Ένα φράγκικο κάστρο σαν τα άλλα της Πελοποννήσου έμελλε να γίνει η Βυζαντινή Καστροπολιτεία που τον τελευταίο ενάμιση αιώνα πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσε κέντρο δημιουργίας για την τέχνη, ελπίδας για τη συνέχεια και καταφυγής για τη διανόηση και την ηγεσία πριν από την παράδοση. Μπολιάστηκε με την υψηλή τέχνη της πρωτεύουσας, δημιούργησε ελπίδες για μια αναγέννηση και συνετρίβη από την ιστορική συγκυρία.
Οι καταστροφές στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα έχουν δυσκολέψει περισσότερο το έργο της μελέτης του Μυστρά και των όσων έχει ακόμη να αποκαλύψει, ενώ ο χρόνος και η αδιαφορία αντιμάχονται ανελέητα τη διάσωσή του.
Στην ελληνική εκδοχή του Χρονικού του Μορέως, η πληροφορία για την καταγωγή του τοπωνυμίου του Μυστρά είναι σαφής: ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος αναζητώντας τον τόπο για να φτιάξει ένα κάστρο που θα επόπτευε τη Λακεδαιμονία, ηύρεν βουνίν παράξενον απόκομμα εις όρος και Μυζηθρά τονόμασεν, διότι το κράζαν ούτως.
Μυζηθρά, λοιπόν, ονόμαζαν ήδη το βουνό πριν γίνει κάστρο. Όσοι προσπάθησαν να εξηγήσουν την ονομασία του τη συσχέτισαν με το επάγγελμα τυροκόμου που παρασκεύαζε μυζήθρες, κάποιοι άλλοι ακόμα και με το σχήμα της σημερινής μυζήθρας. Μάλλον πρόκειται για εύλογη ερμηνεία, δεδομένου ότι αντίστοιχα βυζαντινά τοπωνύμια υπάρχουν και αλλού και ότι η μυζήθρα ήταν ένα γνωστό τυρί, τουλάχιστον στα υστεροβυζαντινά χρόνια.
Αν εξαιρέσει κανείς την επίσκεψη στον Μυστρά του Κυριακού Αγκωνίτη κατά τον 15ο αιώνα, από την οποία δεν προκύπτουν στοιχεία για τα μνημεία του, οι περιηγητές αρχίζουν να επισκέπτονται τον τουρκοκρατούμενο ή βενετοκρατούμενο Μυστρά μετά το β’ μισό του 17ου αιώνα. Οι γκραβούρες με απεικονίσεις της Καστροπολιτείας αποδίδουν την εικόνα του οικισμού προσεγγιστικά, ενώ οι αναπαραστάσεις των μνημείων επικεντρώνονται περισσότερο σε όσα απ’ αυτά έχουν υποστεί μεγάλες καταστροφές είτε κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών είτε από την επιδρομή του Ιμπραήμ.
Η ως τώρα συντελεσμένη έρευνα δικαίως επικεντρώθηκε στην πιο σημαντική περίοδο, αυτή της βυζαντινής ακμής του Μυστρά, γιατί τότε τειχίστηκε και χτίστηκε σταδιακά η πόλη με τα παλάτια, τα σπίτια και τα δημόσια κτίρια. Η έρευνα οφείλει πολλά στην αποστολή του Gabriel Millet που, το 1895–96, φωτογράφισε και αποτύπωσε τα μνημεία του Μυστρά έτσι όπως βρίσκονταν, σε ερειπιώδη κατάσταση, εβδομήντα χρόνια μετά την τελευταία του καταστροφή (1825) και ενώ οι κάτοικοί του είχαν αρχίσει σιγά σιγά να απομακρύνονται προς τον νέο Μυστρά και την οθωνική Σπάρτη. Η σημαντική αυτή καταγραφή δημοσιεύτηκε το 1910 και αποτέλεσε, και συνεχίζει να αποτελεί, έργο αναφοράς για κάθε μελέτη και αναστηλωτική επέμβαση στο χώρο. Αυτό δεν σημαίνει ότι, σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, κατά την αναστήλωση τόσο των εκκλησιών με επάλληλες κατά χρονικά διαστήματα επεμβάσεις όσο και των κοσμικών κτιρίων, δεν αποφεύχθηκαν μερικά λάθη — που συνεχίστηκαν μέχρι τις μέρες μας. Οι μελέτες για τον Μυστρά, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούν τις τοιχογραφίες του, έχουν οδηγήσει την επιστημονική κοινότητα σε ορισμένες παραδοχές, έχουν όμως αφήσει αναπάντητα πολλά ερωτήματα, με συνέπεια την ανάγκη για τη συνέχιση της έρευνας γύρω από τον βυζαντινό Μυστρά.
Τα φράγκικα κάστρα της Πελοποννήσου ιδρύθηκαν μετά το 1207. Το 1249 στην κορυφή του Μυζηθρά ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος έχτισε ένα οχυρό, με όλα τα χαρακτηριστικά της φράγκικης οχυρωματικής, για να στεγάσει το στράτευμά του και την ηγεσία μιας στρατιωτικής έδρας, αποσκοπώντας στον έλεγχο του κάμπου της Λακεδαιμονίας.
Ο Μυστράς, το 1262, τρία χρόνια μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259) και την αιχμαλωσία του Βιλλεαρδουίνου από τους νικητές Παλαιολόγους, παραδόθηκε στους Βυζαντινούς μαζί με άλλα τρία κάστρα που βρίσκονται στην περιοχή της σημερινής Λακωνίας. Η βυζαντινή πόλη του Μυστρά άρχισε να δημιουργείται μετά την παράδοση του κάστρου, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα. Στην αρχή με αργούς ρυθμούς, αφού η βυζαντινή στρατιωτική διοίκηση είχε κάθε λόγο να παραμένει μέσα στο έτοιμο οχυρό κάστρο του Βιλλεαρδουίνου. Επειδή μέχρι το 1308 η διοίκηση του Μυστρά ήταν ανά έτος μετακλητή, προέκυπτε αδυναμία εξασφάλισης διοικητικής συνέχειας που θα επέτρεπε την ανάληψη πρωτοβουλιών για την ανάπτυξη μιας δομημένης πόλης γύρω από το κάστρο. Η επιμήκυνση της θητείας των διοικητών (κεφαλές) δημιούργησε άλλες συνθήκες. Ο Μυστράς είχε ήδη αρχίσει να εξελίσσεται σε πόλο συγκέντρωσης κατοίκων από τη Λακεδαιμονία, γύρω από το πρώτο τειχισμένο μνημείο, τη Μητρόπολη, στο κάτω τμήμα του λόφου, έξω και αρκετά μακριά από το κάστρο του Βιλλεαρδουίνου.
Η ακμή και ο ρόλος του βυζαντινού Μυστρά, ως σημαντικού κέντρου της αυτοκρατορίας, διήρκεσε μόλις ενάμιση αιώνα περίπου.
Όταν ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, ως αυτοκράτωρ πλέον (1347), αποφάσισε την ανασυγκρότηση της διοικητικής δομής της Πελοποννήσου, οι πελοποννησιακές κτήσεις συγκροτήθηκαν σε Δεσποτάτο. Ο Ιωάννης όρισε πρώτο δεσπότη του Μυστρά το γιο του Μανουήλ, του οποίου η δεσποτεία αποδείχθηκε καθοριστική για την ανάπτυξη της Καστροπολιτείας. Ο Μανουήλ κατόρθωσε να επιβληθεί στους στασιαστές άρχοντες της περιοχής και να εξασφαλίσει ειρηνική συμβίωση με το γειτονικό Πριγκιπάτο της Αχαΐας με τη συνεργασία της δυναμικής συζύγου του, της Λουζινιανής Ισαβέλλας. Δύο χρόνια μετά το θάνατο του Μανουήλ (1380), το Δεσποτάτο περιήλθε στα χέρια της αυτοκρατορικής οικογένειας των Παλαιολόγων, που κυβέρνησε τόσο την αυτοκρατορία όσο και τη βυζαντινή Πελοπόννησο μέχρι το τέλος (1453 και 1460). Ήταν τρεις γενιές αυτοκρατόρων που από πατέρα σε γιο παρέδιδαν τον αυτοκρατορικό θρόνο. Στον δεσποτικό θρόνο του Μυστρά βρέθηκαν τα παιδιά και τα αδέλφια τους.
Οι αδελφοί Παλαιολόγοι της τελευταίας γενιάς, με τις συνεχείς παλινδρομήσεις παραχωρήσεων και συμμαχιών πότε με τους Τούρκους και πότε με τους Δυτικούς, δεν συνέτειναν καθόλου στη δημιουργία ενός ειρηνικού κλίματος. Η απειλή του Μυστρά από τους Τούρκους ήταν εμφανής ήδη από την αρχή της δεσποτείας του πρώτου δεσπότη Παλαιολόγου, του Θεοδώρου Α΄ (1382–1407). Ο Θεόδωρος Α’, νυμφευμένος με την πριγκίπισσα Βαρθολομαία Ατζαγιόλι, ανάλωσε τη δεσποτεία του σε εχθροπραξίες με τις δυνάμεις που απειλούσαν την Πελοπόννησο — Τούρκους, Αλβανούς, Φράγκους, Βυζαντινούς άρχοντες, ακόμη και τους Ιωαννίτες Ιππότες. Κανένα μνημείο δεν μαρτυρεί την εκεί παρουσία του Θεοδώρου Α’, που με μεγάλη ευκολία πούλησε τον Μυστρά σε ξένες δυνάμεις, εκτός από τον ίδιο τον τάφο του. Πέθανε το 1407 και ετάφη στην Οδηγήτρια της μονής Βροντοχίου, στο παρεκκλήσιο του Παχωμίου.
Τον Θεόδωρο Α’ διαδέχτηκε ο ανιψιός του και γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου, Θεόδωρος Β’ που το 1407 έφτασε στον Μυστρά μόλις δώδεκα χρόνων και ως δεσπότης μακροημέρευσε έως το 1443. Κατά τη διάρκεια της τριακονταπενταετούς δεσποτείας του Θεοδώρου Β’, τόσο η παρουσία και η προστασία του αυτοκράτορα όσο και η προσωπικότητα της γυναίκας του Κλεόπας Μαλατέστα προσέδωσαν στην αυλή του Μυστρά μια ξεχωριστή αίγλη. Επί των ημερών τους ο Μυστράς εξελίχθηκε σε κέντρο των γραμμάτων στο οποίο είχαν καταφύγει πολλοί λόγιοι από την πρωτεύουσα, που στη συνέχεια κατέλαβαν σημαντικές διοικητικές και στρατιωτικές θέσεις. Στην αυλή του Θεοδώρου Β’ και της δέσποινας Κλεόπας, ο Πλήθων ο Γεμιστός δίδασκε και συνέγραφε τη νεοπλατωνική θεωρία του και τις προτάσεις του για ανασυγκρότηση του κράτους, ενώ στα σκριπτόρια της Μητρόπολης και των μονών συνέχιζαν να αντιγράφονται σπάνια χειρόγραφα, μερικά από τα οποία φυλάσσονται σήμερα στις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του κόσμου. Ωστόσο, οι συνεχείς διαμάχες που έπρεπε να αντιμετωπίσει αυτή την περίοδο το Δεσποτάτο με τους τοπάρχες της Πελοποννήσου, με τους Φράγκους, τους Βενετούς και τους Τούρκους ίσως ήταν η αιτία που το ζεύγος των δεσποτών με το υψηλό πνευματικό επίπεδο δεν έβαλε τη σφραγίδα του σε κανένα θρησκευτικό μνημείο του Μυστρά. Με δεδομένο μάλιστα ότι, πλέον, η χρονολόγηση της Παντάνασσας το 1428 είναι υπό αμφισβήτηση.
Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Μανουήλ το 1425, όμως, η ιστορική συγκυρία που διαμορφώνεται στον Μυστρά είναι πολύ αρνητική. Ο Θεόδωρος Β’ το 1427 εκφράζει την επιθυμία του να αποσυρθεί σε μοναστήρι αλλά, όταν αναθεωρεί, αρχίζουν οι διαμάχες μεταξύ των αδελφών Παλαιολόγων, Θεοδώρου, Κωνσταντίνου, Θωμά και Δημητρίου. Το 1430 πεθαίνει η σύζυγός του Κλεόπα. Ο αδελφός τους Ιωάννης Η’, που εν τω μεταξύ έχει διαδεχθεί τον πατέρα τους Μανουήλ στο θρόνο της αυτοκρατορίας (1425), προσπαθεί μαζί με τη μητέρα τους Ελένη Δραγάση να εξισορροπήσει τα πράγματα και τους μοιράζει σταδιακά τα εδάφη που οι Παλαιολόγοι ανακτούν από τους Φράγκους στην Πελοπόννησο. Οι ίδιοι εξάλλου τα προσαυξάνουν νυμφευόμενοι συγγενείς των τελευταίων Φράγκων ευγενών, που θα αποχωρήσουν οριστικά από την Πελοπόννησο το 1432.
Μέσα σ’ ένα πλαίσιο ανταλλαγών εδαφών, το 1442 ο Θεόδωρος Β’ που κυβερνούσε τον Μυστρά παραχώρησε στον αδελφό του Κωνσταντίνο την έδρα του Δεσποτάτου του Μυστρά με αντάλλαγμα την πόλη της Σηλυμβρίας που του ανήκε. Ο Κωνσταντίνος παρέμεινε στον Μυστρά ως δεσπότης από το 1442 ως το 1449, οπότε έφυγε για την Κωνσταντινούπολη για να υπερασπιστεί, ως τελευταίος αυτοκράτωρ, την πρωτεύουσα.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες και μάλιστα αφού ο κλοιός των Τούρκων έχει αρχίσει να γίνεται όλο και πιο ασφυκτικός γύρω από την πρωτεύουσα, κανείς δεν θα μπορούσε να αναμένει οποιαδήποτε οικοδομική δραστηριότητα στο Δεσποτάτο.
Και όμως, αυτήν ακριβώς την περίοδο, μετά το 1432 και έως το 1449, κατασκευάζεται ο ναός των Αγίων Αποστόλων στο Λεοντάρι και μετασκευάζονται η Μητρόπολη και η Παντάνασσα σε ναούς με υπερώα. Δεν αποκλείεται μάλιστα σ’ αυτές τις αρνητικές συνθήκες να κατασκευάστηκε και η Αίθουσα του Θρόνου στα παλάτια του Μυστρά.
Η εξέλιξη της οικοδομικής και της ζωγραφικής τέχνης στον Μυστρά είναι συνέπεια της ιστορικής συγκυρίας που διαμόρφωσαν οι προσωπικότητες και οι φιλοδοξίες, οι ικανότητες, οι δυνατότητες αλλά και οι ανικανότητες των δεσποτών του που καθόρισαν τη μοίρα του. Το 1460 από τα δύο μικρότερα αδέρφια του Κωνσταντίνου, ο μεν τουρκόφιλος Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε τον Μυστρά στους Τούρκους κατακτητές, ενώ ο λατινόφιλος αδελφός του Θωμάς αναχώρησε για την Ιταλία.
Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι από το 1460, που ο Μυστράς παραδόθηκε στους Τούρκους, δεν σταμάτησε να είναι, κάτω από άλλες συνθήκες βεβαίως, διοικητικό και εμπορικό κέντρο, με κάποια διαλείμματα που υπαγόρευε η ιστορική συγκυρία. Κατοικήθηκε έτσι ανελλιπώς μέχρι και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Την περίοδο μεταξύ του 1687 και του 1715 κατακτήθηκε και διοικήθηκε από τους Βενετούς. Από το 1770 και μετά όμως, κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών (1770–1779), ο Μυστράς υπέστη επάλληλες καταστροφές από τις συνεχείς επιδρομές των Αλβανών. Οι κάτοικοί του, ωστόσο, παρέμειναν στην πόλη τους ανάμεσα στα ερείπια. Πενήντα χρόνια μετά ο Μυστράς υπέστη και δεύτερη καταστροφή, από τους Τούρκους αυτή τη φορά, όταν το 1825 ο Ιμπραήμ κατέκαυσε την Καστροπολιτεία. Η απομάκρυνση των κατοίκων από τον Μυστρά άρχισε μετά την έκδοση του Βασιλικού Διατάγματος (1832) του αρχαιολάτρη βασιλιά Όθωνα για τη δημιουργία της νέας Σπάρτης από Βαυαρούς πολεοδόμους. Στην αρχή η μετοίκηση ήταν αργή και ολοκληρώθηκε σταδιακά, μέχρι ακόμα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Οι τελευταίοι κάτοικοι απομακρύνθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Η σημερινή εικόνα του Μυστρά οφείλεται σε διαδοχικές προσπάθειες αποκατάστασης και συντήρησης που ξεπερνούν τον έναν αιώνα. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα συντηρήθηκαν κυρίως οι εκκλησίες του. Σε μερικές από αυτές συναντάμε στρώματα μεταβυζαντινών τοιχογραφιών αλλά και ίχνη της μετατροπής τους σε τζαμιά. Μεταξύ των πολλών μικρών ιδιωτικών βυζαντινών και μεταβυζαντινών εκκλησιών σώζονται και τα θεμέλια ενός εξαρχής χτισμένου τζαμιού. Στον Μυστρά επίσης δεσπόζει το κτίσμα της μεγάλης μεταβυζαντινής εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, χτισμένης κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Τα σπίτια και οι δρόμοι της πόλης, όπως είναι φυσικό, έχουν υποστεί αλλοιώσεις κατά την πολυετή, συνεχή κατοίκηση του χώρου. Σήμερα οι κεντρικοί άξονες οδηγούν κυρίως στα επισκέψιμα μνημεία.
Ένα τείχος που περιβάλλει τον πάνω οικισμό, ο οποίος αναπτύσσεται προς τα νότια των παλατιών και λίγο πιο ψηλά από τη μονή της Αγίας Σοφίας, χωρίζει την πόλη του Μυστρά στην Πάνω και την Κάτω Χώρα. Η σημερινή πρόσβαση από την Πύλη του Φρουρίου οδηγεί και στο Φρούριο και στην Πάνω Χώρα. Πιο χαμηλά στο ίδιο τείχος ανοιγόταν η κύρια πύλη της Πάνω Χώρας, η λεγόμενη Πύλη τ’ Αναπλιού, που βρίσκεται στα βορειοδυτικά των παλατιών, ενώ στη νοτιοανατολική απόληξη του πάνω τείχους ανοιγόταν η Πύλη της Μονεμβασιάς. Τα σπίτια της πόλης συγκεντρώνονται εκεί όπου το φυσικό ανάγλυφο το επιτρέπει.
Το τείχος της Κάτω Χώρας εκτείνεται στα σημεία όπου το φυσικό ανάγλυφο το επιβάλλει προστατεύοντας τον οικισμό από τη βόρεια πλευρά της μονής Βροντοχίου έως τη μονή Περιβλέπτου η οποία περιβάλλεται από δικό της ανεξάρτητο τείχος.
Η παρουσίαση των σημαντικότερων μνημείων του Μυστρά δεν ακολουθεί τη χρονολογική σειρά της ίδρυσής τους, αλλά την πορεία του επισκέπτη που εισέρχεται από τη Μεσαία Πύλη και, ακολουθώντας το ανηφορικό καλντερίμι προς τα δεξιά, μπορεί να επισκεφθεί τη Μητρόπολη, την Ευαγγελίστρια, τις δύο μονές Βροντοχίου, τα παλάτια και την Αγία Σοφία. Από εκεί ο επισκέπτης, εάν έχει χρόνο και αντοχή, μπορεί να συνεχίσει την ανηφορική πορεία προς το Κάστρο. Για να ολοκληρώσει την επίσκεψη πάντως, ο επισκέπτης θα πρέπει από την Αγία Σοφία να ακολουθήσει την κατηφορική πορεία προς τα δεξιά για να επισκεφθεί τις μονές Παντάνασσας και Περιβλέπτου και να ξαναγυρίσει στη Μεσαία Πύλη.
Η επίσκεψη στο Κάστρο είναι προτιμότερο να γίνει ανεξαρτήτως, αφού πρώτα ο επισκέπτης αφήσει το μεταφορικό του μέσο στην Πύλη του Φρουρίου.