Οι γυναίκες είναι καλές για βοηθοί, για δακτυλογράφοι, διοικητικό προσωπικό, σύζυγοι, ερωτικοί σύντροφοι, σιωπηλές θεραπαινίδες, αλλά όχι και ισάξιες των ανδρών επιστήμονες – συνάδελφοι, συνερευνητές, ακόμα και στη γοητευτικά ανθρωπιστική επιστήμη της αρχαιολογίας.
Και παρότι σε όλο τον κόσμο η αρχαιολογική επιστήμη ανδροκρατείται ακόμη και σήμερα, μόνο στην Ελλάδα (και από το τελευταίο τρίτο του προηγούμενου αιώνα) οι ποσοστώσεις γέρνουν εντυπωσιακά προς το γυναικείο φύλο.
Λογοκοπές, έμφυλες ταυτότητες και αποκλεισμοί, ακόμα και σε επιστημονικές μελέτες, κλοπές ανερυθρίαστες πνευματικού και επιστημονικού έργου, συνοικέσια δι’ αγγελιών, γάμοι/διαβατήρια για μια «ήρεμη» επιστημονική ζωή συμβαίνουν και σήμερα, συνέβαιναν όμως και σχεδόν έναν αιώνα πριν, με «δράστες» άνδρες ακαδημαϊκούς και «θύματα» τις βοηθούς τους. Αυτά και άλλα πολλά αποκαλύφθηκαν μέσα από μια σειρά εισηγήσεων για τις «Γυναίκες στην αρχαιολογία: μεταξύ αδράνειας και ορατότητας», στην ομότιτλη ημερίδα που διοργάνωσε με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας η νέα διοίκηση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Στην ημερίδα έγινε αναλυτικός λόγος για άνδρες προϊσταμένους με σεξιστικές συμπεριφορές, υιοθέτηση ανδρικών συμπεριφορών από τις γυναίκες που κατάφεραν, επιτέλους, μετά τα μέσα του προηγούμενου αιώνα στην Ελλάδα να καταλάβουν θέσεις εξουσίας στον αρχαιολογικό κλάδο, επιστημονική ανάγνωση των αρχαιολογικών ευρημάτων με ανδροκρατική προσέγγιση, άρθρωση του αντικειμενικού αρχαιολογικού λόγου από άνδρες αρχαιολόγους με προκατάληψη φύλου. Από το σύνολο των ομιλητριών επιχειρήθηκε η αποτίμηση της συμβολής των γυναικών στην αρχαιολογία, με βάση το δίπτυχο της επιστημονικής και της έμφυλης ιδιότητάς τους.
Με το γλωσσικό ζήτημα, τις εκούσιες ή ακούσιες εννοιολογικές εκτροπές του λόγου, ακόμα και στις προσφωνήσεις, προτίμησε να ασχοληθεί στο χαιρετισμό της η γγ του υπουργείου Πολιτισμού Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, σε μια περισσότερο συναισθηματική ανάγνωση του θέματος «ενθυμούμενη το πλήθος σεξιστικών σχολίων που υπέστησαν οι γυναίκες αρχαιολόγοι της δικής της, προηγούμενης γενιάς και χαρακτηρίζοντας ως όχι αθώα διαδικασία το λόγο ως νοηματοδοτικό εργαλείο».
Για τις «γυναικείες απαρχές της αρχαιολογίας στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, τον αποκλεισμό τους από το χώρο των ανασκαφών και τον περιορισμό τους σε χώρους μουσείων ή γραφείων, την αντιμετώπιση των πρώτων πτυχίων ως προίκα για ένα καλό γάμο και στην καλύτερη περίπτωση την απασχόλησή τους ως άμισθων βοηθών των συζύγων ανασκαφέων» έκανε λόγο η αρχαιολόγος Δήμητρα Κοκκινίδου. Για την αρχαιολόγο Άννα Αποστολάκη (1881-1958) μίλησε η ερευνήτρια Βασιλική Φλώρου, ενώ εξαντλητική αλλά άκρως γοητευτική αναφορά με σχόλια και αποκαλύψεις έως και για την εξέλιξη των ενδυματολογικών προτιμήσεων των Ελληνίδων αρχαιολόγων την τελευταία 50ετία και πλέον έκανε η επίτιμη έφορος αρχαιοτήτων Κατερίνα Ρωμιοπούλου.
Τρεις ιστορίες για τις γυναίκες στην αρχαιολογία στο τέλος του 20ού αιώνα (ίσως και αυτοβιογραφικές) διηγήθηκε στο ακροατήριο η μέχρι πρότινος διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου και νυν έφορος αρχαιοτήτων πόλης Θεσσαλονίκης, Τζένη Βελένη, η οποία αφιέρωσε την εισήγησή της στη «Mary Ross-Ellingson και στη μνήμη των αδικημένων γυναικών της αρχαιολογίας».
Πέρασαν σχεδόν 90 χρόνια από την πρώτη αποστολή, το καλοκαίρι του 1928 στα ερείπια της Ολύνθου, της αμερικανικής αρχαιολογικής σχολής, υπό τον καθηγητή της κλασικής αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins, τον τότε 48χρονο Ντέιβιντ Ρόμπινσον, μαζί με μια ομάδα πολυάριθμων μεταπτυχιακών φοιτητών του. Ανάμεσά τους και η 22χρονη Hellen-Mary Ross, προπτυχιακή φοιτήτρια κλασικών σπουδών και πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Αλμπέρτα του Καναδά.
Στη διάρκεια των ανασκαφικών εργασιών, ανάμεσα στη… μαγεμένη από το ακαδημαϊκό μεγαλείο του καθηγητή της και επικεφαλής ανασκαφέα Ντ. Ρόμπινσον αναπτύχθηκε τρυφερή σχέση. Η νεαρή αρχαιολόγος εργάστηκε σθεναρά στο πλευρό του καθηγητή, ο οποίος της ανέθεσε ως θέμα του διδακτορικού της τη μελέτη των 220 ειδωλίων της Ολύνθου.
Η νεαρή αρχαιολόγος εργάζεται σκληρά, καταθέτει σε ένα χρόνο τη διδακτορική της διατριβή και την επόμενη χρονιά ο καθηγητής δημοσιεύει με ελάχιστες τροποποιήσεις «Τα 220 ειδώλια της Ολύνθου» ως μέρος ενός από τους συνολικά 14 τόμους με τίτλο «Ανασκαφές στην Όλυνθο», την επιστημονική μελέτη της τρυφερής συνεργάτιδας-βοηθού του, αναφέροντας απλώς και μεταξύ άλλων στην εισαγωγή ευχαριστίες στην «πιστή, διακριτική και εργατική συνεργάτη και καταγραφέα των ευρημάτων κα Mary Ross».
Η Mary Ross δεν απάντησε, δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ. Σε λίγα χρόνια παντρεύτηκε, έγινε Mary Ross-Ellingson, και το παράδοξο είναι πως παρέμεινε φίλη με τον καθηγητή, ο οποίος μάλιστα επανήλθε προκλητικότερα είκοσι χρόνια αργότερα (στα 1952) αποστέλλοντας στην παλιά συνεργάτιδά του ευχετήρια κάρτα, όπου αναπαρίσταται το πορτρέτο του Ρόμπινσον, ενώ κρατάει στα χέρια του τον 14ο τόμο «Όλυνθο VII» με το κλεμμένο περιεχόμενο.
H κα Ellingson, στο μεταξύ, έγινε μητέρα, τη δεκαετία του ΄60 επέστρεψε στον ακαδημαϊκό χώρο ως καθηγήτρια αρχαιολογίας και αποσύρθηκε στα 1974, χωρίς ποτέ να δημοσιεύσει τίποτα για την ανασκαφή της Ολύνθου.
Μετά το 1993, οπότε πέθανε, μια από τις κόρες της ανακάλυψε ένα πλούσιο φωτογραφικό άλμπουμ με πλήθος ασπρόμαυρες ειδυλλιακές καταγραφές της μητέρας της και του κ. καθηγητή στη «εξωτική» Όλυνθο του μεσοπολέμου.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο καθηγητής αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, Alan Kaiser, δημοσίευσε τη μελέτη «Archaeology, sexism and scandal. The long-suppressed story of one woman’s discoveries and the man who stole credit for them».
Την ιστορία της Mary Ellingson μαζί με άλλες… ανασκαφές σε ιστορίες αρχαιολόγων με φόντο την Ελλάδα, ακόμα και των τελών του 19ου αιώνα, έφερε στο αρχαιολογικό μουσείο με την εισήγησή της («Δημόσιες (αν) ισορροπίες και προσωπικές ακροβασίες: γυναίκες αρχαιολόγοι – ιστορίες και βιώματα») η συνεργάτιδα του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας Cotsen, του πανεπιστημίου του Λος Άντζελες Μαριάννα Νικολαΐδου.
«Ζητείται Ελληνίς» τιτλοφόρησε την αγγελία του, σε εφημερίδα της εποχής, ο 46χρονος Ερρίκος Σλήμαν κατά το τρίτο ταξίδι του στην Ελλάδα το 1868, αναζητώντας γυναίκα «με ελληνοπρεπή εμφάνιση, μαύρα μαλλιά και ή το δυνατόν όμορφη και στοργική», ανταποκρινόμενη στο αρχαίο ελληνικό ιδεώδες, με δυνατότητες απαγγελίας στίχων του Ομήρου στο πρωτότυπο, να είναι ένα πλάσμα στοργικό, ευπειθές και υπάκουο». Και έτσι «εντόπισε» την κατά τριάντα χρόνια νεότερή του, μεσοαστή αρσακειάδα Σοφία Εγκαστρωμένου, με την οποία και συνέθεσαν το μύθο του περίφημου «Ζεύγους της Αρχαιολογίας».
Η Σοφία Σλήμαν, μόλις πέντε χρόνια αργότερα, με την ανακάλυψη της Ομηρικής Τροίας «δανείζει» το πρόσωπό της στο ομηρικό όραμα του συζύγου της και απαθανατίζεται με το διάδημα της Ωραίας Ελένης και τα βαρύτιμα στολίδια του θησαυρού της Τροίας.