Είναι γνωστό ότι στον παραδοσιακό πολιτισμό τα βότανα αποτελούσαν την πλέον κρίσιμη μάζα –ποσοτικώς και ποιοτικώς– των θεραπευτικών φαρμάκων κατά την μακρά περίοδο, την όχι τόσο παλαιά, που προηγήθηκε των χημικών φαρμάκων (σημ. 1). Στο σύγχρονο περιβάλλον, είτε στο πλαίσιο της επιβίωσης της παραδοσιακής θεραπευτικής, είτε σε εκείνο της νέας εναλλακτικής ιατρικής, η σημασία τους είναι αξιοσημείωτη, εξ ου και οι πολλές σχετικές εκδόσεις, επιστημονικές και εκλαϊκευτικές, διεθνώς, τα ανάλογα site στο διαδίκτυο κ.ο.κ. Σε έγκριτες διεθνείς δημοσιεύσεις διαβάζουμε ότι σε αναπτυσσόμενες χώρες, στην Αφρική για παράδειγμα, το 80% του πληθυσμού χρησιμοποιεί την παραδοσιακή ιατρική, που στηρίζεται κυρίως στη χρήση των βοτάνων. Αλλά και στις ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, στο πλαίσιο της «συμπληρωματικής» (complementary) ή της «εναλλακτικής» (alternative) ιατρικής, τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας αποκαλύπτουν ότι πάνω από το 50% του πληθυσμού είχε κάνει χρήση τέτοιων φαρμάκων τουλάχιστον μία φορά στη διάρκεια του βίου του (Dopico, Fabian, Garcia-Vazquez 2008, World Health Organisation 2003). Σημείο αναφοράς στην ιστορία των επιστημονικών γνώσεων για τα φαρμακευτικά φυτά είναι το βιβλίο του Διοσκουρίδη Περί ύλης ιατρικής, που γράφτηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ., χάρη στον όγκο των πληροφορίων του και την τεράστια επίδραση που άσκησε στους αιώνες που ακολούθησαν (σημ. 2). Την ίδια εποχή γράφεται η Naturalis historia του Πλίνιου (23-79 μ.Χ.), που επιχειρεί μια πλήρη περιγραφή του τότε γνωστού φυσικού κόσμου και στην οποία περιλαμβάνονται πολλά στοιχεία για τη θεραπευτική χρήση των βοτάνων. O Γαληνός (129-199 μ.Χ.), ο οποίος γεννήθηκε στην Πέργαμο της Μ. Ασίας και υπήρξε προσωπικός ιατρός των αυτοκρατόρων Μάρκου Αυρήλιου και Κόμμοδου, συστηματοποίησε τις συνολικές γνώσεις της αρχαίας ελληνικής ιατρικής (σημ. 3) και ειδικότερα τις σχετικές με τα φάρμακα πληροφορίες στις οποίες ενσωματώνει πολλά στοιχεία από τον Διοσκουρίδη (Παπαδόπουλος 2007).
Η συμμετοχή μου στο Συνέδριο για τη λαϊκή ιατρική με το παρόν κείμενο* οφείλεται στη διαπίστωση στο πλαίσιο της οργανωτικής επιτροπής ότι δεν υπήρχε κάποια ανακοίνωση σχετική με τα βότανα. Κρίθηκε ότι μία έστω σύντομη αναφορά στα λαογραφικά δεδομένα για τα βότανα της λαϊκής θεραπευτικής (θεματική που έχει απασχολήσει αρκετούς ερευνητές διαφορετικών ειδικοτήτων αλλά και αποτέλεσε αντικείμενο ειδικών επιστημονικών συνεδρίων, σημ. 4), και ειδικότερα στο ζήτημα της τεκμηρίωσης της πολιτισμικής τους διάστασης, που έχει απασχολήσει διαχρονικά το Κέντρο Λαογραφίας, θα μετρίαζε το έλλειμμα. Στόχος μου στο παρόν κείμενο είναι να περιγράψω αδρομερώς την κατάσταση της έρευνας όσον αφορά τα βότανα στη λαϊκή θεραπευτική από την πλευρά του επιστημονικού πεδίου που διακονώ, ιδιαιτέρως με βάση την ταξινομική εμπειρία μου στο Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Επ’ ουδενί αποτελεί στόχο του κειμένου μου κάποιου είδους γενική τοποθέτηση υπέρ ή κατά της χρήσης των θεραπευτικών βοτάνων ή ακόμη περισσότερο οιοσδήποτε συσχετισμός ή «σύγκριση» των ιδιοτήτων και των χρήσεών τους με τα χημικά φάρμακα. Σε κάθε περίπτωση τα φυτά και τα βότανα αποτελούν, σε αρκετές περιπτώσεις, μέρος των σύγχρονων συστημάτων πρόληψης και θεραπείας (σημ. 5).
Η ενασχόληση της Εθνολογίας και της Ανθρωπολογίας και με τα θέματα του φυσικού περιβάλλοντος έχει τις ρίζες της στη μελέτη της γνώσης των ιθαγενών εξωτικών κοινωνιών για τη φύση. Σημαντικοί ιστορικοί σταθμοί στην εξέλιξη της εθνολογικής έρευνας για τα ζητήματα της ταξινόμησης των στοιχείων του φυτικού κόσμου αποτέλεσαν η ίδρυση, στη Γαλλία (σημ. 6), έδρας Φυσικής Ανθρωπολογίας στο Museum Nationale d’Histoire Naturelle του Παρισιού το 1855 και στη συνέχεια η ίδρυση το 1875 από τον P. Broca (1824-1880) της Ecole d’Anthropologie de Paris και του Μusée d’Ethnographie du Trocadero το 1878. Στο πλαίσιο των φορέων αυτών η εθνολογική έρευνα περιοριζόταν κυρίως σε μια φυσιοδιφικού τύπου αντίληψη της πραγματικότητας, που δεν διέκρινε τη μελέτη του φυσικού περιβάλλοντος από εκείνη των έργων του ανθρώπινου πολιτισμού και εστίαζε το ενδιαφέρον της στην περιγραφή των υλικών στοιχείων του πολιτισμού (αντικείμενα, εργαλεία, όπλα, ενδυμασίες, κατοικία, κ.λπ.). Παρά τη συγκεκριμένη (και περιορισμένη) κατεύθυνση των ερευνών αυτών, στο πλαίσιο της καλλιέργειας μιας «φυσικής ιστορίας του ανθρώπου», κατά την έκφραση των επιστημόνων της εποχής εκείνης, δημιουργήθηκε ένας πνευματικός χώρος μελέτης του πολιτισμού και ιδιαίτερα των αλληλεπιδράσεων της πολιτισμικής με τη φυσική πραγματικότητα, που οδήγησε, πολύ αργότερα, στην ανανέωση της μουσειολογικής πρακτικής με την ίδρυση του Μusée de l’Homme το 1937, αλλά και στη δημιουργία επιμέρους επιστημονικών πεδίων με τη συνεργασία πολλών επιστημών, φυσικών, πολιτισμικών και γλωσσολογικών. Οι σπουδές αυτές καθιερώθηκαν με την ανάπτυξη από τον André G. Haudricourt (1911-1996) της Εθνοβοτανικής (Haudricourt 1956, 1964, 1962), μίας δυναμικής επιστημονικής σχολής με αρκετούς συνεχιστές στη Γαλλία, κυρίως στο Muséum National d’Ηistoire Νaturelle του Παρισιού αλλά και σε άλλες πανεπιστημιακές σχολές και ερευνητικά κέντρα. Η συνέργεια της Εθνοβοτανικής από ένα χρονικό σημείο και μετά με την παράδοση του δομισμού του Claude Levi-Strauss, στο πλαίσιο του οποίου αναπτύχθηκε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα παραδοσιακά συστήματα πολιτισμικής ταξινόμησης αλλά και της Συγκριτικής Τεχνολογίας του André Leroi-Gourhan (1911-1986) και της Εθνομουσικολογίας του André Schaeffner (1895-1980), απέδωσε πλούσιους επιστημονικούς καρπούς. Ειδικότερα στη Γαλλία αναπτύχθηκε η εθνοβοτανική (Barrau, 1971, 1990) –όπως και η εθνοβιολογία (σημ. 7) και η εθνοζωολογία (σημ. 8)–, χωρίς όμως να αποκτήσει, ως επιστημονικό πεδίο, την έκταση που έλαβε στη Β. Αμερική ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα (Anderson, Pearsall, Hunn, Turner 2011, σ. 189-212). Ουσιαστική συμβολή στην προσέγγιση των συστημάτων πολιτισμικής ταξινόμησης του φυσικού κόσμου στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο αποτέλεσε το έργο του αιρετικού Γάλλου φιλοσόφου Μισέλ Φουκώ (1926-1984) (σημ. 9).
Στο πλαίσιο της αμερικανικής πολιτισμικής ανθρωπολογίας η συστηματική ενασχόληση με την ιθαγενή γνώση, ειδικά όσον αφορά τις ταξινομίες του φυτικού κόσμου και του φυσικού περιβάλλοντος εν γένει, χαρακτήρισε τους εκπροσώπους της σχολής που έγινε γνωστή ως ethnoscience, δηλ. τους H. Conclin (σημ. 10) και W.H. Goodenough (σημ. 11) στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και έφτασε στο απόγειό της τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 με τις εργασίες των Βrent Berlin, Eugene Hunn, Scott Atran (1985), Roy Ellen (σημ. 12). Βασισμένοι πρωτίστως σε γνωστικές/γλωσσολογικές αρχές οι ανθρωπολόγοι συστηματοποίησαν τη συλλογή και την ανάλυση του εθνογραφικού υλικού μεταφέροντας και μεταφράζοντας τις ιθαγενείς κατηγοριοποιήσεις στις ταξινομήσεις της επιστήμης του δυτικού πολιτισμού. Δεν έλειψε βεβαίως και η σκληρή κριτική για την μέθοδο της ethnoscience από τους επικριτές της (σημ. 13). Ακόμη και σήμερα, ζητήματα που αφορούν την αντιστοίχιση ανάμεσα στις εθνοβιολογικές κατηγορίες και την ταξινόμηση του Λινναίου εξακολουθούν να βρίσκονται υπό συζήτηση. Δίνοντας έμφαση στην προσαρμοστική φύση των ταξινομικών συστημάτων η ethnoscience προκάλεσε έναν ριζικό αναπροσανατολισμό στον τρόπο μελέτης της σχέσης των ανθρώπων με το φυσικό περιβάλλον όπου διαβιούν. Από την ανάλυση του «πώς σκέφτονται οι ιθαγενείς» ο προβληματισμός μεταφέρθηκε στην εφαρμογή των ερευνητικών πορισμάτων στην αγροτική ανάπτυξη και στον αγώνα για την προστασία και τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Η γνώση των ιθαγενών βρισκόταν, από πολλές απόψεις, πάντα στον πυρήνα των αναζητήσεων της ανθρωπολογίας αλλά το ειδικό βάρος της αυξήθηκε σημαντικά για τις ανθρωπολογικές σπουδές και ειδικότερα για εκείνες που ασχολούνταν με θέματα ανάπτυξης των χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (Nazarea 2006). Η εθνοβιολογία και η εθνοοικολογία παρείχαν ένα πλαίσιο για να συνδεθεί η έρευνα για τις παραδοσιακές κατηγοριοποιήσεις των φυτών με την εκπόνηση σχεδίων αναπτυξιακών δράσεων (Nazarea 2006) (σημ. 14).
Η κατανόηση της εξέλιξης της γνώσης των παραδοσιακών κοινωνιών για το φυσικό περιβάλλον και ειδικότερα για τη χλωρίδα και τα βότανα είναι ιδιαιτέρως σημαντική στον σημερινό κόσμο, όπου οι τοπικές κοινωνίες δεν είναι πλέον κλειστά και απομονωμένα σύνολα, αλλά δέχονται ποικίλες επιρροές και λειτουργούν υπό την πίεση πολλών εξωτερικών καταναγκασμών αλλά και δικών τους διαφορετικών επιλογών σχετικά με το παρόν και το μέλλον τους. Σε γενικές γραμμές το γνωστικό απόθεμα των παραδοσιακών κοινωνιών είναι πλέον αξιοσέβαστο σχεδόν απ’ όλους. Φαίνεται επίσης ότι είναι κοινή παραδοχή πως η ταξινόμηση, τεκμηρίωση και διατήρηση της ακαδημαϊκής αυτής γνώσης θα επιτρέψει τη χρήση της για να ικανοποιηθούν ανάγκες των σύγχρονων κοινωνιών. Έτσι ενώ στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, οι τοπικές φυτικές ποικιλίες όπως και η χρήση βοτάνων, είτε αυτοφυών είτε καλλιεργημένων, χάνονται από τον γνωστικό ορίζοντα των τοπικών κοινωνιών, το αίτημα που τίθεται πλέον είναι η χρήση των γνώσεων που έχουν συσσωρευτεί στις επιστημονικές ανθρωπολογικές και λαογραφικές δημοσιεύσεις και τα λαογραφικά και εθνολογικά αρχεία (σημ. 15). Βεβαίως, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος η συσσωρευμένη αυτή γνώση να γίνει ένα απλό εργαλείο για την «ανάπτυξη» στα χέρια των οικονομολόγων και των πάσης φύσεως τεχνοκρατών «ειδικών» περί την οικονομική ανάπτυξη, τον σχεδιασμό πολιτικών κ.λπ. Μια τέτοια εξέλιξη απέχει πολύ από τη θέληση της μεγάλης πλειονότητας των επιστημόνων, που διακόνησαν αυτό το επιστημονικό πεδίο, όπως και από τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και την προσπάθεια για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
Η οικονομική κρίση την οποία διέρχεται η χώρα μας σήμερα και η γενικότερη κατάσταση στασιμότητας στην οποία έχουμε περιέλθει έδωσαν τροφή στη συζήτηση για ενδεχόμενη επιστροφή στην ύπαιθρο ανθρώπων που έχουν μεγαλώσει στις πόλεις και στην ανάληψη προσπαθειών για την εισαγωγή νέων ή και παλαιών, ξεχασμένων σήμερα, γεωργικών καλλιεργειών όπως, εν προκειμένω, εκείνες των φαρμακευτικών βοτάνων και των αρωματικών φυτών. Πέρα από τις επιφανειακές προσεγγίσεις του ζητήματος της ενδεχόμενης αναβίωσης των δεδομένων της οικολογικής και καλλιεργητικής μνήμης, εκτιμώ ότι θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να μπορέσουμε με ασφάλεια να προσεγγίσουμε τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία θα διαχειριστεί το τραύμα της οικονομικής κρίσης και με ποιο τρόπο κάποιες παλαιές καλλιεργητικές επιλογές θα ενταχθούν, ενδεχομένως, στο σύγχρονο καλλιεργητικό –ήδη αρκούντως ιδιότυπο και εξαιρετικά προβληματικό και πριν από την κρίση– πλαίσιο (Δαμιανάκος 2002, Παπαδόπουλος 2005, Καμπέρης 2013). Ο ρόλος της μνήμης είναι εξαιρετικά σημαντικός με δεδομένη την εγκατάλειψη της υπαίθρου (πληθυσμιακή και θεσμική) επί δεκαετίες και συνακολούθως των τοπικών καλλιεργειών και πολλών γηγενών φυτικών ποικιλιών. Η θεσμική ακηδεία και η συλλογική αδιαφορία για την οργάνωση στοιχειώδους εθνικού σχεδιασμού για την αγροτική παραγωγή (δεν μπορεί να φέρουν βεβαίως όλοι οι εμπλεκόμενοι τον ίδιο βαθμό ευθύνης), την επισήμανση, μελέτη και ενδεχομένως προαγωγή τοπικών καλλιεργειών και τοπικών προϊόντων αποτέλεσαν έγκλημα σε βάρος της πατρίδας μας (Καραμανές 2016). Οι συνέπειες είναι σήμερα ορατές στην αγροτική οικονομία, τις τοπικές κοινωνίες και την οικολογία επιμέρους περιοχών.
Oι εμπειρικοί ιατροί οι οποίοι έδρασαν στον ελληνικό χώρο κατά τον 19ο και 20ό αιώνα έτυχαν προστασίας από τις τοπικές κοινότητες αλλά και δεν υπέστησαν διωγμό από το ιατρικό σώμα, όπως συνέβη σε άλλες χώρες όπως επισημαίνει η ιστορικός Βιολέττα Χιονίδου σε πρόσφατο κείμενό της (Hionidou 2016). Οι θεραπείες που πρότειναν οι παραδοσιακοί θεραπευτές (γνωστοί ως «εμπειρικοί» ή «πρακτικοί», «γιάτρισσες» ή «γιατρίνες» για τις γυναίκες, «μάγοι», «αγύρτες» ή «κομπογιαννίτες» ανάλογα και με τα συνδηλούμενα) στο πλαίσιο της λαϊκής ιατρικής (σημ. 16) στηρίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στη χρήση βοτάνων (σημ. 17).
Μεταξύ των παραδοσιακών θεραπευτών υπήρχαν ιερείς και μοναχοί. Το πνευματικό, συμβολικό μέρος της πρακτικής τους περιελάβανε επωδές, ξόρκια, ευχές και προσευχές. Πολλοί είχαν στην κατοχή τους χειρόγραφα με γιατροσόφια. Από την άποψη αυτή οι πρακτικές τους συνδέονταν με την παράδοση της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής ιατρικής. Οι περισσότεροι «πρακτικοί» ήταν ενταγμένοι στην τοπική κοινότητα, όπου κατοικούσαν και μοιράζονταν τις ίδιες πολιτισμικές αναφορές και κώδικες επικοινωνίας με τους κατοίκους, σε αντίθεση με τους επιστήμονες ιατρούς, οι οποίοι, συνήθως, είχαν αστική καταγωγή και, το σημαντικότερο, εκφράζονταν στην καθαρεύουσα όσον αφορά την περιγραφή των ασθενειών και τη θεραπεία τους (σημ. 18). Επίσης οι εμπειρικοί γιατροί συνήθως δεν πληρώνονταν σε χρήμα για τις υπηρεσίες τους, αλλά σε είδος, σε αντίθεση με τους επιστήμονες ιατρούς.
Οι εκδόσεις ιατροσοφίων (σημ. 19), ενός «περιφρονημένου είδους χειρογράφων» όπως τα έχει χαρακτηρίσει ο Α. Τσελίκας (σημ. 20), και η σωστότερη αποτίμηση της σημασίας τους (σημ. 21) έχουν συμβάλει τα μέγιστα στην επιστημονική γνώση για τη χρήση των βοτάνων στον ελληνικό χώρο και μάλιστα στη μακρά χρονική διάρκεια. Τα χειρόγραφα αυτά περιέχουν «πρακτικώς χρήσιμη ιατρική ύλη, περιγραφή νοσημάτων και θεραπευτικών μεθόδων, φαρμακευτικών συνταγών και οδηγιών. Αποτελούν στην ουσία την κύρια πηγή πληροφοριών για την λαϊκή ιατρική, την κτηνιατρική και τη φαρμακολογία και γενικώς παρέχουν εικόνα των ιατρικών γνώσεων των απλών και απαίδευτων ανθρώπων» (σημ. 22). Οι σύγχρονες εκδόσεις καθίστανται περισσότερο χρηστικές και χρήσιμες, όταν διαθέτουν αναλυτικά ευρετήρια με τις λαϊκές και επιστημονικές ονομασίες των βοτάνων, όπως η πρόσφατη έκδοση του ιατροσοφίου της ιεράς μονής Μαχαιρά Κύπρου (Κώδικας Μαχαιρά Α.18), που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2016 (σημ. 23). Άξια προσοχής είναι η εισαγωγή της ευρωπαϊκής επιστημονικής γνώσης στον τομέα της φαρμακοποιίας στον ελληνικό χώρο και ειδικότερα η χρήση φαρμακευτικών φυτών (σημ. 24).
Η σημερινή συγκυρία σηματοδοτείται από τη δραστηριοποίηση, και στη χώρα μας, φαρμακευτικών και άλλων εταιρειών και επιστημονικών ομάδων στον τομέα της έρευνας και εκμετάλλευσης των βοτάνων. Πραγματοποιούνται ειδικά ερευνητικά προγράμματα, εκδόσεις και συνέδρια. Το ενδιαφέρον του κοινού για τις θεραπευτικές χρήσεις των βοτάνων φαίνεται πως είναι μεγάλο αν κρίνουμε από τις πολλές εκλαϊκευτικές εκδόσεις που κυκλοφορούν για το θέμα και τον χείμαρρο (κατά κανόνα ανεπεξέργαστων) πληροφοριών που συναντάμε στο διαδίκτυο (σημ. 25). Η συστηματική τεκμηρίωση του μεγάλου όγκου του λαογραφικού και εθνογραφικού υλικού, όσον αφορά τα θεραπευτικά βότανα, είναι ένα ζητούμενο. Η λαογραφική τεκμηρίωση των βοτάνων καταγράφει εκτός από τις παραδοσιακές κατά τόπους ονομασίες τους, τις χρήσεις τους, πραγματικές και συμβολικές, καθώς και στοιχεία της λαϊκής κοσμολογίας που αναφέρονται σε αυτά και σταχυολογούνται στα τραγούδια, τα παραμύθια, τις παραδόσεις, τις παροιμίες και άλλες μορφές και εκδηλώσεις του λαϊκού λόγου. Η ελληνική Λαογραφία και οι όμορες επιστήμες της Εθνολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, παρά την εξαιρετική πρόοδο των τελευταίων δεκαετιών, δεν έφτασαν σε εκείνο το επίπεδο θεσμικής συγκρότησης, ώστε να έχουν τη δυνατότητα δημιουργίας συστηματικών corpus δεδομένων για επιμέρους θέματα – τα βότανα είναι ένα από αυτά. Οι λαογράφοι, ιδίως στο πλαίσιο του Λαογραφικού Αρχείου/Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, έχουν εργαστεί συστηματικά στην ταξινόμηση του πάσης φύσεως λαογραφικού υλικού και έχουν καταρτίσει σχετικά ερωτηματολόγια / θεματικούς καταλόγους ταξινόμησης του υλικού (Μέγας 1975, Σπυριδάκης 1962, Ήμελλος – Πολυμέρου-Καμηλάκη 1983). Ειδικότερα στο θέμα των χρήσεων των βοτάνων η ειλικρινής διεπιστημονική συνεργασία είναι απαραίτητη για να γίνει αυτό το επόμενο βήμα.
Το ζήτημα της διεπιστημονικότητας για τη μελέτη των θεμάτων της λαϊκής ιατρικής είχε επισημάνει ο Στίλπων Κυριακίδης σε άρθρο του στο ιατρικό περιοδικό Κλινική το 1925, όταν υπηρετούσε ως πρώτος διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου. Η σειρά των δημοσιευμάτων του στο εν λόγω περιοδικό, που αναφέρθηκε ήδη παραπάνω, είναι όχι ιδιαιτέρως γνωστή σήμερα, ακόμη και στους ειδικούς. Ο οξυδερκής Κυριακίδης, με το πρακτικό του πνεύμα είδε την ανάγκη δημιουργικής συνεργασίας της λαογραφίας με άλλες επιστήμες, όπως έχουμε επισημάνει και σε παλαιότερη μελέτη μας αναφερόμενοι στην πρόσκλησή του για τη μελέτη των λαϊκών οικήσεων από τους αρχιτέκτονες και στις αναφορές του στον Αριστ. Ζάχο αλλά και στη γνωριμία του με τον Δ. Πικιώνη (σημ. 26).
Γράφει: «Είναι αξία συγχαρητηρίων η διεύθυνσις της “Κλινικής” διά την αγαθήν έμπνευσιν, την οποίαν είχε, να αφιερώση μέρος του πολυτίμου αυτής χώρου διά την σπουδήν της δημώδους ιατρικής. Ήτο καιρός πλέον οι επιστήμονες ιατροί της Ελλάδος να στρέψουν τα βλέμματά των και προς τον ελληνικόν λαόν και να μελετήσουν τον τρόπο, κατά τον οποίον αντιλαμβάνεται ούτος τας ασθενείας, ως και τα μέσα, τα οποία μεταχειρίζεται προς αποτροπήν ή ίασιν αυτών, συνήθως πολύ πριν προστρέξη εις τας συμβουλάς του επιστήμονος ιατρού. Είναι δε άξιαι μελέτης αι λαϊκαί αυταί αντιλήψεις και γνώσεις και διά καθαρώς επιστημονικούς, αλλά και διά πρακτικούς λόγους.
Η δημώδης ιατρική αποτελεί πολυμειγές και πολύχρωμον κράμα ποικίλων περί των ασθενειών ιδεών και έτι ποικιλωτέρων θεραπευτικών μεθόδων. Ο λαός, και μάλιστα ο λαός των χωρίων, μέχρι του οποίου ελάχιστες εκ των ανακαλύψεων της νεωτέρας ιατρικής επιστήμης κατορθώνουν να φθάσουν, και αυταί διαφοροτρόπως παρηλλαγμέναι και συχνάκις παραδόξως παραμεμορφωμέναι, εξακολουθεί να διατηρεί διά την αρχήν και την φύσιν των ασθενειών τας ιδικάς του ιδέας. Είναι δε αι ιδέες αύται ποικιλώταται και ποικίλην έχουσι την προέλευσιν. Μέρος αυτών είναι εντελώς αρχέγονοι, και δύναται κανείς να είπη παγκόσμιοι, έχουσαι την αρχήν των εις την παρ’ άπασι τοις ανθρώποις ομοιόμορφον λειτουργίαν της ανθρωπίνης ψυχής. (…)
Καθ’ όμοιον τρόπον ποικίλα είναι και ποικίλην έχουν αρχήν τα υπό του λαού χρησιμοποιούμενα θεραπευτικά μέσα. Άλλα, τα και πολυπληθέστερα, οία είναι οι εξορκισμοί και αι επωδαί και αι συνοδεύουσαι ταύτας ή και ανεξάρτητοι απ’ αυτών ποικίλαι μαγικαί πράξεις, έχουσι την αρχή των εις αρχεγόνους και παγκοσμίους μαγικάς αντιλήψεις, αι οποίαι έχουν βαθείας τας ρίζας αυτών εις την ψυχήν του ανθρώπου, και εξακολουθούν και σήμερον ακόμη να ζουν παρά τω λαώ· άλλα είναι λείψανα παλαιότερων θεραπευτικών μεθόδων, αι οποίαι ανάμεικτοι, μυστικαί μετά ιπποκρατείων, φέρονται εις τα χειρόγραφα λαϊκά ιατρικά εγχειρίδια, τα γνωστά γιατροσόφια· άλλα τέλος είναι προϊόν καθαράς εμπειρίας, τυχαίας ίσως κατ’ αρχάς, ήτις όμως πολλάκις παρουσιάζει σημαντικήν και αξίαν λόγου και προσοχής πρόοδον. Και οι ιατροί δε οι λαϊκοί είναι ανάλογοι προς τας λαϊκάς δοξασίας και θεραπευτικάς μεθόδους, άλλοι μάγοι και νεραϊδιάρηδες και ξορκισταί και ξορκίστρες, άλλοι καλογιατροί ή κομπογιαννίτες, από των ιατροσοφίων αντλούντες τας γνώσεις των, και άλλοι διάφοροι και ποικίλοι, ποιμένες, χαλκείς, σιδηρουργοί κ.λπ., ων έκαστος ιδίαν εμπειρίαν έχει και ιδίαν νόσον ή τραύματα και κατάγματα θεραπεύει.
Ούτως εν τη σημερινή δημώδη ιατρική ευρίσκομεν ζωντανά τα λείψανα ποικίλων χρόνων και δοξασιών, των οποίων η γνώσις και η θεωρητική έρευνα προάγει ημάς εις την βαθυτέραν κατανόησιν ου μόνον της ιστορίας του ανθρωπίνου πολιτισμού, αλλά και αυτής της ανθρωπίνης καθόλου διανοήσεως. Αλλά και πρακτικώς η μελέτη της δημώδους ιατρικής δεν είναι ευκαταφρόνητος. Διότι, διά να μεταχειρισθώ τας λέξεις του Βιενναίου καθηγητού της ιστορίας της ιατρικής Neuburger, “εάν προσέξη τις καλύτερον, εντός του χάους των φαντασιοπληξιών θα εύρη πολλά χρυσά ψήγματα ορθής παρατηρήσεως και επιτυχούς πείρας, πολλά επιτυχή θεραπευτικά μέσα, τα οποία η εξ επαγγέλματος ιατρική χρησιμοποιεί, υπό άλλην βέβαια έννοιαν και υπό άλλην μορφήν, και διά τα οποία τη αληθεία δεν έχει να εντραπεί. Και αληθώς είναι πολλά τα θεραπευτικά μέσα, τα οποία η επιστημονική ιατρική έλαβε παρά της δημώδους, και χρήσεις φαρμάκων λησμονηθείσας, μόνον δ’ υπό των λαϊκών ιατρών διασωθείσας, ακολουθούσα το παράδειγμα τούτων, ανενέωσε, ουκ ολίγα δ’ είναι τα λαϊκά φάρμακα, όσα επί μακρόν καταγελασθέντα, ευρίσκονται σήμερον, χημικώς τελειοποιηθέντα εις τα χείρας των επιστημόνων ιατρών…”» (σημ. 27).
Ειδικά για τη μελέτη των βοτάνων (και από τον λαογράφο) βασικά εγχειρίδια αποτελούν τα παλαιά φυτολογικά λεξικά των αρχών του 20ού αιώνα των Θ. Χελντράιχ (1822-1902) – Σπ. Μηλιαράκη (1852-1919) (Χελντράιχ 1980) και του Παναγιώτη Γεννάδιου (1848-1917) (Γεννάδιος 1914), τα οποία περιέχουν και λαογραφικού χαρακτήρα πληροφορίες, όπως και τις τοπικές ονομασίες των φυτών. Οι πρωτεργάτες των φυτολογικών-βοτανοτολογικών ερευνών στη σύγχρονη Ελλάδα εργάστηκαν σε μια εποχή που οι χρήσεις των φυτών από το λαό ήταν πολλές και γνωστές και είχαν τη δυνατότητα να τις καταγράψουν από πρώτο χέρι κατά τις περιηγήσεις τους (σημ. 28). Οι λαογράφοι κατέγραψαν σε πρωτογενείς συλλογές υλικού (κατατεθειμένες στο Λαογραφικό Αρχείο του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (σημ. 29), το λαογραφικό αρχείο του Σπουδαστηρίου Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (σημ. 30), κ.α.) αλλά και σε δημοσιευμένες συλλογές πολλές παραδοσιακές-λαϊκές κατά τόπους ονομασίες των βοτάνων, χρήσεις και συμβολισμούς τους (σημ. 31). Πολλές πληροφορίες μάς παρέχουν και τα λογοτεχνικά κείμενα (σημ. 32). Ιδιαιτέρως χρήσιμο στον τομέα αυτό της πρωτογενούς καταγραφής ονομασιών των διαφόρων ειδών της χλωρίδας και ειδικότερα των βοτάνων είναι το ευρετήριο των τόμων Α’ έως Κ’ του περιοδικού Λαογραφία που εκπονήθηκε από τη Μαρία Ιωαννίδου-Μπαρμπαρίγου (σημ. 33). Πριν λίγα έτη, η αείμνηστη πλέον καθηγήτρια της λαογραφίας Μαρία Μηλίγκου-Μαρκαντώνη, μας έδοσε το βιβλίο της Δένδρα – φυτά – άνθη στον λαϊκό πολιτισμό των νεωτέρων Ελλήνων (σημ. 34). Σ’ αυτό το συστηματικό έργο, με επιμέλεια του ερευνητή Παναγιώτη Καμηλάκη, κατέγραψε πληροφορίες για τα δέντρα, τα φυτά και τα άνθη στον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό και ειδικότερα στους μύθους, την λαϊκή λατρεία, το λαϊκό εορτολόγιο, στη γεωργική παραγωγή, τη λαϊκή μετεωρολογία, την αστρολογία, τα δρώμενα για την αντιμετώπιση της ανομβρίας, τη συγκομιδή, την προστασία της φυτικής παραγωγής από πάσης φύσεως τρωκτικά, ζωύφια κ.λπ., την οικολογία της καθημερινής παραδοσιακής ζωής, δηλαδή τον οικισμό, τις δεντροστοιχίες ως ηχοπετάσματα και αντιανεμική προστασία, τις οικίες με τις αυλές, τους κήπους, τα περιβόλια, τη διατροφή (αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο), τη λαϊκή ιατρική, την περιποίηση του σώματος, τη βαφική κ.ά.
Την τελευταία εικοσαετία έχουν δει το φως αξιόλογα ειδικά δημοσιεύματα για τα ελληνικά θεραπευτικά βότανα σε διεθνή περιοδικά όπως το Journal of Ethnopharmacology (με αναφορά στα Πράμαντα και το Ζαγόρι Ιωαννίνων, τη Θεσσαλονίκη, την Κύπρο και άλλες περιοχές της Ελλάδας και άλλων χωρών) (σημ. 35) προερχόμενα από ερευνητικές ομάδες φαρμακολόγων, βιολόγων και βοτανολόγων που καταγράφουν τις παραδοσιακές θεραπευτικές χρήσεις των βοτάνων, τις παραδοσιακές τους ονομασίες και αναλύουν τις δραστικές ουσίες που περιέχουν. Τα πορίσματα των ερευνών αυτών ήλθαν να προστεθούν σε αξιόλογα παλαιότερα και νεότερα ειδικά ξενόγλωσσα λεξικά του ελληνικού και του ευρύτερου μεσογειακού χώρου (σημ. 36). Επίσης, ερευνητικές ομάδες σε πανεπιστημιακές σχολές έχουν οργανώσει ειδικά μαθήματα καθώς και ειδικές βάσεις δεδομένων, που είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο για τους φοιτητές τους ή για την ενημέρωση του γενικού κοινού και των καλλιεργητών/παραγωγών αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών (σημ. 37).
Ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις για τις χρήσεις και δυνατότητες αξιοποίησης των φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών έχουν γίνει στο πλαίσιο ειδικών συνεδρίων, όπως εκείνο που οργάνωσε το Πολιτιστικό Ίδρυμα της ΕΤΒΑ στο Παραλίμνι Κύπρου το 1997 και εκείνο για τη Λαϊκή Ιατρική που οργάνωσε η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης στο Ρέθυμνο το 2000, τα πρακτικά των οποίων έχουν δημοσιευθεί (σημ. 38).
Συνήθως, η επιτόπια «εθνογραφική» έρευνα σε αρκετές από τις σχετικές έρευνες είναι ελλιπής διότι πραγματοποιείται χωρίς τη συνεργασία ειδικών λαογράφων ή εθνολόγων, ενώ και η έρευνα των λαογραφικών πηγών (δημοσιευμένων ή αδημοσίευτων) είναι στοιχειώδης ή και ανύπαρκτη. Ειδικά ερευνητικά προγράμματα εξετάζουν τη σχέση του ανθρώπου με τη χλωρίδα και την πανίδα σε έναν συγκεκριμένο τόπο από πολιτισμικής άποψης, ενίοτε στη μακρά ιστορική διάρκεια, ενώ προσφάτως χρησιμοποιείται και η έννοια της «άυλης κληρονομιάς» που εισήχθη από την UNESCO (σημ. 39) και περιλαμβάνει γνώσεις, πρακτικές, τεχνικές και εκφράσεις των τοπικών κοινοτήτων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση με τη φύση, δηλαδή γνώσεις που αποτελούν κτήμα του παραδοσιακού προφορικού πολιτισμού των τοπικών κοινοτήτων και εκφράζονται συλλογικά μέσω διαφόρων πρακτικών. Τα στοιχεία αυτά μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά και προσφέρουν στην κοινότητα αίσθηση τοπικής ταυτότητας και συνέχειας στο χρόνο (σημ. 40). Τα τελευταία χρόνια η μεγάλη αύξηση της κατανάλωσης φυτικών φαρμακευτικών προϊόντων (herbal medicinal products) έθεσε το ζήτημα της χρήσης τους στο πλαίσιο του σύγχρονου τρόπου ζωής καθώς και τα όριά τους σε σχέση με ποικίλα προϊόντα διατροφής, όπως συμπληρώματα διατροφής, διαιτητικές τροφές, ειδικές τροφές ιατρικής χρήσης (food supplements, novel foods, dietary foods, foods for special medical purposes) και απαιτήθηκε ενημέρωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και εφαρμογή σχετικών οδηγιών (σημ. 41).
Στην ελληνική λαογραφική βιβλιογραφία αλλά και στο αδημοσίευτο πρωτογενές υλικό που φυλάσσεται στα λαογραφικά αρχεία υπάρχει πλούτος πληροφοριών για το θέμα των θεραπευτικών βοτάνων. Το ζητούμενο σήμερα είναι ο εντοπισμός του και η συστηματοποίησή του και γι’ αυτό ακριβώς εργαζόμαστε στο Κέντρο Λαογραφίας. Με τη διευκόλυνση που μας παρέχει η ψηφιοποίηση του υλικού αναπτύσσουμε ειδική βάση δεδομένων για τα βότανα, προκειμένου να συστηματοποιήσουμε τα δεδομένα του αρχειακού αλλά και του δημοσιευμένου υλικού. Παραλλήλως, συντάσσουμε ειδική βιβλιογραφία, η οποία περιλαμβάνει και την αποδελτίωση του υλικού που δημοσιεύτηκε στα κυριότερα λαογραφικά περιοδικά (Λαογραφία, Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου / Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών κ.ά.), τοπικά, κ.ά. Το σχέδιο περιλαμβάνει την κατάρτιση θησαυρού όρων-ονομασιών βοτάνων και συνακόλουθη τεκμηρίωση του υλικού που προέρχεται από πολλές λαογραφικές κατηγορίες και καλύπτει γεωγραφικά το σύνολο του ελληνικού χώρου. Δηλαδή εκτός από τα βότανα καθαυτά, που εντάσσονται στην ευρύτερη κατηγορία του υλικού βίου, του υλικού πολιτισμού, ταξινομείται υλικό από τις δοξασίες, τη μαντεία, ειδικότερα τη φυλλοανθομαντεία ή τη μαντεία με τη χρήση φυτών εν γένει, τη λαϊκή λατρεία (π.χ. συλλογή βοτάνων κατά την εορτή της Αναλήψεως ή κατά τον κλήδονα, την παραμονή του Άη-Γιάννη στις 23 Ιουνίου κ.λπ.), τη λαϊκή ιατρική, τη μαγεία και ειδικότερα την παρασκευή φίλτρων και τη χρήση βοτάνων, τα τραγούδια, τα παραμύθια, τις παραδόσεις, τις παροιμίες και τις άλλες εκδηλώσεις του λαϊκού λόγου. Στόχος ενός τέτοιου φιλόδοξου σχεδίου είναι, εκτός από την ανάπτυξη της σχετικής υποδομής του Κέντρο Λαογραφίας, και η καλύτερη πρόσβαση των ειδικών επιστημόνων στις λαογραφικές πηγές –αυτό αποτελεί πάγιο στόχο–, η ενημέρωση των καλλιεργητών και η καλύτερη κατάρτιση των στελεχών της γεωργικής ανάπτυξης. Ποτέ δεν πρέπει να χάνουμε τις ελπίδες μας για την ανάκαμψη της πρωτογενούς παραγωγής (Καραμανές 2016) ακόμα και στους χαλεπούς καιρούς μας… Η αγορά των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών γνωρίζει αξιόλογη ανάπτυξη διεθνώς και η εγχώρια παραγωγή φαίνεται πως εμφανίζει σημαντικές προοπτικές αύξησης των καλλιεργειών και διεύρυνσης των εξαγωγών (σημ. 42). Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και το «Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης για την καλλιέργεια, επεξεργασία και εμπορία Αρωματικών και Φαρμακευτικών Φυτών (ΑΦΦ)» που εκπονήθηκε από ειδική επιστημονική ομάδα εργασίας και παρουσιάστηκε από τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων τον Μάιο του 2017 (σημ. 43).
Τελειώνοντας θα ήθελα να τονίσω τον διεπιστημονικό χαρακτήρα που πρέπει να έχουν τέτοιες προσπάθειες, διότι είναι πλέον προαπαιτούμενο για την επιτυχία τους. Βρισκόμαστε σήμερα σε ένα σημείο όπου η σύνδεση της έρευνας με τις ανάγκες της κοινωνίας, και εν μέρει και της αγοράς, είναι μια επιβεβλημένη πραγματικότητα και πρέπει να μεριμνήσουμε γι’ αυτό με σοβαρότητα μέσα από τις καθημερινές επιλογές μας, όπως πρέπει να υπερασπιστούμε με σθένος και τη βασική έρευνα η οποία δεν έχει από τη φύση της τη δυνατότητα να συνδεθεί άμεσα με την αγορά. Η έρευνα πρέπει όμως να χαρακτηρίζεται από τη συνεργασία και τη διεπιστημονικότητα προκείμενου να έχει αποτελέσματα. Συνεργασία όμως με όρους ισοτιμίας ανάμεσα στους διαφόρους φορείς. Ο κανόνας μέχρι τώρα είναι να καλούνται οι ειδικοί των κοινωνικών και των ανθρωπιστικών επιστημών στο «παρά πέντε». Έχουμε γίνει μάρτυρες παραπάνω από μία φορά, λίγο πριν κατατεθεί ο φάκελος για την πιστοποίηση ενός προϊόντος, σε εθνικό ή και ευρωπαϊκό επίπεδο οι εκάστοτε υπεύθυνοι να «θυμούνται» την έρευνα και τεκμηρίωση της πολιτισμικής διάστασης του θέματος… Η απαίτηση στις περιπτώσεις αυτές είναι η τεκμηριωτική εργασία να γίνει και γρήγορα και σωστά και χωρίς κόστος. Νομίζω ότι δεν είναι ορθό να συνεχίσουμε πλέον να πράττουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ας ευχηθούμε λοιπόν από το βήμα αυτού του διεπιστημονικού συνεδρίου το καλύτερο για την έρευνα αλλά και την προστασία (σημ. 44) των βοτάνων, των φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών, όσον αφορά τη φυτολογική και την πολιτισμική διάστασή της.
Ευάγγελος Καραμανές
Διευθυντής Ερευνών, Διευθύνων το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
* Το κείμενο πρόκειται να δημοσιευθεί σε έντυπη μορφή από το ΚΕΕΛ: Ευάγγελος Καραμανές, «Βότανα στην λαϊκή θεραπευτική: λαογραφική έρευνα και τεκμηρίωση της πολιτισμικής διάστασης των φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών», κείμενο ανακοίνωσης στο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο «Λαϊκή ιατρική και Ιατρική επιστήμη. Σχέσεις αμφίδρομες», Αθήνα, 7-11 Μαρτίου 2012. Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών και Ιστορικό Παλαιογραφικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης. Πρακτικά υπό έκδοση στα Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.