Όταν η σύγχρονη πόλη της Σπάρτης ιδρύθηκε το 1834 με διάταγμα του βασιλιά Όθωνα, η ακρόπολη της αρχαίας περιώνυμης πόλης, με τις ήδη εντοπισμένες αρχαιότητες, αποτέλεσε το κέντρο νότια του οποίου χτίστηκε και αναπτύχθηκε η νέα Σπάρτη, κυριολεκτικά πάνω στα λείψανα της αρχαίας. Υπό το πνεύμα και του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, η προσπάθεια αναβίωσης του μεγαλείου μιας αρχαίας ελληνικής πόλης στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης του νέου ελληνικού κράτους αντανακλά όχι μόνο στην ίδια την ίδρυση της Σπάρτης αλλά και στο ιπποδάμειο ρυμοτομικό σχέδιο, στη νεοκλασική μορφολογία των δημόσιων κτηρίων της, ακόμα και στην επιλογή της θέσης της. Ωστόσο, η αρμονική συνύπαρξη της αρχαίας και της σύγχρονης Σπάρτης αποδείχτηκε δύσκολο στοίχημα στο πέρασμα του χρόνου, καθώς σε έναν τόπο μικρό, που φιλοξενεί ανθρώπινα έργα αιώνων, είναι αναπόφευκτη η σύγκρουση του νέου με το παλιό.
Κορωνίδα τόσο της αρχαίας όσο και της νέας πόλης αποτέλεσε ο αρχαιολογικός χώρος της ακρόπολης και της αγοράς της αρχαίας Σπάρτης, του διοικητικού και θρησκευτικού κέντρου της, όπου έχουν έρθει στο φως μνημεία αντιπροσωπευτικά της ιστορικής πορείας της αρχαίας πόλης, των αλλαγών και του χαρακτήρα της ανά εποχή. Τα κατάλοιπα αυτά τεκμηριώνουν τη συνεχή και συστηματική χρήση του χώρου από τους πρώιμους γεωμετρικούς μέχρι και τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους.
Τα λείψανα της αρχαίας Σπάρτης προσέλκυσαν το ενδιαφέρον ξένων περιηγητών και ερευνητών ήδη από τον 15ο αιώνα. Ωστόσο, τον 18ο και τον 19ο αιώνα το ενδιαφέρον αυτό εκδηλώθηκε συστηματικότερα και οδήγησε στην ταύτιση, την καταγραφή, την αποτύπωση, ακόμα και τη διερεύνηση αρχαίων θέσεων και μνημείων. Το 1875 ο Παναγιώτης Σταματάκης, ως απεσταλμένος της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, προώθησε την απαλλοτρίωση του αρχαίου θεάτρου. Το λεγόμενο «Κυκλοτερές Οικοδόμημα», που βρίσκεται στο νότιο τμήμα της αγοράς, είναι το πρώτο μνημείο που ανασκάφηκε συστηματικά το 1892 και δημοσιεύτηκε από τους αρχαιολόγους C. Waldstein και C.L. Meader της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών. Η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή εργάστηκε συστηματικά στην ακρόπολη και την αγορά της Σπάρτης καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Τη δεκαετία του ’30 στην ακρόπολη εργάστηκαν ο Αδαμάντιος Αδαμαντίου και ο Γεώργιος Σωτηρίου και, μετά τη διακοπή που επέφερε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, τα έτη 1960–1962 η έρευνα συνεχίστηκε με έξοδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και υπό την εποπτεία του Χρύσανθου Χρήστου, ο οποίος αποκάλυψε μνημειακό στωικό οικοδόμημα στην περιοχή της αγοράς. Στο θέατρο εργάστηκε το 1974 και ο Γ. Σταϊνχάουερ, ο οποίος ανέσκαψε μέρος του κοίλου του. Το 2007 ξεκίνησε το πενταετές πρόγραμμα έρευνας του θεάτρου, σε συνεργασία της (πρώην) Ε΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή. Κατά τα έτη 2012 και 2013 εκπονήθηκε και εγκρίθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο «Μελέτη αποκατάστασης του αρχαίου θεάτρου της Σπάρτης». Η εν λόγω μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και ανατέθηκε σε μελετητή από το μη Κερδοσκοπικό Σωματείο «Διάζωμα».
Εργασίες προστασίας και ανάδειξης πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά συστηματικά και στο σύνολο του αρχαιολογικού χώρου το διάστημα 2011–2015, στο πλαίσιο του έργου «Προστασία, Διαμόρφωση, Ανάδειξη και Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων της Σπάρτης», το οποίο είχε ενταχθεί στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Δυτικής Ελλάδας–Πελοποννήσου–Ιονίων Νήσων 2007–2013». Την υλοποίησή του ανέλαβε απολογιστικά και με αυτεπιστασία αρχικά η (πρώην) Ε΄ ΕΠΚΑ και ακολούθως η Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας. Με την ολοκλήρωση του έργου, η πόλη της Σπάρτης απέκτησε έναν οργανωμένο και επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, με υποδομές εξυπηρέτησης για το κοινό, πινακίδες σήμανσης και πληροφόρησης, διαδρομές περιήγησης και πλατώματα ανάπαυσης και θέασης για τους επισκέπτες. Η ανάδειξη του κεντρικού αρχαιολογικού χώρου της πόλης και η δημιουργία διαδρομών περιήγησης που συνδέουν τα μνημεία του μεταξύ τους συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας όσο το δυνατόν πληρέστερης εικόνας για την αρχαία Σπάρτη, ενώ παράλληλα οργανώνουν αντιπροσωπευτικά και εύληπτα για τον επισκέπτη υποσύνολα που συντελούν στην προσέγγιση επιμέρους πτυχών της ζωής της αρχαίας, ρωμαϊκής και βυζαντινής πόλης.
Η ακρόπολη της αρχαίας Σπάρτης είναι ο ψηλότερος από τους ομαλούς λόφους στα βόρεια της πόλης. Πολύτιμη πηγή πληροφόρησης για την τοπογραφία της Σπάρτης, όχι μόνο των ρωμαϊκών αλλά και των κλασικών χρόνων, αποτελεί ο περιηγητής Παυσανίας που επισκέφτηκε την πόλη στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. Από τον περιηγητή, αλλά και από άλλες αρχαίες πηγές, πληροφορούμαστε πως στην ακρόπολη υπήρχε ένα από τα σημαντικότερα και πιο παλιά ιερά της Σπάρτης, το ιερό της Αθηνάς Πολιούχου ή Χαλκιοίκου. Ο Παυσανίας κοντά στο ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου συνάντησε και άλλους λατρευτικούς χώρους, το ιερό της Αθηνάς Εργάνης, ιερό προς τιμή των Μουσών, τους ναούς του Διός Κοσμητά και της Αρείας Αφροδίτης, όπως και στωικά οικοδομήματα, τον τάφο του μυθικού βασιλιά Τυνδάρεω, αγάλματα και αφιερώματα.
Η έκταση που καταλάμβανε η αγορά της αρχαίας Σπάρτης τοποθετείται από τους περισσότερους μελετητές σε πλάτωμα στο λόφο του Παλαιοκάστρου, στα ανατολικά της ακρόπολης. Ο Θουκυδίδης στέκεται στην απουσία πολυτελών κτηρίων και ιερών από τη Σπάρτη του 5ου αιώνα π.Χ. και στην αναντιστοιχία της εικόνας της πόλης με τη δύναμη και το κλέος των Λακεδαιμονίων την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο ιστορικός αναφέρει χαρακτηριστικά: «Λακεδαιμονίων γάρ εἰ ἡ πόλις ἐρημωθείη, λειφθείη δὲ τά τε ἱερὰ καὶ τῆς κατασκευῆς τὰ ἐδάφη, πολλήν ἂν οἶμαι ἀπιστίαν τῆς δυνάμεως προελθόντος πολλοῦ χρόνου τοῖς ἔπειτα πρὸς τὸ κλέος αὐτῶν εἶναι […] οὔτε ξυνοικισθείσης πόλεως οὔτε ἱεροῖς καὶ κατασκευαῖς πολυτελέσι χρησαμένης […] » (Θουκ. Ι.10.2). Ωστόσο, η αγορά του 2ου αιώνα μ.Χ., όπου είχαν συγκεντρωθεί οι διοικητικές και θρησκευτικές λειτουργίες της πόλης, εντυπωσίασε τον περιηγητή Παυσανία ο οποίος τη χαρακτηρίζει ως «θέας ἀξία» (Παυσ. ΙΙΙ.11.2) και μνημονεύει πλήθος ιερών, μνημείων, τάφων και δημοσίων κτηρίων που συνάντησε στην ευρύτερη περιοχή της. Μεταξύ άλλων αναφέρει την αίθουσα συνεδριάσεων της Γερουσίας, τα κτήρια των Εφόρων, τους ναούς του Καίσαρα και του Αυγούστου, τα ιερά της Γης, του Αγοραίου Δία και της Αγοραίας Αθηνάς, του Ξένιου Δία και της Ξενίας Αθηνάς, τον τάφο του Ορέστη, το κολοσσιαίο άγαλμα του Δήμου της Σπάρτης και άγαλμα του Ερμή αγοραίου με τον Διόνυσο παιδί. Επίσης καταγράφει το Χορό, όπου τελούνταν οι Γυμνοπαιδιές προς τιμήν του Απόλλωνα, τη Σκιάδα, χώρο δημοσίων και μουσικών εκδηλώσεων, και το «περιφερές οικοδόμημα» με τα αγάλματα του Ολυμπίου Διός και της Ολυμπίας Αφροδίτης. Εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα από το πολυτελές θέατρο και την Περσική Στοά, το πιο επιβλητικό από τα οικοδομήματα της αγοράς. Τα περισσότερα από τα μνημεία που συνάντησε ο Παυσανίας στην περιοχή της αγοράς χρονολογούνται στους αρχαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους, εποχές ιδιαίτερης ακμής για τη Σπάρτη.
Σήμερα στο χώρο της ακρόπολης και της αγοράς είναι ορατά τα κατάλοιπα οικοδομημάτων που εξυπηρετούσαν ποικίλες χρήσεις και λειτουργίες στο πέρασμα των αιώνων. Πρόκειται για μνημεία της αρχαϊκής και κλασικής Σπάρτης, στωικά οικοδομήματα, δημόσια κτήρια και ιδιωτικές οικίες των ρωμαϊκών χρόνων, ναούς, δημόσια οικοδομήματα και οικίες των βυζαντινών χρόνων.