Ολοκληρώθηκε η τρίτη ανασκαφική περίοδος της πενταετούς συστηματικής ανασκαφικής έρευνας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κορινθίας στο μυκηναϊκό νεκροταφείο στα Αηδόνια Νεμέας.
Το μυκηναϊκό νεκροταφείο των Αηδονίων εντοπίστηκε πριν από τέσσερις δεκαετίες περίπου, έπειτα από την εκτεταμένη σύλησή του, και έγινε ευρύτερα γνωστό τη δεκαετία του 1990, έπειτα από το συσχετισμό του με ένα ιδιαίτερο σύνολο μυκηναϊκών κοσμημάτων που, ενώ επρόκειτο να πωληθεί στο εξωτερικό, επαναπατρίστηκε και εκτίθεται στο Μουσείο Νεμέας.
Η ανασκαφή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που μεσολάβησε της σύλησης και του επαναπατρισμού έφερε στο φως μία συστάδα από 16 θαλαμοειδείς τάφους, λαξευμένους στο βράχο της περιοχής και αποτελούμενους από τρία τμήματα: το δρόμο, το στόμιο και τον ταφικό θάλαμο.
Το μυκηναϊκό νεκροταφείο των Αηδονίων ερευνάται εκ νέου τα τελευταία χρόνια από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κορινθίας, έπειτα από σχετική άδεια του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, υπό τη διεύθυνση του δρος Κωνσταντίνου Κίσσα, τέως προϊσταμένου της Υπηρεσίας και Επίκουρου Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Graz και με βασική συνεργάτιδα τη δρα Kim Shelton, Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Berkeley και Διευθύντρια του Κέντρου Νεμέας για την Κλασική Αρχαιολογία.
Με την ανασκαφή του 2018 ολοκληρώθηκε η αποκάλυψη ενός ασύλητου θαλαμοειδούς τάφου της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου (περίπου 1650-1400 π.Χ.), ενός από τους μεγαλύτερους που έχουν έως τώρα έρθει στο φως στα Αηδόνια. Ο νεο-αποκαλυφθείς τάφος διακρίνεται για τον βραχύ πλην ιδιαίτερα φαρδύ δρόμο, το επίσης βραχύ και ευρύ στόμιο και τον κυκλικής-ελλειψοειδούς κάτοψης θάλαμο, με διαστάσεις που κατά τόπους προσεγγίζουν και σε άλλους ξεπερνούν τα έξι μέτρα. Τόσο η είσοδος όσο και ο θάλαμος παρουσιάζουν μορφολογικές συγγένειες με τους μεσαίου μεγέθους θολωτούς τάφους της πρώιμης Μυκηναϊκής περιόδου. Στο δάπεδο του ταφικού θαλάμου λαξεύθηκαν τέσσερις μεγάλοι λάκκοι, καλυμμένοι με μεγαλιθικές πλάκες, ένα ακόμη στοιχείο που παραπέμπει στους πρώιμους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους. Στους λάκκους αυτούς ερευνήθηκαν οι παλαιότερες ταφές, που συνοδεύονταν από πήλινα επιτραπέζια και αποθηκευτικά αγγεία, ορισμένα εκ των οποίων μνημειώδη, όπως ένα σύνολο από πιθαμφορείς του «ανακτορικού ρυθμού» με συμβολική διακόσμηση, εμπνευσμένη από τον φυτικό και τον θαλάσσιο κόσμο. Βρέθηκαν ακόμη χάλκινα μαχαίρια, εγχειρίδια και ξίφη καθώς και πολυάριθμες αιχμές βελών από χαλκό, οψιανό και πυριτόλιθο. Συνελέγησαν επίσης κοσμήματα, χάντρες περιδεραίων από ποικίλες πρώτες ύλες, περόνες και άλλα αντικείμενα γοήτρου, όπως σφραγιδόλιθοι.
Η χρήση του μνημείου εξακολουθεί και κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο (περίπου 1400-1200 π.Χ.), οπότε χρονολογούνται οι ταφές που βρέθηκαν απευθείας επί του δαπέδου του τάφου, απλούστερα κτερισμένες συγκριτικά με αυτές της πρώιμης μυκηναϊκής.
Η ανασκαφή τεκμηρίωσε ακόμη ότι μετά τη χρήση του τάφου κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο ακολούθησε η κατάρρευση τμήματος της οροφής του θαλαμοειδούς τάφου και ο σχηματισμός βραχοσκεπής, που ήταν ορατή πριν από την έναρξη της έρευνας. Η εντατική χρήση της θέσης αυτής τόσο στην Αρχαϊκή-Πρώιμη Κλασική περίοδο όσο και στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους καθώς και στη μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο συντέλεσε στη συσσώρευση παχύτατων αποθέσεων, οι οποίες εν πολλοίς διατήρησαν το μυκηναϊκό μνημείο απαραβίαστο.
Η ανεύρεση του ασύλητου θαλαμοειδούς τάφου στα Αηδόνια και η διεπιστημονική μελέτη των ταφικών συνόλων θα ρίξουν νέο φως στο χαρακτήρα της τοπικής άρχουσας τάξης της Πρώιμης Μυκηναϊκής περιόδου.
Ο αρχαιολογικός χώρος των Αηδονίων εμπλουτίζεται με έναν επιπλέον, μνημειώδη, θαλαμοειδή τάφο και με τεκμήρια για τη χρήση του χώρου σε επιμέρους περιόδους των αρχαίων και μεσαιωνικών χρόνων.