Κατά της Yπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Λ. Κονιόρδου στρέφεται ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) με ανακοίνωσή του που έχει τίτλο «Κάποιος να τη σταματήσει». Αφού τη χαρακτηρίζει «persona non grata και κρίνει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ευθύνης που της έχει ανατεθεί», ο ΣΕΑ αναφέρει τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή τη σκληρή τοποθέτηση:
«Μετά τη σιωπηρή συγκατάθεση στην επίθεση του Υπουργού Μεταφορών στους εργαζόμενους, την εποπτεύουσα υπηρεσία των ανασκαφών στο Μετρό Θεσσαλονίκης και τα συλλογικά όργανα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ήρθε η αντιθεσμική αντικατάσταση της νόμιμης διαδικασίας κήρυξης αρχαιολογικού χώρου στο Ελληνικό με την υπογραφή ενός αγνώστου ακόμη περιεχομένου μνημονίου “για να μην χαθεί η επένδυση” (όπως ανερυθρίαστα ομολόγησε η ίδια η Υπουργός σε συνάντησή της με το ΔΣ του ΣΕΑ), και η προσπάθεια παράκαμψης της γνωμοδότησης του ΚΑΣ και της έκδοσης Υπουργικών Αποφάσεων για έργα επί μνημείων με τρίτους στο πλαίσιο προγραμματικών συμβάσεων. Τελευταία στη σειρά ανάλογων ενεργειών, η αιφνίδια και χωρίς επαρκή αιτιολόγηση αντικατάσταση του ΔΣ του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ), εντός του Αυγούστου, και πριν ολοκληρωθούν οι όποιες προσπάθειες είχαν δρομολογηθεί», σημειώνει, μεταξύ άλλων, η ανακοίνωση του ΣΕΑ.
Ως προς το τελευταίο, ο Σύλλογος αναφέρει ότι «στοιχειώδης και καθοριστική προϋπόθεση για την ορθή διαχείριση και τη λειτουργία του ΤΑΠΑ είναι η επιλογή των μελών και ο διορισμός του ΔΣ του να γίνονται με διαφανή κριτήρια και να υπηρετούν τους συγκεκριμένους στόχους. Σε αυτό η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ έχει αποτύχει», προσθέτει ο ΣΕΑ, τονίζοντας ότι «πέρα από αόριστες εξαγγελίες, δεν έχει ασχοληθεί ουσιαστικά με βασικά ζητήματα του Ταμείου, ούτε στήριξε τις σχετικές καινοτόμες πρωτοβουλίες που ανέλαβε το απελθόν ΔΣ του ΤΑΠΑ, όπως ο εξορθολογισμός και ο εκσυγχρονισμός της λειτουργίας του, η αντιμετώπιση φλεγόντων θεμάτων, όπως ο σχεδιασμός και η εφαρμογή του ηλεκτρονικού εισιτηρίου, το ολοκληρωμένο σύστημα παρακολούθησης όλων των εσόδων του Ταμείου σε πραγματικό χρόνο, η παραγωγή και διάθεση αναμνηστικών ειδών υψηλής αισθητικής και αποκλειστικής διάθεσης στα πωλητήρια των αρχαιολογικών χώρων και στις εκθέσεις του εξωτερικού, οι διαγωνισμοί και η διατύπωση των όρων για την παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας στα αναψυκτήρια των αρχαιολογικών χώρων, η επανεκκίνηση και ενίσχυση της εκδοτικής παραγωγής, οι απαλλοτριώσεις, η απρόσκοπτη χρηματοδότηση των Εφορειών Αρχαιοτήτων και των μνημείων μέσω του ΤΑΠΑ».
Στην ανακοίνωση του ΣΕΑ απάντησε άμεσα η Λυδία Κονιόρδου. «Το ΥΠΠΟΑ προκειμένου να αναβαθμίσει το ΤΑΠ, τον τόσο νευραλγικό οργανισμό, και για να το οδηγήσει σε μια νέα εποχή –δεδομένου ότι υπήρχε μεγάλη καθυστέρηση στην υλοποίηση σημαντικών πρωτοβουλιών για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του οργανισμού– άλλαξε, όταν κρίθηκε αναγκαίο, το ΔΣ. Σκοπός του νέου ΔΣ είναι να προχωρήσει, μέσω διαλόγου αλλά και άμεσων ενεργειών, στο νέο οργανισμό του ΤΑΠ, στην αναβάθμιση των πωλητηρίων και πωλητέων ειδών, στην εγκατάσταση αναδόχων στα αναψυκτήρια με χρήση κριτηρίων που αξιοποιούν την τοπική οικονομία και την υγιή επιχειρηματικότητα σε όλη την επικράτεια», αναφέρει σχετική ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ, με τίτλο «Απάντηση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Λυδίας Κονιόρδου στον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων».
Όπως συνεχίζει η ανακοίνωση, «με την προηγούμενη διοίκηση υπήρχε συνεργασία και στήριξη, αλλά δεν υπήρχε η ίδια προσέγγιση στην επίλυση των θεμάτων. Το ΥΠΠΟΑ είχε διατυπώσει τις διαφωνίες του με σαφήνεια και είχε έγκαιρα προειδοποιήσει. Η κίνησή του υπαγορεύτηκε από την ανάγκη αποτελεσματικότερης λειτουργίας του ΔΣ του ΤΑΠ».
Στη συνέχεια το ΥΠΠΟΑ αναφέρει ότι «τα άλλα ζητήματα, που για πολλοστή φορά ανακυκλώνει το ΔΣ του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, έχουν απαντηθεί. Σκοπός της ηγεσίας του ΥΠΠΟΑ είναι η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και η ανάδειξη του αρχαιολογικού πλούτου της χώρας. Όλα γίνονται εντός του προβλεπόμενου θεσμικού πλαισίου, με σεβασμό για το παρελθόν και την ιστορία και με μεγάλη ευθύνη για το μέλλον και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η ηγεσία του ΥΠΠΟΑ αναγνωρίζει και υποστηρίζει την εργασία των Εφόρων, Αρχαιολόγων, Αναστηλωτών, Συντηρητών και όλων των συνεργατών του Υπουργείου Πολιτισμού οι οποίοι, με αφοσίωση, προσφέρουν το πολύτιμο έργο τους», καταλήγει η ανακοίνωση.