Το Κάστρο Ιωαννίνων με τη διαχρονική ιστορία του αποτελεί ένα εμβληματικό μνημείο της ομώνυμης πόλης. Είναι κτισμένο σε μια μικρή χερσόνησο που προβάλλει στη λίμνη Παμβώτιδα και περιέβαλλε τον οικιστικό πυρήνα της πόλης. Το Κάστρο διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Η χάραξή του ακολουθεί σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου. Ο οχυρωματικός περίβολος, προσαρμοσμένος στις υψομετρικές καμπύλες του εδάφους, έχει ύψος που κυμαίνεται σήμερα από τα 8,85 μ. έως και τα 13,69 μ. Στο εσωτερικό του διαμορφώνονται δύο οχυρές ακροπόλεις: η βορειοανατολική, όπου σήμερα δεσπόζει το τζαμί του Ασλάν πασά, και η νοτιοανατολική, που είναι περισσότερο γνωστή ως Ιτς Καλέ.
Γιάννενα πρώτα στ’ άρματα/ στα γρόσια και στα γράμματα. Με το δίστιχο αυτό η λαϊκή μούσα τραγούδησε την πόλη των Ιωαννίνων, παραπέμποντας συνειρμικά στη νεότερη ιστορία της και συγκεκριμένα στην εποχή του διαβόητου Αλή πασά, όταν η πόλη γνώρισε ιδιαίτερη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη. Ωστόσο, τα Ιωάννινα είναι γνωστά ήδη από τη Βυζαντινή περίοδο, ενώ τα πορίσματα των πρόσφατων ανασκαφών ανάγουν την ίδρυση και τις απαρχές της πόλης στην αρχαιότητα.
Αν και τα στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι σήμερα είναι λιγοστά, αναμφίβολα ο πρώτος οικιστικός πυρήνας της πόλης εντοπίζεται στην περιοχή του Κάστρου, κτισμένου στη μικρή βραχώδη χερσόνησο που εισχωρεί στη λίμνη και ενωνόταν με την υπόλοιπη ξηρά με μια στενή λωρίδα γης. Σε παλαιότερες εποχές η λωρίδα αυτή κατακλυζόταν από τα νερά της λίμνης, δυσκολεύοντας μεν την πρόσβαση στον οικισμό, παρέχοντας όμως ταυτόχρονα ασφάλεια στους κατοίκους του.
Οικοδομικά λείψανα και τυχαία ευρήματα που βρέθηκαν στο Κάστρο πιστοποιούν την ύπαρξη ενός αρχαίου οικισμού, το όνομα του οποίου δεν είναι για την ώρα γνωστό. Η σημαντική θέση, από άποψη γεωμορφολογίας και στρατηγικής, που κατείχε η αρχαία πόλη στο κέντρο του λεκανοπεδίου, μας οδηγεί στην άποψη ότι θα πρέπει να αναζητηθεί εδώ μια σημαντική πόλη του φύλου των Μολοσσών, που δεν αποκλείεται να είναι και η ίδια η πρωτεύουσά τους, η Πασσαρώνα.
Ανασκαφικές έρευνες που έγιναν στο νοτιοδυτικό σκέλος του Κάστρου, κοντά στην κεντρική πύλη, έφεραν στο φως τμήμα ισχυρού αρχαίου τείχους και πύργου, κατασκευασμένου με μεγάλους δόμους, τοποθετημένους κατά το ακανόνιστο ισόδομο διάτονο σύστημα, στοιχεία που συνηγορούν στη χρονολόγηση της οχύρωσης στους ύστερους κλασικούς–ελληνιστικούς χρόνους. Η χρονολόγηση αυτή ενισχύεται και από νομίσματα της ίδιας εποχής που βρέθηκαν στις επιχώσεις του τείχους. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα εξαιρετικά σημαντικό εύρημα που μεταθέτει την ιστορία της πόλης των Ιωαννίνων πολλούς αιώνες πίσω στην αρχαιότητα, ανατρέποντας τις αποδεκτές απόψεις και τις μέχρι πρόσφατα γνωστές μελέτες.
Αν και τα στοιχεία είναι ακόμη λιγοστά, φαίνεται ότι η αρχαία οχύρωση αναπτυσσόταν κυρίως στο δυτικό, και πιο ευάλωτο, τμήμα της μικρής χερσονήσου. Το ανατολικό τμήμα της ήταν φυσικά προστατευμένο από το έντονο γεωφυσικό του ανάγλυφο που το καθιστούσε δυσπρόσιτο από την πλευρά της λίμνης.
Λόγω της σπουδαιότητας της θέσης και της προϋπάρχουσας οχύρωσης, μολονότι δεν υπάρχουν στοιχεία, θεωρούμε πολύ πιθανό η πόλη να εξακολούθησε να υπάρχει συρρικνωμένη, ως προς το μέγεθος και τον πληθυσμό της, και κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο. Παλαιότερα είχε διατυπωθεί η άποψη ότι πρώτος ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, τον 6ο αιώνα, οχύρωσε τη μικρή χερσόνησο του Κάστρου και εγκατέστησε εδώ τους κατοίκους της Παλαιάς Εύροιας, μιας πόλης που κινδύνευε από βαρβαρικές επιδρομές. Η άποψη αυτή βασίστηκε στο βιβλίο Περί Κτισμάτων του ιστορικού Προκόπιου, ο οποίος, αναφερόμενος στο οικοδομικό έργο του Ιουστινιανού (527–565), περιγράφει μια τοποθεσία που μοιάζει αρκετά με τη θέση του Κάστρου των Ιωαννίνων.
Η θεωρία αυτή, μολονότι βρήκε παλαιότερα αρκετούς υποστηρικτές, θα πρέπει πλέον να αμφισβητηθεί, ιδιαίτερα μετά τα πρόσφατα ανασκαφικά ευρήματα. Παράλληλα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αρχαιολογικά δεδομένα της εποχής του Ιουστινιανού δεν έχουν μέχρι σήμερα εντοπιστεί.
Το όνομα της πόλης και του επισκόπου της Ζαχαρία αναφέρονται σε βυζαντινές πηγές για πρώτη φορά τον 9ο αιώνα. Η ύπαρξη επισκόπου στην πόλη των Ιωαννίνων μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή διέθετε αρκετό πληθυσμό και, σύμφωνα με το οικιστικό μοντέλο της εποχής, είχε ισχυρό τείχος που της εξασφάλιζε τις προϋποθέσεις επιβίωσης την ταραγμένη εκείνη περίοδο. Πράγματι, πάνω στο αρχαίο τείχος εδράζεται το τείχος της βυζαντινής οχύρωσης, το οποίο ακολουθεί την ίδια πορεία.
Για τη βυζαντινή οχύρωση της πόλης οι παλαιότερες γραπτές μαρτυρίες απαντούν στην Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής, στην οποία περιγράφονται τα πολεμικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην πόλη των Ιωαννίνων την άνοιξη του 1082. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της Άννας Κομνηνής, ο Νορμανδός Βοημούνδος, γιος του Ρομπέρτο Γυισκάρδο, κατέλαβε την πόλη των Ιωαννίνων και, κατά την ολιγόμηνη παραμονή του, επισκεύασε τα τείχη, περιέζωσε την πόλη με μεγάλη τάφρο και, κρίνοντας την υπάρχουσα ακρόπολη ανεπαρκή, ανήγειρε και δεύτερη.
Η έκταση της μεσοβυζαντινής οχύρωσης δεν μας είναι γνωστή και είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε τις επισκευές του Βοημούνδου. Ωστόσο, στη νοτιοανατολική πλευρά του Κάστρου, όπου αναπτύσσεται ένα βραχώδες ύψωμα, σώζονται τα λείψανα τείχους και ένας εντυπωσιακός, κυκλικός σε κάτοψη πύργος, γνωστός ως πύργος του Βοημούνδου. Ο πύργος αυτός, κατά την άποψη πολλών ερευνητών, ανήκε αρχικά στην οχύρωση του Νορμανδού ηγεμόνα, όπως και ένας δεύτερος που βρέθηκε σε σχετικά μικρή απόσταση βορειοανατολικά. Οι δύο πύργοι συγκροτούσαν μια τετράπλευρη σε σχήμα οχύρωση, συνολικού εμβαδού 11 στρεμμάτων. Πρόκειται πιθανότατα για την «ερυμνοτάτη ακρόπολη» που έκτισε ο Νορμανδός Βοημούνδος και η οποία ήταν πιο επιβλητική από ό,τι είναι σήμερα.
Αν δεχθούμε την άποψη ότι τα λείψανα της οχύρωσης στο νοτιοανατολικό βραχώδες έξαρμα ανήκουν στην ακρόπολη του Βοημούνδου, τότε στη βορειοανατολική βραχώδη προεξοχή —όπου σήμερα υψώνεται το τζαμί του Ασλάν πασά— θα πρέπει να τοποθετηθεί η αρχική ακρόπολη της μεσοβυζαντινής οχύρωσης των Ιωαννίνων, που επίσης αναφέρεται στην Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής.
Στις αρχές του 13ου αιώνα τα Γιάννενα βρίσκονται στη δικαιοδοσία των Κομνηνοδουκάδων ηγεμόνων του Κράτους της Ηπείρου, πιο γνωστού ως Δεσποτάτου της Ηπείρου, από τον τίτλο του «δεσπότη», δηλαδή του ηγεμόνα, που έφεραν οι περισσότεροι Βυζαντινοί άρχοντες. Στο «Σημείωμα περί οικίσεως τόπου» των αρχών του 13ου αιώνα, ο Μιχαήλ Α’ Κομνηνός Δούκας, πρώτος ηγεμόνας του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1205–1215), αναφέρεται «ως τεκτηνάμενος το των Ιωαννίνων πολίδιον και εις μόρφωσιν κάστρου αυτό ανεγείρας». Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές παλαιότεροι ερευνητές, μη έχοντας βέβαια στη διάθεσή τους τα πρόσφατα ευρήματα, απέδωσαν την οχύρωση των Ιωαννίνων στον Μιχαήλ Α’ Κομνηνοδούκα. Ο ίδιος, σύμφωνα πάντα με ιστορικές πηγές, εγκατέστησε εδώ αρκετούς πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, όπως τις οικογένειες των Φιλανθρωπινών και των Στρατηγόπουλων, περισσότερο γνωστές σε εμάς από τις ομώνυμες μονές που ανεγέρθηκαν με δική τους φροντίδα στο Νησί της λίμνης Παμβώτιδας.
Από τη βυζαντινή οχύρωση των Ιωαννίνων, με τη μορφή που ενδεχομένως της έδωσαν οι ριζικές εργασίες του 13ου αλλά και οι προσθήκες ή βελτιώσεις του 14ου αιώνα, στο σημερινό Κάστρο διατηρείται ένα μεγάλο μέρος, λιγότερο ή περισσότερο αναγνωρίσιμο. Η οχύρωση του 13ου–14ου αιώνα χωρίς αμφιβολία ακολουθούσε τη μορφολογία του εδάφους, όπως και οι προγενέστερες φάσεις της. Αποτελείτο από έναν ισχυρό περίβολο —ο οποίος προϋπήρχε ήδη από τη Μεσοβυζαντινή περίοδο—, τμήματα του οποίου εντοπίζονται σε αρκετά σημεία του σημερινού Κάστρου, σχηματίζοντας την εσωτερική παρειά του. Η αρχικά εξωτερική πλευρά του είναι σήμερα εμφανής στο τμήμα των στοών που διαμορφώνονται στο πάχος του τείχους της Ύστερης Οθωμανικής περιόδου.
Στα ευπρόσβλητα πεδινά τμήματα η βυζαντινή οχύρωση των Ιωαννίνων ενισχυόταν με πύργους διαφόρων τύπων, αρκετοί από τους οποίους σώζονται μέχρι σήμερα, ενώ άλλοι ήρθαν στο φως κατά τις πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες. Ένυδρη τάφρος, που αναφέρεται στο Χρονικό του Μορέως, περιέβαλλε το τείχος από τη δυτική πλευρά και η είσοδος σε αυτό γινόταν με θύρα που είχε τη μορφή γέφυρας. Η τάφρος απέκοπτε το Κάστρο από την υπόλοιπη ξηρά, δίνοντάς του τη μορφή νησίδας. Ιδιαίτερα όταν, λόγω των συχνών βροχοπτώσεων, η στάθμη των νερών της λίμνης ανέβαινε και κατέκλυζε τις παραλίμνιες περιοχές και συνοικίες, το Κάστρο γινόταν απόρθητο.
Οι ακροπόλεις
Τα δύο βραχώδη εξάρματα, τα οποία υπάρχουν στο εσωτερικό της οχύρωσης και ορίζονται ανατολικά από κρημνώδες πρανές, όπως έχουμε προαναφέρει, είχαν ήδη από τη Μεσοβυζαντινή εποχή διαμορφωθεί σε ισάριθμες ακροπόλεις. Σε παλαιότερες εποχές τα υψώματα αυτά ήταν περισσότερο ευδιάκριτα και επιβλητικά απ’ ό,τι σήμερα που περιβάλλονται από κτίρια, ενώ οι διάφορες επιχωματώσεις έχουν διαμορφώσει ομαλότερες προσβάσεις.
Το βορειοανατολικό ύψωμα καταλαμβάνει μια έκταση μόλις 6 στρεμμάτων και έχει υψόμετρο 23 μ. από την επιφάνεια της λίμνης του Μεγάλου Οζερού, όνομα με το οποίο η λίμνη μνημονεύεται στις βυζαντινές πηγές. Πηγές του 14ου αιώνα, όπως το Χρονικό των Ιωαννίνων, αναφέρουν τον Επάνω Γουλά, τόπο διαμονής των τοπικών ηγεμόνων. Η αμυντική αυτονομία της ακρόπολης εξασφάλιζε στους ηγεμόνες και διοικητές της πόλης–κάστρου προστασία όχι μόνο από τους εξωτερικούς εχθρούς αλλά και από ενδεχόμενη εσωτερική κοινωνική αναταραχή.
Στις κλιτύς του λόφου της νοτιοανατολικής ακρόπολης του Κάστρου, όπου υπήρχε μεγαλύτερη έκταση και ομαλότερες προσβάσεις, πιστεύεται ότι τον 13ο αιώνα ήταν κτισμένα τα σπίτια των Γιαννιωτών αρχόντων. Στο χώρο όπου υψώνεται σήμερα το Φετιχιέ τζαμί βρισκόταν πιθανότατα ο μητροπολιτικός ναός του αρχαγγέλου Μιχαήλ και ο ναός του Παντοκράτορα.
Στις αρχές του 14ου αιώνα οι καστρινοί Γιαννιώτες καταφέρνουν να αποδεσμευτούν από τις τύχες του Δεσποτάτου της Ηπείρου και την κηδεμονία της Άρτας. Ένα χρόνο αργότερα παραδίδουν την πόλη τους στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο και διεκδικούν μια σειρά προνομίων που κατοχυρώνονται με δύο χρυσόβουλλα του αυτοκράτορα, τα οποία χρονολογούνται στα 1319 και 1321. Τα προνόμια αυτά αφορούσαν όλους τους κατοίκους της πόλης, άρχοντες και «κοινόν», όπως ονομάζεται χαρακτηριστικά ο απλός λαός στο Χρονικό των Τόκκων, μια έμμετρη αφήγηση του 14ου αι. Οι Γιαννιώτες ήταν απαλλαγμένοι από το κομμέρκιον —φόρο που επιβαλλόταν γενικότερα στο εμπόριο—, από το μιτάτον —δικαίωμα του διοικητή να αγοράζει με ευνοϊκούς όρους προϊόντα για το στρατό—, την αποβίγλιση και το βιγλάτικο, το λιμναίον πάκτον, το μελισσορεννόμιον και το οψώνιον της λίμνης. Αντίθετα όφειλαν να προσφέρουν εργασία για την «επιμέλειαν και περιποίησιν και ανάκτισιν» του δικού τους κάστρου.
Τον 13ο και 14ο αιώνα, μολονότι βρίσκεται στην ηπειρωτική ενδοχώρα και μακριά από λιμάνια και μεγάλα οικονομικά κέντρα, η πόλη των Ιωαννίνων διέρχεται μια περίοδο ακμής, καθώς διατηρεί επαφές με τη Βενετία, οι οποίες αναφέρονται σε γραπτές πηγές αλλά τεκμηριώνονται και από τους «θησαυρούς» ενετικών δουκάτων που βρέθηκαν στην περιοχή. Η πόλη εξήγε κτηνοτροφικά προϊόντα και εισήγε υφάσματα και άλλα είδη πολυτελείας. Νομίσματα και «θησαυροί» βυζαντινών νομισμάτων τεκμηριώνουν επίσης την εμπορική δύναμη της πόλης και τις επαφές που διατηρούσε με άλλα σημαντικά εμπορικά κέντρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Την ίδια εποχή το Νησί της λίμνης Παμβώτιδας γίνεται σπουδαίο μοναστικό κέντρο. Από μέλη των γνωστών βυζαντινών οικογενειών των Φιλανθρωπινών και των Στρατηγόπουλων ιδρύονται στο Νησί οι περιώνυμες μονές, οι περισσότερες αφιερωμένες στον Άγιο Νικόλαο. Την ίδια περίοδο το Κάστρο χαρακτηρίζεται στις ιστορικές πηγές ως απόρθητο.
Σύμφωνα με το χρυσόβουλλο του 1319 η οχυρωμένη πόλη των Ιωαννίνων υπερείχε ως προς το μέγεθος σε σχέση με άλλες «μεγέθει μεν … των πολλών διαφέρον· θέσεως δε ευκαιρία και κράτει μάλιστα και ερυμνότητι πολλώ δη πλειόνων διαφέρον», ενώ στο Χρονικό των Τόκκων η πόλη «των Γιαννίνων ήταν η ομορφότερη και δυνατή εξ όλες», η «σώτειρα κιβωτός» που «μεμέστωται οικητόρων». Οι πηγές αναφέρουν επίσης ότι στο Κάστρο των Ιωαννίνων υπήρχαν 21 ναοί και 7 μοναστήρια, από τα οποία σήμερα δυστυχώς σώζονται μόνο τα οικοδομικά λείψανα ενός βυζαντινού λουτρού.
Στα μέσα του 14ου αι. οι καστρινοί Γιαννιώτες παραδίδουν την πόλη τους στους Σέρβους, τη νέα κυρίαρχη δύναμη στη Βαλκανική, και καταφέρνουν να διατηρήσουν όλα τα προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Παλαιολόγο. Οι Σέρβοι στέλνουν ως διοικητή στα Γιάννενα τον Θωμά Πρελιούμποβιτς, μια αμφιλεγόμενη, κατά τις πηγές, προσωπικότητα, που κατάφερε να διατηρήσει το Κάστρο των Ιωαννίνων και την ευρύτερη περιοχή μακριά από τις επεκτατικές βλέψεις των Αλβανών, οι οποίοι την ίδια εποχή κατείχαν την Άρτα. Ο Θωμάς Πρελιούμποβιτς, γνωστός ως Αλβανιτοκτόνος, αλλά κυρίως η σύζυγός του Αγγελίνα Παλαιολογίνα, διαδραμάτισαν στην Ήπειρο σημαντικό ρόλο που δεν περιορίστηκε στα πολιτικά δρώμενα της περιόδου.
Το 1430 η πόλη των Ιωαννίνων παραδίνεται, μετά από συμφωνία, στους Οθωμανούς, οι οποίοι είχαν ήδη καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και μεγάλο μέρος της Μακεδονίας και της Θράκης. Με τον Ορισμό του Σινάν πασά —που πήρε το όνομά του από τον Σινάν πασά, στρατηγό του σουλτάνου Μουράτ—, οι Γιαννιώτες καταφέρνουν να διατηρήσουν τα προνόμια που τους είχαν αιώνες πριν εκχωρηθεί από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα και τον Σέρβο κράλη. Μεταξύ των άλλων, στον Ορισμό του Σινάν αναφέρεται ότι οι Οθωμανοί δεν είχαν το δικαίωμα ούτε μασγίδι, δηλαδή μικρό τζαμί, να κτίσουν μέσα στο Κάστρο.
Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε έως και το 1611. Τότε, μετά το επαναστατικό κίνημα του Διονυσίου Φιλοσόφου ή Σκυλοσόφου, επισκόπου Τρίκκης και Σταγών, οι Οθωμανοί εκδίωξαν όλους τους χριστιανούς κατοίκους από το Κάστρο. Πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν σε συνοικίες έξω από την πόλη, ενώ άλλοι κατέφυγαν σε πόλεις της Δυτικής Ευρώπης, εγκαινιάζοντας παροικίες που θα γίνουν περισσότερο γνωστές τους επόμενους αιώνες.
Στο εξής το Κάστρο θα κατοικούσαν μόνο Μουσουλμάνοι και Εβραίοι. Κτίστηκαν τζαμιά και χαμάμ, ενώ οι εκκλησίες και τα βυζαντινά μοναστήρια με την πάροδο του χρόνου εξαφανίστηκαν.
Η σημερινή μορφή του Κάστρου των Ιωαννίνων είναι αποτέλεσμα των εκτεταμένων εργασιών ανακαίνισης των τειχών που έγιναν στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Αλή πασά. Πρόκειται για εργασίες που ολοκληρώθηκαν το 1815. Η οθωμανική οχύρωση, η περίμετρος της οποίας συμπίπτει σε γενικές γραμμές με τη χάραξη του βυζαντινού τείχους, διατήρησε και ενσωμάτωσε σε πολλά σημεία τα ιστάμενα βυζαντινά τείχη.
Στη δυτική και περισσότερο ευάλωτη πλευρά κατασκευάστηκε ισχυρό εξωτερικό τείχος, παράλληλο με το βυζαντινό, ενώ το κενό που προέκυψε ανάμεσά τους γεφυρώθηκε με σειρά επάλληλων καμαροσκέπαστων χώρων, οι οποίοι εξυπηρετούσαν ανάγκες στρατωνισμού. Το δυτικό σκέλος της οχύρωσης ενισχύθηκε επίσης με την προσθήκη τριών μεγάλων προμαχώνων, τοποθετημένων ο πρώτος στην περιοχή της Σκάλας, ο δεύτερος κοντά στην κεντρική πύλη και ο τρίτος στην περιοχή του Μώλου. Στο ανώτερο μέρος των τειχών διαμορφώθηκε επίσης ευρύς περίδρομος, που εξυπηρετούσε τις μετακινήσεις των στρατιωτών και συνεπώς την καλύτερη υπεράσπιση του Κάστρου.
Βόρεια της κεντρικής πύλης έως και τον προμαχώνα του Μώλου, το τείχος ακολουθούσε ευθεία πορεία. Την εσωτερική παρειά του σχηματίζει το βυζαντινό τείχος, το οποίο διατηρείται σε όλο το μήκος με αρκετές επισκευές αλλά και καθ’ ύψος οθωμανικές προσθήκες. Στο πάχος της οχύρωσης, διαμορφώνεται επιμήκης καμαροσκέπαστος χώρος, που διαιρείται σε 34 τμήματα με ορθογώνια κάτοψη και διαφορετικές μεταξύ τους διαστάσεις, τα οποία σήμερα επικοινωνούν μεταξύ τους με τοξωτά ανοίγματα.
Η νότια πλευρά της οχύρωσης ενισχύθηκε με νέο τείχος κατά την περίοδο του Αλή πασά, εκτός από ένα τμήμα κοντά στον νότιο προμαχώνα του Ιτς Καλέ, όπου διατηρήθηκε μέρος της προϋπάρχουσας βυζαντινής οχύρωσης. Συγκεκριμένα, κατασκευάστηκαν δύο ισχυρές λίθινες παρειές, που δέχθηκαν στο εσωτερικό επιχώσεις, ενώ στο πάνω μέρος τους διαμορφώθηκε ευρύς περίδρομος. Κατά μήκος της εσωτερικής πλευράς του νότιου τείχους και σε επαφή με αυτόν κατασκευάστηκε σειρά 40 μονόχωρων δωματίων, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ήταν επιχωμένο και ήρθε στο φως κατά τις πρόσφατες εργασίες.
Οι ακροπόλεις
Εσωτερικά του Κάστρου διατηρήθηκαν και κατά την Οθωμανική περίοδο οι δύο ακροπόλεις, από τις οποίες η βορειοανατολική μετατράπηκε σε θρησκευτικό κέντρο, μετά την ανέγερση εκεί του τζαμιού του Ασλάν από τον ομώνυμο διοικητή των Ιωαννίνων, το 1618.
Η νοτιοανατολική ακρόπολη, γνωστή ως Ιτς Καλέ, οχυρώθηκε εκ νέου και επεκτάθηκε, προκειμένου να προστατεύσει το συγκρότημα του Σεραγιού του Αλή πασά, έδρα της διοίκησης του Πασαλικιού των Ιωαννίνων.
Το Ιτς Καλέ κατασκευάστηκε από τον Αλή πασά μετά την ολοκλήρωση του εξωτερικού τείχους και αποτελεί αυτοτελές φρούριο, με εμβαδόν 36,4 στρέμματα, έσχατο καταφύγιο των υπερασπιστών της πόλης σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης. Ενισχύεται από τέσσερις διαφορετικού σχήματος προμαχώνες, από τους οποίους δύο βρίσκονται στη βόρεια πλευρά, ένας στη βορειοδυτική γωνία, ενώ ένας τέταρτος πολυγωνικός προμαχώνας κτίστηκε στη δυτική απόληξη της νότιας πλευράς και στο σημείο όπου το Ιτς Καλέ εφάπτεται με το νότιο σκέλος του περιμετρικού τείχους. Από αυτούς τους προμαχώνες σημαντικότερος είναι ο δυτικός, που αποτελείται από δύο επίπεδα με σειρά θολοσκέπαστων χώρων, οι οποίοι πιθανότατα χρησίμευαν στην αποθήκευση στρατιωτικού υλικού.
Σε περίοπτο σημείο του χώρου υψωνόταν το συγκρότημα του Σεραγιού του Αλή, για το οποίο περιηγητές μάς άφησαν πολλές περιγραφές και γκραβούρες. Κοντά σε αυτό επισκευάστηκε, επίσης από τον Αλή, το Φετιχιέ τζαμί καθώς και ένας αριθμός κτιρίων στρατωνισμού, αρκετά από τα οποία διατηρούνται ακόμη και σήμερα.
Τον 19ο αιώνα το Κάστρο εξακολουθούσε να αποτελεί τον πυρήνα της πόλης των Ιωαννίνων, αν και η πόλη είχε αρχίσει να αναπτύσσεται εκτός των τειχών αρκετούς αιώνες πριν. Μολονότι υπέστη αρκετές επισκευές και «ανακαινίσεις», προκειμένου να συμβαδίζει με τις εξελίξεις της οχυρωματικής και των πυροβόλων όπλων, εντούτοις είχε αρχίσει να χάνει την αίγλη του.
Το 1913 τα Ιωάννινα και το Κάστρο παραδίδονται στον ελληνικό στρατό, ο οποίος εγκαθίσταται σε διάφορα τμήματά του έως και το 1978, όταν το Ιτς Καλέ και διάφοροι χώροι του παραχωρούνται στο Υπουργείο Πολιτισμού. Από τότε αρχίζουν οι εργασίες στερέωσης, αποχωματώσεων καθώς και οι καθαιρέσεις νεωτερικών κατασκευών. Μεγαλύτερης έκτασης εργασίες έγιναν κατά τη διάρκεια των ετών 2006–2014, όταν στερεώθηκαν οι περιμετρικοί τοίχοι του και οι στοές, έγιναν μεγάλες αποχωματώσεις στον περίδρομο και πολλές ανασκαφικές έρευνες. Σήμερα το Κάστρο, και ιδιαίτερα το Ιτς Καλέ, αποτελεί έναν οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο με μεγάλη επισκεψιμότητα.