Οι γραμμές, καθαρές και σίγουρες επάνω στον χάρτη. Μικροί οικισμοί- ακόμη και αυτός της Αθήνας-, αραιό οδικό δίκτυο, πλούσια γεωμορφολογία με μικρούς ή μεγαλύτερους λόφους να εναλλάσσονται με πεδινές εκτάσεις, ρεματιές, χειμάρρους, ποταμούς, σαφείς ορεινούς όγκους ολόγυρα, λιγοστό πράσινο αλλά μια φύση με ποικιλία σχημάτων, χρωμάτων, εντυπώσεων. Το λεκανοπέδιο της Αθήνας πριν από ενάμιση αιώνα ήταν απλώς ένας άλλος τόπος. Γιατί δεν είναι μόνον το γεγονός ότι κτίστηκε από άκρου εις άκρον• είναι ότι οι άνθρωποι βάλθηκαν να αλλάξουν το περιβάλλον τους σε ύψος, βάθος, πλάτος. Λόφοι εξαφανίστηκαν, χείμαρροι καταχώστηκαν, ποτάμια μετατράπηκαν σε δρόμους, τα βουνά σμικρύνθηκαν, η φυσική ακρογραμμή της Αττικής χάθηκε. Και όσον αφορά τα μνημεία της, «πολλά από τα αρχαία κτίσματα της Αττικής που σημειώθηκαν στους χάρτες έχουν έκτοτε χαθεί λόγω της οικοδόμησης στην Αττική αλλά και της κατασκευής του αεροδρομίου μέσα στην πεδιάδα των Μεσογείων», όπως σημειώνει ο διευθυντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, Βολφ-Ντίτριχ Νιμάιερ. Οι χάρτες στους οποίους αναφέρεται, έργο δύο πρώσων επιστημόνων, του Ερνστ Κούρτιους και του Γιόχαν Κάουπερτ, αποτελούν ένα ντοκουμέντο που, χάρη στην επιστημονική επιμέλεια του αρχιτέκτονα, καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου κ. Μανόλη Κορρέ, προσφέρεται για νέα «ανάγνωση».
Υπό τον γενικό τίτλο «Κarten von Αttika», αυτοί οι Χάρτες της Αττικής δημιουργήθηκαν μεταξύ των ετών 1875-1894 ύστερα από παραγγελία του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και προσωπικά του Έρνστ Κούρτιους. Ιστορικός, τοπογράφος και αρχαιολόγος (πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Ινστιτούτου και στην έναρξη των ανασκαφών στην αρχαία Ολυμπία), καθηγητής στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και του Γκέτινγκεν, ο Κούρτιους διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον αυτοκράτορα και τον διάδοχο, έτσι ώστε να τους πείσει για την ανάγκη τοπογραφικής και αρχαιολογικής αποτύπωσης ολόκληρης της Αττικής.
Ο χαρτογράφος
Το έργο ανέλαβαν επιστήμονες της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του πρωσικού στρατού με επικεφαλής τον Γιόχαν Αουγκουστ Κάουπερτ, έναν από τους σπουδαιότερους τοπογράφους και χαρτογράφους της εποχής του. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που«από όλες τις εργασίες (του 18ου και του 19ου αιώνα) μία είναι κατά την έκταση, τη λεπτομέρεια και τη μετρική ακρίβεια ασυγκρίτως ανώτερη και αποδεικνύεται σχεδόν εφάμιλλη με τα καλύτερα προϊόντα της νεότερης χαρτογραφίας ενώ κατά τον πλούτο των ιστορικών πληροφοριών δεν έχει ως σήμερα όμοιό της»,όπως σημειώνει για το έργο του Κάουπερτ ο κ. Μανόλης Κορρές.
Γεωφυσικά στοιχεία, οικισμοί, οδοί, λιμένες, λατομεία, καλλιέργειες, δασοκάλυψη περιλαμβάνονται στους χάρτες αυτούς, στους οποίους«ό,τι συνιστά το πολυτιμότερο θέμα του είναι η σχεδιασμένη με ερυθρό χρώμα αρχαιολογική μαρτυρία», όπως γράφει ο ίδιος. Είναι δηλαδή τα πάσης φύσεως και εποχής μνημεία, διάσπαρτοι αρχαίοι λίθοι, αρχαίοι τάφοι ή τύμβοι, φρέατα αερισμού υπόγειων υδραγωγείων, αρχαία λατομεία, λιμενικά έργα, ίχνη οικισμών, κατάλοιπα ορυχείων και μεταλλευτικών εργασιών, ίχνη αρχαίων οδών κ.ά.
Τα ίχνη
«…Δέον ήτο να δοθεί κατά το δυνατόν ακριβής και περιεκτική απεικόνισις των επί του εδάφους ιχνών αρχαίων διαμορφώσεων», σημειώνει άλλωστε και ο Ερνστ Κούρτιους. Γιατί; «Τούτο κατά τόσον επείγει, καθ΄ όσον τα αρχαία ίχνη, λίαν δυσδιάκριτα και μόνον εν συναρτήσει προς άλληλα σπουδαία, ουδεμίας μέχρι τούδε έτυχον παραστάσεως και επειδή από έτους εις έτος ταύτα αφανίζονται, εξ αιτίας της χωρίς σύνεσιν εκμεταλλεύσεως των βραχωδών αθηναϊκών λόφων ως λατομείων και διά των εκρηκτικών υλών κατακερματισμού των», όπως προσθέτει.
Στη μελέτη του ο κ. Κορρές προχωρεί και στη χρησιμότητα των χαρτών του Κάουπερτ ως μαρτύρων γεωφυσικών στοιχείων. Για παράδειγμα, η λατόμευση του βράχου των κεντρικότερων λόφων της Αθήνας, που άρχισε το 1832 και συνεχίστηκε επί έναν αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή τους, μερική ή και ολική. Εξ ολοκλήρου εξαφανίστηκε ο λόφος που αποτελούσε τη δυτικότατη απόληξη της σειράς Φιλοπάππου- Αστεροσκοπείου, καθώς και ο αποκαλούμενος από τους αρχαίους λόφος «της Σικελίας», που βρισκόταν στην περιοχή της Καλλιθέας. Αλλά και από τον βράχο της οχυρής ακρόπολης της Ελευσίνας έχει απομείνει σήμερα μόνον το ένα τέταρτο (όπου βρίσκονται και τα μνημεία του ιερού), ενώ απολεσθείσα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό είναι και η μορφή άλλων γνωστότατων λόφων και βουνών, όπως του Λυκαβηττού, των Τουρκοβουνίων, του Πεντελικού κ.ά.
Η πεζοπορία
Στο βιβλίο αναλύεται και εξηγείται λεπτομερώς η μέθοδος εργασίας των τοπογράφων, τα μέσα που χρησιμοποιούσαν (διόπτρα μετροτράπεζας, θεοδόλιχος, χωροβάτης), οι δυσκολίες του έργου με πλέον κοπιώδες τμήμα της την εργασία πεδίου με μεγάλη πεζοπορία σε έδαφος παντός είδους.
Στην τελική του μορφή το έργο περιελάμβανε 26 + 2 φύλλα (διαστάσεων 54×58 εκ.), 11 μικρότερα φύλλα (28×29 εκ.), έναν μεγάλο ενιαίο χάρτη (81×103 εκ.) και έναν τόμο επεξηγηματικού κειμένου και ευρετηρίου (280 σελίδες). Στη λιθογραφική τους εκτύπωση αυτοί οι χάρτες έχουν τρία και κάποτε τέσσερα χρώματα. Το μαύρο είναι για τα γεωγραφικά περιγράμματα, τα κτίσματα, τις ποικίλες διαμορφώσεις, το οδικό δίκτυο, τις ισχύουσες ονομασίες, τα υψόμετρα, τις γεωγραφικές συντεταγμένες, τις ισοϋψείς γραμμές, τις γραμμές πλαισίωσης του σχεδίου, τους τίτλους, τις σχεδιαστικές κλίμακες και τα διάφορα υπομνήματα στο κάτω μέρος των φύλλων. Με σέπια αποδίδεται το ανάγλυφο του εδάφους. Με κυανό η θάλασσα, οι λίμνες, οι αλυκές και σε κάποιες περιπτώσεις ο ρους των χειμάρρων. Τέλος, το κόκκινο χρησιμοποιείται για να επισημανθούν τα αρχαία λείψανα (ή και ίχνη), οι ονομασίες κ.ά.
Η περιπέτεια μιας οδού
Στενοί εξοχικοί δρόμοι με πορεία που ακολουθούσε τη γεωμορφολογία κάθε περιοχής αναζητώντας τα πλέον βατά σημεία της,με στάσεις σε οικισμούς,χωριουδάκια,εκκλησίες.Τον 19ο αιώνα οι δρόμοι της Αττικής βάδιζαν ακόμη επάνω στα χνάρια των αρχαίων.Πώς όχι,όταν η φυσιογνωμία της δεν είχε αλλάξει από τότε.Σήμερα η πυκνοκατοικημένη πόλη,η ενοποίησή της με τα προάστια,ο άναρχος σχεδιασμός της μοιάζει,λανθασμένα ωστόσο,να έχει αδιαφορήσει για το παρελθόν.Γιατί στην πραγματικότητα οι παμπάλαιοι δρόμοι ενυπάρχουν σε μεγάλο βαθμό στους σύγχρονους.Απόδειξη,η «άσκηση» ανάγνωσης χαρτών σε αντιπαραβολή με ιστορικές πληροφορίες αλλά και με την προσωπική εμπειρία που καταθέτει ο κ.Μανόλης Κορρές στη μελέτη του «Εκτέλεση,περιεχόμενο και αξία των χαρτών της Αττικής του Κάουπερτ».
«Η αρχαιολογική επισήμανση των χαρτών εξακολουθεί να αποτελεί πολύτιμη πηγή πληροφοριών ειδικότερα για τη μελέτη του αρχαίου οδικού δικτύου σε μέρη απομακρυσμένα από τις περιοχές της σύγχρονης οικοδομικής δραστηριότητας και της συναρτημένης με αυτή αρχαιολογικής παρακολούθησης» σημειώνει ο Κορρές.Ως παραδείγματα διαδρομών μάλιστα,προκειμένου να ερευνηθεί η ταύτισή τους με εκείνες του 19ου αιώνα, επιλέγει ο ίδιος τρεις: Τη δυτική διαδρομή Αθήνα – Μαρούσι και τις διαδρομές Αθήνα- ΧαλάνδριΜαρούσι και Μαρούσι- Κηφισιά.
Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 3/5/09