Εγκρίθηκαν ομόφωνα από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων οι μελέτες στερέωσης, αποκατάστασης και ανάδειξης της Γέφυρας της Πλάκας, στην πρώτη συνεδρίαση του γνωμοδοτικού οργάνου για το 2018.
«Είναι ιδιαίτερη η χαρά μου που ξεκινάμε τις συνεδριάσεις για το 2018 με κάτι που έχουμε δουλέψει πάρα πολύ», υπογράμμισε προλογίζοντας τη συνεδρίαση η υπουργός Πολιτισμού, Λυδία Κονιόρδου, η οποία εξέφρασε την ελπίδα «να δούμε το Γεφύρι της Πλάκας σηκωμένο πάλι φέτος το καλοκαίρι, κάτι που είναι μέσα στο χρονοδιάγραμμα και είναι ρεαλιστικό και εφικτό». Επίσης, η κα Κονιόρδου ευχαρίστησε τη Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων που συντόνισε τη συνεργασία επτά φορέων για την υλοποίηση του έργου, των υπουργείων Πολιτισμού, Υποδομών και Οικονομίας, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, της Περιφέρειας Ηπείρου, του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων.
«Είναι ένα πολύ σημαντικό έργο και πολύ δύσκολο και γι’ αυτό χρειάστηκε η συνεργασία πολλών φορέων», συμπλήρωσε από την πλευρά της η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Μαρία Βλαζάκη.
Το λιθόκτιστο μονότοξο γεφύρι της Πλάκας, έργο του 1866 και κηρυγμένο μνημείο και έργο τέχνης, κατέρρευσε την 1η Φεβρουαρίου 2015, έπειτα από τις ισχυρές βροχοπτώσεις που έπληξαν τα Τζουμέρκα. Ωστόσο, όπως είχε διαπιστώσει η ομάδα μελετητών του ΕΜΠ, που προσέφερε αφιλοκερδώς τις προκαταρκτικές μελέτες για το έργο, οι πλημμύρες που δημιουργήθηκαν από τις βροχοπτώσεις δεν ήταν από μόνες τους ικανές να προκαλέσουν βλάβες στο μνημείο, αλλά κύριο αίτιο της κατάρρευσης ήταν η διάβρωση που εντοπίστηκε στο ανατολικό βάθρο της γέφυρας. Σημειώνεται ότι το 2008 είχαν γίνει κάποιες εργασίες συντήρησης στο μνημείο, οι οποίες δεν ολοκληρώθηκαν, ενώ το 2013 είχε γίνει σύσκεψη αρμόδιων φορέων για την περαιτέρω αναστήλωση του μνημείου, που ωστόσο δεν προχώρησε. Ρωγμές στο μνημείο είχαν εντοπιστεί και το 2014.
Τον Ιούνιο του 2016 τα μέλη του ΚΣΝΜ έδωσαν το πράσινο φως για την αποκατάσταση του γεφυριού και την άμεση υλοποίηση εργασιών στερέωσης των τμημάτων του που δεν είχαν καταρρεύσει. Τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2017 πραγματοποιήθηκαν επείγουσες εργασίες, όπως η στερέωση και συγκράτηση υφιστάμενων τμημάτων για την αποτροπή του κινδύνου κατάρρευσής τους και η περισυλλογή και διάσωση του αυθεντικού υλικού του μνημείου.
Οι μελέτες, που εγκρίθηκαν πρόσφατα, τέθηκαν σε όλα τα στάδιά τους υπόψη Επιστημονικής Επιτροπής που συγκροτήθηκε για το σκοπό αυτό (προεδρεύει ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ, Μανόλης Κορρές) και Κοινής Επιτροπής Παρακολούθησης του έργου.
Σύμφωνα με τις μελέτες θα γίνει αποκατάσταση της γέφυρας στη μορφή που είχε πριν καταρρεύσει. Το γραφείο μελετών που ανέλαβε να τις συντάξει προτείνει την αποκατάσταση της γέφυρας σε δύο στάδια, χωρίς όμως να αποκλείεται να γίνουν σε μία φάση εάν υπάρξει αυτή η δυνατότητα από τον ανάδοχο του έργου. Όπως διευκρίνισε ο κ. Κορρές, στο μέρος της γέφυρας που λείπει και το οποίο υπολογίζεται στο ήμισυ του συνόλου, θα χρησιμοποιηθεί ως επί το πλείστον νέο υλικό, ενώ «εξετάζεται το αν θα ενσωματωθεί και το παλιό υλικό». Συμπλήρωσε δε ότι «γνωρίζουμε παραδείγματα όπου υπάρχει διαλεκτική σχέση του αυθεντικού υλικού και των συμπληρώσεων».
Η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Αναστήλωσης, Αμαλία Ανδρουλιδάκη, παρατήρησε ότι «χρειάζεται άμεση έγκριση των μελετών για να ξεκινήσει το έργο το καλοκαίρι».
Σύμφωνα, εξάλλου, με σχετικό δελτίο Τύπου που είχε εκδώσει το υπουργείο Πολιτισμού τον περασμένο μήνα, οι επόμενες ενέργειες του έργου, όπως καθορίστηκαν από την Κοινή Επιτροπή Παρακολούθησης, περιλαμβάνουν, εκτός από την έγκριση από το υπουργείο των οριστικών μελετών, και εκπόνηση των μελετών εφαρμογής, σύνταξη των τευχών δημοπράτησης, διακήρυξη του διαγωνισμού και επιλογή του αναδόχου, «ώστε να διασφαλιστεί η εκκίνηση της τελικής φάσης αποκατάστασης του εμβληματικού γεφυριού, την άνοιξη του 2018».
Κατά την έναρξη της πρόσφατης συνεδρίασης η γενική γραμματέας του υπουργείου έκανε έναν σύντομο απολογισμό του Συμβουλίου για το 2017, παρουσία της υπουργού Πολιτισμού, Λυδίας Κονιόρδου.
Τη χρονιά που πέρασε συζητήθηκαν 280 θέματα και όπως διευκρίνισε η κα Βλαζάκη «στο ΚΣΝΜ τα θέματα που εισάγονται είναι πάντα λιγότερα αριθμητικά σε σχέση με το ΚΑΣ, αλλά ο χρόνος που απαιτείται για την εξέτασή τους αντιστοιχεί με ένα μεγάλο ΚΑΣ».
Τα θέματα αφορούσαν σε χαρακτηρισμούς κτιρίων ως μνημείων, χαρακτηρισμούς περιοχών ως ιστορικών τόπων, μελέτες αποκατάστασης κτιρίων, πρακτικά της επιτροπής του άρθρου 41 για κατεδαφίσεις, σύμφωνη γνώμη για υλοποιήσεις έργων στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ, μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, απαλλοτριώσεις ή εξαγορά, παραχωρήσεις κτιρίων, άδειες φωτογράφισης και κινηματογράφησης, χαρακτηρισμούς αντικειμένων ως κινητών μνημείων, δανεισμούς κινητών μνημείων και άδειες καταδύσεων σε ναυάγια.
Μεταξύ αυτών ήταν η έγκριση του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης και ο χαρακτηρισμός ως μνημείων κτιρίων του Ελληνικού, η συζήτηση για τη διατήρηση ή μη του ιστορικού κινηματογράφου «Άστρον» και η αποκατάσταση κτιρίων του πρώην 401 Στρατιωτικού Νοσοκομείου.
«Είχαμε δύσκολα θέματα, αλλά πιστεύω ότι όλα τα αντιμετωπίσαμε με το κύρος και την αξιοπρέπεια που έχει το Συμβούλιο και τα μέλη του», παρατήρησε η κα Βλαζάκη.