«Εγώ ο ηγεμόνας και ο κόσμος μου συνυπάρχουμε σε αυτό το κτίριο, το ανάκτορο των Αιγών». Με τη φράση αυτή η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας, αρχαιολόγος, Αγγελική Κοτταρίδη, εξήγησε στο κοινό την ιδέα της πεφωτισμένης ηγεμονίας, μια σύλληψη του Μακεδόνα Βασιλιά Φιλίππου Β’, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που τον οδήγησε στη δημιουργία της πόλης και του ανακτόρου.
Στην πρώτη επίσημη ξενάγηση, που έγινε επί τόπου την περασμένη Κυριακή στο ανάκτορο των Αιγών, για να σηματοδοτήσει το άνοιγμά του στον κόσμο, η κα Κοτταρίδη τόνισε με νόημα: «Δεν είναι σπίτι, δεν ήταν ποτέ σπίτι», για να προσθέσει ότι πρόκειται για «το κέντρο της πολιτικής, θρησκευτικής, δικαστικής και στρατιωτικής εξουσίας» του Φιλίππου Β’. Αυτός, άλλωστε, κατά τις δοξασίες της εποχής, είχε θεϊκή καταγωγή. Πήρε τους θεσμούς των πόλεων του νότου, δηλαδή την αυτοδιοικούμενη πόλη με Βουλή και Δήμο, και τους μπόλιασε στην ιδέα του βασιλείου. Έτσι, άρχισε να δημιουργεί πόλεις στις οποίες μαζεύονταν πληθυσμοί και παραχωρούνταν κλήροι. Ο ίδιος ήταν ο πατέρας του λαού του. Πήγαινε καβάλα στη μάχη για να τον προστατέψει και φρόντιζε να του εξασφαλίζει ζωτικό χώρο για να υπάρχει και να αναπτυχθεί.
Στο πλαίσιο αυτό, το ανάκτορο λειτουργούσε ως πολιτική αγορά. Ήταν ένα συγκροτημένο πολιτικό κτίριο, το κέντρο της ιερής εξουσίας, ένα αρχιτεκτονικό δημιούργημα που συνέλαβε μια μεγαλοφυΐα. Σκοπός του ήταν να φιλοξενεί συναντήσεις πολιτών και μεγαλειώδη δημόσια συμπόσια, με εκατοντάδες άτομα, όχι απλώς για να τρώνε και να πίνουν, αλλά για να συζητούν, καθώς το συμπόσιο ήταν βασική πολιτική λειτουργία. Εκεί οι αρχαίοι έπιναν το κρασί με νερό για να μπορούν να μιλούν νηφάλιοι και να ασχολούνται με όλα τα φιλοσοφικά ζητήματα.
Καινοτομία του μεγαλειώδους κτίσματος, που χρονολογείται με ακρίβεια ανάμεσα στο 350 και το 340 π.Χ., ήταν οι διώροφες λειτουργικές στοές. «Ουσιαστικά ήταν ο πρόγονος της στοάς του Αττάλου στην Αθήνα» ανέφερε η κα Κοτταρίδη. Περιγράφοντας, άλλωστε, σημαντικές στιγμές της ιστορίας που διαδραματίστηκαν εκεί σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι η πρώτη μεγάλη ομάδα επισκεπτών έφτασε στο ανάκτορο το 336 π.Χ., στην πρωτοχρονιά των αρχαίων Μακεδόνων, οπότε ο Φίλιππος γιόρτασε τους γάμους της κόρης του, Κλεοπάτρας. Λίγο πιο κάτω, στο θέατρο που είναι συνάρτημα του ανακτόρου, ο ίδιος δολοφονήθηκε αργότερα από τον Παυσανία, ενώ στο περιστύλιο του ανακτόρου ανακηρύχθηκε βασιλιάς ο Αλέξανδρος, από τους Μακεδόνες που χτυπούσαν με το δόρυ την ασπίδα στο θώρακά τους, φωνάζοντας το όνομά του.
Το ανάκτορο του Φιλίππου Β’ άνοιξε για το κοινό με μια αναλυτική ξενάγηση από την προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας, την οποία παρακολούθησε πλήθος κόσμου. Άνθρωποι κάθε ηλικίας περπάτησαν μια ανηφορική διαδρομή δύο χιλιομέτρων υπό καυτό ήλιο για να συμμετέχουν στην εκδήλωση, η οποία έγινε παρουσία της Γενική Γραμματέως του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, Μαρίας Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη.
«Εδώ που βρισκόμαστε είναι ένα σημείο της οικουμένης που –χωρίς υπερβολή– σημάδεψε την πορεία του σύγχρονου πολιτισμού. Αυτό είναι κάτι που εμείς οι αρχαιολόγοι το έχουμε πιστέψει αλλά νομίζω ότι και σιγά σιγά όλος ο κόσμος το πιστεύει» τόνισε η κα Βλαζάκη. Η ίδια χαρακτήρισε ιστορική τη στιγμή της απόδοσης του μνημείου στον κόσμο, όχι επειδή έχει ολοκληρωθεί, όπως είπε, αλλά για να μπορεί το κοινό να επισκέπτεται το κομμάτι που έχει αναστηλωθεί, να συνομιλεί με τους ανθρώπους που εργάζονται για να το ολοκληρώσουν και να παρακολουθεί την πρόοδο των έργων.
«Με την ολοκλήρωση και του μουσείου, που θα είναι εξοπλισμένο με όλη τη σύγχρονη τεχνολογία, θα μπορεί κανείς όντως να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για το τι ήταν οι Αιγές, τι ήταν ο Φίλιππος, τι ήταν και είναι ο Αλέξανδρος» πρόσθεσε. Το χρονοδιάγραμμα, άλλωστε, προβλέπει την έναρξη λειτουργίας του νέου μουσείου των Αιγών το 2020 και την ολοκλήρωση της αναστήλωσης του ανακτόρου το 2022.
«Η εμπειρία είναι συναρπαστική. Η επίλυση του μνημείου ήταν ό,τι συγκλονιστικότερο έχω ζήσει. Εκεί αισθάνεσαι ότι αξίζει τον κόπο που ζεις όταν αναμετριέσαι με τέτοια έργα» τόνισε στο ΑΠΕ–ΜΠΕ η κα Κοτταρίδη, μετά την ολοκλήρωση της ξενάγησης που έκανε στο κοινό. Η ίδια επισήμανε ότι από την αρχή της επέμβασης στο μνημείο, η αρχαιολογική μελέτη έχει καταλήξει σε συμπεράσματα και πλέον είναι σίγουρο ότι πρόκειται για ένα Φιλίππειο έργο, το πρώτο του είδους του, το οποίο δεν έχει αλλαγές στην πάροδο του χρόνου, ενώ συνιστά σημαντικό μνημείο για τη γνώση της ιστορίας της αρχιτεκτονικής.
«Από την άλλη μεριά υπάρχει μια τρομακτική δυσκολία την οποία ευτυχώς δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να την αντιληφθεί πλήρως. Είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο. Από τα μεγέθη και από την ανάγκη να εκπαιδεύσεις τον κόσμο, μέχρι τις γραφειοκρατικές δυσκολίες, τις αλλαγές των νόμων, τις δυσκολίες των προσλήψεων, τις δυσκολίες να βρεις εξειδικευμένο προσωπικό, τις εξαιρετικά χρονοβόρες διαδικασίες των διαγωνισμών για τις προμήθειες» ανέφερε.
Απαντώντας στο ερώτημα για όσα έχουν γίνει από την αποκάλυψη του τάφου του Φιλίππου, από τον Μανόλη Ανδρόνικο μέχρι σήμερα, η ίδια σχολίασε ότι «από τότε μέχρι τώρα έχει γίνει μια κοσμογονία» και κάλεσε τον ίδιο τον κόσμο να γνωρίσει όσα έγιναν από κοντά.