Μία από παλαιότερες λίμνες στην ευρωπαϊκή ήπειρο βρίσκεται στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων. Αυτή είναι η Παμβώτιδα που, σύμφωνα με την ετυμολογία της ονομασίας της, «τρέφει τους πάντες» και ο πυθμένας της αποτελεί ένα σπάνιο όσο και ανεκτίμητο «αρχείο της φύσης». Στις επιχώσεις του έχουν αποτυπωθεί, χωρίς διακοπή, μακραίωνες οικολογικές διακυμάνσεις, οι οποίες, λόγω του μεγέθους της λεκάνης συρροής, αφορούν όχι μόνο την Ήπειρο, αλλά και την ευρύτερη βαλκανική Χερσόνησο. Γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερο το ενδιαφέρον τους για την κλιματική ιστορία όλου του πλανήτη.
«Οι άνθρωποι και η Λίμνη: 20.000 χρόνια πριν» αποτέλεσε δράση της Εφορείας Αρχαιοτήτων, στο πλαίσιο των «Πράσινων Πολιτιστικών Διαδρομών», μέσα από την οργάνωση και την έρευνα της αρχαιολόγου Ελένης Κοτζαμποπούλου, η οποία προσέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ μια σπουδαία θεματική περιήγηση.
Όπως εξηγεί η κα Κοτζαμποπούλου, πριν από τουλάχιστον 2.000.000 χρόνια, κάτω από το όρος Μιτσικέλι στις υπώρειες της Πίνδου, αποφράχτηκε το εκτεταμένο βύθισμα, το οποίο είχε δημιουργηθεί από τις τεκτονικές μετατοπίσεις και τη διάβρωση τού ασβεστολιθικού κυρίως πετρώματος της περιοχής. Έκτοτε, στην περίκλειστη αυτή λεκάνη λειτουργεί ένας φυσικός υδάτινος ταμιευτήρας, όπου σταδιακά σωρεύτηκαν εκατοντάδες μέτρα λιμναίων αποθέσεων. Στη διάρκεια της ζωής της, τόσο η έκταση, όσο και η στάθμη της λίμνης, αυξομειώθηκαν πολλές φορές.
Η σύγχρονη συρρίκνωση της Παμβώτιδας οφείλεται στις ανθρωπογενείς επεμβάσεις –η αρχή έγινε τις δεκαετίες 1940 και 1950– αποξήρανσης και αποστράγγισης τμημάτων για τη δημιουργία καλλιεργήσιμης γης, ενώ η συνεχιζόμενη επιμόλυνση, καθώς και η ανεξέλεγκτη επιχωμάτωση παραλίμνιων περιοχών, έχουν δραματικά διαταράξει το οικολογικό ισοζύγιο.
Πληροφορίες για τη ζωή γύρω από τη λίμνη δίνουν σκελετικά κατάλοιπα, δόντια και οστά, από το σπήλαιο του Περάματος στο βόρειο τμήμα τού λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων, που ανήκαν σε μεγαλόσωμες αρκούδες, οι οποίες εξαφανίστηκαν από την Ευρασία πριν από περίπου 200.000 χρόνια. Τα ευρήματα υποδηλώνουν ένα περιβάλλον ήδη πλούσιο σε θηράματα, με τα οποία θα μπορούσαν να τραφούν και πρόδρομοι των σύγχρονων άνθρωποι, όπως οι Νεάντερταλ.
«Σποραδικά λίθινα εργαλεία, για παράδειγμα, αιχμές για δόρατα, μαχαίρια με κοφτερές ακμές και υπολείμματα της κατεργασίας της πρώτης ύλης, η οποία συνήθως ήταν ένα αρκετά σκληρό πέτρωμα, ο πυριτόλιθος ή στουρνάρι, έχουν εντοπιστεί σε διάφορα σημεία του οροπεδίου των Ιωαννίνων, στο Ροδοτόπι και στα Γραμμενοχώρια. Τα ευρήματα αυτά αποτελούν αποσπασματικά τεκμήρια του πολιτισμού, το πιο πιθανόν των Νεάντερταλ, των παλαιών αυτών ψυχροδίαιτων, κυρίως, Ευρωπαίων με τη ρωμαλέα σωματική διάπλαση και τον μεγάλο εγκέφαλο. Εδώ, στην ορεινή ενδοχώρα της Ηπείρου, ίσως να αποτραβήχτηκαν κάποιοι από τους τελευταίους εκπροσώπους αυτού του ανθρώπινου είδους, πριν από 40.000 με 30.000 χρόνια, όταν επιτάθηκε ο ανταγωνισμός με τους σύγχρονους ανθρώπους (Homo sapiens), τους προερχόμενους από την Αφρική νεότερους εποίκους της Ευρώπης», αναφέρει η αρχαιολόγος Ελένη Κοτζαμποπούλου.
Στην Παλαιολιθική εποχή, παρά τις ανακατατάξεις στο χερσαίο ανάγλυφο και τις μεταβολές της στάθμης και του περιγράμματος της λίμνης, το προφυλαγμένο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων με την ποικιλία οικοτόπων προσέφερε αξιόπιστη δικλείδα διαβίωσης στους εποχικά μετακινούμενους κυνηγούς και συλλέκτες τροφής και άλλων πόρων διαβίωσης. Ίσως μάλιστα, περιοχές της Μεσογείου, όπως η Ήπειρος, να αποτέλεσαν και καταφύγια για ανθρώπινους πληθυσμούς που έφτασαν από τις βορειότερες περιοχές, καθώς λιγόστευαν εκεί οι διατροφικές επιλογές.
Το σπήλαιο της Καστρίτσας, στη βορειοδυτική πλευρά τού ομώνυμου λόφου, ο οποίος κατά καιρούς αποτελούσε μικρή χερσόνησο μέσα στη λίμνη, εντόπισαν Βρετανοί αρχαιολόγοι από το Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ στη δεκαετία του 1960. Εκεί, οι ανασκαφές έφεραν στο φως εκατοντάδες χιλιάδες υλικά πολιτισμικά κατάλοιπα που φανερώνουν πτυχές τού τρόπου της ζωής των νομάδων κυνηγών.
Κάτω από το φυσικό βραχώδες στέγαστρο και για διάστημα 10.000 χρόνων περίπου, ομάδες κυνηγών, κάποτε και ολόκληρες οικογένειες, συγκέντρωναν, την άνοιξη ή και το φθινόπωρο, τα αγαθά του κόπου τους, θηράματα, ποικίλες πρώτες ύλες για εργαλεία, την οικοσκευή, την ένδυση και τον προσωπικό στολισμό.
Επιστρέφοντας από τις εξορμήσεις στους πιο προσοδοφόρους κυνηγότοπους, τα έλη και τους καλαμιώνες στις παρυφές της λίμνης, αλλά και τις γύρω λοφοσειρές ανάμεσα στις λόχμες με τα χορτολίβαδα, οι ένοικοι τού σπηλαίου, μετά την εκδορά, τεμάχιζαν τα σφάγια.
Επρόκειτο για μεγαλόσωμα ελάφια με πολύκλωνα κέρατα κατά προτίμηση, αλλά και αρχέγονα εύρωστα βόδια και ατίθασα μικρόσωμα πουλάρια και φοράδες, ενώ πιο σπάνια αγριόγιδα, ζαρκάδια και αγριόχοιρους. Φαίνεται πως η συγκομιδή ήταν συνήθως επαρκής για να θρέψει, με κρέας, θρεπτικό μεδούλι και οστεόλιπος, όλα τα μέλη της κοινότητας. Γι’ αυτό, ίσως και οι κυνηγοί επέλεγαν να μην ψαρεύουν στη λίμνη, αλλά μονάχα να παγιδεύουν υδρόβια πτηνά, όπως αγριόπαπιες και σκουφοβουτηχτάρες με πλουμιστό φτέρωμα, χρήσιμο για το στολισμό της ενδυμασίας τους, αλλά και για να αποκτούν τα όπλα, όπως τα βέλη, αποτελεσματική αερολίσθηση και ευθυβολία.
Μετά τη μοιρασιά, τρώγοντας γύρω από τη φωτιά, επιδιόρθωναν τα τόξα και τα ακόντια ή τις στομωμένες ακμές των λίθινων μαχαιριών, καθάριζαν, έτριβαν και έραβαν δέρματα και γούνες από αλεπού, πρόνοια για το βαρύ χειμώνα, και σκάλιζαν με περίσσια τεχνική το ελαφοκέρατο. Με τέχνη και υπομονή, έφτιαχναν χάντρες και φυλαχτά με δόντια, κυρίως ατροφικούς κυνόδοντες από τα αρσενικά ελάφια.
Σύμβολα διάκρισης, ισχύος ή γοήτρου τα στοιχεία αυτά μαζί με επιλεγμένα κοχύλια, σοδειά από τις ακτές του Ιονίου, οι ελαφοκυνηγοί τα κρεμούσαν ή τα στερέωναν στο σώμα, τις φορεσιές και τους κεφαλόδεσμους, ίσως και στα από δέρμα ή ψάθα σακίδια με τα οποία μετέφεραν από τόπο σε τόπο τα λιγοστά υπάρχοντά τους. Κι ακόμη στη θαλπωρή και την ασφάλεια της εστίας, οι ακούραστοι αυτοί ιχνηλάτες, αντάλλασσαν κάθε λογής χρήσιμη για την επιβίωση παρατήρηση και πληροφορία για τα θηράματα και τις συνήθειές τους, για καινούργια λημέρια και καρτέρια, για ανταγωνιστές και επικίνδυνους θηρευτές, λύκους, λύγκες ή αρκούδες, για τους έτοιμους καρπούς της γης, βολβούς, φρούτα και βότανα, για τους χείμαρρους που το χειμώνα, στην απουσία τους, παρέσερναν κλαδιά και κορμούς, χρήσιμους ως καύσιμη ύλη, και κροκάλες πυριτόλιθων λογής χρωμάτων.
Κάτω από τη βραχοσκεπή, στην όχθη της λίμνης, ακούστηκαν και άλλες ιστορίες. Για χαρές και λύπες της ψυχής, για πνεύματα του καλού και του κακού. Και όταν οι αγέλες των ζώων διασκορπίζονταν στα ψηλά αλπικά λιβάδια με το φρέσκο θερινό χορτάρι ή πάλι όταν επέστρεφαν για το ζευγάρωμα προς τα παράκτια χειμαδιά, εκείνοι, οι άοκνοι οδοιπόροι της Ηπειρωτικής γης, όλοι μαζί σχεδίαζαν με γνώση και σύνεση το ταξίδι για τους νέους προορισμούς.
Όταν όμως, πριν από 13 χιλιετίες, το παγοκάλυμμα στα βουνά υποχώρησε ανοίγοντας νέα ευκολοδιάβατα περάσματα σε γειτονικούς τόπους και ενώ οι δρυμώνες άρχισαν να πυκνώνουν και τα θηράματα στην ενδοχώρα να γίνονται πιο δυσεύρετα, οι κυνηγοί προσάρμοσαν ανάλογα τη ζωή τους. Η σπηλιά στην άκρη της λίμνης ξεχάστηκε, καθώς κιόλας οι μεγάλοι πεσμένοι βράχοι από την οροφή της δεν πρόσφεραν πια ευρύχωρο και ασφαλές καταφύγιο. Περιστασιακοί κυνηγοί, σε άλλες μεριές τού υγρότοπου, θα άφησαν ίχνη της σύντομης διανυκτέρευσής τους. Απομένει στους αρχαιολόγους να τα βρουν…