποι κούρων σχετιζόμενοι με τη λατρεία. Ο πρώτος, ο Απόλλων του Τεκταίου και του Αγγελίωνα, μαρτυρείται μόνο από τις γραπτές πηγές. Η περιγραφή που μας άφησε ο Καλλίμαχος επιτρέπει οπωσδήποτε να σχηματίσουμε μια ιδέα αρκετά συγκεκριμένη για το άγαλμα. Αυτό πρέπει να ήταν σφυρήλατο (δηλαδή ένα άγαλμα αποτελούμενο από ξύλινο πυρήνα και επιχρυσωμένο) μιμούμενο τα χαρακτηριστικά ενός κούρου. Έφερε ακόμη έναν πόλο και κρατούσε στο ένα χέρι τόξο και στο άλλο τις Χάριτες, ίσως κατά το πρότυπο του αρχαϊκού λατρευτικού αγάλματος. Η συζήτηση σχετικά με το ύψος αυτού του αγάλματος παραμένει επίκαιρη. Αν και ο Gruben ισχυρίστηκε, χωρίς να επιχειρηματολογεί στην ουσία, ότι αυτό ήταν κολοσσιαίο (2,5 φορές το πραγματικό ύψος), ο Fr. Prost τείνει περισσότερο προς ένα άγαλμα με ανθρώπινο ύψος, ήδη αρκετά εντυπωσιακό χάρη στην τεχνική της κατασκευής του [1]. Η χρονολόγηση αυτού του αγάλματος αποτελεί επίσης ένα πρόβλημα. Εάν το άγαλμα φυλασσόταν στον πιο παλιό από τους τρεις ναούς του Απόλλωνα, δεν θα μπορούσε να είναι παλαιότερο από την κατασκευή του ναού. Η χρονολόγηση που είναι γενικά αποδεκτή για την κατασκευή του πώρινου ναού (GD 11) τοποθετείται μετά το 530 π.Χ. Όμως, εικονογραφικά στοιχεία επιτρέπουν να μετατοπίσουμε αυτήν τη χρονολογία: ο πόλος και κυρίως η ζώνη είναι στοιχεία που ανήκουν στη δαιδαλική τεχνοτροπία και επιτρέπουν να χρονολογήσουμε το άγαλμα στον 7ο αι. ή στο πρώτο μισό του 6ου αι. π.Χ. Αλλά αν υιοθετήσουμε αυτήν την υψηλή χρονολόγηση, προσκρούουμε μοιραία στο πρόβλημα του τόπου έκθεσής του. Εξαιτίας αυτού, ο Fr. Prost έθεσε ακριβώς το ερώτημα εάν γνωρίζουμε την ύπαρξη ενός άλλου αγάλματος λατρείας, παλαιότερου από το έργο του Τεκταίου και του Αγγελίωνα. Ο Κολοσσός των Ναξίων δεν ήταν λατρευτικό άγαλμα, παρά την ομοιότητά του με το τελευταίο: ήταν ανάθημα. Αν δεχτούμε τη χαμηλή χρονολόγηση, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι υπήρχε τουλάχιστον ένα αρχέτυπο ξόανο. Το άγαλμα του Τεκταίου και του Αγγελίωνα, κατά τον Fr. Prost, αποτελούσε ίσως έναν απόηχο των κούρων με ζώνη, εκ των οποίων γνωρίζουμε τέσσερα άλλα παραδείγματα εκτός του Κολοσσού των Ναξίων [2].
Οι δυο άλλες περιπτώσεις κούρων σε χώρο λατρείας που μαρτυρούνται στη Δήλο είναι αυτοί από το Αρχηγέσιον (GD 74) και το «Διοσκούρειον» (GD 123) (εικ. 1), από τους οποίους διασώθηκε μια μαρμάρινη βάση in situ πάνω στη θεμελίωσή της, καθώς και θραύσματα διασκορπισμένα γύρω από αυτήν (χέρι, κεφάλι, πλίνθος). Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν ορισμένα αρχαΐζοντα αγάλματα της ελληνιστικής εποχής. Ο Fr. Prost συμπέρανε ότι τα δηλιακά τεκμήρια δείχνουν την ύπαρξη μιας εσωτερικής σχέσης μεταξύ των αναθηματικών και των λατρευτικών κούρων και ότι τελικά δεν υπάρχει διαφορά χαρακτήρα μεταξύ αυτών των δύο τύπων αγαλμάτων.
Η επανέκθεση δηλιακών κούρων κατά την ελληνιστική εποχή
Στην ανακοίνωσή του με θέμα «Kouroi déliens dans un nouveau cadre à l’époque hellénistique», ο Antoine Hermary (Université de Provence – CCJ) αναρωτήθηκε σχετικά με την τύχη των κούρων μετά την πρώτη έκθεσή τους. Η αρχαιολογία έδειξε στην πραγματικότητα ότι ένα μεγάλο μέρος τους αποσύρθηκε ήδη κατά την Αρχαιότητα, ενώ ορισμένα από αυτά τα αγάλματα ή θραύσματά τους επανεκτέθηκαν.
Παραδείγματα εκτός της Δήλου οδήγησαν τον Α. Hermary να θέσει αυτό το ερώτημα και για τη Δήλο: η χάλκινη κεφαλή που ξαναχρησιμοποιήθηκε ως αποτροπαϊκή και βρέθηκε κατά τις ανασκαφές του μετρό στην Αθήνα, η επανέκθεση κούρων πάνω σε βάσεις προφανώς ξαναχρησιμοποιημένες κατά μήκος της Ιεράς Οδού στη Σάμο, οι δύο κούροι που εκτίθενται απέναντι από το «Ξενοδοχείο Ήλιος» στη Ρόδο, και ακόμα ένα θραύσμα που βρέθηκε μέσα στην πόλη και που παρουσιάζει στοιχεία επισκευών, και τέλος στην Κλάρο οι δύο βάσεις κορών κατά μήκος της Ιεράς Οδού, μια κόρη απέναντι από το βωμό της Αρτέμιδος και δύο κούροι κοντά στο μνημείο του Λ. Βαλέριου Φλάκκου (L. Valerius Flaccus).
Στη Δήλο έχουν επισημανθεί πολλές περιπτώσεις νέων παρουσιάσεων, νέων χρήσεων ή ενδείξεων επισκευών κούρων. Ο Théophile Homolle αναφέρει σε ένα από τα τετράδια των ανασκαφών του ότι το θραύσμα του κούρου Α 4048 βρισκόταν «όρθιο στη θεμελίωση [του θησαυρού 5 (GD 16), κοντά στη βορειοδυτική γωνία] και επάνω σε μια μεγάλη λιθόπλινθο». Αυτή η επισήμανση του πρώτου ανασκαφέα του ιερού του Απόλλωνα (εικ. 3) μοιάζει να περιγράφει ένα άγαλμα στη θέση του, αλλά ήδη σπασμένο και έτσι εκτεθειμένο σε διαφορετικές συνθήκες από τις αρχικές.
Το σύνολο Α 4327, που περιλάμβανε ένα κιονόκρανο και μια πλίνθο με βάση, βρέθηκε στα δυτικά του Αρτεμισίου. Οι κοιλότητες για τους συνδέσμους που παρουσιάζει μαρτυρούν την εκ νέου χρήση του. Ακόμα, διακρίνουμε ίχνη επισκευών. Όλα αυτά τα στοιχεία επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι το αρχικό άγαλμα παρουσιάστηκε μία ακόμη φορά, αφού έσπασε.
Ο τομέας με τις ελληνιστικές κατασκευές GD 63 (εικ. 2), που ανασκάφηκε από τον G. Fougère από το 1886, παρουσιάζει ένα βωμό του δευτέρου μισού του 3ου αι. π.Χ. και μια βάση κοντά σε ένα τριγωνικό άβατο. Η ανασκαφή, που συνεχίστηκε το 1910, έφερε στο φως πολλά θραύσματα κούρων σε αυτόν τον τομέα, από τα οποία ορισμένα παρουσιάζουν ίχνη επισκευών. Η βάση, εμφανώς μεταγενέστερη από τα αρχαϊκά αγάλματα, παρουσιάζει μια ωοειδή κοιλότητα στην άνω επιφάνειά της, ασφαλώς για να δεχθεί έναν από αυτούς τους κούρους. Έτσι, αυτή η ζώνη πρέπει να χρησιμοποιήθηκε ως τόπος επανέκθεσης αυτού του σημαντικού αρχαϊκού αγαλματικού συνόλου.
Κλείνοντας, ο Α. Hermary έδειξε και άλλα παραδείγματα κούρων που υπέστησαν επισκευές (κορμός προερχόμενος από τη Μίλητο, ευρισκόμενος στο Μουσείο του Λούβρου, ο Απόλλων του Πειραιά). Το φαινόμενο της επισκευής και επανέκθεσης αρχαϊκών αγαλμάτων μοιάζει λοιπόν να ήταν αρκετά κοινό για τις επόμενες περιόδους. Τέλος, γνωρίζουμε ότι οι κούροι υπήρξαν και πρότυπα για άλλα έργα, για παράδειγμα σε ένα ανάγλυφο της Οικίας της Λίμνης στη Δήλο, ή ακόμα πιο γενικά στην αρχαϊστική τέχνη, πάντα στη Δήλο ωστόσο, αλλά επίσης στο σύνολο του αρχαίου κόσμου (παραδείγματα από τη συλλογή Milani προερχόμενα κυρίως από τις ανασκαφές της Πομπηίας).
Η παρουσίαση των αναθηματικών και τιμητικών μνημείων στο ιερό του Απόλλωνα: η εξέλιξη από τον 6ο έως τον 1ο αιώνα π.Χ.
Ο Frédéric Herbin (υποψήφιος διδάκτωρ, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών - Paris I, Panthéon-Sorbonne) παρουσίασε την πορεία της διδακτορικής του έρευνας με τίτλο «La disposition des monuments votifs et honorifiques dans le sanctuaire d’Apollon : évolution entre le VIe et le Ier s. av. J.-C.». Αφού έδειξε σύντομα τα όρια του ιερού του Απόλλωνα (εικ. 3), παρουσίασε μια τυπολογία των αναθηματικών και τιμητικών μνημείων, που έφεραν κυρίως χάλκινα αγάλματα, τα περισσότερα χαμένα. Η παρουσίασή του στη συνέχεια στηρίχθηκε εν πολλοίς σε μια σειρά σχεδιαστικών αναπαραστάσεων, για να δείξει την προοδευτική τοποθέτηση των αναθηματικών και τιμητικών μνημείων στους ενδιάμεσους χώρους που είχαν αφεθεί ελεύθεροι μεταξύ των διαφορετικών κτηρίων του ιερού.
Στην αρχαϊκή εποχή, με τα όρια του ιερού αρκετά ασαφή, μοιάζει οι προσφορές (κούροι) να βρίσκονταν κυρίως γύρω από το βωμό των Κεράτων («Κερατών») (GD 39). Μόνο η βάση του Κολοσσού των Ναξίων (GD 9) και κάποια θεμέλια εφαπτόμενα στη Στοά των Ναξίων (GD 36) βρίσκονται ακόμα κατά χώρα γι’ αυτήν την εποχή, με την πλειονότητα των κούρων να έχουν στηθεί πάνω σε βάθρα τοποθετημένα στο έδαφος που δεν βρίσκονται πια στη θέση τους, καθώς είχαν μετακινηθεί κατά την Αρχαιότητα ή κατά την ύστερη εξερεύνηση της Δήλου. Για την κλασική εποχή, δεν υφίστανται πλέον ερείπια in situ, παρά μόνο κάποια θεμέλια, μεταξύ των οποίων αυτό του περίφημου Φοίνικα του Νικία (GD 37). Όλα βρίσκονται ακόμα στο νοτιοδυτικό τμήμα του ιερού, γύρω από τον βωμό των Κεράτων, τον κατ’ εξοχήν ἐπιφανέστατον τόπον του ιερού.
Μόλις από την αρχή της Ανεξαρτησίας της Δήλου (314 π.Χ.) και κατά τη διάρκεια του 3ου αι. π.Χ. εφαρμόζονται πραγματικές στρατηγικές τοποθέτησης αναθηματικών ή τιμητικών μνημείων. Έτσι, ο Frédéric Herbin παρουσίασε μια πρόταση αποκατάστασης ενός δίστυλου μνημείου, αποτελούμενου από ιωνικούς κίονες, που πρέπει να είχε τοποθετηθεί μπροστά από την πρόσοψη του Πυθείου (GD 42), και ίσως είχε αφιερωθεί από τους Δηλίους στον Μ. Αλέξανδρο. Στο πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ., η τοποθέτηση της βάσης του Φιλέταιρου (GD 10) μπροστά στον πώρινο ναό (GD 11) και τον ναό των Αθηναίων (GD 12) φανερώνει ίσως την ίδια λογική, αλλά αυτήν την φορά συσχετίζει μάλλον, παρά αντιπαραθέτει τον ηγεμόνα της Περγάμου με τους Αθηναίους. Την ίδια εποχή εμφανίζονται και νέα θεμέλια, πάντα συγκεντρωμένα κυρίως στο νοτιοδυτικό τμήμα του ιερού, καθώς και ορισμένα, προερχόμενα από Δηλίους ή τους Νησιώτες, στα νότια του μνημείου των Ταύρων (GD 24). Στο δεύτερο μισό του 3ου αι. π.Χ., παράλληλα με την κατασκευή της Στοάς του (GD 29), ο Αντίγονος Γονατάς ανέθεσε μια μακρόστενη βάση, αυτή των Προγόνων (GD 31). Την ίδια εποχή ίσως, οι Ατταλίδες ολοκλήρωναν την «παρέμβαση» στους δύο αρχαιότερους ναούς του Απόλλωνα με την κατασκευή ενός πεσσού που έφερε μια συνωρίδα. Αλλά το πιο σημαντικό γεγονός γι’ αυτήν την περίοδο παραμένει η προβολή της πόλης των Δηλίων διά μέσου της δωρεάς και της ανέγερσης τιμητικών αγαλμάτων. Αυτά τα φαινόμενα, δηλαδή η συσσώρευση μνημείων στο νοτιοδυτικό τμήμα του ιερού και η συγκέντρωση τιμητικών αγαλμάτων στα νότια του Μνημείου των Ταύρων, συνεχίστηκαν έως τα τέλη της Ανεξαρτησίας, το 167 π.Χ.
Μετά το 167 π.Χ., οι Αθηναίοι, επιστρέφοντας στην εξουσία της Δήλου, αφήνουν το σημάδι τους στο ιερό κατασκευάζοντας νέα Προπύλαια και προικίζοντας το νοτιοδυτικό τμήμα με μια πλακόστρωση από γκριζογάλανο μάρμαρο. Τα μνημεία συνεχίζουν να συσσωρεύονται σε αυτόν το χώρο φτάνοντας στον κορεσμό. Από τότε, νέα μνημεία κατασκευάζονται κυρίως κατά μήκος της οδού με κατεύθυνση βόρεια-νότια του ιερού και μπροστά από τη Στοά του Αντιγόνου. Μέχρι το 88 π.Χ., τα αναθηματικά μνημεία πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο. Παίρνουν τώρα συχνά το σχήμα ημικυκλικής ή ορθογώνιας εξέδρας, επιτρέποντας την έκθεση αγαλμάτων πλούσιων αθηναϊκών οικογενειών ή μεγαλέμπορων διαφόρων καταγωγών. Η έκρηξη μνημειακών αναθημάτων κατά την εποχή αυτή υπογραμμίζει τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της Δήλου και την εμπορική σημασία που απέκτησε το νησί στην ανατολική Μεσόγειο. Μετά τις δύο αλώσεις της Δήλου από τα μιθριδατικά στρατεύματα, το 88 π.Χ. και το 69 π.Χ., οι προσφορές ήταν πιο σπάνιες, εμφανώς προερχόμενες από σημαντικές ρωμαϊκές προσωπικότητες.
Ολοκληρώνοντας, ο Fr. Herbin έδειξε μία ακόμη φορά τις διαφορετικές αναπαραστάσεις του χώρου του ιερού που αποκατέστησε, κάνοντας προφανή τα κυριότερα σημεία της εξέλιξης του ιερού του Απόλλωνα της Δήλου.
Η έκθεση ρωμαϊκών τιμητικών αγαλμάτων στην Αγορά των Ιταλών
Η Emanuelle Rosso (Université de Provence – CCJ) παρουσίασε μια ανακοίνωση με τίτλο «Celeberrimo loco. Modalités d’exposition des statues honorifiques romaines dans l’Agora des Italiens». Η γλυπτική στην Αγορά των Ιταλών (GD 52) (εικ. 4), είτε συνταγμάτων είτε μεμονωμένων γλυπτών, είναι καλά μελετημένη. Λογικά, αυτά τα έργα έπρεπε να είναι εκτεθειμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι καλά ορατά. Η E. Rosso αναρωτήθηκε λοιπόν ως προς το χαρακτήρα της έκθεσής τους στο κέντρο αυτού του μνημείου, του πιο μεγάλου της Δήλου. Παρά τη δημοσίευσή της από τον Ε. Lapalus το 1939 [3], η Αγορά των Ιταλών εγείρει ακόμα πολλά ερωτήματα, κυρίως ως προς τη χρήση της. Όλοι συμφωνούν στο ότι επρόκειτο για έναν τόπο συγκέντρωσης σημαντικό για την ιταλική κοινότητα της Δήλου. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε εάν επρόκειτο για έναν εξειδικευμένης χρήσης χώρο, προορισμένο για το εμπόριο ή ίσως για τον αθλητισμό. Κατασκευασμένο μεταξύ 130 και 100 π.Χ., αυτό το κτήριο οργανώνεται γύρω από μια τεράστια κενή πλατεία περιτριγυρισμένη από στοές.
Αρχικά, η E. Rosso ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική του μνημείου. Η Αγορά των Ιταλών είναι ένας χώρος κλειστός, εσωστρεφής. Το κτήριο, με τέσσερις στοές και έναν ακόμη όροφο, κοιτούσε αποκλειστικά προς την κεντρική, χωρίς άλλες κατασκευές, πλατεία. Τα αγάλματα ήταν τοποθετημένα μέσα σε κόγχες που ανοίγονταν στις στοές. Αυτές οι κόγχες, αντίθετα με τις στοές, δεν παρουσιάζουν αυστηρή οργάνωση: ανοίχτηκαν κατά περίπτωση στους πίσω τοίχους τους. Συνολικά, οι τρεις στοές περιλάμβαναν 26 κόγχες, τετράπλευρες, ημικυκλικές ή ελλειψοειδείς, και τρεις εξέδρες. Οι εξέδρες ήταν πραγματικά μνημεία μέσα στο μνημείο, των οποίων όμως τη λειτουργία δεν αντιλαμβανόμαστε πραγματικά: αίθουσες συγκέντρωσης, συμποσίου ή ανάπαυσης; Οι κόγχες ήταν επίσης αυτόνομες. Στέγαζαν κατά κανόνα ένα μοναδικό άγαλμα προστατευμένο πίσω από ένα κιγκλίδωμα. Έτσι, η πρόσβαση σε αυτές ήταν φυλασσόμενη, τουλάχιστον κατά καιρούς, αλλά αγνοούμε τις συνθήκες. Ο θεατής μπορούσε λοιπόν να παρατηρήσει αυτά τα αγάλματα από κοντά. Ήταν όλα μαρμάρινα, συχνά κολοσσιαία και ανυψωμένα με τρόπο που ο επισκέπτης έβλεπε πριν απ’ όλα την αναθηματική επιγραφή. Η στοά, τα κάγκελα ή οι πόρτες που έφραζαν τις κόγχες αποτελούσαν τέτοια οπτικά εμπόδια μεταξύ του κοινού και αυτών των αγαλμάτων, που δημιουργούσαν μια ένταση μεταξύ του δημόσιου χώρου και του ιδιωτικού, συλλογικού και ατομικού.
Οι αναθέτες και τα τιμώμενα πρόσωπα ήταν αποκλειστικά άντρες, όλα ιταλικής καταγωγής με μία μόνο εξαίρεση, τον τραπεζίτη Φιλόστρατο από την Ασκάλωνα. Τα αγάλματα αναπαριστούσαν στην πλειονότητά τους θνητούς, ενώ η παρουσία των θεών ήταν περιορισμένη. Όλα τα τιμώμενα πρόσωπα ήταν Ιταλοί, από τη Δήλο ή την Αλεξάνδρεια, που ασκούσαν ένα επίσημο αξίωμα (αξιωματούχος, ύπατος, ανθύπατος ή λεγάτος) ή ένα επάγγελμα, τραπεζικό ή εμπορικό. Οι αναθέτες ήταν πάντα Ιταλοί (άτομα ή σύλλογοι) συνδεδεμένοι με τον Απόλλωνα. Έτσι, αυτά τα αγάλματα και οι αφιερώσεις τους παρουσιάζουν την εικόνα που οι Ιταλοί είχαν για τους Ιταλούς. Ο αριθμός των αγαλματικών τύπων είναι περιορισμένος: επρόκειτο στην πλειονότητά τους για αγάλματα ιστάμενα, γυμνά ή θωρακοφόρα, όπως και κάποια έφιππα αγάλματα και συντάγματα (αδελφοί Γαβίνιοι και οι Γαλάτες πολεμιστές).
Η γενική διάταξη των αγαλμάτων της Αγοράς των Ιταλών δεν προσφέρει ένα σύνολο συγκρίσιμο με αυτά της Περγάμου, για παράδειγμα. Η ενότητα πρέπει εδώ να αναζητηθεί στον τρόπο παρουσίασης, δηλαδή την κόγχη. Οι εξαιρέσεις, όπως οι θεοί, οι Γαλάτες και ο ξένος Φιλόστρατος από την Ασκάλωνα, φαίνεται να αναδεικνύουν τους Ιταλούς. Είναι εξάλλου η εικόνα του Ιταλού που θριαμβεύει εδώ, μαζί με τις αντιλήψεις των vir και virtus. Τα αγάλματα είναι τοποθετημένα όπως στα ηρώα, για παράδειγμα το Ηρώον του Διόδωρου Πάσπαρου στην Πέργαμο. Οι κόγχες της Αγοράς αποτελούν επίσης ιδιωτικές αρχιτεκτονικές κατασκευές διασκορπισμένες γύρω από μια δημόσια πλατεία, αντανακλάσεις της ιταλικής ταυτότητας στη Δήλο.
Χρυσός και χρώματα στην ελληνιστική πλαστική της Δήλου
Τέλος, ο Philippe Jockey (Université de Provence – CCJ) παρουσίασε τις έρευνές του με θέμα «Ors et couleurs des sculptures hellénistiques de Délos: de l’atelier au lieu d’exposition ». Σύμφωνα με τον Ph. Jockey, τα υπολείμματα πολυχρωμίας ίσως πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εξηγήσουμε τα χαρακτηριστικά της έκθεσης των αγαλμάτων εντός οικιακού αρχιτεκτονικού πλαισίου. Ο ομιλητής διέκρινε τέσσερα «στάδια ζωής» ενός ελληνιστικού αγάλματος: το εργαστήριο, την υλοποίηση ή την εργασία της κοπής και του χρωματισμού, την εγκατάσταση και τέλος την υποδοχή του έργου εντός του πλαισίου του.
Στη Δήλο, πολλά εργαστήρια γλυπτών ήρθαν στο φως από τις ανασκαφές. Έτσι, στην οικία του Κέρδωνα (GD 83), στη Στοά του Φιλίππου (GD 3), στα νότια της Αγοράς των Ιταλών (GD 52) και στην οικία του Διαδούμενου (GD 61), υπήρξε ίσως αυτό το είδος δραστηριότητας. Ωστόσο, στη Στοά του Φιλίππου, επρόκειτο προφανώς για μια σειρά κατασκευών, χωρίς παραγγελία ούτε συγκεκριμένο τόπο έκθεσης.
Το δεύτερο στάδιο, αυτό της κοπής της πέτρας και του χρωματισμού, είναι σήμερα καλά γνωστό. Ο Ph. Jockey στάθηκε κυρίως στην εφαρμογή της επιχρύσωσης και του χρωματισμού των μαρμάρινων αγαλμάτων, παίρνοντας ως παραδείγματα την Αφροδίτη Α 4200 της Οικίας του Ερμή (GD 89), τον Απόλλωνα Α 4135 της Οικίας των Προσωπείων (GD 112) και την Αρτέμιδα Α 449 (εικ. 5) της Οικίας ΙΙΙ της Συνοικίας του Θεάτρου (GD 117). Εξήγησε έτσι τις μεθόδους μελέτης των υπολειμμάτων του χρυσού και της πολυχρωμίας (UV, μικροσκόπιο, αναλύσεις με φθορισμό Χ και τρισδιάστατες αναπαραστάσεις), που επιτρέπουν να αποκαταστήσουμε τη χρωματική παλέτα που χρησιμοποιούσε ο καλλιτέχνης-τεχνίτης και τις τεχνικές εφαρμογής, κυρίως σε ένα λευκό υπόστρωμα από μόλυβδο. Το ζήτημα, αν τα αγάλματα υφίσταντο επεξεργασία μετά την τοποθέτηση στον προορισμό τους, μένει ανοιχτό. Το χρώμα έπρεπε να είναι μια απόδειξη της αξίας τους, μια «προστιθέμενη αξία» στη γλυπτική του μαρμάρου, και αυτό ανάλογα με το βαθμό ικανότητας του ζωγράφου.
Η τοποθέτηση του αγάλματος στη θέση του και η έκθεσή του είναι τα τελευταία στάδια της ζωής ενός αγάλματος. Είναι όμως τα λιγότερο γνωστά. Το άγαλμα του Διαδούμενου και τα άλλα δύο που βρέθηκαν μαζί του ήταν ίσως ακόμα στην αρχική τους θέση τη στιγμή της αποκάλυψης, αλλά αυτό δεν είναι εξακριβωμένο. Φαίνεται πως μόνο το άγαλμα της Αρτέμιδος Ελαφηβόλου (εικ. 5) της Οικίας ΙΙΙ της Συνοικίας του Θεάτρου ήταν σίγουρα κατά χώρα κατά την αποκάλυψή του. Τελικά, ο Ph. Jockey πρότεινε μια αποκατάσταση τριών διαστάσεων και, βέβαια, έγχρωμη αυτού του αγάλματος.
Έτσι, η πολύ ενδιαφέρουσα αυτή ημερίδα ανέδειξε τις ποικίλες αναγνώσεις της δηλιακής γλυπτικής μέσα στα αρχαιολογικά συμφραζόμενα, από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή περίοδο. Όλες οι ανακοινώσεις επέτρεψαν να θυμηθούμε το γεγονός ότι η γλυπτική κατά την Αρχαιότητα ήταν αξεχώριστη από τον τόπο έκθεσης και έτσι από το κοινό που την παρατηρούσε, σε δημόσιο ή σε ιδιωτικό χώρο λατρείας. Στη διάρκεια της ημερίδας παρουσιάστηκαν νέες προσεγγίσεις για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής, που παραμένει δυστυχώς συχνά περιορισμένη σε μια μελέτη των τεχνοτροπιών με ενδιαφέρον κυρίως για τον ιστορικό της τέχνης παρά για τον αρχαιολόγο. Μια παρουσίαση της ημερίδας ετοιμάζει στα γαλλικά και η Sophie Montel, και θα δημοσιευθεί σύντομα στο περιοδικό Topoi. Orient – Occident.
Σημειώσεις
[1 ] Ο ομιλητής παρουσίασε συνοπτικά την επιχειρηματολογία που είχε ήδη αναπτύξει στο άρθρο του «La statue cultuelle d’Apollon à Délos », REG 112 (1999), σ. 37-60. [επιστροφή]
[2] Πρόκειται για τους δηλιακούς κούρους Α 333 και Α 334, και δύο ακόμη που βρέθηκαν στη Θήρα. [επιστροφή]
[3] EAD XIX. [επιστροφή]
Frédéric Herbin
Υποψήφιος διδάκτωρ, Πανεπιστήμιο Paris I και Πανεπιστήμιο Αθηνών
herbin.fred@free.fr
Μετάφραση από τα γαλλικά: Φωτεινή Κοκκίνη