Η σύνταξη ενός σύντομου και ταυτόχρονα περιεκτικού αρχαιολογικού–περιηγητικού οδηγού για το Νεκρομαντείο του Αχέροντα έχει διπλό στόχο: να βοηθήσει αρχικά τον αναγνώστη να γνωρίσει κάθε όψη του αρχαιολογικού χώρου και, στη συνέχεια, να του εξάψει το ενδιαφέρον ώστε να τον επισκεφθεί και να τον ανακαλύψει με τη δική του ιδιαίτερη ματιά, αλλά και με πολύτιμο βοήθημα τον συγκεκριμένο οδηγό.
Στα βορειοδυτικά της ΠΕ Πρεβέζης και μετά τα επιβλητικά όρη του Σουλίου, εκτείνεται μια εύφορη πεδιάδα, γνωστή ως πεδιάδα του Φαναρίου. Στα ανατολικά οριοθετείται από χαμηλή λοφοσειρά, τμήμα της οροσειράς του Σουλίου, στα δυτικά και νότια βρέχεται από τη θάλασσα του Ιονίου, ενώ στα βορειοδυτικά αποτελεί το όριο της ΠΕ Πρεβέζης, το οποίο ξεπερνά, καθώς συνεχίζει στην ΠΕ Θεσπρωτίας. Στο κέντρο της περίπου βρίσκεται το Νεκρομαντείο, κοντά στο σημείο όπου χύνονται στον Αχέροντα τα νερά των παραποτάμων του, που τον κάνουν να καταλήγει χειμαρρώδης και επιβλητικός στη θάλασσα. Σύμφωνα με μια παράδοση, η ονομασία της πεδιάδας οφείλεται σε ένα φανάρι που είχαν τοποθετήσει οι Ενετοί στον όρμο της Σπλάντζας για να καθοδηγεί τα πλοία τις σκοτεινές νύχτες. Η όλη περιοχή εμφανίζεται αποκομμένη από τις γειτονικές της και κυριολεκτικά διαμελισμένη εξαιτίας των τριών ποταμών που τη διασχίζουν: του Αχέροντα στο κέντρο και των δύο μεγάλων παραποτάμων, του Κωκυτού και του Πυριφλεγέθοντα (οι σημερινοί Μαύρος και Βουβός) ανατολικά και δυτικά αντίστοιχα. Οι παραπόταμοι αυτοί ενώνονται και με άλλους μικρότερους, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο ποτάμιο σύστημα στο εσωτερικό της πεδιάδας, το οποίο την καθιστά ιδιαίτερα εύφορη και κατάλληλη για καλλιέργειες. Το δέλτα του ποταμού Αχέροντα, ο οποίος εκβάλλει στον όρμο του Φαναρίου ή της Αμμουδιάς, συμπληρώνει την εικόνα.
Βέβαια, η τοπογραφία της περιοχής κατά την αρχαιότητα διέφερε σημαντικά. Ωστόσο, αρκετές είναι οι πληροφορίες που αντλούνται από τις φιλολογικές πηγές και συντελούν στην ανασύνθεση της εικόνας της. Πρώτος ο Όμηρος, στην Οδύσσεια (κ 487–543), υποστηρίζει ότι η είσοδος του Κάτω Κόσμου βρίσκεται κοντά σε ένα μικρό ακρογιάλι κατάφυτο από λεύκες και ιτιές, στο σημείο όπου ο Αχέροντας ποταμός σμίγει με τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα. Συμπληρωματικά (λ 13 κ.ε.), εντοπίζει τη συγκεκριμένη θέση πολύ μακριά, στα πέρατα του Ωκεανού, στη χώρα των Κιμμερινών ή Κιμμερίων. Η ομοιότητα της ομηρικής περιγραφής με τη σύγχρονη τοπογραφία θεωρείται εντυπωσιακή, με χαρακτηριστικό σημείο την αναφορά στα τρία ποτάμια με τα ονόματα με τα οποία ήταν γνωστά καθ’ όλη την αρχαιότητα. Παρ’ όλη τη λεπτομερειακή περιγραφή όμως, το ομηρικό έπος δεν αφιερώνει κανένα στίχο στην Αχερουσία λίμνη. Επιπλέον, το χωρίο για τη χώρα των Κιμμερίων οδήγησε σε σύγχυση και διχογνωμίες. Κι αυτό γιατί οι Κιμμέριοι, που κατοικούσαν στην περιοχή της Σκυθίας, έγιναν γνωστοί στους Έλληνες μόνο μετά τον 7ο αιώνα π.Χ., οπότε και άρχισαν να πραγματοποιούν επιδρομές στα παράλια της Μ. Ασίας. Αντίθετα, οι Χειμέριοι ήταν φύλο που επιχωρίαζε στην περιοχή του Αχέροντα. Εάν αντικαταστήσουμε τη λέξη Κιμμερίων με τη λέξη Χειμερίων, όπως είχε προτείνει ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. ο γραμματικός Πρωτέας ο Ζευγματίτης, ο συγκεκριμένος ομηρικός στίχος αποδίδεται με μεγαλύτερη ασφάλεια στην πεδιάδα του Φαναρίου.
Το δεύτερο, πολύ πιο σύντομο όμως, χωρίο αντλείται από την ιστορία του Ηροδότου (5.92). Ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος στέλνει απεσταλμένους στο Νεκρομαντείο των Θεσπρωτών, το οποίο βρίσκεται στον Αχέροντα ποταμό, προκειμένου να ρωτήσουν την ψυχή της γυναίκας του Μέλισσας πού είχε κρύψει κάποιον θησαυρό.
Μετά τον Ηρόδοτο, ένας άλλος ιστορικός, ο Θουκυδίδης, περιγράφει την τοπογραφία της περιοχής κατά την εξιστόρηση της προσόρμισης στο λιμάνι της Ελαιάτιδας του στόλου των Κορινθίων και των συμμάχων τους την παραμονή της ναυμαχίας στα Σύβοτα (432 π.Χ.), η οποία θεωρείται ως μια από τις κύριες αφορμές για την κήρυξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (1.46.3–1.47.1). Πιο συγκεκριμένα, οι Κορίνθιοι μαζί με τους συμμάχους τους, συνολικά 150 πλοία, έπλευσαν στα νερά της Κέρκυρας από την πλευρά της Λευκάδας, έτοιμοι για ναυμαχία. Στη συνέχεια όμως, για μεγαλύτερη ασφάλεια, αποφάσισαν να προσορμιστούν στο λιμάνι κοντά στο ακρωτήριο Χειμέριο της Θεσπρωτίας. Στην περιοχή αυτή, την επονομαζόμενη Ελαιάτιδα, βρίσκεται η πόλη της Εφύρας, καθώς και η Αχερουσία λίμνη. Η τελευταία εκβάλλει στη θάλασσα και παίρνει το όνομά της από τον ποταμό Αχέροντα, που με τη σειρά του εκβάλλει στη λίμνη. Παραμένοντας στη θεσπρωτική γη και σε κοντινή απόσταση, συναντά κανείς έναν ακόμη ποταμό, τον Θύαμι (Καλαμά), ο οποίος αποτελεί το όριο ανάμεσα στη Θεσπρωτία και την Κεστρίνη. Στο λιμάνι λοιπόν της Ελαιάτιδας αγκυροβόλησαν τα πλοία των Κορινθίων και των συμμάχων τους και οι ίδιοι στρατοπέδευσαν εκεί κοντά. Αντίθετα, τα πλοία των Κερκυραίων προσορμίστηκαν στα Σύβοτα.
Αργότερα, ο Ψευδοσκύλακας, στον Περίπλου (30) των μεσογειακών ακτών που θα πραγματοποιήσει ύστερα από εντολή του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας, περιγράφοντας τη χώρα των Θεσπρωτών αναφέρει ότι υπάρχει λιμάνι με το όνομα Ελαία, στο οποίο εκβάλλουν ο Αχέροντας και η Αχερουσία λίμνη. Προσθέτει ότι ο Αχέροντας ρέει μέσα στην Αχερουσία.
Στην αυτοκρατορική εποχή και στα Γεωγραφικά του Στράβωνα (7.7.5), το λιμάνι τοποθετείται στην άκρη της χώρας των Χειμερίων. Σε αυτό εκβάλλει ο ποταμός Αχέροντας, ο οποίος ρέει μέσα στην Αχερουσία λίμνη, μαζί με αρκετούς μικρότερους παραποτάμους του. Εξαιτίας των πολλών ποτάμιων υδάτων, το νερό του κόλπου είναι γλυκό και το λιμάνι ονομάζεται «Γλυκύς λιμήν». Σε κοντινή απόσταση υπάρχει ένας ακόμη ποταμός, ο Θύαμις, όπως και η πόλη Κίχυρος, η άλλοτε θεσπρωτική Εφύρα.
Με την τοπογραφία της πεδιάδας του Φαναρίου ασχολείται και ο Παυσανίας στην Περιήγησή του (1.17.5). Πιο συγκεκριμένα, κοντά στην Κίχυρο εντοπίζει την Αχερουσία λίμνη με τον Αχέροντα, καθώς και τον Κωκυτό. Επιπλέον, παρατηρώντας την ομοιότητα της μορφολογίας της περιοχής που περιηγήθηκε με την αντίστοιχη ομηρική περιγραφή, υποθέτει ότι και ο ίδιος ο Όμηρος θα είχε επισκεφθεί τη θέση, επειδή μόνο έτσι θα μπορούσε να δώσει τα ονόματα των θεσπρωτικών ποταμών στους αντίστοιχους του Κάτω Κόσμου.
Στο λιμάνι του όρμου του Φαναρίου ή της Αμμουδιάς (Γλυκύς λιμήν), το οποίο διαχρονικά αποτέλεσε ασφαλές αγκυροβόλιο για τα πλοία, προσορμίστηκε προσωρινά, λίγο πριν από τη ναυμαχία του Ακτίου, και ο στόλος του Οκταβιανού, που ερχόταν από την Ιταλία. Αρκετούς αιώνες αργότερα, τον 12ο αιώνα μ.Χ., ένας ακόμη στόλος, αυτός του Νορμανδού δούκα της Απουλίας και Καλαβρίας Ροβέρτου Γυισκάρδου, βρήκε πρόσφορο αγκυροβόλιο στο λιμάνι της Ελαιάτιδας, όπου και παρέμεινε για έναν ολόκληρο χειμώνα, όσο ο στρατός του επιδίωκε να κατακτήσει τις ορεινές θέσεις της Ηπείρου.
Η εικόνα της τοπογραφίας της περιοχής, όπως σκιαγραφείται στα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, επιβεβαιώνεται και από τις ομοιότητες που εντοπίζονται στις μαρτυρίες των νεότερων περιηγητών, ιδίως του 19ου αιώνα. Αλλά και η σύγχρονη εικόνα, παρά τις όποιες φυσιολογικές γεωλογικές μεταβολές, αποτελεί τον αψευδέστερο μάρτυρα των αρχαίων πηγών και αποδεικνύει ότι η περιοχή του Φαναρίου, με το ποτάμιο σύστημα, εξακολουθεί να διατηρεί, σε γενικές γραμμές, τη χαρακτηριστική γεωμορφολογία που είχε κατά την αρχαιότητα.
Βέβαια, παρ’ όλες τις ομοιότητες ανιχνεύονται και κάποιες σημαντικές διαφορές, οι οποίες προκλήθηκαν σταδιακά με το πέρασμα των αιώνων. Γεωλογικές μελέτες και παρατηρήσεις αλλά και η σύγκριση των διαφόρων πηγών μεταξύ τους και εν συνεχεία η αντιπαραβολή τους με τη σύγχρονη εικόνα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η αρχαία κοίτη του Αχέροντα έρεε ανατολικότερα από τη σημερινή. Έτσι, ο ποταμός περνούσε περίπου 4,5 χλμ. μακριά από το ιερό για να χυθεί τελικά στην Αχερουσία λίμνη. Η συγκεκριμένη λίμνη σχηματίστηκε την περίοδο μεταξύ του 8ου αιώνα π.Χ. και του 433 π.Χ. Αρχικά, αποτελούσε μια αβαθή συγκέντρωση υδάτων που περιβαλλόταν από βάλτους. Κατά τους ιστορικούς χρόνους, η λίμνη κάλυψε σημαντικό τμήμα της πεδινής έκτασης και βάθυνε. Αφού δεχόταν τα νερά του Αχέροντα στη βόρεια πλευρά της, στην όμορη δυτική όχθη της τα πλεονάζοντα ύδατα ξανασχημάτιζαν την κοίτη του ποταμού. Στο σημείο εκείνο εισέρεαν σε αυτόν και τα νερά του Κωκυτού και του Πυριφλεγέθοντα, έτσι ώστε ο Αχέροντας να εκβάλλει ορμητικός στον κόλπο της Αμμουδιάς, όπως συμβαίνει και σήμερα. Κατά τους βυζαντινούς και νεότερους χρόνους όμως, η Αχερουσία λίμνη ακολούθησε αντίστροφη πορεία, με αποτέλεσμα να καταλήξει και πάλι σε πολλούς μικρούς αβαθείς βάλτους, οι οποίοι και αποξηράνθηκαν τελικά τη δεκαετία του ’50. Έτσι, ο Αχέροντας, με την ελαφρώς διαφοροποιημένη κοίτη του, συνεχίζει να δέχεται τα νερά των δυο μεγάλων παραποτάμων του, του Κωκυτού και του Πυριφλεγέθοντα, και να εκβάλλει στον κόλπο της Αμμουδιάς, χωρίς όμως την παρεμβολή της Αχερουσίας λίμνης. Τέλος, και ο κόλπος έχει πλέον περιοριστεί σημαντικά και κινδυνεύει να εξαφανιστεί, εξαιτίας των προσχώσεων των ποταμών.
Στην πεδιάδα λοιπόν του Φαναρίου, στον κάτω ρου του Αχέροντα και στη νοτιότερη απόληξη της χαμηλής λοφοσειράς που την οριοθετεί στα ανατολικά, τοποθετείται ο λόφος του Αγ. Ιωάννη, επάνω στον οποίο βρίσκονται η ομώνυμη μονή και το ελληνιστικό Νεκρομαντείο.
Ιστορική αναδρομή
Τα στοιχεία που αντλούμε από τις πηγές, σε συνδυασμό με τα αρχαιολογικά δεδομένα, μάς επιτρέπουν να σκιαγραφήσουμε την ιστορική πορεία του ιερού.
Η ανθρώπινη παρουσία ανιχνεύεται στο λόφο ήδη από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα: τρεις κιβωτιόσχημοι παιδικοί τάφοι του 14ου–13ου αιώνα π.Χ., λείψανα από τοιχοποιίες ξερολιθιάς, μυκηναϊκά όστρακα, ένα χάλκινο ξίφος μυκηναϊκού τύπου, καθώς και μικροαντικείμενα: αιχμές βελών, λεπίδες, σφονδύλια κ.ά. Βέβαια, τα παραπάνω ευρήματα ανήκαν πιθανώς σε κάποιον μικρό οικισμό, που είχε ιδρυθεί στην κορυφή του λόφου και δεν σχετίζονται με οποιαδήποτε λατρεία.
Ωστόσο, η αναλυτική ομηρική περιγραφή, σε συνδυασμό με την ύπαρξη της όμορης μυκηναϊκής Εφύρας και του αντίστοιχου οικισμού της Τορύνης κοντά στην Πάργα, μπορούν να οδηγήσουν στη διατύπωση της υπόθεσης ότι η νεκρομαντεία στην περιοχή είχε εμφανιστεί ήδη κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο. Επίκεντρό της θα ήταν αρχικά η υπόγεια σπηλιά στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης και κοντά στη συμβολή του Αχέροντα με τον Κωκυτό, στο λόφο όπου κτίστηκε αργότερα το ελληνιστικό ιερό. Όμως, και συνολικά, η πεδιάδα του Φαναρίου θεωρούνταν ως μια θέση ενδιάμεση και μεταβατική από τον κόσμο των ζωντανών στον κόσμο των νεκρών, ενώ, αν και υπέργεια, βρισκόταν στη δικαιοδοσία του Άδη. Κατά συνέπεια, οι ζωντανοί όφειλαν να τη σέβονται και να την επισκέπτονται αποκλειστικά για θρησκευτικούς και τελετουργικούς σκοπούς.
Στο λόφο του Νεκρομαντείου, η Αρχαϊκή και η Κλασική εποχή εκπροσωπούνται από τα ευρήματα ενός αποθέτη, ο οποίος εντοπίστηκε στους δυτικούς πρόποδές του και περιείχε όστρακα αγγείων και πήλινα ειδώλια της Περσεφόνης, που χρονολογούνται από τα μέσα του 7ου έως και τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. Μάλιστα, ορισμένα από τα ειδώλια είναι ιδιαιτέρως ευμεγέθη, ενώ κάποια άλλα εμφανίζουν τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά των εργαστηρίων της Πελοποννήσου, με την οποία η Ήπειρος διατηρούσε στενές σχέσεις. Στην ίδια θέση αποκαλύφθηκε και η κεφαλή μαρμάρινου ειδωλίου της Περσεφόνης του 5ου αιώνα π.Χ., με τα χαρακτηριστικά του αυστηρού ρυθμού. Εκτός των προαναφερθέντων, στην κορυφή του λόφου ήρθαν στο φως και ελάχιστα όστρακα της περιόδου πριν από τον 4ο αιώνα π.Χ. Βέβαια, η ισοπέδωση της θέσης για την ανέγερση του υπάρχοντος κτηριακού συγκροτήματος συντέλεσε στην εξαφάνιση των λειψάνων προγενέστερων οικοδομημάτων.
Το σύνολο των παραπάνω ευρημάτων οδήγησε τον ανασκαφέα Σ. Δάκαρη στη διατύπωση της άποψης ότι στην κορυφή του λόφου του Νεκρομαντείου υπήρχε αρχαϊκό ιερό της Περσεφόνης. Το συγκεκριμένο ιερό εξακολούθησε τη λειτουργία του και κατά την επόμενη Κλασική περίοδο. Στους ελληνιστικούς όμως χρόνους, και προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός των προσκυνητών, αποφασίστηκε η αντικατάστασή του με ένα μεγαλύτερο ιερό που βλέπουμε σήμερα στο χώρο.
Έτσι, η πρώτη οικοδομική φάση του ελληνιστικού Νεκρομαντείου τοποθετείται στα τέλη του 4ου–αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Περιλάμβανε τον πολυγωνικό περίβολο, το κυρίως ιερό με τους διαδρόμους του και κάποια δωμάτια, που εξυπηρετούσαν την πορεία και σύντομη παραμονή των προσκυνητών, όπως απαιτούσε το τελετουργικό. Παράλληλα, την ίδια εποχή, ακριβώς κάτω από την Αίθουσα των Ειδώλων, λαξεύτηκε στο βράχο με περισσή επιμέλεια η υπόγεια σπηλιά, η οποία αποτέλεσε πιθανώς τον πυρήνα της αρχικής λατρείας, ενώ αργότερα στέγασε το σκοτεινό ανάκτορο του Άδη και της Περσεφόνης.
Η δεύτερη οικοδομική φάση ανάγεται στα τέλη του 3ου–αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. Κατά τη διάρκειά της, στα δυτικά του αρχικού κτηρίου, προστέθηκε ένα συγκρότημα με δωμάτια και αποθήκες γύρω από μια τετράγωνη κεντρική αυλή. Οι χώροι αυτοί χρησίμευαν τόσο για τη διαμονή —των ιερέων και του μεγάλου αριθμού των προσκυνητών, προτού οι τελευταίοι εισέλθουν στο ιερό και αρχίσουν τη σχετική προετοιμασία—, όσο και για την αποθήκευση των πολυάριθμων προσφορών. Η συγκεκριμένη επέκταση κρίθηκε σκόπιμη εξαιτίας της αύξησης του αριθμού των προσκυνητών και των προσφορών, κάτι που σήμαινε και την ταυτόχρονη αύξηση του αριθμού των ιερέων. Το Νεκρομαντείο θα συνεχίσει με την ίδια μορφή έως το 167 π.Χ., οπότε πυρπολείται και καταστρέφεται ολοσχερώς από τους Ρωμαίους. Οι σωροί των δημητριακών που υπήρχαν στο εσωτερικό του συντέλεσαν στη διατήρηση της φωτιάς, ενώ η υψηλή θερμοκρασία προκάλεσε την ασβεστοποίηση τμημάτων της επιφάνειας των τοίχων καθώς και την τήξη των οπτοπλίνθων, επιτείνοντας περαιτέρω την καταστροφή.
Κατά τον 1ο αιώνα π.Χ., με την εγκατάσταση Ρωμαίων αποίκων στην πεδιάδα του Αχέροντα, ένα τμήμα του δυτικού κτηριακού συγκροτήματος επισκευάστηκε και επανακατοικήθηκε, όπως προκύπτει από τις τοιχοποιίες και τα σχετικά ευρήματα, π.χ. αγνύθες, όστρακα διαφόρων αγγείων, πώματα πυξίδων κα αρκετοί ρωμαϊκοί κέραμοι με έντυπα σφραγίσματα. Ωστόσο, ο χώρος χάνει τη λατρευτική του σημασία και χρησιμεύει αποκλειστικά ως χώρος ιδιωτικών κατοικιών. Όταν και οι Ρωμαίοι θα εγκαταλείψουν την κορυφή του λόφου, αυτή θα επιχωστεί και θα εξαφανιστεί για αιώνες, μαζί με τη μακραίωνη παράδοση και τα μυστικά της νεκρομαντείας. Φαίνεται όμως ότι η περιοχή δεν έχασε ποτέ τη θρησκευτική της σημασία στη συνείδηση των κατοίκων της. Όπως συμβαίνει συχνά σε ιερούς τόπους, όπου τα ειδωλολατρικά ιερά αντικαταστάθηκαν από χριστιανικούς ναούς, έτσι και εδώ κατά τον 16ο αιώνα μ.Χ. οικοδομήθηκε, ακριβώς επάνω στο ελληνιστικό Νεκρομαντείο, ο ναός του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου.
Ιστορία της έρευνας – Σύγχρονες εργασίες ανάδειξης του χώρου
Ο λόφος του ιερού ερευνήθηκε από τον καθηγητή Σ. Δάκαρη, υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σε δύο περιόδους, 1958–1964 και 1976–1977. Στη συνέχεια, κατά τα έτη 2011–2015, υλοποιήθηκε το έργο «Ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων Νεκρομαντείου και Εφύρας», που είχε ενταχθεί στο επιχειρησιακό πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα» του ΕΣΠΑ, αρχικά από τη ΛΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και εν συνεχεία από τη νεοσύστατη Εφορεία Αρχαιοτήτων Πρέβεζας. Στόχος του συγκεκριμένου έργου υπήρξε η σύνδεση των δύο όμορων και από κοινού κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων, της Εφύρας και του Νεκρομαντείου, οι οποίοι καλύπτουν τη χρονική περίοδο από τους προϊστορικούς έως και τους μεταβυζαντινούς χρόνους.
Πιο αναλυτικά, στο αρχαίο ιερό, που ήταν ήδη επισκέψιμο, επεκτάθηκαν και εκσυγχρονίστηκαν οι ήδη υπάρχουσες υποδομές (περιφράξεις, τοποθέτηση μεταλλικής θύρας και συστήματος αντιπυρικής προστασίας, επέκταση των δικτύων ύδρευσης, άρδευσης και ηλεκτροδότησης, δημιουργία χώρου στάθμευσης κ.ά.), έγινε συστηματική αποψίλωση και επιμελημένος καθαρισμός, πραγματοποιήθηκαν εργασίες πεδίου, συντήρησης και προστασίας των μνημείων, διαμορφώθηκαν νέοι χώροι και χαράχτηκαν καινούργιες φυσιολατρικές διαδρομές περιήγησης, ώστε ο επισκέπτης να βλέπει και περιμετρικά το Νεκρομαντείο και εν συνεχεία να μπορεί να κατευθυνθεί προς το λόφο της Εφύρας. Επιπλέον, οι δύο θέσεις έχουν καταστεί προσβάσιμες και εύκολα επισκέψιμες και από ΑΜΕΑ. Τέλος, η αποκατάσταση και επανάχρηση της οθωμανικής κούλιας ως εκθεσιακού χώρου κατέχει ιδιαίτερη θέση στο σύνολο των εργασιών των τελευταίων ετών.
Συμπερασματικά και μετά το πέρας των εργασιών, ο λόφος του Νεκρομαντείου παρέχει στους επισκέπτες τη δυνατότητα να περιηγηθούν με ασφάλεια και άνεση σε μια διαδρομή που αποκαλύπτει σταδιακά το ιερό, να ενημερωθούν από τις πινακίδες, να επισκεφθούν τον εκθεσιακό χώρο της κούλιας και εν συνεχεία να φτάσουν, μέσα από ένα θαυμάσιο μονοπάτι στο δάσος, έως και τη μυκηναϊκή Εφύρα.
Οι μαρτυρίες των πηγών
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αναπτύξει μια ολόκληρη φιλοσοφία σχετικά με τον Κάτω Κόσμο, τη δομή του, τις προσβάσεις σε αυτόν, τη μετάβαση και τη ζωή των νεκρών εκεί, την επιβίωση των ψυχών και τα χαρακτηριστικά τους και, κυρίως, την επικοινωνία των νεκρών με τους ζωντανούς. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης φιλοσοφίας πίστευαν ότι οι σπηλιές, τα βαθιά φαράγγια, οι υπόγειες πηγές των ποταμών και κάθε άλλο άνοιγμα που οδηγούσε από την επιφάνεια προς τα βάθη της γης αποτελούσε και μια είσοδο στον Κάτω Κόσμο.
Επομένως, η ύπαρξη, στην πεδιάδα του Φαναρίου, των τριών ποταμών —του Αχέροντα και των δύο παραποτάμων του, του Κωκυτού και του Πυριφλεγέθοντα—, της Αχερουσίας λίμνης, των δασών με τις λεύκες και τις ιτιές —τα ιερά φυτά της Περσεφόνης, και κυρίως της υπόγειας σπηλιάς στο λόφο του Αγ. Ιωάννη, όπου τελικά χτίστηκε το Νεκρομαντείο, οδήγησε στην πεποίθηση ότι η περιοχή αποτελούσε μία από τις εισόδους στον Κάτω Κόσμο, όπως αποδεικνύεται και από τις σχετικές αναφορές στις φιλολογικές πηγές.
Τα τοπωνύμια «Αχέρων» και «Αχερουσία», που πρωτοεμφανίζονται στα έπη του Ομήρου τον 8ο αιώνα π.Χ., παραμένουν σε χρήση έως και το ιστορικό έργο του Ιωάννη Καντακουζηνού του 14ου αιώνα, διαγράφοντας μια μοναδική πορεία, σχεδόν χωρίς καθόλου κενά, σε ολόκληρη την αρχαία ελληνική, ρωμαϊκή και βυζαντινή γραμματεία. Εκτός από το τεράστιο χρονολογικό εύρος, αξιοσημείωτη είναι και η μεγάλη ποικιλία των κειμένων στα οποία τα δύο ονόματα εντοπίζονται, καθώς αυτά εκπροσωπούν το σύνολο των λογοτεχνικών ειδών της εκάστοτε περιόδου. Έτσι, ο Αχέρων και η Αχερουσία, άλλοτε μόνοι και άλλοτε σε συνδυασμό με τον Άδη, τον Πλούτωνα, την Περσεφόνη και το άλσος της και συχνότερα με τον Κωκυτό, τον Πυριφλεγέθοντα και τη Στύγα, ανιχνεύονται σε έργα επικά, ιστοριογραφικά, φιλοσοφικά, γεωγραφικά, περιηγητικά, θεολογικά (στα οποία περιλαμβάνονται τόσο κείμενα της κλασικής αρχαιότητας όσο και ιουδαϊκά και χριστιανικά), αστρονομικά, ιατρικά, ρητορικά, εκκλησιαστικά (όπου κυρίως κρίνονται οι απόψεις των μεγάλων φιλοσόφων της κλασικής αρχαιότητας), γραμματικά (με αντίστοιχα σχόλια και παραδείγματα από κλασικά έργα και ιδίως τον Όμηρο), ποιητικά (με αντιπροσωπευτικά έργα της λυρικής, ποιμενικής και δραματικής ποίησης), μυθολογικά, στα μεγάλα λεξικά της Βυζαντινής περιόδου, σε συλλογές μύθων, χρησμών, παροιμιών, βίων φιλοσόφων κ.λπ., σε σχόλια κειμένων της κλασικής αρχαιότητας και τέλος σε πλήθος ποικίλων επιγραμμάτων.
Η χρήση και η σημασία των δύο τοπωνυμίων διαφοροποιείται ανάλογα με το λογοτεχνικό είδος και τον συγγραφέα. Συνολικά όμως, και καθ’ όλη τη διάρκεια της μακραίωνης πορείας τους στη φιλολογική παραγωγή, απαντούν με συγκεκριμένες σημασίες. Ειδικότερα, ο Αχέρων χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο του θανάτου ή του Κάτω Κόσμου, όπως και η διάβαση τόσο του ποταμού όσο και της Αχερουσίας λίμνης. Ακόμη και η επαφή με το αχερόντειο ύδωρ σημαίνει θάνατο, όπως βλέπουμε σε πλήθος πηγών. Σε αρκετά κείμενα, ο Αχέρων και η Αχερουσία θεωρούνται σημεία ένωσης του κόσμου των ζωντανών με τον κόσμο των νεκρών. Μάλιστα, περιλαμβάνονται και οι λεπτομέρειες της μετάβασης των ψυχών από τη γη στον Κάτω Κόσμο, του οποίου περιγράφονται η τοπογραφία, η δομή, η λειτουργία, ο τρόπος κρίσης των νεκρών, ενώ τακτικά αναφέρονται και διάφορα μυθικά πρόσωπα ή γεγονότα, όπως η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, η ψυχή του Αχιλλέα, ο Ηρακλής, τα οποία σχετίζονται με τον Άδη. Βέβαια, στις γραπτές πηγές ο Αχέρων και η Αχερουσία τοποθετούνται στο «σκοτεινό βασίλειο» και όχι στη Θεσπρωτία. Ωστόσο, η περιγραφή της τοπογραφίας τους συνήθως ταυτίζεται με την εικόνα της πεδιάδας του Φαναρίου, με τους τρεις ποταμούς που ενώνονται και χύνονται στη λίμνη, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούνται και τα ίδια τοπωνύμια. Υπάρχουν όμως και χωρία, κυρίως κειμένων που πραγματεύονται θέματα σχετικά με το θάνατο ή τη δημιουργία του κόσμου, όπου γίνεται απλή μνεία στη λίμνη και στον ποταμό ως θέσεων του Άδη.
Ορισμένοι συγγραφείς ορίζουν, με σαφήνεια και ακρίβεια, τη θέση του Αχέροντα και της Αχερουσίας στη Θεσπρωτία, άλλοτε σε άμεση σχέση με τον Άδη και άλλοτε όχι. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, στην Αργοναυτική εκστρατεία, τοποθετεί τόσο τον Αχέροντα όσο και την Αχερουσία λίμνη στη μεγαρική αποικία της Ηράκλειας του Πόντου. Στη συγκεκριμένη περιοχή βρίσκεται η είσοδος στον Κάτω Κόσμο και από εκεί κατέβηκε ο Ηρακλής για να βρει τον Κέρβερο. Μάλιστα, τον Αχέροντα τον διέσχισαν και οι ίδιοι οι Αργοναύτες. Αχέρων ποταμός χύνεται και στον Αλφειό ποταμό στην Πελοπόννησο, ενώ ένας άλλος Αχέρων ανιχνεύεται και στην Ερμιόνη της Αργολίδας, όπου υπήρχε και μεγάλο Νεκρομαντείο. Η Αχερουσία λίμνη, εκτός από τη γνωστή της θέση στη Θεσπρωτία, τοποθετείται στη σικελική Κύμη, όπου εντοπίζεται και η είσοδος στον Άδη. Τέλος, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, τόσο ο Αχέρων και η Αχερουσία όσο και η είσοδος στον Κάτω Κόσμο θα πρέπει να αναζητηθούν στην Αίγυπτο.
Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής περιόδου, ο τρόπος χρήσης καθώς και η σημασία των δύο τοπωνυμίων μεταβάλλονται σημαντικά. Αρχικά, γίνεται προσπάθεια να αναλυθούν τόσο γλωσσολογικά όσο και γραμματικά. Στα μεγάλα λεξικά της Βυζαντινής περιόδου, προσεγγίζονται από ποικίλες πλευρές, π.χ. ετυμολογία, γεωγραφική θέση, μυθολογικό πλαίσιο, αναφορές σε κλασικούς συγγραφείς. Τέλος, σε αρκετά κείμενα, ο Αχέρων χαρακτηρίζεται και ως κολαστήριο, ως τόπος δηλαδή βασανισμού των αμαρτωλών.
Συμπερασματικά, η προσπάθεια ανίχνευσης της πορείας και της σημασίας των δύο τοπωνυμίων στη γραμματειακή παραγωγή τόσων αιώνων δεν οδηγεί στην ανεύρεση επιπλέον πληροφοριών για την ιστορία ή τη λειτουργία του ηπειρώτικου Νεκρομαντείου. Ωστόσο, οι πολυάριθμες και διαφορετικές αναφορές επιβεβαιώνουν τη σημασία της περιοχής, ως της αρχαιότερης, σημαντικότερης και γνωστότερης εισόδου στον Άδη, και την επιρροή που αυτή άσκησε διαχρονικά.
Τα στοιχεία που προέκυψαν από την αρχιτεκτονική δομή του οικοδομήματος, από τα ποικίλα κινητά ευρήματα και από τις μαρτυρίες στις γραπτές πηγές, οδήγησαν τον ανασκαφέα Σ. Δάκαρη όχι μόνο στην ταύτιση του συγκροτήματος του Μεσοποτάμου με το Νεκρομαντείο του Αχέροντα αλλά και στην αναλυτική ανασύνθεση της πορείας και της προετοιμασίας των προσκυνητών στο ιερό, προκειμένου να μυηθούν και να έρθουν σε επαφή με τους νεκρούς.
Πιο συγκεκριμένα, ο εκάστοτε προσκυνητής–χρηστηριαζόμενος, προτού έλθει σε επαφή με τα φάσματα των νεκρών τα οποία θεωρούνταν ακάθαρτα, βλαβερά και επικίνδυνα, υποβαλλόταν σε ειδική ψυχική και σωματική προετοιμασία ώστε να αποφύγει το μίασμα. Με την είσοδό του στο ιερό ξεκινούσε η απομόνωσή του από τον έξω κόσμο, καθώς επιτρεπόταν μόνο η επικοινωνία με τους ιερείς και τους άλλους προσκυνητές. Όσο προχωρούσε η προετοιμασία και συνεχιζόταν η παραμονή του στους χώρους του Νεκρομαντείου, η απομόνωση γινόταν πιο έντονη και αυστηρή. Παράλληλα, έκανε καθαρτήρια λουτρά και άκουγε συνεχώς τις προσευχές, τις δεήσεις και τις οδηγίες του ιερέα καθοδηγητή του. Αλλά και η διατροφή του, που περιοριζόταν σε όσα επέβαλλαν οι αρχαίες δοξασίες, σχετιζόταν με τα νεκρόδειπνα και τους νεκρούς, δηλαδή συνίστατο σε χοιρινό κρέας, κυάμους, θαλάσσια όστρεα, κριθαρένιο ψωμί, μέλι, γάλα και νερό, όπως προκύπτει από την ανεύρεση, σε μεγάλες ποσότητες, των παραπάνω τροφών στο ιερό. Η χορήγηση τροφών αυτού του είδους στους προσκυνητές είχε ως άμεση συνέπεια τη ζάλη, τη σύγχυση και την πρόκληση παραισθήσεων. Αλλά και η ταυτόχρονη και συνεχής ψυχολογική καταπόνηση δημιουργούσε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επικοινωνία τους με τα είδωλα των νεκρών.
Οι προσκυνητές έφταναν συνήθως από τα νότια. Από τη στιγμή που εισέρχονταν στην περιοχή των Χειμερίων βρίσκονταν πλέον στη χώρα των νεκρών. Στη συνέχεια, ανέβαιναν την κοίτη του Αχέροντα με λέμβο, μέσα και από το δάσος της Περσεφόνης με τις λεύκες και τις ιτιές, ενώ διέσχιζαν και την Αχερουσία λίμνη. Στη συμβολή των τριών ποταμών αποβιβάζονταν και εξακολουθούσαν πλέον πεζή τη διαδρομή έως την κορυφή του λόφου, στην οποία βρισκόταν το ιερό. Στο Νεκρομαντείο, ο προσκυνητής έμπαινε από τη βόρεια είσοδο του δυτικού συγκροτήματος, στο οποίο περνούσε το πρώτο στάδιο της προετοιμασίας του, διαμένοντας σε κάποιο από τα δωμάτια. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του, έπρεπε να ενημερωθεί από τους ιερείς για τη διαδικασία, να προμηθευτεί τις απαραίτητες προσφορές και να αρχίσει την προετοιμασία του με τη χορήγηση των συγκεκριμένων τροφών και την ψυχική δοκιμασία μέσω των προσευχών και των δεήσεων των ιερέων, που αποσκοπούσαν στην ενδυνάμωση της πίστης του.
Όταν η ψυχική κατάσταση του χρηστηριαζόμενου ήταν αρκετά ταραγμένη, οι ιερείς τον οδηγούσαν στο κυρίως ιερό, όπου ακολουθούσε το τελικό στάδιο της προετοιμασίας. Αρχικά, έμπαινε στον βόρειο διάδρομο και βρισκόταν πλέον στο απόλυτο σκοτάδι του κόσμου των νεκρών. Στη συνέχεια, κατευθυνόταν στο πρώτο δώμα, αριστερά του βόρειου διαδρόμου. Εκεί, υποβαλλόταν στην προκαταρκτική προετοιμασία. Έπειτα περνούσε στο δεύτερο δώμα, όπου μυούνταν στα τελετουργικά του ιερού. Τέλος, έκανε καθαρτήρια λουτρά στον παρακείμενο λουτρώνα για να αποφύγει το μίασμα από την επαφή του με τους νεκρούς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στον συγκεκριμένο χώρο, συνέχιζε να καταναλώνει τις ενδεδειγμένες από την παράδοση τροφές, να ακούει από τον ιερέα–οδηγό του προσευχές προς τους υποχθόνιους δαίμονες, ακατάληπτες δεήσεις και διάφορες διηγήσεις, ενώ συμμετείχε και σε πράξεις μαγείας.
Προτού περάσει την πύλη για να βγει στον ανατολικό διάδρομο, έριχνε προς τα δεξιά του ένα λίθο, πράξη που σχετίζεται με το πανάρχαιο έθιμο της ρίψης αποτρόπαιων λίθων, ενώ έπλενε και τα χέρια του στο λουτήριο, έναν μεγάλο πήλινο λέβητα που βρισκόταν αριστερά του, πραγματοποιώντας έτσι μια πράξη καθαρμού. Αμέσως μετά έμπαινε στο δώμα, στα βόρεια του ανατολικού διαδρόμου, για το τελικό στάδιο της προετοιμασίας. Το απόλυτο σκοτάδι, η απομόνωση, η αυστηρή δίαιτα και οι συχνές μαγικές πράξεις επιδείνωναν την ψυχική κατάσταση του προσκυνητή.
Όταν τελικά οι ιερείς έκριναν ότι ο χρηστηριαζόμενος ήταν έτοιμος, τον οδηγούσαν, πάντοτε συνοδευόμενο από τον ιερέα–καθοδηγητή του, στον ανατολικό διάδρομο. Εκεί, αφού άνοιγε ένα λάκκο, θυσίαζε ένα ζώο, συνήθως πρόβατο, και το πρόσφερε στους θεούς του Κάτω Κόσμου. Στη συνέχεια, περνούσε στο νότιο μαιανδρικό διάδρομο, τον Λαβύρινθο, ο οποίος υπέβαλλε την εντύπωση της περιπλάνησης στον σκοτεινό κόσμο του Άδη. Εκεί προσέφερε τα άλφιτα μέσα σε δίωτες λεκάνες, τις οποίες έσπαζαν μετά τις προσφορές. Τελικά, έμπαινε στην κεντρική Αίθουσα των Ειδώλων. Αφού έριχνε στα αριστερά του έναν ακόμη αποτρόπαιο λίθο και πρόσφερε τις χοές εντός αγγείων, που επίσης έσπαζαν στο δάπεδο, ολοκληρωνόταν η πορεία του με την εμφάνιση των ειδώλων των νεκρών, τα οποία έδιναν και τις σχετικές απαντήσεις.
Στη συγκεκριμένη ψευδαίσθηση συντελούσε η πολυήμερη προετοιμασία με τη συγκεκριμένη διατροφή, η απομόνωση, το απόλυτο σκοτάδι, οι πράξεις μαγείας, οι προσευχές, οι συχνά φανταστικές διηγήσεις των ιερέων, η αρχιτεκτονική δομή του ιερού αλλά και η κοινή πιστή στην εμφάνιση των νεκρών. Επειδή όμως οι ελληνιστικοί χρόνοι ήταν περίοδος ορθολογισμού και επιστήμης, τα τελούμενα στο Νεκρομαντείο αμφισβητήθηκαν αρκετά. Έτσι, οι ιερείς, προκειμένου να ενισχύσουν περαιτέρω την πίστη, κατασκεύασαν ένα είδος γερανού, στο ένα άκρο του οποίου κρεμούσαν το σκηνοθετημένο είδωλο του νεκρού και στο άλλο το αντίβαρο. Επρόκειτο για μια μηχανή ανάλογη με αυτή που χρησιμοποιούνταν στα θέατρα. Παράλληλα, έκαιγαν και ποσότητα θείου, δημιουργώντας αναθυμιάσεις και ατμούς με σκοπό την καλύτερη αναπαράσταση της εικόνας του Κάτω Κόσμου.
Μετά την ολοκλήρωση της επικοινωνίας με τους νεκρούς, ο προσκυνητής ακολουθούσε την ίδια διαδρομή, μέσω του Λαβύρινθου και του ανατολικού διαδρόμου. Στο μέσο όμως του ανατολικού διαδρόμου, περνούσε τη θύρα και κατευθυνόταν στον εξωτερικό ανατολικό διάδρομο, στο βόρειο τμήμα του οποίου υπήρχε ένα δώμα. Σε αυτό, παρέμενε άλλες τρεις μέρες, προκειμένου να εξαγνιστεί και να καθαρθεί από την επικίνδυνη επαφή του με τα φάσματα των νεκρών αλλά και να αποκατασταθεί η ταραγμένη, από τις δοκιμασίες, ψυχική και σωματική του υγεία. Η ύπαρξη του εξωτερικού ανατολικού διαδρόμου εξυπηρετούσε, στην πραγματικότητα, ακριβώς τον παραπάνω σκοπό, δηλαδή την αποκατάσταση της υγείας των προσκυνητών. Συντελούσε επίσης στην αποφυγή συναντήσεων ανάμεσα στους αποχωρούντες από το Νεκρομαντείο και σε αυτούς που βρίσκονταν στο στάδιο της προετοιμασίας. Μετά τον τριήμερο καθαρμό του, ο προσκυνητής κατηφόριζε το λόφο προς την πλευρά του Κωκυτού, δεσμευμένος με βαρύ όρκο να μην αποκαλύψει το παραμικρό απ’ ό,τι είδε ή έκανε στο ιερό, καθώς η αποκάλυψη των μυστικών του Άδη τιμωρούνταν με θάνατο.
Αναφορικά με τις προσφορές και τη νεκρομαντεία, οι αρχαίοι πίστευαν ότι οι ψυχές των νεκρών γνώριζαν τα μελλούμενα. Έτσι, πολύ συχνά, οι ζωντανοί κατέφευγαν σε αυτούς, ιδίως σε συγγενικά τους πρόσωπα, για να πληροφορηθούν για τη μετέπειτα πορεία της ζωής τους ή να βρουν απαντήσεις σε θέματα τα οποία δεν πρόλαβαν ή δεν μπόρεσαν να επιλύσουν πριν από το θάνατό τους. Επειδή όμως οι ψυχές ήταν άσαρκες, δεν διέθεταν και συνείδηση. Για τον λόγο αυτό έπρεπε να πιουν αίμα, το κύριο χαρακτηριστικό της ζωής, το οποίο τους έδινε και πάλι συνείδηση προκειμένου να απαντήσουν. Στο τελετουργικό λοιπόν του Νεκρομαντείου επιβαλλόταν η θυσία ζώων. Παράλληλα, οι ψυχές γενικά εμφανίζονται εκδικητικές απέναντι στους ζωντανούς, ιδίως οι ψυχές των νέων και όσων είχαν πεθάνει με βίαιο και οδυνηρό τρόπο. Οι προσκυνητές, για να τις εξευμενίσουν, πρόσφεραν τις χοές και τα άλφιτα. Αλλά και πάλι ούτε οι προσφορές ούτε και η καθοδήγηση των ιερέων δεν αρκούσαν για την ασφαλή επαφή με τα φάσματα των νεκρών.
Μια διαφορετική άποψη ως προς τη χρήση του συγκροτήματος του Μεσοποτάμου, της χρήσης του δηλαδή ως ιδιωτικής αγροικίας των ελληνιστικών χρόνων, διατυπώθηκε από τον D. Baatz. Μελετώντας τα μεταλλικά εξαρτήματα, τα οποία αποκαλύφθηκαν στην κεντρική αίθουσα του οικοδομήματος, τα ταύτισε με επτά καταπέλτες συστροφής. Επιπλέον, τα βέλη που βρέθηκαν στον ίδιο χώρο οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι καταπέλτες ήταν οπλισμένοι τη στιγμή της καταστροφής του κτηρίου από τους Ρωμαίους. Τα παραπάνω ευρήματα, σε συνδυασμό με τα πολυάριθμα αγροτικά εργαλεία, αλιευτικά αντικείμενα, αποθηκευτικούς πίθους, μυλόλιθους και κεραμική οικιακής χρήσης και τον σχετικά μικρό αριθμό ειδωλίων της Περσεφόνης ενίσχυσαν την επιχειρηματολογία του.
Ωστόσο, παρά τις αντίθετες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, στη συνείδηση των πολυάριθμων επισκεπτών έχει καθιερωθεί η λειτουργία του συγκεκριμένου κτηρίου ως Νεκρομαντείου, άποψη και του ανασκαφέα του χώρου Σ. Δάκαρη, η οποία μάλιστα συνεπικουρείται από την αρχιτεκτονική δομή του οικοδομήματος, την τοπογραφία και τις ποικίλες αναφορές στις πηγές.
Βορειοδυτικά της Πρέβεζας, σε απόσταση 46 χλμ. από την πόλη, και περίπου 500 μ. από το κέντρο του χωριού Μεσοπόταμος, μέσω ενός άνετου ασφαλτοστρωμένου δρόμου, βρίσκεται η σύγχρονη είσοδος στον αρχαιολογικό χώρο του Νεκρομαντείου. Το πολυδαίδαλο ιερό καταλάμβανε έκταση περίπου 3 στρεμμάτων. Περιβαλλόταν από εξαίρετης κατασκευής ορθογώνιο περίβολο, διαστάσεων 62,40×46,30 μ., κατασκευασμένο κατά το πολυγωνικό σύστημα, με ογκόλιθους από εγχώριο ασβεστόλιθο και είσοδο στη βόρεια πλευρά. Ο περίβολος περικλείει ένα ορθογωνικής κάτοψης συγκρότημα, το οποίο χωρίζεται σε δύο μεγάλα τμήματα, το ανατολικό και το δυτικό, τα οποία αντιπροσωπεύουν τις δύο οικοδομικές φάσεις του Νεκρομαντείου αντίστοιχα. Στο ανατολικό τμήμα αποκαλύφθηκε το κυρίως ιερό, πλαισιωμένο από τους δαιδαλώδεις διαδρόμους που δημιουργούσαν στον επισκέπτη την ψευδαίσθηση της περιπλάνησης στον Άδη. Χρονολογικά ανάγεται στα τέλη του 4ου–αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.. Στο δυτικό και μεταγενέστερο, που προστέθηκε στα τέλη του 3ου–αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., υπάρχουν χώροι διαμονής, αλλά και άλλοι, βοηθητικοί ή αποθηκευτικοί.