Η Επιτροπή Συντήρησης του Θεάτρου του Διονύσου συγκροτήθηκε το φθινόπωρο του 1984 επί Υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, με αφορμή την αποκατάσταση του αναλημματικού τοίχου του κοίλου στην ανατολική πάροδο, τμήμα του οποίου είχε καταρρεύσει εξαιτίας του σεισμού του 1981. Πρόεδρος της Επιτροπής ήταν, αρχικά, ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης και, μετά την αποδημία του, ο Άγγελος Δεληβορριάς. Την ομάδα εργασίας, που είχε ήδη συγκροτηθεί από τον γενικό μελετητή και επιβλέποντα Γερμανό αρχιτέκτονα (σημ. 1) W. Wurster, στελέχωναν οι αρχαιολόγοι της Εφορείας, υπεύθυνοι για τη Νότια Κλιτύ, Κωνσταντίνος Τσάκος και Αλέξανδρος Μάντης, ο τοπογράφος-αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Καζαμιάκης, οι γλύπτες Λευτέρης Βαλάκας και Απόστολος Φανακίδης, καθώς και ένα υψηλής εξειδίκευσης προσωπικό μαρμαροτεχνιτών και συντηρητών της Εφορείας (σημ. 2).
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εκείνη την εποχή η επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Καραμανλή, και της Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη (εικ. 1), ήταν αξιοπρόσεκτη. Αιτία της επίσκεψης ήταν η δυνατότητα χρησιμοποίησης του Θεάτρου του Διονύσου για ορισμένες παραστάσεις, με την προσθήκη μερικών σειρών καθισμάτων (πάγκων) στο κοίλο, για την οποία είχε ζητηθεί η γνώμη του αρμόδιου επιστημονικού-υπηρεσιακού φορέα, δηλαδή της Εφορείας Ακροπόλεως και της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Νότιας Κλιτύος. Οι παραστάσεις θα εντάσσονταν στις εορταστικές εκδηλώσεις για τον ορισμό της Αθήνας ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης το 1985 (σημ. 3).
Θα μπορούσε άραγε να δοθεί στο Θέατρο, στο οποίο πρωτοδιδάχθηκαν τα έργα της αττικής θεατρικής ποίησης, ο αρχικός του προορισμός; Και αν αυτό γινόταν, δεν θα αποτελούσε προηγούμενο για μελλοντική συχνή χρήση του με επιβαρυντικές συνέπειες για το αρχαιότερο θέατρο του κόσμου; Πρυτάνευσε όμως η σωφροσύνη και η γνωμοδότηση της προϊσταμένης της Εφορείας Ακροπόλεως Έβης Τουλούπα, καθώς και η ομόφωνη γνωμοδότηση της Επιτροπής ήταν ότι έπρεπε να αποκλειστεί αυτό το ενδεχόμενο. Είχε προηγηθεί (1.9.1976) εισηγητική έκθεση του Γενικού Διευθυντή Αναστήλωσης, Ιορδάνη Δημακόπουλου, που δεν απέκλειε την, βάσει αυστηρών προδιαγραφών, περιορισμένη χρήση του Θεάτρου, ενώ τώρα είχε υπάρξει μια διαμαρτυρία-αντίδραση για τη χρήση του Θεάτρου από επώνυμους πολίτες, που επικαλέστηκαν τρεις απαγορευτικούς αλλά και αυτονόητους λόγους: α) τις καταστροφές του μνημείου από τις ανακαινιστικές εργασίες, β) τις φθορές από τη μαζική προσέλευση των θεατών και, γ) την απώλεια των τεκμηρίων των διαφορετικών ιστορικών περιόδων του μνημείου.
Η διαμαρτυρία ήταν βάσιμη, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η Εφορεία ουδέποτε είχε την ανάλογη πρόθεση: Οι μέχρι τότε δραστηριότητές της στο χώρο είχαν ως αποκλειστικό σκοπό την εκπόνηση μελετών, τη συντήρηση και την προστασία όλων των ιστορικών περιόδων του μνημείου στη σκηνή και την ορχήστρα (σημ. 4), την καταγραφή και τις συγκολλήσεις των σπασμένων εδωλίων, των αγαλμάτων και των αναγλύφων.
Άλλωστε το περιεχόμενο της έννοιας του μνημείου είναι ακριβώς αυτό: να ανακαλεί στη μνήμη ή, καλύτερα, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την περιεκτικότερη νοητική ανασύνθεση της εποχής που το γέννησε και των ιστορικών περιόδων στις οποίες τροποποιήθηκε για χρήση, ως αρχιτεκτόνημα, χωρίς ίχνος από σημερινές προσθήκες που θα αφορούσαν μόνο τη διευκόλυνση των επισκεπτών. Διότι αν ανακαινιζόταν το θέατρο, οι επόμενες γενιές θα κληρονομούσαν ένα άλλο μνημείο διαφορετικό όχι μόνο από αυτό που οικοδομήθηκε στα χρόνια του Λυκούργου, αλλά και από αυτό που είχε περισωθεί μέχρι την εποχή μας, πράγμα ανεπίτρεπτο αφού για την αποκατάσταση των μνημείων πρυτανεύει η απαράβατη υποχρέωση ακόμη και οι ελάχιστες προσθήκες να είναι αποκλειστικά σωστικού χαρακτήρα και στο μέτρο του δυνατού αθέατες.
Η γενιά μας δηλαδή οφείλει να προσφέρει στις επόμενες το πρώτο πραγματικό θέατρο του κόσμου, για να δημιουργηθεί σ’ αυτόν το χώρο, μερικές δεκάδες μέτρα από τον Παρθενώνα, η υποβλητική ατμόσφαιρα όπου ο επισκέπτης θα μπορεί να συγκεντρωθεί και κοιτώντας την ορχήστρα, βρισκόμενος στο κοίλο, να αισθανθεί ότι όχι πολύ μακριά πίσω του βρίσκεται ο Ίππιος Κολωνός όπου έζησε τις τελευταίες του στιγμές ο Οιδίποδας, ότι εκεί κοντά η ανατολική πάροδος οδηγούσε στο Άστυ και η δυτική στον Άρειο Πάγο, όπου δικάστηκε ο Ορέστης, ενώ, αγναντεύοντας από ψηλότερα, το βλέμμα του θα έπεφτε στον Σαρωνικό, τη θάλασσα που την έμαθε η Άτοσσα μαζί με τη συμφορά που έτυχε στο γιο της.
Ασφαλώς η Μελίνα Μερκούρη απογοητεύθηκε, το ίδιο όπως και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, καθώς τριάντα χρόνια πριν, ως Υπουργός Δημοσίων Έργων της κυβέρνησης Παπάγου, είχε ταυτιστεί με την υλοποίηση μιας σειράς σημαντικών εξωραϊστικών έργων περιμετρικά του λόφου της Ακρόπολης, τα οποία περιλάμβαναν τη νέα, προς νότον, χάραξη της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και την ένταξη της περιοχής του παλιού δρόμου στον αρχαιολογικό χώρο (εικ. 2).
Εύστοχα έχει ειπωθεί σχετικά ότι μετά το λαμπρό νεοκλασικό οικοδομικό σύνολο, την Ακαδημία, την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο, καθώς και τη «ρομαντική» κηποτεχνία του Εθνικού Κήπου, δεν είχε υπάρξει στην Αθήνα τόσο εκτεταμένη και σημαντική δημόσια πολεοδομική παρέμβαση, όσο αυτό το έργο που επεκτάθηκε στο λόφο της Ακρόπολης και το λόφο του Φιλοπάππου. Το έργο είχε σχεδιάσει ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής Δημήτρης Πικιώνης, ο οποίος δίδασκε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τι σημαίνει σύγχρονο αρχιτεκτονικό έργο χαρακτηρισμένο από το σεβασμό στο αρχαίο μνημειακό περιβάλλον.
Οι αλλαγές αυτές στην Αθήνα γίνονται την περίοδο όπου αρχίζει να γιγαντώνεται το «ρεύμα» της αντιπαροχής, δηλαδή η ανεξέλεγκτη πολεοδομική αναρχία, απότοκος της κυρίαρχης και μίζερης ιδεολογίας η οποία προκάλεσε και τη θριαμβευτική επικράτηση της πολυκατοικίας, ή, όπως έχει χαρακτηριστεί, του μικροαστικού έπους της αρχιτεκτονικής. Φαντάζει δηλαδή σαν όαση, στο διαρκώς αναγεννώμενο, ενίοτε εχθρικό και κατά κανόνα στερημένο από «αρετές» τεχνητό περιβάλλον της πόλης, αυτή η σειρά των πολεοδομικών παρεμβάσεων, με τους δύο ελικοειδείς πεζόδρομους του Πικιώνη: τον πρώτο, ενταγμένο στο πρόγραμμα της οριστικής διαμόρφωσης της εισόδου στον Ιερό Βράχο, ώστε να φτάνει κάποιος στα Προπύλαια και από εκεί στο μνημειακό σύνολο του πλατώματος, και τον άλλο για την ανάβαση στο λόφο του Φιλοπάπου, στις ιδανικότερες συνθήκες θέασης, από απόσταση, του Ιερού Βράχου και του Παρθενώνα, έτσι ώστε το κορυφαίο δωρικό μνημείο να αποκαλύπτεται σταδιακά, από χαμηλά, τον Λουμπαρδιάρη, μέχρι τη μικρή «πλατεία-καθιστικό» στην κορυφή.
Εκτός από τις δημιουργίες του Πικιώνη, γύρω από την Ακρόπολη, οι δεκαετίες του ’50 και ’60 χαρακτηρίζονται από σημαντικές πολιτισμικές παρεμβάσεις. Πραγματοποιούνται τότε εκτεταμένες ανασκαφές στο χώρο που καλύφθηκε από τον νέο δρόμο (σημ. 5) και αναστηλώνεται το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού (1953-1958) (σημ. 6), το οποίο, μέσω μιας συγκρατημένα μεγαλοπρεπούς κλίμακας συνδέεται με τη νέα λεωφόρο, ενώ στην αρχαία αγορά αναστηλώνεται, από τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Τραυλό, η Στοά του Αττάλου (1953-1955) (σημ. 7), στην οποία στεγάστηκε και το μουσείο των ευρημάτων του χώρου. Όλα αυτά συμβαίνουν παράλληλα με τη θέσπιση του Φεστιβάλ Αθηνών (1955) (σημ. 8). Είναι η περίοδος που ταυτίζεται ιδιαίτερα με τους ιστορικούς διευθυντές της Εφορείας Ακροπόλεως, Γιάννη Μηλιάδη, Νικόλαο Πλάτωνα και Γεώργιο Δοντά (σημ. 9), οι οποίοι, ακολουθώντας απαρέγκλιτα το γράμμα και το πνεύμα του αρχαιολογικού Νόμου, κατηύθυναν στο μέτρο που τους αναλογούσε την εξέλιξη των έργων. Ήταν αρχαιολόγοι, ξεχωριστές προσωπικότητες με βαθιά επεξεργασμένο θεωρητικό υπόβαθρο. Γράφει χαρακτηριστικά ο Μηλιάδης με αφορμή τις αλλαγές που πραγματοποίησε στο [παλαιό] μουσείο της Ακρόπολης: «όλη η σημασία πέφτει στο περιεχόμενο, στους θησαυρούς … και επομένως η προσπάθεια κατευθύνεται στο πώς θα αναδειχθούν καλύτερα τα έργα και πώς θα δημιουργηθεί γύρω τους η ατμόσφαιρα εκείνη την οποία έχει ανάγκη ο επισκέπτης για να επικοινωνήσει μυστικά με το έργο και να χαρεί την ομορφιά του. Τα κτίρια των νέων μουσείων [πρέπει να] είναι απλά, απέριττα και η εσωτερική τους οικονομία [να] ακολουθεί την ίδια γραμμή σεμνότητας … οι χώροι [να είναι] λιτοί, αδιατάρακτοι χωρίς κοσμήματα και επιτηδεύσεις. Έτσι η προσοχή του θεατή συγκεντρώνεται στα εκθέματα που απέχουν μεταξύ τους αρκετά για να μην κουράζεται το μάτι του ανθρώπου από τον φόρτο των εντυπώσεων» (σημ. 10).
Αντίστοιχα, στη διαδικασία ευτρεπισμού του αρχαιολογικού χώρου και της σφαιρικής αντιμετώπισης του τεράστιου θραυσματικού υλικού στη Νότια Κλιτύ του Ιερού λόφου, ο Ν. Πλάτων (σημ. 11), αφού καθάρισε από τις επιχώσεις και τη βλάστηση τη Στοά του Ευμένους, προχώρησε σε εμπνευσμένο τρόπο μορφολογικής αποκατάστασης του μνημείου, με την κατασκευή αντερεισματικού τοίχου ελαφρώς κεκλιμένου, «ολίγον εσωτερικώς» της κρηπίδας, έτσι ώστε, όπως γράφει ο ίδιος, σαν να διατυπώνει επιγραμματικά τη θεμελιώδη αρχή της Αναστήλωσης, να «αποκαθίσταται η ενότης του συνόλου, χωρίς τα ανακατασκευασθέντα τμήματα να συγχέονται προς τα αρχαία» (σημ. 12).
Στο χώρο του Ασκληπιείου ο Πλάτων αξιοποίησε, για την προστασία και τη μελλοντική μελέτη των χιλιάδων θραυσμάτων, το παλαιοχριστιανικό πρόσκτισμα καθώς και τις δύο μεσαιωνικές δεξαμενές, τις οποίες μετέτρεψε σε αποθέτες. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, υπό την επίβλεψη του αρχαιολόγου της Εφορείας, Αλέξανδρου Μάντη, σε συνεργασία με τους ειδικευμένους μαρμαροτεχνίτες Νίκο Σκαρρή, Λευτέρη Βαλάκα και Βασίλη Αναστασιά, ενισχύθηκε ο εξοπλισμός του εργαστηρίου συγκόλλησης, το οποίο είχε εν τω μεταξύ δημιουργηθεί στο ίδιο πρόσκτισμα (εικ. 3) και εντατικοποιήθηκαν οι εργασίες ταύτισης και συγκόλλησης, αφού ανασύρθηκαν από τις δεξαμενές πολλές εκατοντάδες θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών και αγαλμάτων. Από το πλήθος τους αναγνωρίστηκαν αρκετά και έτσι ανασυντέθηκαν, από δεκάδες θραύσματα το καθένα, πέντε (τότε) μεγάλα αγάλματα (σημ. 13) στο Ασκληπιείο, ενώ βρέθηκαν και κόλλησαν κομμάτια σε άλλα αγάλματα και μέλη, όπως στα δύο περγαμηνά κιονόκρανα (σημ. 14) της Στοάς του Ευμένους, την επίστεψη του ελληνιστικού βωμού, του οποίου, αξίζει να σημειωθεί, ένα άλλο κομμάτι βρέθηκε σε σπίτι των Αναφιώτικων που ανακαινίστηκε (εικ. 4).
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι δευτερογενώς τα έργα γύρω από την Ακρόπολη προκάλεσαν και την αναζωπύρωση του προβληματισμού για τη σύγχρονη αστική ζωή στο προσδιορισμένο από την αρχαιότητα περιβάλλον, η αρχή του οποίου ανάγεται στα πρώτα πολεοδομικά σχέδια της Αθήνας, στα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας, όπου ο χώρος γύρω από την Ακρόπολη γίνεται το κατεξοχήν αντικείμενο εκμετάλλευσης των κερδοσκόπων της γης, από την πρώτη στιγμή που άρχισε να κυκλοφορεί η φήμη ότι η Αθήνα θα γίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Τον 20ό αιώνα ο αρχαιολόγος Παναγιώτης Καστριώτης στην πρώτη του δημοσίευση για το Ωδείο του Περικλή (σημ. 15), το οποίο αποκάλυψε ανασκάπτοντας, υπογραμμίζει πως [εν τω μέσω] «μικρών και πτωχικών οικιών αίτινες λάθρα κατά το πλείστον κτισθείσας, παρουσιάστηκαν σήμερα ως ιδιοκτησίαι εν ω τα οικόπεδα εφ’ ων εκτίσθησαν ανήκουν τω Δημοσίω», για να καταλήξει στο «σφάλμα μέγιστον υπήρξεν εκ μέρους των Βαυαρών αρχιτεκτόνων και δη του Sch[a]ubert επιτρεψάντων την επέκτασιν της πόλεως … εν έτει 1835 πριν δι’ ανασκαφής εξεταστεί το έδαφος», πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα «να μην καταστεί δυνατόν να συνταχθεί ο τοπογραφικός χάρτης των αρχαίων Αθηνών» (σημ. 16).
Μισό αιώνα αργότερα ο Τραυλός, ο οποίος με το γιγαντιαίο έργο του ανασύνθεσε το σχέδιο όχι μόνο της αρχαίας πόλης αλλά και όλων των ιστορικών περιόδων της, είπε σε ανακοίνωσή του στο Ε΄ Συνέδριο Αρχιτεκτόνων (1965), κρίνοντας τα πολεοδομικά σχέδια της Αθήνας σε σχέση με αυτό του Klenze που υλοποιήθηκε: «άλλη ουσιαστική αλλαγή του αρχικού σχεδίου ήταν και η προσωρινή εγκατάλειψη της ιδέας των ανασκαφών γύρω από την Ακρόπολη». Ατυχώς όμως, από την περίοδο του Όθωνα έως τις μέρες μας, ανεξάρτητα από την πολιτική παράταξη που βρίσκεται στην εξουσία, στην ουσία η «προσωρινή εγκατάλειψη» έγινε μόνιμη, αφού οι ανασκαφές εκεί είναι μόνο σωστικές και όχι συστηματικές. Είχε γράψει παλαιότερα ο Άρης Κωνσταντινίδης (σημ. 17) συνοψίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, τα δεδομένα των ημερών του: «η παράδοση, ό,τι υψηλότερο υπάρχει από τους αρχαίους χρόνους μαζί και ό,τι υπάρχει ακόμα γύρω μας αμόλυντο… δίνει καθαρό και όμορφο το σχήμα της ζωής του τόπου» και στο ίδιο πνεύμα ο Αριστομένης Προβελλέγγιος δίνει απάντηση στο «τι πρέπει να γίνει» επιστρέφοντας διαφοροποιημένο το ερώτημα: «ποια είναι τα ιδανικά μας; ποια είναι η πολιτεία μας; ποιο είναι το μέλλον μας;», θεωρώντας ότι «μόλις απαντηθούν αυτά, ένας ολόκληρος κόσμος ευαίσθητος, πιστός στις μεγάλες κατακτήσεις του πνεύματος, ελληνικός και πανανθρώπινος θα σηκωθεί για να χαράξη τα σύνορα» και, επικεντρώνοντας τη σκέψη του στο οικουμενικό μνημείο, θεωρεί ότι οι λόφοι γύρω από την Ακρόπολη δεν θα έπρεπε να διακόπτονται από δρόμους, δρομάκια και λεωφόρους, αλλά –ευτυχώς που υπήρξε «το χάδι» του Πικιώνη– [θα έπρεπε] να αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα, χωρίς τα αυτοκίνητα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και την Αποστόλου Παύλου όπου: «θα ζητούσε κανείς, χωρίς υπερβολή, να κινούνται οι άνθρωποι με γυμνά, ή ελαφροντυμένα πόδια. Αν θέλουμε να έρθουν τουρίστες, και καλώς να έρθουν, πρέπει να σεβαστούν τα ιερά μας, πράγμα που θα γίνει αν τα σεβαστούμε πρώτα εμείς οι ίδιοι» (σημ. 18). Ας γίνει εδώ η υπενθύμιση ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής δεν προωθούσε και ιδιαίτερα την απρόσκοπτη επιστημονική συζήτηση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 1966 σταμάτησε η λειτουργία του στρατοπέδου εξορίας της Μακρονήσου, όπου ανάμεσα στους εκατοντάδες επώνυμους που έχασαν τη δουλειά τους και εξορίστηκαν (1948-1950) συγκαταλέγεται και ο καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, που διώχτηκε από την έδρα του (1947), στην οποία επανήλθε τρεις δεκαετίες αργότερα, μετά δηλαδή την πτώση της Δικτατορίας.
Μήπως όμως τελικά δεν θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ το επιδιωκόμενο από τη Μελίνα αποτέλεσμα; Η ανυπαρξία της ταπεινής ξύλινης κλασικής σκηνής, καθώς και της χωμάτινης ορχήστρας, το λογείο του Φαίδρου, τα… πλακάκια των Ρωμαίων και τα όρθια θωράκια, οι πάγκοι που θα είχαν τοποθετηθεί στο κοίλο, καθώς φυσικά και το ανοίκειο οικιστικό περιβάλλον που θα είχαν οι θεατές μπροστά τους, μήπως στην πραγματικότητα εμπόδιζαν να φανερωθεί η δυναμική της αττικής θεατρικής δημιουργίας; Μήπως δηλαδή δεν θα ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί εδώ η υποβλητική ατμόσφαιρα των παραστάσεων όπως την γνωρίζουμε από τις σύγχρονες παραστάσεις στο θέατρο της Δωδώνης ή της Επιδαύρου, όπου ο περιβάλλων χώρος παραμένει παρθένος; Μήπως το ανέβασμα μιας σύγχρονης παράστασης αρχαίου δράματος στο Θέατρο του Διονύσου θα του αποστράγγιζε τους πνευματικούς ζωογόνους του χυμούς δημιουργώντας συναισθήματα εντελώς αντίθετα από τα επιδιωκώμενα.
Η Εφορεία και η Επιτροπή συνέχισαν το αρχαιολογικό έργο της μελέτης και την εφαρμογή μέτρων προστασίας (σημ. 19) προσεγγίζοντας το θέατρο ως μνημείο και όχι ως χώρο σύγχρονων θεατρικών παραστάσεων, έχοντας ως πυξίδα την εμπειρία που είχε αποκτηθεί και τις Χάρτες προστασίας και ανάδειξης των μνημείων που έχει συνυπογράψει και η χώρα μας, με δεσπόζουσα την πεποίθηση ότι στην πραγματικότητα τα έργα ανάδειξης τα επιβάλλουν ή, καλύτερα ίσως, τα οριοθετούν οι ανάγκες προστασίας και συντήρησης κάθε μνημείου, σε συνδυασμό με τη διατήρηση του φυσικού ανάγλυφου που το γέννησε. Ορατά σύγχρονα χαντάκια απορροής των υδάτων, αναλημματικοί τοίχοι που δημιουργούν όγκους που δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα, αυθαίρετοι τσιμεντένιοι δρόμοι, πεζούλια αλλά και μεταλλικές κατασκευές, είναι αυτονόητο ότι δεν συνάδουν με τις καθιερωμένες αρχαιολογικές πρακτικές ανάδειξης.
Η μελέτη της ίδιας της μορφολογίας του Θεάτρου, σε συνδυασμό με την κατάσταση διατήρησής του και την ποσότητα του υλικού του που διασώθηκε, αποτέλεσαν τη μονοσήμαντη αφετηρία των έργων σε μια σαφή αναστρέψιμη προοπτική, καταρχάς απλώς τακτοποιώντας τους χώρους του, με την πρόνοια να μη σβήσει η παράμετρος του χρόνου, με αποτέλεσμα το μνημείο να δείχνει κάτι άλλο από ό,τι απέμεινε στο πέρασμα των δυόμισι χιλιετιών.
Η αποκατάσταση του αναλημματικού τοίχου της ανατολικής παρόδου ήταν το πρώτο και κύριο έργο στο οποίο επιικεντρώθηκαν οι δραστηριότητες της Επιτροπής, ξεκινώντας από την πρόσληψη της αρχιτέκτονος Ελένης Μακρή για την εκπόνηση της σχετικής μελέτης. Η μελέτη ολοκληρώθηκε, αφού προηγήθηκε και ανασκαφική έρευνα, εσωτερικά από το ανάλημμα, υπό τον υποδιευθυντή της Εφορείας, Κωνσταντίνο Τσάκο. Μετά την αποχώρηση της Μακρή από την Ελλάδα, η μελέτη υλοποιήθηκε από την αρχιτέκτονα Αθηνά Σαμαρά.
Το κοίλο είναι το πιο εκτεταμένο και χαρακτηριστικό τμήμα του κλασικού Θεάτρου (σημ. 20) (εικ. 5, 6). Αμέσως μετά την αφαίρεση των πευκοκυπάρισσων από το χώρο του (εικ. 7-10) και την αποκάλυψη της ανώμαλης χωμάτινης επιφάνειάς του ξεκίνησε το έργο ομαλοποίησής της (εικ. 11-14) (σημ. 21), με στόχο κατ’ αρχάς την επαναφορά της εικόνας που είχε στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως δηλαδή το είχαν αφήσει οι ανασκαφείς που το αποκάλυψαν και το μελέτησαν (1862-67) (σημ. 22) (εικ. 15). Από τη μελέτη του κοίλου αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχε δεύτερο διάζωμα. Στο εξ ορισμού αναστρέψιμο πρόγραμμα αποκατάστασης της μορφής του κοίλου, εντασσόταν και η διαμόρφωση των 13 κερκίδων (Ι-ΧΙΙΙ), δηλαδή των 14 (σημ. 23) κλιμάκων που τις ορίζουν, καθώς και η επανάκτηση, με χωματουργικές εργασίες, της μορφής του διαζώματος (σημ. 24). Είναι γνωστό ήδη από τις ανασκαφές του 19ου αιώνα ότι η συντριπτική πλειονότητα των εδωλίων, όπως άλλωστε και των βαθμίδων των κλιμάκων, όχι απλώς δεν βρίσκεται στη θέση της, αλλά έχει χαθεί (σημ. 25). Οι χαμένες, εκτός από έξι, βαθμίδες (σημ. 26), δηλαδή πρακτικά οι ανύπαρκτες σε όλο το ύψος τους κλίμακες του κοίλου αποκαταστάθηκαν με ξύλινα ρίχτια (σημ. 27), τοποθετημένα ανά 75 εκ., στην προέκταση των σωζόμενων χαμηλότερων βαθμίδων που διατηρούνται in situ (εικ. 16).
Με οδηγούς τις κλίμακες που σχηματίστηκαν, επρόκειτο στο μέλλον να αφαιρεθούν οι μεταγενέστερες επιχώσεις που, σαν ασφυκτικός μανδύας, καλύπτουν την επιφάνεια του κοίλου. Την αφαίρεση της βλάστησης ακολούθησε η απομάκρυνση οποιουδήποτε υλικού δεν ανήκε στο θέατρο, όπως το τμήμα της χορηγικής επιγραφής του μνημείου του Θρασύλλου. Το ενδεχομένως πλακοστρωμένο στην αρχαιότητα διάζωμα, το τμήμα του Περίπατου δηλαδή που περνά από το θέατρο, ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί σε ύψος εξαρτώμενο από τις δύο σημερινές καταλήξεις του και απο την κατώτερη λαξευμένη στο βράχο βαθμίδα, κάτω από το Θρασύλλειο. Είναι αυτονόητο ότι σε μια προοπτική μορφολογικής αποκατάστασης του μνημείου, τα δύο πέρατα του διαζώματος θα συνδέονταν με τις αντίστοιχες αναβάθρες, οι οποίες θα προστίθονταν με απλές χωματουργικές εργασίες (σημ. 28): στα ανατολικά η αναβάθρα θα αντικαθιστούσε την πρόχειρη σημερινή κατασκευή πρόσβασης με μαδέρια, ενώ δυτικά η αναβάθρα θα αντικαθιστούσε τη δημιουργημένη προσωρινά από τους παλαιότερους ανασκαφείς κλίμακα, η παρουσία της οποίας, αν διατηρηθεί, θα εξακολουθήσει να είναι παραπειστική για την εικόνα του μνημείου, αφού ο Περίπατος ήταν τροχήλατος (εικ. 17).
Η αρχική θέση των σωζόμενων εδωλίων είναι αδύνατον να ξαναβρεθεί, εξαιτίας της φθοράς του πετρώματος, που δεν επιτρέπει την απαιτούμενη ακρίβεια στη μέτρηση του βέλους του τόξου της καμπύλης στην οποία ήταν ενταγμένα· ακόμα και αν βρισκόταν, όμως, η καμπύλη στην οποία ανήκαν, η ακριβής τους θέση θα παρέμενε άγνωστη. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι, ως έχουν, οι τρεις συστάδες εδωλίων, εκτός από το ότι διατηρήθηκαν, δεν σημαίνουν τίποτε για το Θέατρο, η μόνη προοπτική τους, κατά τη γνώμη μου, για τον εκπαιδευτικού χαρακτήρα προορισμό του μνημείου –εκεί εντάσσεται η ανάδειξη του μνημείου– θα ήταν η τοποθέτησή τους στο κοίλο, αποκλείοντας κατηγορηματικά τη δημιουργία νέων εδωλίων (σημ. 29) (εικ. 18, 19), επιλέγοντας έναν από τους τέσσερις τρόπους:
α) σκόρπια στην επιφάνεια του κοίλου, «αναδυόμενα» από το χλοοτάπητα της ομαλοποιημένης επιφάνειάς του,
β) στην κεντρική κερκίδα, όπου πολλαπλασιάζοντας επί δεκατρία θα γινόταν ευκολότερα η νοητή αναπαράσταση της λυκούργειας μορφής του μνημείου,
γ) στη συνέχεια, ψηλότερα δηλαδή από τα υπάρχοντα εδώλια, που ωστόσο, πρέπει να τονιστεί, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι βρέθηκαν στην ανασκαφή του 1862, έτσι ακριβώς αδιατάρακτα από την αρχαιότητα και,
δ) στην τελευταία σειρά των κερκίδων που καταλήγουν στον Περίπατο (κερκίδα IV μέχρι και XI), έτσι ώστε να οριστεί σαν διακριτική πινελιά το νότιο όριο του Περίπατου και συγχρόνως το πέρας του κοίλου, πριν από το Επιθέατρο.
Μετά την αφαίρεση του τεράστιου όγκου των επιχώσεων, των προερχόμενων από την κατεδάφιση των σπιτιών του τουρκικού οικισμού από το πλάτωμα της Ακρόπολης, το πρώτο μεγάλο έργο στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης ήταν η αποκάλυψη του Θεάτρου του Διονύσου (σημ. 30). Στο Θέατρο και το ιερό του Διονύσου, οι καθαρισμοί και οι έρευνες συνεχίστηκαν με τον Στέφανο Κουμανούδη (1876-1879), ενώ η θεμελιώδης μελέτη πραγματοποιήθηκε από τους Dörpfeld και Reish. Ακολούθησε το 1877 η κατεδάφιση του οχυρωματικού τοίχου Σερπεντζέ. Θα ζούσαν ίσως ακόμα Αθηναίοι που είχαν υπερασπιστεί το Κάστρο από την πολιορκία του Κιουταχή και είχαν ζήσει τις ανελέητες μάχες στις οποίες θα χάθηκαν σύντροφοί τους. Φαίνεται η χαρά που έφυγε ο Σερπεντζές, αυτή η «μέγκενη» στα νοτιοδυτικά του Ιερού Λόφου, στην αναφορά της κατεδάφισης: «ακώλυτον έχουμεν [πλέον] την θαυμασίαν θέαν της πεδιάδος, των λόφων, της φαληρικής αμαξιτού, της θαλάσσης και των νήσων… [Επιπλέον] προέκυψαν αρχιτεκτονικά μέλη και… πολλά θραύσματα» (σημ. 31).
Στα έργα του ’60, με την αφαίρεση του οικισμού των Αναφιώτικων (εικ. 20) και τις νέες διευθετήσεις, προσδιορίστηκε και η νοτιανατολική γωνία του αρχαιολογικού χώρου της Νότιας Κλιτύος, ενώ δευτερογενώς προέκυψε, εκτός από την αποκάλυψη των υποθεμελιώσεων των κιόνων της νότιας πλευράς του «ωδείου του Περικλή» (εικ. 21) και ένα σημαντικό αρχαιολογικό έργο, οφειλόμενο στο μεγάλο πλήθος των αρχαίων μελών και θραυσμάτων που είχαν χρησιμοποιηθεί στην οικοδόμηση των κατεδαφισμένων σπιτιών.
Οι στόχοι της Επιτροπής, που ύστερα από αίτημά της διεύρυνε τις αρμοδιότητές της και στα άλλα μνημεία της Νότιας Κλιτύος, χρηματοδοτήθηκαν από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα. Αυτό σε συνδυασμό με την οργάνωση του επιστημονικού και εργατοτεχνικού δυναμικού της Εφορείας, σύμφωνα με τις νέες ανάγκες, επέτρεψε την υλοποίηση ή τη συστηματοποίηση μιας σειράς έργων συντήρησης, προστασίας και ανάδειξης τόσο των μνημείων ξεχωριστά, όσο και συνολικά του αρχαιολογικού χώρου. Οι εργασίες εντάχθηκαν στον προγραμματισμό της Α΄ ΕΚΠΑ που τις τελευταίες δεκαετίες είχαν επικεντρωθεί εδώ, καθώς και στα νέα αρχαιολογικά δεδομένα που προέκυψαν από την κατεδάφιση του οικισμού στη δεκαετία του ’60 (εικ. 22, 23).
Στο πλαίσιο των έργων της Επιτροπής εντάχθηκε (Μάρτιος-Απρίλιος 1987) και η μελέτη-εισήγηση καθώς και η υλοποίηση προγράμματος του ΕΟΤ σχετικά με εξωραϊστικά έργα στο ωδείο του Ηρώδη που περιλάμβαναν την αντικατάσταση του στεγασμένου χώρου των προβολέων στο κοίλο, την κατασκευή κυλικείου, τον ηλεκτροφωτισμό του εξωτερικού χώρου, την εγκατάσταση τηλεφωνικών θαλάμων, τα ψυκτικά μηχανήματα και τα παγκάκια. Ανάμεσα στις αρμοδιότητες του προσωπικού της Επιτροπής, υπαλλήλων της Εφορείας, ήταν και η παρακολούθηση των οικοδομικών εργασιών της Πλάκας, η επισήμανση αρχαίων οικοδομικών ιχνών και η περισυλλογή μαρμάρινων κυρίως θραυσμάτων από τοίχους που κατεδαφίζονταν.
Για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη απαραίτητων χώρων ανακαινίστηκε το σπίτι στο βάθος της αυλής της οδού Θρασύλλου 20 (σημ. 32). Έτσι, πάντα με εργασίες του προσωπικού της Εφορείας, στο ισόγειο στεγάστηκαν τα γραφεία της Επιτροπής (εικ. 24), ενώ το υπόγειο έγινε αρχαιολογική αποθήκη, όπου συγκεντρώθηκαν για φύλαξη αρχαία μικρού μεγέθους, προερχόμενα από περισυλλογή στην επιφάνεια του αρχαιολογικού χώρου (σημ. 33) (εικ. 25). Όταν αποφασίστηκε η αντικατάσταση της παλιάς συρμάτινης περίφραξης του αρχαιολογικού χώρου, με καγκελόφραξη ανταποκρινόμενη, στο μέτρο του δυνατού, στα μνημεία που περικλείει, αντί για ανάθεση σε εργολαβική εταιρεία δημιουργήθηκε σιδηρουργείο στην αυλή της Θρασύλλου 20. Παραγγέλθηκαν τα υλικά στις επιθυμητές διαστάσεις και συνδέθηκαν με οξυγονοκόλληση και πριτσίνια, σύμφωνα με σχέδιο εμπνευσμένο από τις χαρακτηριστικές περιφράξεις δημόσιων χώρων των Αθηνών. Παράλληλα κατασκευαζόταν και το τοιχίο στην οδό Θρασύλλου (σημ. 34), επί του οποίου πακτώνονταν σταδιακά οι ορθοστάτες με τις φλογόσχημες απολήξεις από σίδερο και τις κωδωνοειδείς βάσεις από μολύβι, ενώ στα μεταξύ τους διαστήματα τοποθετούνταν έτοιμες, συνδεδεμένες μεταξύ τους οι σιδερένιες βέργες με τις λογχοειδείς απολήξεις και τις με ροζέτες καταλήξεις· τα δύο τελευταία από αλουμίνιο (εικ. 26, 27). Αυτή η «χειροποίητη» κατασκευή κρίθηκε ως καταλληλότερη, ωραιότερη και μακράν οικονομικότερη, αφού το κόστος της αφορούσε μόνο τα υλικά. Η περίφραξη στην οδό Θρασύλλου θα αποτελούσε και το πιλοτικό πρόγραμμα για τη συνέχεια του έργου στη λεωφόρο Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Η εφαρμογή ξεκίνησε από το υψηλότερο τμήμα της Θρασύλλου (σημ. 35), από την αυτονόητη είσοδο δηλαδή του εργοταξίου, και σταμάτησε μερικά μέτρα πριν από την γωνία με τη Διονυσίου Αρεαπαγίτου, γιατί είχε προταθεί (εικ. 28), ανεξάρτητα από την προοπτική πεζοδρόμησης της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η αντικατάσταση της κεντρικής εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο, στη νοτιοανατολική γωνία του (σημ. 36). Για να γίνει ευκολότερα προσιτός ο χώρος των κλιτύων της Ακρόπολης από την περιοχή της Πλάκας, είχε προταθεί και η ενεργοποίηση παλαιότερων εισόδων περιμετρικά του λόφου (εικ. 29) (σημ. 37).
Στο πλαίσιο τακτοποίησης του αρχαιολογικού χώρου, ένα μικρό αλλά σημαντικό έργο ήταν η δημιουργία αποθήκης-έκθεσης των διάσπαρτων ελληνιστικών και ρωμαϊκών αγαλμάτων, ανάγλυφων απεικονίσεων και ενεπίγραφων βάσεων, όπως αυτή με το όνομα ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ, που προέρχονταν κυρίως από τις ανασκαφές του 19ου αιώνα. Έτσι προκρίθηκε μία από τις τρεις θέσεις που είχαν προταθεί παλαιότερα από τον Wurster, στην περισσότερο απόμακρη θέση του αρχαιολογικού χώρου, στη νοτιοανατολική γωνία του, όπου δεν είχαν εντοπιστεί οικοδομικά κατάλοιπα καμίας εποχής (εικ. 30), γιατί η έστω και στο ελάχιστο καταστροφή αρχαίου μνημείου θα ήταν έργο κραυγαλέα αντιεπιστημονικό. Το στέγαστρο (σημ. 38) έπρεπε να είναι μικρό (100 τ.μ.) και διακριτικό επειδή θα ήταν ορατό από την περιοχή του ωδείου του Περικλή, το επιθέατρο και, από ψηλότερα, το τείχος της Ακρόπολης (σημ. 39). Τα υποστυλώματα του στεγάστρου ήταν ξύλινα και η στέγασή του τετράρριχτη για να αποφευθεί η δημιουργία πρόσθετων όγκων (εικ. 31-36). Συγχρόνως, βρέθηκαν κεραμίδια ωχροκίτρινου πηλού, έτσι ώστε η στέγη να είναι όσο το δυνατόν διακριτικότερη.
Παράλληλα με την κατασκευή του στεγάστρου άρχισε και η μεταφορά των διάσπαρτων αγαλμάτων και γενικότερα μαρμάρινων σπαραγμάτων, που έπρεπε να προστατευτούν. Το έργο τοποθέτησης των αγαλμάτων σε τσιμεντένιες βάσεις είχε ξεκινήσει από τους Wurster και Κορρέ, καθώς και τους γλύπτες Λ. Βαλάκα και Α. Φανακίδη (εικ. 37). Καθώς επισημάνθηκε ότι ένα άγαλμα στημένο στη βάση του είχε ρηγματωθεί σε όλο του το ύψος (εικ. 38, 39), τροποποιήθηκε η μέθοδος στήριξης. Γνωρίζοντας από την πρακτική των αρχαίων ότι η ολιγόλεπτη θερμοκρασία πήξεως του μολύβδου δεν προκαλεί ασβεστοποίηση του μαρμάρου, χρησιμοποιήθηκε μολυβδοχόηση για τη συγκόλληση των ράβδων ανοξείδωτου χάλυβα στο ψαχνό των αγαλμάτων, για να αποσοβηθούν οι οποιεσδήποτε δυνάμεις θα μπορούσαν να ασκηθούν. Συγκεκριμένα, όσα αγάλματα δεν είχαν τοποθετηθεί στις βάσεις τους από τον Wurster αναστράφηκαν, ανοίχτηκε στο κάτω μέρος τους τρύπα βάθους περίπου 50 εκ., και τοποθετήθηκε η ράβδος η οποία κρατήθηκε ώστε να αφήνει κενό γύρω της. Το κενό πληρώθηκε στη συνέχεια με τον τηγμένο μόλυβδο για να ακολουθήσει η επαναφορά των αγαλμάτων στην κανονική τους θέση και το τμήμα της ράβδου που εξείχε να χωθεί στην τσιμεντένια βάση (σημ. 40).
Το οικοδομικό υλικό που κυρίως χρησιμοποιήθηκε στο λυκούργειο θέατρο ήταν ο πειραϊκός ακτίτης λίθος. Για την αποκατάσταση του αναλημματικού τοίχου της ανατολικής παρόδου έγινε έρευνα στον Πειραιά κατά την οποία βρέθηκε το ίδιο πέτρωμα, ελαφρά διαφορετικής απόχρωσης, σε ευνοϊκή θέση για την προμήθειά του, στην έκταση του Χατζηκυριακείου ιδρύματος. Ύστερα από τις απαραίτητες άδειες, η Επιτροπή προμηθεύτηκε ένα λεωφορείο, αδαπάνως από τον ΟΔΔΥ, το οποίο, για να μπορέσει να μετακινηθεί μέχρι το Χατζηκυριάκειο, επισκευάστηκε από τον αυτοκινητιστή υπάλληλο της Εφορείας Δημήτρη Μαραβέλια, ώστε να οδηγηθεί εκεί και να υπάρχει σταθερός βοηθητικός χώρος για το εργατοτεχνικό προσωπικό της Εφορείας, για την εξόρυξη του πετρώματος.
Αυτονόητα, από τη χρήση στους αρχαίους χρόνους, θα είχαν σχηματιστεί ανηφορικοί δρόμοι που θα οδηγούσαν στο ιερό του Διονύσου, το Θέατρο, τον Περίπατο και το Ασκληπιείο. Στην αρχαιολογική έρευνα όμως δεν έχουν επισημανθεί στοιχεία για την ύπαρξή τους (σημ. 41), εκτός από την εφαπτόμενη στον δυτικό αναλημματικό τοίχο του κοίλου αναβάθρα (σημ. 42). Οι άλλοι δρόμοι που οδηγούσαν στα μνημεία της Νότιας Κλιτύος ή ήταν χωματόδρομοι ή, αν ήταν λιθοστρωμένοι, στο πέρασμα των αιώνων αχρηστεύθηκαν και οι λίθοι τους χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες κατασκευές. Επομένως, όπως έχει ειπωθεί (σημ. 43), η περίμετρος του περιβόλου του ιερού του Διονύσου, τα όρια του ωδείου του Περικλή και των χορηγικών μνημείων, μας επιτρέπουν απλώς να υποθέσουμε τη διαδρομή ορισμένων αρχαίων δρόμων. Με την έλλειψη όμως των σχετικών τεκμηρίων, οι πλατείς και μάλιστα τσιμεντοστρωμένοι (!) δρόμοι, που εξέχουν έντονα από το έδαφος, με τις διασταυρώσεις τους μπορεί να χαρακτηριστούν ως αυθαίρετο έργο, αφού δημιουργούν ένα παραπειστικό ογκώδες στοιχείο, ξένο από τις αρχές που διέπουν τα έργα προστασίας και συντήρησης και ασφαλώς αταίριαστο με τα αρχαία της Νότιας Κλιτύος, ενός δηλαδή από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους του δυτικού πολιτισμού (σημ. 44). Η χρήση σύγχρονων υλικών, π.χ. τσιμέντου και μετάλλων, εξ ορισμού δεν εντάσσεται στη λογική συντήρησης του αρχαίου ως έχει. Το «γυμνό τσιμέντο» στα πεζούλια και τους αναλημματικούς τοίχους, εκτός από τη δημιουργία όγκων που δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα, κατηγορηματκά δεν συνάδει με τις αρχές της συντήρησης και ανάδειξης των μνημείων. Ακριβώς όπως δεν είναι επιτρεπτή η επικάλυψη με τσιμέντο αρχαίων λιθοπλίνθων.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Ακρόπολης είναι σεβαστός στο σύνολό του. Δεν υπάρχει περιοχή λιγότερο σημαντική από άλλες, γιατί αλλιώς θα ήταν σαν να λείπει ένας κρίκος μιας βαριάς, μακριάς αλυσίδας, που θα σήμαινε την αχρήστευσή της. Απλές και στην πραγματικότητα αδάπανες διευθετήσεις στον αρχαιολογικό χώρο στις ανατολικές υπώρειες της Ακρόπολης θα διόρθωναν την καθόλου ευχάριστη εικόνα του υποσταθμού της ΔΕΗ που δεν είναι δύσκολο να μετακινηθεί σε οικοδομή του γειτνιάζοντα οικισμού ιδιοκτησίας του Δημοσίου (σημ. 45). Αντίστοιχα, οι βοηθητικοί χώροι του προσωπικού, όποιον λόγο και αν εξυπηρετούν, δεν ταιριάζουν με το σεβασμό που επιβάλλεται στο οικουμενικό μνημείο. Επιπλέον, όλες αυτές οι σύγχρονες κατασκευές απέχουν λίγα μόλις μέτρα από το Ανατολικό σπήλαιο, το ιερό δηλαδή της Αγλαύρου (σημ. 46). Στη λογική της ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου και της «απαλλαγής» του από σύγχρονες κατασκευές εντασσόταν, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, και η αντικατάσταση του μαντρότοιχου, σήμερα με τα τεθλασμένα σίδερα, απέναντι από την κατάληξη των οδών Θέσπιδος και Επιμενίδου, ώστε να ταιριάζει με την περίφραξη της οδού Θρασύλλου ή έστω της Διονυσίου Αρεοπαγίτου (εικ. 40, 41). Το γιγαντιαίο αναστηλωτικό έργο που επιτελείται στα μνημεία του Ιερού Βράχου επιβάλλει μια διαφορετική αρχιτεκτονική προσέγγιση στην ίδρυση των απαραίτητων, ακόμα και προσωρινών, κατασκευών για τις εργοταξιακές ανάγκες, αποκλείοντας αταίριαστες διαμορφώσεις του χώρου. Η τεράστια, εθνικού χαρακτήρα μέριμνα για τα μνημεία δεν είναι συνακόλουθη της σημερινής εικόνας, που περισσσότερο δίνει την εντύπωση αδιαφορίας και προχειρότητας, εντύπωση που δεν συνάδει με το αρχαιολογικό έργο της Εφορείας της Ακρόπολης. Αντίστοιχα, παρά τους διαρκείς καθαρισμούς και την ασταμάτητη φροντίδα του αρχαιολογικού χώρου, μπορεί να προκαλέσουν εντύπωση ακαταστασίας και ευτέλειας τα εν αναμονή απομάκρυνσης συσσωρευμένα υλικά στη διαδρομή από την οδό Θρασύλλου μέχρι το Θέατρο, επάνω δηλαδή στις επιχώσεις που καλύπτουν το ωδείο του Περικλή (εικ. 42).
Παρόμοια εικόνα που δεν συνάδει ούτε με το χώρο, αλλά ούτε και με το περιβάλλον των εργαζόμενων είναι αυτή των γραφείων της οδού Θρασύλλου 20 και της αυλής του σπιτιού, όπου έχουν τοποθετηθεί δύο εμπορευματοκιβώτια το ένα επάνω στο άλλο, πράγμα εξαιρετικά αλλόκοτο γιατί ακόμα και αν δεν έχει κάποιος βιωματική εμπειρία, δεν επιτρέπεται να αγνοεί ή να μην έχει επηρεαστεί από τη βιβλιογραφία όλων των μελετητών της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, που με σεβασμό πραγματεύτηκαν τον οικισμό και τις κατοικίες στα Αναφιώτικα στην Πλάκα, για να αντιληφθεί ότι ούτε κυριολεκτικά ούτε και μεταφορικά χωράνε εκεί ξένα, και εκτός κλίμακος, ογκώδη στοιχεία.
Ωστόσο, αν είχαν ολοκληρωθεί τα έργα προστασίας, συντήρησης και ανάδειξης, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Εφορείας, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μια σύγχρονη παράσταση αρχαίου δράματος στο Θέατρο του Διονύσου, πράγμα που κατά τη γνώμη μου θα ήταν παγκοσμίως η σημαντικότερη εκδήλωση πολιτισμού ‒ χωρίς όμως τη χρησιμοποίηση των κατώτερων σειρών εδωλίων, αυτονόητα και των θρόνων, αφού αυτά θα αποτελούσαν μέρος του μνημείου-σκηνικού, αλλά και χωρίς πάγκους. Οι θεατές, ερχόμενοι είτε από την Πλάκα είτε από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου (σημ. 47), πατώντας στα χωμάτινα σκαλοπάτια θα κατευθύνονταν στις κερκίδες και θα παρακολουθούσαν την παράσταση, αποκλειστικά με φυσικό φωτισμό, καθισμένοι στο έδαφος της χοάνης του κοίλου.
Θάνος Παπαθανασόπουλος
* Ο Δρ Θάνος Παπαθανασόπουλος, Επίτιμος Προϊστάμενος Τμήματος Μελετών Μνημείων Προϊστορικών Χρόνων του ΥΠΠΟ, ήταν μέλος της Επιτροπής Συντήρησης Θεάτρου του Διονύσου (1984-1990), έχοντας την ευθύνη της Ομάδας Εργασίας. Το άρθρο αναφέρεται κυρίως σε έργα και δραστηριότητες στα μνημεία αυτής της περιόδου, που, για λόγους οι οποίοι δεν εντάσσονται στη δομή του, δεν δημοσιεύτηκαν.