Έκθεση με τίτλο «Κρήτη. Αναδυόμενες Πόλεις: Άπτερα ― Ελεύθερνα ― Κνωσός. Τρεις αρχαίες πόλεις ζωναντεύουν» συνδιοργανώνουν το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και οι Περιφερειακές Διευθύνσεις του ΥΠΠΟΑ (Εφορείες Αρχαιοτήτων Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου). Πρόκειται για μια πολυέκθεση με πλούσιο οπτικό και ηχητικό υλικό, οθόνες, χάρτες αλλά και χρήση των μέσων της νέας τεχνολογίας, που θα διαρκέσει από τις 12 Δεκεμβρίου 2018 έως τις 30 Απριλίου 2019.
H έκθεση παρουσιάστηκε σε συνέντευξη τύπου στην οποία παρέστησαν οι: Σάντρα Μαρινοπούλου (Πρόεδρος του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης), Καθηγητής Νίκος Σταμπολίδης (Διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης), Δρ Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη (Γενική Γραμματέας ΥΠΠΟΑ), Σταύρος Αρναουτάκης (Περιφερειάρχης Κρήτης), Δημήτρης Μιχελογιάννης (Εντεταλμένος Σύμβουλος Ανάπτυξης Περιφέρειας Κρήτης), Δρ Ελένη Παπαδοπούλου (Προϊσταμένη ΕΦΑ Χανίων), Δρ Βάσω Συθιακάκη (Προϊσταμένη ΕΦΑ Ηρακλείου), Αναστασία Τζιγκουνάκη (Προϊσταμένη ΕΦΑ Ρεθύμνου), Δρ Αθανασία Κάντα (Επίτιμη Διευθύντρια Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ηρακλείου), John Bennet (Διευθυντής της Βρετανικής Σχολής Αθηνών) και Δρ Κων. Χρηστάκης (Επιμελητής του Στρωματογραφικού Μουσείου Κνωσού).
Από την «εκατόμπολιν» Κρήτη του Ομήρου, η έκθεση εστιάζει σε τρεις σημαντικές πόλεις με βάση τα κοινά τους χαρακτηριστικά: τη δημιουργία τους, την ακμή, την παρακμή, την καταστροφή, την εγκατάλειψη και το «θάνατό» τους, τη λήθη. Πρόκειται για πόλεις με ιστορία αιώνων, που εγκαταλείφθηκαν και ξεχάστηκαν, αλλά και για τρία απτά παραδείγματα για τον τρόπο ανασκαφής και αποκάλυψής τους, για τις διαφορετικές ή παρόμοιες προσεγγίσεις ανάδυσής τους. Είναι η πρώτη φορά που τόσα πολλά αρχαία αντικείμενα, προφυλαγμένα και διατηρημένα στις αποθήκες Εφορειών Αρχαιοτήτων και στις προθήκες Μουσείων της Κρήτης, φεύγουν από τον γενέθλιο χώρο, για μια περιοδική έκθεση στην Αθήνα.
Η έκθεση περιλαμβάνει περίπου 500 αρχαιότητες από παλαιές και νέες ανασκαφές, ευρήματα κάθε είδους που χρονολογούνται από τα νεολιθικά (7η-6η χιλιετία π.Χ.) έως και τα βυζαντινά χρόνια (8ος αιώνας μ.Χ.) και βγαίνουν, τα περισσότερα, για πρώτη φορά στο φως: αγάλματα, ανάγλυφα, ειδώλια, επιγραφές, αγγεία, όπλα, εργαλεία, κοσμήματα, νομίσματα και άλλα έργα, από διαφορετικά υλικά: λίθο, μάρμαρο, ασβεστόλιθο, πηλό, μέταλλο (χαλκό, σίδηρο, άργυρο, χρυσό), φαγεντιανή, γυαλί, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμους λίθους.
Οι αρχαιότητες κάθε πόλης φανερώνουν την έκταση των επικρατειών τους, τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα, τις θρησκευτικές αντιλήψεις, τα ιερά ή τα νεκροταφεία τους, όλα κομμάτια της διαχρονίας τους. Μεταξύ των αρχαιοτήτων ξεχωρίζουν αυτές που σχετίζονται με τους ιδρυτικούς μύθους κάθε πόλης όσο και με συγκεκριμένες ανθρώπινες ιστορίες: από την Άπτερα ο Σωτήριος Ελευθερναίος, από την Ελεύθερνα ο νέος που δεν γεύτηκε τον έρωτα και από την Κνωσό το παιδί με τα παιχνίδια του.
Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης χάρτες και αναγεννησιακά βιβλία μεταξύ των οποίων και τον χάρτη του Coronelli (1707) με τον περίφημο φρουτοπλοχμό του, τη γιρλάντα του και τα ονόματα των εκατό πόλεων της Κρήτης που αναφέρονται στον Όμηρο, από τις οποίες ανασύρονται οι τρεις.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το πάτωμα της έκθεσης όπου είναι αποτυπωμένη η Κρήτη και οι πόλεις που παρουσιάζονται στην έκθεση. Έτσι, ο επισκέπτης περπατά πάνω στα χώματά τους, κοιτάζοντας τα εκθέματα. Ο καινοτόμος αυτός αντικατροπτισμός των αναδυόμενων πόλεων μέσω της Google Earth, υλοποιήθηκε από το γραφείο Αris Zambikos-GR405 architects.
Την έκθεση πλαισιώνουν videos από την τοποθεσία κάθε πόλης όπου παρουσιάζονται εικόνες από παλαιότερες και νέες ανασκαφικές έρευνες, αποτυπώσεις, σχέδια, αναστηλώσεις καθώς και εργασίες προστασίας και ανάδειξης αρχαιολογικών χώρων. Επίσης, τα ευρήματα από τη νεκρόπολη της Ελεύθερνας συνοδεύονται από ηχητική εγκατάσταση με το μουσικό έργο «Ορθή Πέτρα», Orthi Petra (Necropolis), μία πρωτότυπη σύνθεση του Γιώργου Καλούδη για τετράχορδη κρητική λύρα με συμπαθητικές χορδές και τσέλο που φέρει το όνομα της ιστορικής τοποθεσίας από όπου εμπνεύστηκε ο δημιουργός.
Η έκθεση κλείνει με μια έκπληξη: Πάνω στην προέκταση της θάλασσας που περιβάλλει την Κρήτη «υπερίπτανται» δύο κεφαλές ταύρων, μία από τα χέρια ενός Μινωίτη δημιουργού και μία του Πικάσο! Με τον τρόπο αυτό δίδεται η σκυτάλη στην επόμενη έκθεση που θα ακολουθήσει όταν σβήσουν τα φώτα της παρούσας, με τίτλο «Πικάσο και Αρχαιότητα: Γραμμή και πηλός», που θα εγκαινιαστεί τον Ιούνιο του 2019. Η έκθεση, που σχετίζεται με αρχαιότητες της Κρήτης, της Ελλάδας και της Μεσογείου, αποτελεί μέρος της σειράς Θεϊκοί Διάλογοι που διοργανώνει το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Η έκθεση πραγματοποιείται με τη συνεργασία του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, του Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου, του Πανεπιστημίου Κρήτης-Κέντρο Μελέτης Μουσείου αρχαίας Ελεύθερνας, της Βρετανικής Σχολής Αθηνών-Στρωματογραφικό Μουσείο Κνωσού, του FABA – Fundación Almine y Bernard Ruiz-Picasso para el Arte (για την κεφαλή του ταύρου, δημιουργία του Πικάσο) και με τη σύμπραξη Ιδρυμάτων που δανείζουν αναγεννησιακούς χάρτες και βιβλία, όπως η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών-Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, το Ίδρυμα Σύλβιας Ιωάννου και το Μουσείο Μπενάκη. Η έκθεση υλοποιείται με την υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης.
Η έκθεση συνοδεύεται από επιστημονικό κατάλογο στα ελληνικά και τα αγγλικά.
Με αφορμή την έκθεση, το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του Μουσείου έχει σχεδιάσει προγράμματα και εκπαιδευτικές ξεναγήσεις για μαθητές ηλικίας 8 ετών και άνω, όπου τα παιδιά θα μάθουν για τις διάφορες πτυχές του δημόσιου και ιδιωτικού βίου στην αρχαία Κρήτη.
(απόσπασμα από τον κατάλογο της έκθεσης)
Η παλαιότερη Κνωσός έχει τη δική της ανάδυση, γνωστή και καταγεγραμμένη πολλαπλώς από τον Καλοκαιρινό και τον Evans έως και σήμερα. Με τις αναστυλώσεις του ανακτόρου της και τον υπερπληθυσμό των επισκεπτών, είναι η πλέον γνωστή παγκοσμίως θέση μετά την αθηναϊκή Ακρόπολη. Γι’ αυτό και η παρούσα έκθεση δεν περιλαμβάνει παρά μόνον ελάχιστα στοιχεία από τον χώρο του πασίγνωστου ανακτορικού της κέντρου. Αντίθετα, στόχος της έκθεσης είναι να κατανοήσει ο επισκέπτης τη συνέχεια της πόλης της Κνωσού εκτός του ανακτόρου, χωρικά και διαχρονικά. Να δει την κοπιώδη και συνεχή προσπάθεια των αρχαιολόγων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Βρετανικής Σχολής Αθηνών και όλων εκείνων που συμβάλλουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην πληρέστερη εικόνα της απόδοσης της πρωτεύουσας πόλης της Κρήτης τόσο στο επιστημονικό όσον και στο ευρύτερο κοινό. Να καταλάβει ότι η Κνωσός δεν είναι μόνον το ανάκτορο. Ότι η πόλη συνεχιζόταν και έξω από αυτό, ότι διέθετε «ιστορία», αιώνες πριν κατασκευαστεί το ανάκτορο, κατά τη νεολιθική περίοδο· ότι η πόλη είχε επικράτεια μεγάλη, λιμάνια και νεκροπόλεις όχι μόνον κατά τη διάρκεια της ανακτορικής περιόδου, παλαιάς και νέας, αλλά σε όλες τις μετέπειτα περιόδους. Η Κνωσός εξακολούθησε τη μεγάλη της πορεία όχι μόνο στα γεωμετρικά, αρχαϊκά, κλασικά, ελληνιστικά αλλά και στα ρωμαϊκά χρόνια και προχώρησε και πέρασε στον χριστιανισμό, όπως φανερώνουν οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές καθώς και άλλα ευρήματα που χρονολογούνται στα πρωτοβυζαντινά χρόνια.
(απόσπασμα από τον κατάλογο της έκθεσης)
Η Ελεύθερνα είχε μια διαφορετική ερευνητική ιστορία και διαφορετικό τρόπο προσέγγισης της συντήρησης, αναστύλωσης και ανάδειξης των αρχαιοτήτων της καθώς ξεκίνησε τη συστηματική της ανασκαφή σχετικά πρόσφατα, έχοντας διδαχθεί από το παράδειγμα της Κνωσού. Μετά την αναγκαστική εγκατάλειψη της αρχαίας και μεσαιωνικής πόλης, φαίνεται ότι περνά στη λησμονιά με αποτέλεσμα είτε να μην αναγράφεται σε αρκετούς χάρτες της Κρήτης από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα είτε να τοποθετείται λανθασμένα στους περισσότερους από όσους την αναφέρουν σημειώνοντάς την ανατολικότερα και νοτιότερα από την πραγματική της θέση ή την συγχέουν με την Απολλωνία στα ΒΔ του Ηρακλείου. Ελάχιστες είναι και οι επιτόπιες αναφορές στο ίδιο διάστημα από επισκέπτες-περιηγητές της Κρήτης είτε επισκέφθηκαν οι ίδιοι την περιοχή είτε κατέγραψαν πράγματα εξ ακοής ή από αποθησαυρισμούς άλλων. Μόνον ο 18ος και κυρίως ο 19ος αιώνας αποτυπώνουν την ορθή θέση της στους χάρτες και οι αναφορές γι’ αυτήν γίνονται πιο ουσιαστικές. Οι επιθυμίες και οι ανταγωνισμοί των ξένων σχολών (κυρίως της Βρετανικής και της Ιταλικής) για μιαν ανασκαφή, θα καθυστερήσουν μιαν ουσιαστική ανάδυση της πόλης και μόνον το ενδιαφέρον της Κρητικής Πολιτείας για μιαν ανάδυση της ελληνικής ταυτότητας του νησιού, θα ωθήσουν τον Βενιζέλο στο πλαίσιο του προγράμματος της αναβάθμισης του οδικού δικτύου του νησιού να αναθέσει το 1908 στον εκπαιδευτικό Ε. Πετρουλάκη την αποκατάσταση της βόρειας – ελληνιστικής γέφυρας, η οποία είχε καταστραφεί από πλημμύρα του ποταμού το 1898. Ο Πετρουλάκης φαίνεται ότι είναι ο πρώτος που ερεύνησε και τμήμα της ακρόπολης την ίδια χρονιά. Ακολούθησε ο Payne με μια μικρή χρονικά ανασκαφική έρευνα το 1929 αλλά χωρίς συνέχεια. Η ανάδυση της πόλης, έμελλε να γίνει από ελληνικά χέρια με τις ανασκαφές του Πανεπιστημίου Κρήτης ως επιφανειακή έρευνα αρχικά, το 1984, και συστηματικά από το 1985 και εξής, έρευνα που συνεχίζεται και σήμερα.
(απόσπασμα από τον κατάλογο της έκθεσης)
Η ερευνητική ιστορία της Απτέρας, της πόλης που δεσπόζει στη θάλασσα του κόλπου της Σούδας και στην αρχή του κάμπου του Αποκόρωνα, μοιάζει με αυτήν της Ελεύθερνας. Ωστόσο, η θέση της, όταν αναγράφεται στους χάρτες μετά τον 15ο αιώνα σημειώνεται ορθότερα σε σχέση με την πραγματική της θέση απ’ ό,τι συνέβη με την Ελεύθερνα. Η ταύτισή της έγινε από τον R. Pashley το 1834. Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες έγιναν από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή το 1862 και 1864. Αναφορές για την πόλη βρίσκουμε στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Ι. Σβορώνο και τον Στ. Ξανθουδίδη ενώ την τέταρτη δεκαετία του 20ού αιώνα η M. Guarducci δημοσιεύει επιγραφές από την πόλη. Το 1942 οι Γερμανοί ανασκάπτουν τον δίχωρο ναό υπό την επίβλεψη του Β. Θεοφανίδη, ενώ από το 1958 και εξής η Αρχαιολογική Υπηρεσία ξεκινά ανασκαφικές έρευνες με σωστικό χαρακτήρα. Η συστηματική ανασκαφή της πόλης είχε ζητηθεί το 1984 από το Πανεπιστήμιο Κρήτης μαζί (εναλλακτικά) με την Ελεύθερνα. Το Υπουργείο Πολιτισμού αποφάσισε να δοθεί στο Πανεπιστήμιο η Ελεύθερνα, ενώ αργότερα την ανασκαφή της Απτέρας ανέλαβε η Αρχαιολογική Υπηρεσία (ΚΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, σήμερα ΕΦΑ Χανίων), έρευνα που συνεχίζεται έως σήμερα.
«Κρήτη. Αναδυόμενες πόλεις: Άπτερα ― Ελεύθερνα ― Κνωσός. Τρεις αρχαίες πόλεις ζωντανεύουν».
Διάρκεια: 12 Δεκεμβρίου 2018 – 30 Απριλίου 2019.
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο: 10.00-17.00, Πέμπτη: 10.00-20.00, Κυριακή: 11.00-17.00, Τρίτη: Κλειστό.
Είσοδος: 7€. Μειωμένη είσοδος: € 3,5. Ομάδες 15 ατόμων και άνω: € 5 (ανά άτομο). Γενική Είσοδος κάθε Δευτέρα: € 3,5. Φίλοι Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, είσοδος ελεύθερη.
Ξεναγήσεις (με το εισιτήριο εισόδου): κάθε Σάββατο και Κυριακή, στις 12.30 / από 22 Δεκεμβρίου.
Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Νεοφύτου Δούκα 4, Αθήνα. Τηλ.: (+30) 210 7228321-3, W: www.cycladic.gr