Το τεύχος 110, το δεύτερο μέρος του αφιερώματος στον Έρωτα με τίτλο Περί Έρωτος και Αγάπης, το οποίο επιμελείται ο Αντρέας Ιωαννίδης, κατοπτεύει το χριστιανικό, θεοκρατικό Βυζάντιο. Εδώ, πλάι στη λέξη Έρωτας βρίσκουμε την έννοια της Αγάπης, πλάι στον σκανταλιάρη φτερωτό θεό της αρχαιότητας τον βυζαντινό άγγελο, πλάι στο Θεό τιμωρό έναν Θεό της αγάπης. Κι αν η βυζαντινή περίοδος φέρνει στο νου συντηρητισμό, απαγορεύσεις και δυστοκία στα ερωτικά θέματα, οι συγγραφείς του τεύχους έρχονται να αναδείξουν τις λιγότερο γνωστές όψεις της, μιλώντας για βυζαντινούς έρωτες, για ερωτισμό στο Βυζάντιο και για αγγέλους ως απεικονίσεις του έρωτα…
Το αφιέρωμα ξεκινάει με το άρθρο του Γιώργου Ζωγραφίδη, «Βυζαντινοί έρωτες, θεϊκοί και ανθρώπινοι… Η διαλεκτική της επιθυμίας και της απάθειας», όπου παρουσιάζεται και σχολιάζεται ο ερωτικός λόγος κατά τη βυζαντινή περίοδο, έως τον 12o αιώνα. Με βάση τις γραπτές πηγές καταγράφεται η ποικιλία των ερωτικών σχέσεων και η (μάλλον ανεπιτυχής!) προσπάθεια κατασταλτικής ρύθμισής τους από την πολιτεία και τη χριστιανική εκκλησία. Όταν, από τον 6o αιώνα, ο ερωτικός λόγος εκλείπει, η γλώσσα του σωματικού έρωτα μεταφέρεται και χρησιμοποιείται πλέον στον θεολογικό λόγο, για να δηλώσει τη θρησκευτική εμπειρία και ειδικότερα για να παραστήσει τη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο.
Αυτόν τον «υψηλότερο και αεικίνητο Έρωτα που συνοδεύει τη διάνοια κατά την άνοδό της προς τον Θεό» συναντάμε και στο διδακτικό κείμενο του Μιχαήλ Ψελλού, το οποίο περιγράφει και ερμηνεύει ένα άγαλμα του κοιμώμενου Έρωτα. Στο άρθρο της Χριστίνας Γ. Αγγελίδη, «Ένα άγαλμα του Έρωτα και η ερμηνεία του τον 11ο αιώνα», παρακολουθούμε πώς ο Ψελλός διακρίνει διαστάσεις του Έρωτα που ανάγονται στην πλατωνική φιλοσοφία, δίνοντας ένα σύνθετο μάθημα αισθητικής και φιλοσοφίας.
Υπήρξε τελικά ερωτισμός στο Βυζάντιο; Στο ερώτημα αυτό απαντά το άρθρο της Μαρίας Καμπούρη-Βαμβούκου, «Ερωτισμός και Βυζάντιο». Πώς προσπάθησε ο ερωτισμός να υπερβεί τις αντιστάσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα από τη λογοτεχνία και την πραγματική ζωή; Σε αντίθεση με τα συνήθως θρυλούμενα για το Βυζάντιο, προκύπτει από τις πηγές ότι αυτό υπήρξε μία ανεκτική σε θέματα ερωτισμού κοινωνία, η οποία κατόρθωνε να συνδυάζει την πνευματικότητα και τη λατρεία προς το θείον με τον εγκόσμιο έρωτα.
Από το τεύχος αυτό του αφιερώματος δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι αναφορές στο «Άσμα Ασμάτων», ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της εβραϊκής λογοτεχνίας, με βαθύτατα ερωτικό περιεχόμενο. Ο Θάνος Χρήστου, «Άσμα Ασμάτων: έρωτας θεϊκός ή έρωτας ανθρώπινος;», παρουσιάζει την εικονογράφησή του από Έλληνες δημιουργούς της νεοελληνικής τέχνης, οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, μένουν στην καθαρά ερωτική ερμηνεία του κειμένου, δίχως να τους απασχολεί η απόδοση ενός συμβολικού, αλληγορικού ή θεολογικού περιεχομένου.
«Είναι οι άγγελοι μια απεικόνιση του Έρωτα στη βυζαντινή τέχνη»; Στη βυζαντινή εικονογραφία συναντούμε μυριάδες αγγέλων και άλλων φτερωτών μορφών. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι κάποια από αυτές τις φτερωτές μορφές είναι η απεικόνιση του έρωτα στη βυζαντινή τέχνη; Το ερώτημα θέτει και απαντά η Άννα Παπαστεργίου.
Και τέλος, μια άλλη ερμηνεία του ερωτικού πάθους προσφέρουν οι Ν. Θεοχαράκης, Σ. Στυλιανίδης, Φ. Θεοχαράκης και Σ. Γερουλάνος, «Ασθένεια του αισθήματος. Ο έρωτας στο βυζαντινό σύστημα ψυχοπαθολογίας». Ως ασθένεια του αισθήματος, ο έρωτας αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία στο βυζαντινό σύστημα ψυχοπαθολογίας. Μάλιστα, όπως τονίζεται στο άρθρο, το αίσθημα αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο των διαταραχών περισσότερο από τους ιατρούς της βυζαντινής περιόδου παρά από τους εκκλησιαστικούς πατέρες με ιατρική παιδεία! Ως βασικά του συμπτώματα περιγράφονται η δυσθυμία, η αϋπνία, η οινοποσία, η ασιτία και η διαρκής αναζήτηση του έρωτα ως πάθους…
Πελαγία Τσινάρη