Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αυξανόμενο ενδιαφέρον σχετικά με τον προσδιορισμό των αξιών στην αγορά τέχνης, τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στην Ελλάδα. Η επιστήμη της Εκτιμητικής Έργων Τέχνης καλείται λοιπόν να δώσει τεκμηριωμένες απαντήσεις, μέσα από συγκεκριμένη επιστημονική μεθοδολογία και επικαιροποιημένα επαγγελματικά πρότυπα (σημ. 1), τα οποία πρέπει να ακολουθούνται με συνέπεια και αυστηρότητα από τους επαγγελματίες Εκτιμητές.
Όμως, τι ακριβώς αφορά η έννοια «Εκτίμηση»; Σύμφωνα με το Νόμο 4254/14, παρ. Γ1: «Εκτίμηση είναι κάθε εργασία και έρευνα που έχει ως σκοπό την αποτίμηση της αξίας περιουσιακών στοιχείων, άυλων ή ενσώματων, και εκτελείται με βάση τα ευρωπαϊκά ή διεθνώς αναγνωρισμένα εκτιμητικά πρότυπα».
Ομοίως, στον τομέα των έργων τέχνης, η εκτιμητική διαδικασία έχει ως σκοπό τον προσδιορισμό της οικονομικής αξίας ενός έργου τέχνης ή μίας συλλογής έργων τέχνης, μέσα από την έρευνα και τη λεπτομερή εξέταση του κάθε αντικειμένου. Η διαδικασία αυτή βασίζεται σε αμερόληπτη κριτική σκέψη, απαιτεί αντικειμενική προσέγγιση της κάθε υπόθεσης και φυσικά άριστη γνώση των πολύπλοκων παραμέτρων που συνοδεύουν κάθε έργο. Τα συμπεράσματα της έρευνας ορίζουν, εν κατακλείδι, την Αξία Εκτίμησης του έργου, η οποία βρίσκεται σε ισχύ για τη δεδομένη χρονική περίοδο εκτίμησης, καθώς η αξία αφενός εξαρτάται άμεσα από το ισχύον οικονομικό περιβάλλον της αγοράς, αφετέρου δύναται να τροποποιηθεί εφόσον προκύψουν νέα βοηθητικά στοιχεία.
Ωστόσο, το ζήτημα καθορισμού της αξίας σε ένα έργο τέχνης δεν είναι απλό, καθώς τα αντικείμενα τέχνης είναι μοναδικά εμπορεύματα, η τιμή των οποίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί εύκολα. Είναι πολύπλοκο να δώσεις μια τιμή σε κάποιο αντικείμενο που θεωρείται «ανεκτίμητο», καθώς η αισθητική ευχαρίστηση και το τι μπορεί να προσφέρει αυτό το έργο τέχνης στους θεατές του είναι πράγματα που δεν μπορούν να υπολογιστούν με αριθμούς (σημ. 2). Οπότε, οι επιστήμονες καλούνται πλέον να προσεγγίσουν το θέμα προσεκτικά. Ο εκτιμητής κατά τη διαδικασία καθορισμού τιμής θα πρέπει να αναλύσει και να προβλέψει τα ισχύοντα στοιχεία της αγοράς τέχνης, βάζοντας στην άκρη τον παράγοντα «συναίσθημα» και έχοντας κατά νου ότι η αισθητική αξία είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που πρέπει να προσδιοριστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια.
Οι βασικοί παράγοντες που μπορούν να συντελέσουν στην εξαγωγή ενός ασφαλούς συμπεράσματος, και κατ’ επέκταση μιας «δίκαιας» οικονομικής αξίας, είναι το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκεται το έργο τέχνης, προηγούμενες αναφορές από πολιτισμικά ιδρύματα και ειδικούς-εμπειρογνώμονες της τέχνης και ενδεχόμενες υπάρχουσες εκτιμήσεις στην αγορά τέχνης, ιδίως όταν έχει «χτιστεί» η φήμη (σημ. 3) του καλλιτέχνη (σημ. 4). Πρόσθετοι ενδεικτικοί παράγοντες καθορισμού της οικονομικής αξίας ενός έργου είναι η ύπαρξη υπογραφής και ημερομηνίας στο έργο, η περίοδος δημιουργίας του καλλιτέχνη, το θέμα του έργου, τα υλικά κατασκευής, το μέγεθος, η κατάσταση διατήρησης, η εικονογράφηση ή περιγραφή του σε κατάλογο δημοπρασίας ή δημοσίευση, η παρουσίαση σε εκθέσεις, η ποιότητα του έργου, το ιστορικό της ιδιοκτησίας (provenance) και φυσικά η μόδα που συνοδεύει το όνομα του καλλιτέχνη τη δεδομένη περίοδο (σημ. 5).
Τα παραπάνω στοιχεία, στα οποία βασίζεται ένας εκτιμητής, αποτελούν επίσης κινητήριο μοχλό της αγοράς τέχνης, η οποία καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από τον παλμό των ειδημόνων της τέχνης και τη ζήτηση που εκδηλώνεται από τους μεγάλους συλλέκτες.
Η αγορά τέχνης είναι ένας ιδιόμορφος τύπος αγοράς, ο οποίος, παρόλο που επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις οικονομικές συγκυρίες της δεδομένης περιόδου, θεωρείται σε διεθνές επίπεδο ως μία από τις πλέον ασφαλείς επενδύσεις (σημ. 6). Σύμφωνα με τον Roger Fry, η αγορά τέχνης, όπως κάθε τύπος αγοράς, χαρακτηρίζεται από περιπλοκότητα, η οποία «εν μέρει προκαλείται από την ετερογένεια των αγοραστών, των προμηθευτών, των προϊόντων που ανταλλάσσονται και των ιδρυμάτων μέσα στα οποία γίνονται οι συναλλαγές» (σημ. 7).
Στην αγορά τέχνης οι παράγοντες που ορίζουν τη ζήτηση ενός έργου τέχνης είναι η παρούσα μέση τιμή του έργου του καλλιτέχνη, η διανομή του εισοδήματος στην αγορά τέχνης, η διαφημιστική εκστρατεία από τους οίκους δημοπρασιών, η αναμενόμενη μελλοντική τιμή, καθώς επίσης και το ζήτημα της «μόδας» της αγοράς (σημ. 8). Το ζήτημα της «μόδας» (σημ. 9) είναι πολύ σημαντικό από τότε που ξεκίνησαν οι εμπορικές συναλλαγές στην αγορά τέχνης και ανταποκρίνεται στη ζήτηση και ως αποτέλεσμα στη χρηματική αξία που τα «σημαντικά έργα» μπορεί να φτάσουν να έχουν στην αγορά. Κάθε περίοδος στην ιστορία της τέχνης χαρακτηρίζεται από μια συγκεκριμένη μόδα που προωθεί συγκεκριμένα γούστα, τα οποία συνήθως κυριαρχούν στην αγορά και συνεπώς στην πελατεία. Καθώς η μόδα αλλάζει διαρκώς, αυτό έχει ως αποτέλεσμα καθοριστικές αλλαγές στα γούστα που αναπόφευκτα οδηγούν στην άνοδο ή την πτώση συγκεκριμένων καλλιτεχνικών περιόδων, κατηγοριών ή ακόμα και καλλιτεχνών. Επιπλέον, όταν προκύπτει ένα νέο ενδιαφέρον, αυτό τείνει να προκαλεί το φαινόμενο χιονοστιβάδας (snowball effect), καθώς συμπαρασύρει αυξανόμενο αριθμό εμπόρων και συλλεκτών που ακολουθούν τη νέα τάση (σημ. 10).
Βέβαια, παρά το γεγονός ότι κάποιες σχολές, κινήματα ή καλλιτέχνες έρχονται στη μόδα πολύ γρήγορα, η δημοτικότητά τους συνήθως εξασθενεί αργά (σημ. 11). Τα έργα που είναι «στη μόδα» μπορούν να παραμένουν σε υψηλότατη θέση στην αγορά για πολλά χρόνια, φέρνοντας σταθερότητα ή ακόμα και σταθερά αυξανόμενες τιμές, όπως είναι η περίπτωση του Johannes Vermeer, ο οποίος αποτελεί ιδιαίτερο παράδειγμα καλλιτέχνη που ανακαλύφθηκε εκ νέου από ιστορικούς τέχνης στις αρχές του 20ού αιώνα και ήταν «στη μόδα» για όσο καιρό τα έργα του εμφανίζονταν στην αγορά.
Πώς όμως ξεκινάει η μόδα στην αγορά τέχνης; Υπάρχουν διάφοροι τρόποι που προωθούν συγκεκριμένα γούστα, ή διαφορετικά, ορίζουν τη μόδα. Οι πιο σημαντικές παράμετροι είναι μία σημαντική έκθεση σε καταξιωμένη γκαλερί ή, ακόμα καλύτερα, σε μουσείο, η δημοσίευση ενός «catalogue raisonné» του καλλιτέχνη ή ενός βιβλίου που περιλαμβάνει τη δουλειά του, ιδίως όταν προέρχεται από σημαντικό συγγραφέα, και τέλος, η εκ νέου ανακάλυψη ενός καλλιτέχνη ή μιας σχολής από ιστορικό τέχνης, γκαλερίστα, ή διάσημο συλλέκτη, με σκοπό να ικανοποιηθεί η ευρύτερη ανάγκη των καταναλωτών τέχνης για ένα νέο συλλεκτικό πεδίο (σημ. 12).
Ο εκτιμητής έργων τέχνης, συνυπολογίζοντας τα δεδομένα που προαναφέρθηκαν και τις εκάστοτε βοηθητικές παραμέτρους, ακολουθεί την εκτιμητική μεθοδολογία και τους κανόνες δεοντολογίας του επαγγέλματος του εκτιμητή, προκειμένου να συντάξει μια λεπτομερή Έκθεση Εκτίμησης, η οποία διέπεται από συνέπεια και επαγγελματισμό. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης, παρατίθενται τα στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά την αυτοψία, περιγράφεται αναλυτικά, μέσω βιβλιογραφικών πηγών, η αισθητική, καλλιτεχνική και ιστορική αξία του έργου τέχνης και εξετάζονται έγκυρα στοιχεία της αγοράς τέχνης, προκειμένου να αποδοθεί στο υπό εξέταση αντικείμενο μία σαφής και τεκμηριωμένη οικονομική αξία.
Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως ο εκτιμητής είναι απαραίτητο να συνεργάζεται με εξειδικευμένους επιστήμονες και εμπειρογνώμονες, εφόσον το αντικείμενο μελέτης τυγχάνει να βρίσκεται εκτός του γνωστικού του τομέα. Για παράδειγμα, εάν σε έναν εκτιμητή, ο οποίος εξειδικεύεται στη Δυτική Τέχνη, προκύψει ένα έργο κινεζικής καλλιγραφίας, τότε θα χρειαστεί να συνεργαστεί με έναν σινολόγο, ο οποίος θα έχει τη δυνατότητα να αντλήσει τις πληροφορίες του έργου και κατ’ επέκταση να ενημερώσει τον εκτιμητή για τη σπουδαιότητά του, ώστε να μπορεί ο τελευταίος να εξαγάγει μια «δίκαιη» οικονομική αξία (fair value), με βάση τα στοιχεία που πλέον διαθέτει. Ο εκτιμητής έργων τέχνης καλείται, κάποιες φορές, να πάρει το ρόλο συντονιστή μίας επιστημονικής ομάδας, η οποία αναλαμβάνει την πολυδιάστατη προσέγγιση του αντικειμένου μελέτης, με αποτέλεσμα έναν πλήρη φάκελο στοιχείων, που περιέχει τις γνωματεύσεις των ειδικών επιστημόνων-εμπειρογνωμόνων και φυσικά καταλήγει στην οικονομική αξία του αντικειμένου.
Αγγελική Ντούρου
Εκτιμήτρια Έργων Τέχνης–Σύμβουλος Τέχνης / Πραγματογνώμων του Πρωτοδικείου Αθηνών, Πτυχιούχος Συντηρήτρια Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (ΤΕΙ Αθηνών), MSc Ιστορικός Τέχνης (Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου)