Τη λήξη των φετινών ανασκαφών στον Άγιο Σωζόμενο, στο πλαίσιο του προγράμματος ASESP (Agios Sozomenos Excavation and Survey Project), υπό τη διεύθυνση της δρος Δέσπως Πηλείδου, Εφόρου Αρχαιοτήτων, ανακοίνωσε το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου. Οι φετινές ανασκαφές, οι οποίες διήρκεσαν από τις 11 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 27 Οκτωβρίου 2017, επικεντρώθηκαν στο υψίπεδο «Νικολήδες» και στόχευαν στη διερεύνηση του οχυρού, ενώ διενεργήθηκαν επίσης ανασκαφές για πρώτη φορά στη θέση Αμπέλια, όπου είχαν εντοπιστεί κατά τη διάρκεια των επιφανειακών επισκοπήσεων του 2016 αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην επιφάνεια του εδάφους με μεγάλες ποσότητες θραυσμένων πίθων.
Στις υψηλής ευκρίνειας αεροφωτογραφίες του 2013 διαφάνηκε τείχος με περιφέρεια γύρω στα 920 μ. Ένα όρυγμα στη νότια πλευρά του αποκάλυψε εντυπωσιακό τείχος χτισμένο από οριζόντια τοποθετημένους πελεκητούς λίθους, με μικρές πέτρες και κονίαμα μεταξύ τους, που διατηρείται σε ύψος 1,20 μ. Ο τρόπος κατασκευής του είναι σε πλήρη αντίθεση μ’ αυτόν των γειτονικών χώρων, όπου γίνεται χρήση κυρίως ακατέργαστων λίθων.
Οι φετινές ανασκαφές στόχευαν στη διερεύνηση του αρχιτεκτονικού σχεδίου του τείχους, της χρονολογικής του διάρκειας και της λειτουργίας του. Η ανασκαφή της νότιας πλευράς του τοίχου από πελεκητούς λίθους που διαφάνηκε το 2015 αποκάλυψε ότι αποτελείτο από διαταραγμένα στρώματα με τεράστιους λίθους που μεταφέρθηκαν με μηχανικά μέσα από την αρχική τους θέση. Με την αφαίρεσή τους σε συγκεκριμένο σημείο, αποκαλύφθηκε μέρος της νότιας όψης του πύργου. Κάτω από τα μπάζα βρέθηκε σπασμένο αγγείο με οριζόντιες λαβές, που πιθανόν να μιμείται τη Λευκόχριστη κεραμική. Αποκαλύφθηκε επίσης η νοτιοδυτική πλευρά του πύργου, η οποία εφάπτεται στο τείχος, αλλά δεν «δένει» με αυτό. Επομένως ο πύργος μάλλον αποτελεί προσθήκη στο αρχικό τείχος. Έχει διαστάσεις 15×7,5 μ. και είναι κατασκευασμένος από πελεκητούς λίθους με ενδιάμεσα στρώματα από μικρές πέτρες και κοκκινωπό κονίαμα. Ερευνήθηκε επίσης η βορειοδυτική πλευρά του πύργου, όπου και πάλι οι σύγχρονες επεμβάσεις έφτασαν μέχρι το βράχο, αφαιρώντας τον ακρογωνιαίο λίθο από τη θέση του.
Ο περίβολος διασώζεται σε καλή κατάσταση γύρω από το υψίπεδο, εκτός από ένα σημείο όπου αφαιρέθηκε και πάλι από σύγχρονες επεμβάσεις. Είναι κατασκευασμένος από επίπεδες πλάκες σε στρώσεις και μικρές πέτρες μεταξύ τους και σε μερικά σημεία έχει πλάτος 3,20 μ.
Το ερώτημα κατά πόσον υπήρχε εσωτερικός διαχωρισμός απαντήθηκε με σχετική ευκολία, καθώς βρέθηκαν τοίχοι αρκετού πάχους που εφάπτονται στο τείχος και εκτείνονται προς το εσωτερικό του οχυρού. Η ανασκαφή στην ανατολική πλευρά του περιβόλου απέδωσε στοιχεία για τον τρόπο κατασκευής του αλλά και πιθανές μετατροπές του. Σε κάποιο σημείο δημιουργείται μια εσοχή η οποία δεν φαίνεται να είναι σε συνοχή με το υπόλοιπο του τείχους, ίσως διότι έγινε κάποια μετατροπή σε αυτό το σημείο. Το τείχος στη βόρεια πλευρά έχει πλάτος 2,05 μ., ενώ μετά την εσοχή έχει μεταφερθεί προς την άκρη του υψιπέδου και έχει πλάτος 1,80 μ. Και πάλι βρέθηκαν εσωτερικοί τοίχοι, πάνω ακριβώς από τον φυσικό βράχο, που υποδεικνύουν εσωτερικά δωμάτια. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο αν τα δωμάτια αυτά είναι σύγχρονα με τον περίβολο ή αν προϋπήρχαν, ένα ερώτημα που θα διερευνηθεί περισσότερο στην επόμενη ανασκαφική περίοδο. Δεν έχουν βρεθεί αντικείμενα, εκτός από μικρές ποσότητες κεραμικής, ιδιαίτερα στο λεπτό στρώμα χώματος πάνω από τον φυσικό βράχο, που υποδεικνύει την περίοδο μετά την εγκατάλειψη του οχυρού. Η κεραμική αποτελείται από Λευκή Γραπτή τύπου VI, Λευκόχριστη κεραμική τύπου Ι και πρώιμου τύπου ΙΙ, Ερυθρή Επίχριστη, Ακόσμητη κεραμική και μικρά δείγματα Μυκηναϊκής κεραμικής, υποδεικνύοντας χρήση εντός της ΥΚΙ και ΙΙ. Πολύ σημαντικά είναι και τα δείγματα Κυπρο-Μινωικής γραφής που έχουν εντοπιστεί, γραπτά και εγχάρακτα, σε όστρακα κεραμικής και πίθους, τα οποία βρίσκονται υπό μελέτη.
Η ανασκαφή συνεχίστηκε στη θέση Αμπέλια, σε μικρό λόφο περίπου 350 μ. από την ανασκαφή των τριών περασμένων χρόνων στη θέση Τζίρπουλος, όπου διαφαίνονταν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και μεγάλες ποσότητες θραυσμάτων από πίθους. Παρόλο που σήμερα υπάρχει μικρό ρυάκι μεταξύ των δύο θέσεων, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ανήκουν στον ίδιο οικισμό. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν μια ορθογώνια αίθουσα, 11,6×3,3 μ. με γύψινο δάπεδο και είσοδο στη νότια πλευρά, η οποία οδηγούσε σε βοτσαλωτή αυλή. Σε αυτή την αίθουσα υπήρχαν εννέα λίθινες βάσεις όπου ήταν τοποθετημένοι μεγάλοι πίθοι (ομάδας 2 ή 3), οι οποίοι βρέθηκαν σπασμένοι στο δάπεδο. Στη δυτική πλευρά υπήρχαν άλλες παρόμοιες λίθινες βάσεις – ωστόσο δύο μεγάλοι λίθοι φαίνεται ότι έπεσαν και θρυμμάτισαν τους πίθους που βρίσκονταν από κάτω. Ο αριθμός των πίθων κυμαίνεται από 9 μέχρι και 16 και θα πρέπει να συγκέντρωναν μεγάλο μέρος της τοπικής παραγωγής.
Στη δυτική πλευρά του δωματίου, στρώμα από στάχτες πάχους 6 εκ. προήλθε από μεγάλη φωτιά, η οποία προκάλεσε την καταστροφή του κτηρίου. Η οροφή κατέπεσε σφραγίζοντας το στρώμα της καταστροφής σε τουλάχιστον δύο σημεία. Ένας ορθογώνιος λίθος με υποδοχή ίσως να στήριζε μια ξύλινη θύρα ή έναν πάσσαλο.
Στο διπλανό δωμάτιο στα δυτικά, ένας τοίχος παράλληλος με τον δυτικό της αίθουσας αυτής, πιθανόν να αποτελεί μια δεύτερη φάση. Το δάπεδο δεν διατηρείται σε τόσο καλή κατάσταση όσο στο ανατολικό, αλλά ο φυσικός βράχος ήταν καλυμμένος με γύψινη επικάλυψη. Μερικά κοιλώματα στο δάπεδο πιθανόν να είναι από ρίζες δέντρων, ενώ άλλα πιθανόν να ήταν υποδοχές πασσάλων, ιδιαίτερα αυτά που περιείχαν λίθους τοποθετημένους κάθετα. Αυτά με τη γύψινη επίστρωση στήριζαν αποθηκευτικά αγγεία. Έντονα σημάδια φωτιάς διαφάνηκαν και στη δυτική πλευρά του δεύτερου δωματίου όπου διατηρούνται μόνο μικρά τεμάχια των διαχωριστικών τοίχων. Ως αποτέλεσμα είναι δύσκολο να διαγνωστεί με βεβαιότητα αν αυτός ο χώρος ήταν αρχικά ενιαίος και υποδιαιρέθηκε αργότερα σε δύο μακρόστενους μικρότερους χώρους. Στη βόρεια πλευρά του βρέθηκαν καμένα όστρακα πίθων όπως και μέρος της οροφής που κατέρρευσε και σφράγισε το στρώμα καταστροφής από τη φωτιά. Στη νότια πλευρά υπήρχαν μικρότερα αποθηκευτικά αγγεία με εγχάρακτη ή εμπίεστη διακόσμηση μαζί με τριβεία, μια μικρή ορειχάλκινη λεπίδα και ένα λίθινο παιχνίδι, ίσως σε δεύτερη χρήση. Λίθινα παιχνίδια βρέθηκαν σε διάφορα σημεία στην επιφάνεια αλλά και χρησιμοποιημένα ως δομικό υλικό σε τοίχους. Ένα βαθμιδωτό λίθινο αντικείμενο βρέθηκε εντός του καμένου στρώματος. Εκτός από τους πίθους, τα αποθηκευτικά αγγεία, όστρακα κεραμικής και λίθινα εργαλεία, δεν έχει βρεθεί κανένα άλλο αντικείμενο, προφανώς γιατί οι κάτοικοι τα μετέφεραν όλα μαζί τους όταν εγκατέλειψαν το χώρο, πριν από την καταστροφή από φωτιά.
Δύο ορύγματα στην ανατολική πλευρά του λόφου έχουν επιβεβαιώσει ότι οι βαθιές καλλιέργειες κατέστρεψαν δυστυχώς τα αρχαιολογικά στρώματα. Ωστόσο είναι έκδηλο ότι ο αρχαιολογικός χώρος εκτείνεται από τους πρόποδες του υψιπέδου του Barsak μέχρι το σημείο ένωσης των ποταμών Άλυκου και Γιαλιά. Το μέγεθος και η σύνθεση του οικισμού προδίδουν τον αστικό του χαρακτήρα.
Η κεραμική είναι καλής ποιότητας, σε αντίθεση με αυτή στο οχυρό Νικολήδες. Πρόχοι και φιάλες του Δακτυλιόσχημου τύπου κεραμικής, του Λευκού Επίχριστου Ι και Πρώιμου ΙΙ, Λευκού Γραπτού Τροχήλατου και όστρακα Μυκηναϊκής κεραμικής, Ερυθρής και Μελανής Επίχριστης και Ερυθρής επί Ερυθρού ή Ερυθρής επί Μελανού, όπως και Μονόχρωμης, και λίγα όστρακα από μαγειρικά σκεύη υποδεικνύουν ότι, εκτός από τα αποθηκευτικά αγγεία, τα περισσότερα είναι μικρά δοχεία καθημερινής χρήσης. Επομένως πρόκειται για ένα κτήριο με χώρους αποθήκευσης, όπου ήταν συγκεντρωμένη η τοπική παραγωγή, ενώ τα εργαστήρια βρίσκονταν στην κατωφέρεια στα νότια, στη θέση Τζίρπουλος.
Χρειάζεται ακόμα πολλή μελέτη και έρευνα για να αντιληφθούμε ή να σκιαγραφήσουμε την κοινωνική οργάνωση της περιοχής και την αλληλουχία των γεγονότων. Ωστόσο άρχισε ήδη να διαφαίνεται ότι, με την αρχή της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, ο οικισμός έχει ήδη ιδρυθεί και βρίσκεται εκεί σε συνάρτηση με το οχυρό στο Barsak. Σταδιακά η κατοίκηση επεκτείνεται μέχρι την πεδιάδα, προς το σημείο ένωσης των ποταμών Άλυκου και Γιαλιά. Το οχυρό Barsak εγκαταλείπεται και ιδρύεται νέο οχυρό στους Νικολήδες, το οποίο χρειάστηκε να ενδυναμωθεί κατά τη διάρκεια χρήσης του, με πύργο από πελεκητούς λίθους.
Στη θέση Αμπέλια, κοντά στην ένωση των ποταμών και στις οδούς επικοινωνίας με την ανατολική Κύπρο, ιδρύεται ένα κτήριο με αποθηκευτικούς χώρους σε περίοπτο σημείο, το οποίο επιθεωρεί και ελέγχει την περιοχή. Πριν από το τέλος της ΥΚΙΙ, φαίνεται ότι ούτε καν το πανίσχυρο οχυρό στους Νικολήδες δεν έχει τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει στον επερχόμενο κίνδυνο, αφού οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν και τα δύο σημεία, παίρνοντας μαζί τους τα υπάρχοντά τους. Τα οχυρά σε περίοπτα σημεία, η συσσώρευση της παραγωγής στο κτήριο των πίθων στη θέση Αμπέλια, η έκταση του οικισμού και η στρατηγική θέση όλων αυτών των εγκαταστάσεων, προϋποθέτουν σχεδιασμό και έλεγχο τόσο του ανθρώπινου δυναμικού όσο και της παραγωγής. Η κεραμική υποδεικνύει ότι πρόκειται για έναν οικισμό με επαφές, ενώ και τα ορυχεία του χαλκού, που δεν απέχουν πολύ, σε συνδυασμό με τις ποτάμιες οδούς προς τη θάλασσα πρέπει να είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και επέκταση του οικισμού, μέχρι που ένα καταστροφικό γεγονός προκάλεσε την ολική εγκατάλειψη.
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών περισυλλέχθηκαν δείγματα χώματος για επίπλευση (κοσκίνισμα με νερό), ώστε να συλλεχθούν τα οργανικά κατάλοιπα, τα οποία μελέτησε η δρ Εύη Μαργαρίτη (STARC του Ινστιτούτου Κύπρου). Τα αρχαιοβοτανολογικά δείγματα είναι απανθρακωμένα και προέρχονται από τα σημεία της πυρκαγιάς, στην αίθουσα των πίθων. Τα φυτικά κατάλοιπα περιέχουν διάφορους σπόρους όπως δημητριακά και φρούτα, ειδικά κριθάρι, σύκα, σταφύλια και αμύγδαλα. Τα σταφύλια μάλλον θα ήταν σε μορφή σταφίδας γιατί διατηρείται ο φλοιός και μπορεί να διακρίνει κανείς τα κουκούτσια. Εκτός από τα δημητριακά, τα φρούτα και τους ξηρούς καρπούς, υπάρχουν και ζιζάνια καλλιέργειας (Chenopodium και Echium Vulgare) που μάλλον θα περισυλλέγονταν από τη γύρω περιοχή.
Είναι πιθανόν τα πιο πάνω βοτανολογικά ευρήματα να προέρχονται από προϊόντα τα οποία φυλάσσονταν στους πίθους που βρέθηκαν στο κτήριο αυτό, και διατηρήθηκαν γιατί απανθρακώθηκαν στη φωτιά που κατέστρεψε το χώρο. Περισσότερες μελέτες για το περιεχόμενο των πίθων θα διεξαχθούν στο εγγύς μέλλον. Το υλικό αυτό είναι πολύ σημαντικό ως αρχαιοβοτανολογικό δείγμα από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και μαζί με τα δείγματα από τη θέση Τζίρπουλος θα βοηθήσει στην ανασύσταση των αγροτικών πρακτικών και της οικονομίας της περιόδου.