Ο αρχαιολογικός χώρος κάστρου Χλεμούτσι βρίσκεται στο χωριό Κάστρο του Δήμου Ανδραβίδας–Κυλλήνης της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας, στο δυτικότερο ακρωτήριο της Πελοποννήσου, μεταξύ Κυλλήνης και Λουτρών Κυλλήνης. Το Χλεμούτσι είναι χτισμένο στο ψηλότερο σημείο της περιοχής, στην κορυφή του λόφου Χελωνάτα. Από τη στρατηγική και περίοπτη θέση του δεσπόζει σε όλη την πεδιάδα της Ηλείας, εποπτεύοντας παράλληλα τη νότια Αχαΐα, το Ιόνιο πέλαγος και τις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας.
Το κάστρο, που χτίζεται εξαρχής από τους Φράγκους, ονομάζεται από τους ιδρυτές του Château Clermont ή Clairmont. Στα ελληνικά ήταν γνωστό ως Χλουμούτζι, ενώ οι Ενετοί το αποκαλούν Castel Tornese. Σήμερα έχει επικρατήσει η ονομασία Χλεμούτσι.
Σχετικά με την προέλευση της ονομασίας του έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες. Για το όνομα Clermont έχει μεταξύ άλλων υποστηριχτεί ότι προέρχεται από το λατινικό clarus mons (=ονομαστό όρος, λαμπρό βουνό). Στο Χρονικό του Μορέως απαντούν οι τύποι Χλουμούτζι, Χλομούτζι ή Χλουμούτσι. Ο R. Pococke θεωρεί το Χλουμούτζι τουρκικό όνομα, ο Buchon παραμόρφωση του Clermont, ο Wasmer εικάζει ότι έχει σλαβική προέλευση και σημαίνει λόφος / ύψωμα (πρβλ: Χελμός), ενώ ο Δ.Ι. Γεωργακάς κρίνει ότι προέρχεται από την ελληνική λέξη «χλωμός», δηλ. κίτρινος, ωχρός. Ο Α. Χατζής υποστηρίζει ότι το τοπωνύμιο προέρχεται από όνομα οικογένειας, «Χλομούτσης», δηλ. το κτήμα του Χλομούτση. Με δεδομένο ότι η αρχική ονομασία του κάστρου είναι γαλλική και οι ιδρυτές του Γάλλοι, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το Χλουμούτζι αποτελεί ελληνική παραφθορά του γαλλικού ονόματος, άποψη που αποδέχεται ως επικρατέστερη και ο Bon. Όσον αφορά στην ονομασία Castel Tornese, αυτή συνδέεται άμεσα με το φράγκικο νομισματοκοπείο των τορνεσίων (deniers tournois) του Πριγκιπάτου, το οποίο θεωρήθηκε, λανθασμένα, ότι βρισκόταν εντός του κάστρου.
Το κάστρο Χλεμούτσι, διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο του σταυροφορικού Πριγκιπάτου της Αχαΐας, υπήρξε το μεγαλύτερο οικοδομικό έργο που εκτέλεσαν οι Φράγκοι στα Βαλκάνια, εξαιρετικό δείγμα φρουριακής σταυροφορικής αρχιτεκτονικής της εποχής της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο. Πρόκειται για μία από τις λίγες περιπτώσεις που οι Φράγκοι, αντί να εκσυγχρονίσουν και να ενισχύσουν υφιστάμενες οχυρώσεις με βυζαντινές ή και αρχαιότερες φάσεις, προτιμούν να ιδρύσουν ένα νέο κάστρο. Μεσαιωνικό παλάτι με φρουριακό χαρακτήρα αποτελεί ουσιαστικά ένα «εμφύτευμα» της γαλλικής αρχιτεκτονικής, το οποίο μεταφέρει γαλλικά πρότυπα του 12ου και 13ου αι. στα εδάφη της νότιας Ευρώπης. Παράλληλα όμως αφομοιώνει και επιδράσεις από τα κάστρα της σταυροφορικής Μέσης Ανατολής και, δρώντας ως τοπόσημο με το μέγεθος και την ποιότητά του, ασκεί καταλυτική επίδραση στην τοπική βυζαντινή αρχιτεκτονική παράδοση.
Σύμφωνα με το Χρονικό του Μορέως (στ. 2631–2720), το Χλεμούτσι οικοδομείται μεταξύ 1220 και 1223 από τον Γοδεφρείδο Α’ Βιλλεαρδουίνο, πρώτο ηγεμόνα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Για να μπορέσει να πραγματοποιήσει την κατασκευή του κάστρου, ο Φράγκος ηγεμόνας έρχεται σε σύγκρουση με τον καθολικό κλήρο της Αχαΐας, παρακρατώντας τις εκκλησιαστικές προσόδους, γεγονός που προκαλεί τον αφορισμό του από τον Πάπα: «Ο πρίγκιπας εχόλιασεν, ώρισε και εκρατήσαν/ όλους τους τόπους και προνοίες ένθα τες εκρατούσαν/ και ουδέν ηθέλησεν ποσώς τίποτε γαρ να επάρη/ από τα δίκαια των προνοίων όλων των εκκλησίων,/ αλλά και ώρισε κι αρχίσασι να χτίζουν το Χλουμούτσι./ Και οι επίσκοποι αφώριζαν τον πρίγκιπα αεννάως» (στ. 2648–2653). Μόλις ολοκληρώθηκε η κατασκευή του, ο Βιλλεαρδουίνος διεμήνυσε στον Πάπα ότι με το Χλεμούτσι ήθελε να προστατεύσει το λιμάνι και τις ακτές από τους σχισματικούς Έλληνες, υπηρετώντας τα συμφέροντα της ρωμαϊκής εκκλησίας. Ο Πάπας πείσθηκε και ανακάλεσε τον αφορισμό, συμφιλιώνοντας τον Βιλλεαρδουίνο με τον κλήρο: «Τρεις χρόνους γαρ εκράτησεν ο πρίγκιπας τους τόπους/ του πριγκιπάτου, σε λαλώ, ολών των εκκλησίων,/ έως και αποπλήρωσε το κάστρον Χλουμουτσίου … Κι ο Πάπας ο αγιώτατος, ως το επληροφορέθη,/ συμπάθειον έστειλεν ευθέως στον πρίγκιπα Ντζεφρόε./ Αφότου είδε ο πρίγκιπας του Πάπα την συμπάθειον,/ χαράς μεγάλας έποικεν και τον Θεόν δοξάζει» (στ. 2654–2656 και 2679–2682).
Τα αρχαιολογικά, ωστόσο, δεδομένα δείχνουν ότι το Χλεμούτσι, παρά τον ομοιογενή χαρακτήρα του, οικοδομείται τον 13ο αιώνα σε τρεις διαδοχικές φάσεις. Η τελική του διαμόρφωση δεν καθορίστηκε τόσο από τον αμυντικό του χαρακτήρα. Με την εξαιρετικά πολυτελή κατασκευή του στόχευε κυρίως να λειτουργήσει ως φρουριακό ανάκτορο και απόλυτο σύμβολο της κυριαρχίας των Φράγκων ηγεμόνων .
Το κάστρο Χλεμούτσι γνωρίζει μεγάλη ακμή κατά τη δυναστεία των Βιλλεαρδουίνων και ειδικότερα κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου (1246–1278). Η στρατηγική του θέση ήταν ανέκαθεν το μεγάλο του πλεονέκτημα, επειδή το καθιστούσε πολύτιμο για τις κατακτητικές τους βλέψεις: «Πολλάκις αν εχάσαμεν τον τόπον του Μορέως από το κάστρον Χλουμουτσίου τον θέλομεν κερδίσει» (Χρονικό του Μορέως, στ. 2673–2674).Μετά το θάνατο του Γουλιέλμου Β’ το 1278, ακολουθεί περίοδος αβεβαιότητας και αναταραχών. Οι έντονες διαμάχες για τη διαδοχή στην ηγεμονία καθιστούν το Χλεμούτσι αντικείμενο διεκδικήσεων μεταξύ διαφόρων ευγενών. Αρχικά το κληρονομεί η γυναίκα του Γουλιέλμου Β’, Άννα–Αγνή, κόρη του Μιχαήλ Β’ Κομνηνού Δούκα, Δεσπότη της Ηπείρου. Η μεγαλύτερη ωστόσο διαμάχη ξεσπά το 1313. Η εγγονή του Βιλλεαρδουίνου παντρεύεται τον Λουδοβίκο της Βουργουνδίας ο οποίος, ως Πρίγκιπας της Αχαΐας, διαδέχεται τον Φίλιππο του Τάραντα που είχε πεθάνει χωρίς να αφήσει απογόνους. Τότε όμως η άλλη κόρη του Βιλλεαρδουίνου, Μαργαρίτα, βαρόνη της Άκοβας, παντρεύει την κόρη της με τον Φερδινάρδο της Μαγιόρκας, αρχηγό των Καταλανών, ο οποίος θέτει θέμα διεκδίκησης του Μοριά στο όνομα της γυναίκας του. Για την ενέργειά της αυτή η Μαργαρίτα κατηγορείται για εγκληματική πράξη και προδοσία, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στο Χλεμούτσι, όπου και πεθαίνει τον Φεβρουάριο του 1315. Ο Φερδινάρδος παρ’ όλα αυτά δεν πτοείται και καταλαμβάνει το Χλεμούτσι, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1316, όταν ο Λουδοβίκος της Βουργουνδίας νικά τους Καταλανούς και οι Φράγκοι ανακαταλαμβάνουν το κάστρο.
Στις αρχές του 15ου αιώνα, το Χλεμούτσι περνά στα χέρια του Καρόλου Τόκκου, κόμη της Κεφαλονιάς και Δεσπότη της Ηπείρου, ενώ το 1427 περιέρχεται ειρηνικά ως προίκα στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, μετά το γάμο του με την κόρη του Τόκκου. Ο Παλαιολόγος ορίζει το Χλεμούτσι ως επίσημη έδρα του Δεσποτάτου του Μορέως και χρησιμοποιεί το κάστρο ως στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο για να προετοιμάσει την επίθεσή του στην Πάτρα. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Κωνσταντίνος παραδίδει το Χλεμούτσι στον αδελφό του, Θωμά Παλαιολόγο. Ο τελευταίος θα φυλακίσει εδώ το 1454 τον Giovanni, νόθο γιο του τελευταίου πρίγκιπα της Αχαΐας Ζαχαρία ΙΙ Centurione, ο οποίος είχε επαναστατήσει εναντίον των Βυζαντινών. Το 1460, κατά την εισβολή των Τούρκων στον Μοριά, το Χλεμούτσι καταλαμβάνεται για λογαριασμό τους από τον Αλβανό Zagan Πασά, ενώ το 1620 δέχεται επίθεση και λεηλατείται από τους Ιωαννίτες ιππότες της Μάλτας. Το 1687 καταλαμβάνουν το Χλεμούτσι οι Ενετοί, οι οποίοι το κρατούν στην κατοχή τους ως το 1715, όταν ξαναπερνά στα χέρια των Τούρκων, όπου και παραμένει μέχρι την Επανάσταση του 1821. Την εποχή των Ενετών το κάστρο έχει ήδη χάσει τον σημαντικό του ρόλο στην άμυνα της περιοχής, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την πρόταση του Ενετού μηχανικού Francesco Grimani το 1701 να κατεδαφιστεί το Χλεμούτσι και να χτιστεί ένα νέο φρούριο στη Γλαρέντζα.
Το Χλεμούτσι φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, καθώς από τον πρώτο κιόλας χρόνο (1821) το κυριεύουν οι Έλληνες. Όταν το 1825 ο Ιμπραήμ Πασάς της Αιγύπτου με το στρατό του λεηλατεί την Ηλεία, ο ντόπιος πληθυσμός καταφεύγει στο Χλεμούτσι για να σωθεί. Το κάστρο θα υποστεί σημαντική καταστροφή, όταν ο Ιμπραήμ το κυριεύσει και ανατινάξει ένα μέρος του. Παρ’ όλη τη σημασία και τη σπουδαιότητά του, το κάστρο αφήνεται για μεγάλο διάστημα στη φθορά του χρόνου, αλλά και του ανθρώπου. Οι μεγαλύτερες ίσως καταστροφές που υπέστη δεν προέρχονται τόσο από τους κατά καιρούς κατακτητές του, αλλά από τη λιθολόγηση των ντόπιων. Από την απελευθέρωση και μετά, οι κάτοικοι του χωριού που απλώνεται ακριβώς κάτω από το Χλεμούτσι δεν παύουν να αποσπούν οικοδομικά υλικά για να τα χρησιμοποιήσουν στο χτίσιμο των σπιτιών τους.
Το προανασκαφικό στάδιο
Οι περιηγητές (16ος–α’ μισό 19ου αι.)
Το κάστρο Χλεμούτσι, με τη στρατηγική και περίοπτη θέση του στην κορυφή του λόφου Χελωνάτα, λειτουργεί ως τοπόσημο στη ΒΔ Πελοπόννησο παρά τις φθορές που έχει υποστεί ανά τους αιώνες. Χρονικογράφοι, ιστορικοί, λόγιοι, χαρτογράφοι, διπλωμάτες, στρατιωτικοί, μηχανικοί, ταξιδιώτες, λογοτέχνες και μελετητές, που προσεγγίζουν ή διέρχονται από την περιοχή, αναφέρουν στα κείμενά τους το περίφημο κάστρο, περιγράφουν την ισχυρή κατασκευή, ταυτίζουν το χώρο με ιστορικά γεγονότα και μιλούν για την πορεία του στο χρόνο μέχρι τη σταδιακή παρακμή και εγκατάλειψή του.
Ένα από τα πρώτα κείμενα, όπου αναφέρεται το Χλεμούτσι, είναι το χειρόγραφο οδοιπορικό του Denis Possot, ο οποίος κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του από τη Βενετία στους Αγίους Τόπους το 1534 επισκέπτεται τις ακτές της Ηλείας και το ισχυρό φρούριο, το οποίο αποκαλεί Tornese. Το 1574 το κάστρο Tornese εμφανίζεται σε χάρτη του Giovanni Camocio, ενώ το 1619 το όνομά του αναγράφεται σε χάρτη της Πελοποννήσου του Φλαμανδού Johannes van Cootwijck.
Μεταξύ των ετών 1668 και 1671 την περιοχή επισκέπτεται ο Evliya Çelebi. Ο Τούρκος περιηγητής, που αποδίδει την κατασκευή του κάστρου στους Ενετούς, αναφέρει ότι το Χλεμούτσι κατακτήθηκε από τον Μπαγιεζίτ Βελή, αποτελεί καζά με βαθμό τριακόσια άσπρα και διαθέτει εκατό φρουρούς. Η περιγραφή του παρουσιάζει μια αρκετά παρηκμασμένη εικόνα του κάστρου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας: «Στο εσωτερικό φρούριο υπάρχει το σπίτι του φρούραρχου, οι αποθήκες για τα πυρομαχικά, οι προμήθειες και οι στέρνες για το νερό. Τίποτε άλλο… Μέσα σε αυτό το τείχος βρίσκονται χτισμένα, γύρω–γύρω από το Τζαμί του Σουλτάνου Μπαγιεζίτ Βελή, ογδόντα πέτρινα σπίτια με κεραμιδένιες σκεπές. Έξω από τη δυτική πλευρά του τείχους έχουν διακόσια σπίτια οι Ρωμιοί άπιστοι, οι οποίοι δεν επιτρέπεται να μπαίνουν στο κάστρο… Μέσα και έξω από το φρούριο δεν υπάρχουν ούτε αγορά, ούτε παζάρι, χάνι, χαμάμ, ούτε σχολείο και τεκές. Φαίνεται ερημωμένο…».
Στα 1675 προσεγγίζουν την περιοχή, ερχόμενοι από το νησί της Ζακύνθου, οι George Wheler και Jacob Spon, οι οποίοι αναφέρουν την ύπαρξη του κάστρου Tornese έξι μίλια από την ακτή και του τούρκικου χωριού γύρω από αυτό που αποκαλείται Clemouzzi. Το 1687 το Χλεμούτσι καταλαμβάνεται από τους Ενετούς. Ο Α. Locatelli περιγράφει ότι ο ιστορικός προμαχώνας παραδίδεται στις 3 Αυγούστου, ουσιαστικά χωρίς μάχη από τους Τούρκους, οι οποίοι εγκαταλείπουν πίσω τους 34 κανόνια, ενώ 150 περίπου μέλη της τουρκικής φρουράς παραμένουν στο κάστρο και εκχριστιανίζονται. Την ίδια περίπου εποχή επισκέπτεται την περιοχή και ο V. Coronelli. Πέρα από τη γραπτή του μαρτυρία, εξαιρετικής σημασίας είναι τα σχέδια του κάστρου που πλαισιώνουν τις εκδόσεις του Coronelli και τα οποία έκτοτε συνοδεύουν πάμπολλες επανεκδόσεις, μεταφράσεις ή μεταγενέστερα ταξιδιωτικά χρονικά, ιστορικά συγγράμματα και γεωγραφικά έργα.
Κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας το Χλεμούτσι λειτουργεί ως κέντρο της οικονομικής περιφέρειας της Ήλιδας και, ως εκ τούτου, υπάρχουν συχνές μνείες του σε επίσημα βενετικά έγγραφα. Ο Ciacomo Corner, πρώτος γενικός προνοητής της Πελοποννήσου μετά την κατάκτησή της από τον Morozini, περιγράφει σε έκθεσή του στις 23 Ιανουαρίου 1690 τις ελλείψεις του φρουρίου, το οποίο χαρακτηρίζει μικρό σε μέγεθος, χωρίς ιδιαίτερες υποδομές και μετά βίας κατοικήσιμο, ενώ στο ίδιο κλίμα κινείται και η έκθεση του διαδόχου του, Tadio Gradenigo, στις 15 Μαρτίου 1692. Η μειωμένη σημασία του κάστρου Χλεμούτσι στην άμυνα της περιοχής την εποχή των Ενετών επιβεβαιώνεται και σε αναφορά του Francesco Grimani στις 8 Οκτωβρίου 1701. Ο Ενετός μηχανικός προτείνει, χωρίς ωστόσο η πρότασή του να βρει ανταπόκριση, να κατεδαφιστεί το Χλεμούτσι, επειδή δεν εξυπηρετεί πλέον τα συμφέροντα των Ενετών όντας παλαιό, βρίσκεται μακριά από λιμάνι και η ανακατασκευή του θα ήταν πολυδάπανη. Αντ’ αυτού προτείνει να χτιστεί ένα νέο φρούριο στη θέση της Γλαρέντζας, κοντά στη θάλασσα και τα νησιά, όπου βρίσκονται τα οικονομικά συμφέροντα της Γαληνοτάτης.
Από τις αρχές του 18ου αι. παρατηρείται σημαντική αύξηση στον αριθμό των Ευρωπαίων που επιθυμούν να περιηγηθούν στον ελλαδικό χώρο. Η θέση του κάστρου Χλεμούτσι, που γειτονεύει με τα αρχαία κατάλοιπα της Ήλιδας και της Ολυμπίας, βασικών προορισμών των περιηγητών, έχει ως αποτέλεσμα την αναφορά του σε πλείστα ταξιδιωτικά κείμενα και χάρτες της εποχής.
Το 1760 ο Richard Chandler αποβιβάζεται στη Γλαρέντζα και, κατευθυνόμενος προς την Παλαιόπολη Ήλιδας, «αφήνει στα δεξιά του την πόλη Clemontzi ή Clemouzzi, πάνω από την οποία, στην κορυφή ενός, ορατού από τη Ζάκυνθο, λόφου, δεσπόζει το κάστρο Tornese». Το 1798 περνά από την περιοχή ο François Pouqueville μνημονεύοντας το εγκαταλελειμμένο Χλουμούτζι με το ομώνυμο χωριό περιμετρικά του και το ιστορικό της κατασκευής του κάστρου, όπως παραδίδεται από το Χρονικό του Μορέως. Πολύτιμες πληροφορίες για το Χλεμούτσι μάς προσφέρει και ο William Martin Leake, ο οποίος επισκέπτεται την περιοχή το 1806. Ο Leake κάνει διάκριση ανάμεσα στο Khlemútzi ή Khlomútzi, το σύγχρονο χωριό στους πρόποδες του λόφου Χελωνάτα, και το μεσαιωνικό κάστρο Tornese. Σύμφωνα με τον περιηγητή το όνομα του χωριού προέρχεται από τη λέξη χλεμός ή χλωμός ή χελμός, που συχνά περιγράφει μικρούς δασώδεις λόφους με αναφορά στη βλάστησή τους, εκ της ελληνικής λέξης χλόα, ενώ η ονομασία του κάστρου οφείλεται στο νόμισμα tornesi ή tournois, που «έκοβαν» οι Φράγκοι πρίγκιπες. Κατά τη γνώμη του Leake, το κάστρο, εξαιτίας της επιβλητικής θέσης και κατασκευής του, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως σημαντικός στρατιωτικός κόμβος σε οποιαδήποτε άλλα χέρια πλην των Τούρκων που δεν εκτιμούν την αξία του. Μολονότι ημι-ερειπωμένο, γράφει, δεν παύει να αποτελεί ένα από τα πιο αξιοσέβαστα φρούρια της Ελλάδας. Ο Leake περιγράφει το εσωτερικό του φρουρίου ενώ, βασιζόμενος σε κατάλοιπα αγιογραφιών και μαρτυρίες κατοίκων του χωριού, εικάζει ότι μεταγενέστερα μετατράπηκε σε μοναστήρι. Τέλος, επικρίνει τα σχέδια αποτύπωσης του κάστρου από τον Coronelli, επειδή —κατά την άποψή του— δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Οι μελετητές (β’ μισό 19ου–αρχές 21ου αι.)
Από το β’ μισό του 19ου αιώνα και εξής την περιοχή επισκέπτονται όχι πια περιηγητές αλλά μελετητές των αρχαίων και μεσαιωνικών μνημείων και των αντίστοιχων ιστορικών περιόδων στον ελληνικό χώρο.
O Jean Alexandre Buchon έρχεται στην περιοχή το 1841. Μνημονεύει τις πληροφορίες του Χρονικού του Μορέως για την ίδρυση του κάστρου, ενώ κάνει εκτενή αναφορά στην προέλευση του ονόματός του. Σύμφωνα με τον περιηγητή, οι Φράγκοι ονόμασαν το κάστρο Clermont (clarus mons), αλλά και Mata–Grifon (Matte–Grecs), εξαιτίας της συμβολής του στον αγώνα επιβολής τους επί των Ελλήνων, ενώ οι Έλληνες το αποκάλεσαν Château Tournois / Castro Tornese, ονομασία που διατήρησαν και οι Ενετοί (Castel Tornese). Ο Buchon εξαίρει την κομβική του θέση, που συνέβαλε στην υπεράσπιση των φραγκικών κτήσεων, αλλά επισημαίνει ότι παρά την ισχυρή κατασκευή του το Χλεμούτσι δεν άντεξε στους βομβαρδισμούς του Ιμπραήμ. Τέλος, αναφέρεται στη σύγχυση που επικρατεί με την ονομασία του κάστρου Χλεμούτσι, στο οποίο συχνά αποδίδεται το όνομα του κάστρου της Γλαρέντζας.
Το καλοκαίρι του 1905 επισκέπτεται το Χλεμούτσι (Clairmont, Chlomoutsi, Castel Tornese) ο Σκωτσέζος αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός Ramsay Traquair. Αν και βρίσκει το μεσαιωνικό φρούριο ερειπωμένο, εντυπωσιάζεται από την πολυτελή κατασκευή του. Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζει η θεωρία που ο Traquair διατυπώνει για τη χρονολόγηση του κάστρου, την οποία ανάγει στις αρχές του 15ου αι., βασιζόμενος σε συγκριτική εξέταση των τειχών των κάστρων Χλεμούτσι – Γλαρέντζας – Ποντικόκαστρου και σε διάφορα ιστορικά δεδομένα. Ο Traquair θεωρεί περίεργο το γεγονός ότι, ενώ οι πηγές μιλούν διεξοδικά για την ανέγερση του κάστρου Χλεμούτσι, δεν μνημονεύουν τίποτα για την κατασκευή του κάστρου της Γλαρέντζας και διακρίνει μια σύγχυση σχετικά με τη θέση των δύο κάστρων. Υποθέτει, λοιπόν, ότι το Χλουμούτζι (Chlomoutsi) ή Castel Tornese —που πήρε το όνομά του από το περίφημο νομισματοκοπείο, του οποίου οι κοπές έφεραν τη λέξη «Clarentia»— δεν είναι ένα ξεχωριστό κάστρο, αλλά το φρούριο–πύργος που βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο της πόλης της Γλαρέντζας. Υποστηρίζει δε ότι το Castel Tornese, που σώζεται ακόμα στο εσωτερικό της χερσονήσου σε απόσταση 5 χλμ. από τη Γλαρέντζα, είναι ένα δεύτερο Castel Tornese χτισμένο τον 15ο αι. από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Η ριζοσπαστική θεωρία του Traquair οδηγεί τον υπουργό Παιδείας Σπυρίδωνα Π. Λάμπρου να διατάξει τη διεξοδική μελέτη του μεσαιωνικού φρουρίου. Το 1919 μεταβαίνει στο κάστρο Χλουμουτζίου ο έφορος Αρχαιοτήτων Γεώργιος Σωτηρίου και προβαίνει σε ανασκαφική έρευνα. Ο Σωτηρίου ταυτίζει τα κτηριακά κατάλοιπα του εξωτερικού περιβόλου με στρατώνες, επισημαίνει στα τείχη τα σημεία επισκευών της Τουρκοκρατίας, ανασκάπτει το εναπομείναν τζαμί και συμπεραίνει πως στο Χλεμούτσι ουδέποτε κατοίκησε αστικός πληθυσμός. Στον εσωτερικό περίβολο ταυτίζει κάποιες από τις αίθουσες με κοιτώνες, ενώ υποδεικνύει τη θέση του ναού του κάστρου και του δεσμωτηρίου. Η λεπτομερής εξέταση των ανασκαφικών δεδομένων, της τειχοδομίας και της επιμελούς κατασκευής του κάστρου, κυρίως όμως ο εντοπισμός κατά τον Σωτηρίου του νομισματοκοπείου των τορνεσίων σε αίθουσα του εσωτερικού περιβόλου —όπου με την καθαίρεση κλιβάνου τουρκικών χρόνων εντοπίζει απανθρακωμένες πλίνθες, νομίσματα, σκωρία, ίχνη καύσης και λεκάνης, στοιχεία που τον οδηγούν να συμπεράνει ότι εδώ γινόταν η κοπή των νομισμάτων—, του προσφέρουν τα επιχειρήματα για να αντικρούσει την άποψη του Traquair και να υποστηρίξει σθεναρά ότι το Χλεμούτσι είναι πέρα από κάθε αμφιβολία γοτθικό κτίσμα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1922, το μεσαιωνικό κάστρο Χλεμουτσίου κηρύσσεται με βασιλικό διάταγμα (ΒΔ 25–2–1922/ΦΕΚ 28/Α/26–2–1922) προέχον βυζαντινό μνημείο, σε μια προσπάθεια προστασίας των εναπομεινάντων ερειπίων σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία της ελληνικής πολιτείας (Ν. 2447/1921).
Το 1925 ο Γεώργιος Παπανδρέου, εκπαιδευτικός και διακεκριμένος ιστορικός, εκδίδει το βιβλίο του Η Ηλεία διά μέσου των αιώνων, όπου μιλά εκτενώς για το Χλουμούτσι. Η παρατήρησή του, «δυστυχώς από τινών ετών κτίσται απαίσιοι απανθρώπως και ασυνειδήτως και ατιμωρητεί και άνευ ελέγχου των αρχών καταστρέφουσι κατ’ ολίγον το κυριώτατον τούτον έργον της εν Μορέα φραγκοκρατίας, όπως τους λίθους αυτού χρησιμοποιώσι προς κτίσιν των πέριξ χωρίων», επισημαίνει τον κίνδυνο ολικής καταστροφής του μνημείου από τη λιθολόγηση των ντόπιων.
Μεταξύ των ετών 1925 και 1938 την περιοχή επισκέπτεται και ερευνά ο αρχαιολόγος Antoine Bon. Στο έργο του La Morée franque, μία από τις πιο σημαντικές πηγές ιστορικών και αρχαιολογικών πληροφοριών για το Χλεμούτσι μέχρι και σήμερα, αναφέρει διεξοδικά τις ονομασίες που κατά καιρούς τού έχουν αποδοθεί, αναλύει το ιστορικό πλαίσιο και τις συνθήκες ίδρυσής του, περιγράφει το κάστρο, τις διάφορες αρχιτεκτονικές φάσεις του, τη λειτουργία των αιθουσών και των κτισμάτων εντός αυτού, τονίζει ότι πρόκειται για μεγαλόπρεπο γοτθικό κτίσμα και καταλήγει στο συμπέρασμα πως το Χλεμούτσι ουσιαστικά αρχίζει να χάνει τον σημαντικό του ρόλο στην άμυνα της περιοχής από την περίοδο της Ενετοκρατίας, μολονότι συνεχίζει να χρησιμοποιείται μέχρι και την Ελληνική Επανάσταση. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η διαφωνία του Γάλλου αρχαιολόγου με τον Έλληνα συνάδελφό του ως προς τη χρήση της αίθουσας του εσωτερικού περιβόλου. Το χώρο που ο Σωτηρίου χαρακτηρίζει ως νομισματοκοπείο, ο Bon τον ταυτίζει με τα μαγειρεία του κάστρου. Παράλληλα υποστήριξε την ύπαρξη του νομισματοκοπείου στη Γλαρέντζα, βασιζόμενος σε μαρτυρίες των πηγών και αρχαιολογικές παρατηρήσεις, θέση που επιβεβαιώνεται και από τις σύγχρονες αρχαιολογικές έρευνες.
Λίγα χρόνια αργότερα το Χλεμούτσι επισκέπτεται ο Άγγλος αρχαιολόγος Kevin Andrews στο πλαίσιο έρευνάς του, που εκδίδεται το 1953. Ο Andrews βασίζει την περιεκτική περιγραφή του σε ιστορικές πηγές και αρχαιολογικά δεδομένα, επικεντρώνει την προσοχή του στην αρχιτεκτονική παρουσίαση και τεκμηρίωση του κάστρου, την οποία εμπλουτίζει με άφθονο φωτογραφικό υλικό και σχέδια. Θα συμπεράνει ότι το Χλεμούτσι διατηρεί πλήθος αρχιτεκτονικών στοιχείων που ανάγονται στην αρχική φάση της κατασκευής του κατά τη Φραγκοκρατία.
Σημαντική είναι και η μελέτη του Γάλλου αρχαιολόγου Jean Servais, ο οποίος επισκέπτεται την περιοχή τη δεκαετία του 1960 και διεξάγει ανασκαφικές έρευνες στα κατώτερα στρώματα του λόφου Χελωνάτα. Ο Servais εντοπίζει κατάλοιπα μεσοελλαδικών και μυκηναϊκών χρόνων που ενισχύουν την άποψη ότι, με εξαίρεση τα προϊστορικά αυτά ίχνη, η θέση παρέμεινε ακατοίκητη μέχρι την περίοδο της Φραγκοκρατίας.
Από τους νεότερους ερευνητές, οι οποίοι ασχολούνται αποκλειστικά με τη μελέτη του κάστρου Χλεμούτσι βασισμένοι κυρίως στην έρευνα πεδίου, αξίζει να αναφερθούν ενδεικτικά η Μυρτώ Γεωργοπούλου–Βέρρα, η Στεφανία Σκαρτσή και ιδιαίτερα ο Δημήτριος Αθανασούλης, ενώ δεν λείπουν και κάποιες (λιγότερο επιστημονικές) εκδόσεις για το Χλεμούτσι που απευθύνονται στο ευρύ κοινό (λ.χ.: Eric Forbes–Boyd, Ιω. Σφηκόπουλος, Αθηνά Ταρσούλη, Ντίνος Ψυχογιός, Alexander Paradissis, Ε. Καρποδίνη–Δημητριάδη).
Επεμβάσεις: ανασκαφές, αποκαταστάσεις και εργασίες ανάδειξης
Η πρώτη περίοδος των επεμβάσεων (1968–1996)
Στη σύγχρονη εποχή, το κάστρο Χλεμούτσι προσελκύει το συστηματικό ενδιαφέρον της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας από το 1968 και μετά. Η μοναδικότητα του μνημείου και η μέτρια κατάσταση διατήρησής του οδηγούν σε σειρά επεμβάσεων: καθαρισμός αυτοφυούς βλάστησης, συγκέντρωση κατακρημνισμένου οικοδομικού υλικού, στερέωση και αποκατάσταση της τοιχοποιίας των εξωτερικών τειχών, αποχωματώσεις και ανασκαφικές τομές προς αποκάλυψη αρχιτεκτονικών καταλοίπων, σωστικές αναστηλωτικές επεμβάσεις στον εσωτερικό περίβολο, μερική αποκατάσταση θόλων, συμπλήρωση υφιστάμενης λιθόστρωτης οδού, διαμόρφωση εξωτερικού περιβόλου με χώρο κατάλληλο για εκδηλώσεις, ηλεκτροφωτισμός, κατασκευή φυλακείου κ.ά. Όλες αυτές οι εργασίες αποσκοπούν στην αποκατάσταση και διάσωση του μνημείου από την περαιτέρω φθορά, μολονότι ορισμένες επεμβάσεις, αν και διέσωσαν σημαντικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, διαστρέβλωσαν αρκετά την αρχική μορφή του κάστρου. Παράλληλα, το 1981 και το 1985 προσδιορίζονται ζώνες προστασίας του αρχαιολογικού χώρου και καθορίζονται όροι και περιορισμοί δόμησης και χρήσης.
Εργασίες αποκατάστασης, διαμόρφωσης και ανάδειξης στο πλαίσιο ευρωπαϊκών συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων (1997–2014)
Η συστηματική προώθηση ενός σχεδίου αποκατάστασης και ανάδειξης του κάστρου από το Υπουργείο Πολιτισμού ξεκινά το 1997, όταν το Χλεμούτσι εντάσσεται στο πρόγραμμα του Β’ ΚΠΣ. Η πρώτη φάση, που ολοκληρώνεται το 2000, περιλαμβάνει την πλήρη αποκατάσταση της αίθουσας Α5 του εσωτερικού περιβόλου, με σκοπό τη δημιουργία εκθεσιακού χώρου για τις μεσαιωνικές αρχαιότητες της Ηλείας. Κατά τα έτη 2005–2008, με τη χρηματοδότηση του Γ’ ΚΠΣ, συνεχίζονται οι εργασίες που αφορούν στην αποκατάσταση της εισόδου και στη διαμόρφωση του αύλειου χώρου του εσωτερικού περιβόλου, στη μετατροπή μίας αίθουσας σε αρχαιολογικό γραφείο και εργαστήριο συντήρησης, στην τροποποίηση τριών αιθουσών σε κατάλληλα εξοπλισμένους μουσειακούς χώρους και στην εφαρμογή της μουσειολογικής–μουσειογραφικής μελέτης της έκθεσης «Η εποχή των ιπποτών – Οι σταυροφόροι στον Μοριά», η οποία θα ανοίξει εν τέλει τις πύλες της στο κοινό τον Ιούνιο του 2009. Οι εργασίες διαμόρφωσης και αποκατάστασης στο Χλεμούτσι συνεχίζονται και με τη χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ. Κατά τα έτη 2011–2014 πραγματοποιούνται εκτεταμένες εργασίες για τη στερέωση και ανάδειξη των αιθουσών Α1–Α2: συμπλήρωση των κατεστραμμένων τμημάτων των θόλων τους, αρμολόγημα της εσωτερικής τοιχοποιίας, αποκατάσταση μέρους των παραθύρων και του δαπέδου, εγκατάσταση φωτισμού ανάδειξης, κατασκευή ξύλινης διαδρομής θέασης, τοποθέτηση προστατευτικών κιγκλιδωμάτων, κατασκευή ενημερωτικού περιπτέρου πρόσβασης σε ΑμΕΑ κ.ά.
Σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο πραγματοποιούνται συστηματικά εργασίες συντήρησης και ευπρεπισμού, προκειμένου το μεσαιωνικό κάστρο να αποδίδεται καθημερινά, ως κοινωνικό αγαθό, στο κοινό.
Το κάστρο Χλεμούτσι υπάγεται στον ενιαίο καλλικρατικό δήμο Ανδραβίδας–Κυλλήνης της Π.Ε. Ηλείας. Ο σύγχρονος επισκέπτης, που φθάνει στην περιοχή διαμέσου της εθνικής οδού Πατρών–Πύργου διασχίζοντας απόσταση 15 χλμ. μέσα από τα χωριά Λεχαινά, Μυρσίνη και Νιοχώρι, προσεγγίζει τον αρχαιολογικό χώρο περνώντας από τον σύγχρονο οικισμό Κάστρο, ο οποίος αναπτύσσεται στους πρόποδες του λόφου Χελωνάτα, 300 μ. περίπου χαμηλότερα από το σημείο όπου δεσπόζει το φρούριο. Το Χλεμούτσι αποτελεί ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα μεσαιωνικά κάστρα της Ελλάδας, καθώς ανήκει στην αρχική φράγκικη περίοδο (τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι οικοδομήθηκε σε τρεις διαδοχικές φάσεις στη διάρκεια του 13ου αιώνα), χωρίς να έχει υποστεί αξιοσημείωτες μεταγενέστερες επεμβάσεις στην αρχιτεκτονική του.
Ο χαρακτήρας και οι στόχοι του μουσείου
Το Μουσείο Κάστρου Χλεμούτσι αποτελεί το πρώτο και μοναδικό έως σήμερα θεματικό μουσείο, που αφορά αποκλειστικά στην περίοδο της σταυροφορικής κατάκτησης στην Ελλάδα. Συνιστά μια πρωτότυπη ιδέα στο χώρο του πολιτισμού, ένα μουσείο σε μνημείο, καθώς αναπτύσσεται με τέτοιο τρόπο, ώστε το κέλυφος του μουσειακού χώρου, δηλαδή το ίδιο το κάστρο, συνιστά και το σημαντικότερο έκθεμά του. Πρόκειται για ένα «μουσείο ανοικτό», που επιτρέπει στον επισκέπτη να βλέπει τα εκθέματα να λειτουργούν μέσα στον φυσικό τους χώρο, χωρίς ιδιαίτερες σκηνογραφικές επεμβάσεις, και να αποκομίζει μια μοναδική εμπειρία μέσα από τη βιωματική προσέγγιση. Η θεματική του επικεντρώνεται στην περίοδο της Φραγκοκρατίας (13ος–15ος αι. μ.Χ.), όπως αυτή εκδηλώνεται στον νότιο χερσαίο ελλαδικό χώρο. Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στην περιοχή της Ηλείας, που υπήρξε και το επίκεντρο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, με την παρουσίαση του πολιτισμού μιας γοητευτικής για το ευρύ κοινό εποχής, που είναι, ωστόσο, αρνητικά φορτισμένη, καθώς συχνά η Φραγκοκρατία εκλαμβάνεται ως περίοδος παρακμής υπό ξένη κυριαρχία.
Η ιδιαιτερότητα του μουσείου συνίσταται στο γεγονός ότι εκφράζεται μια νέα αντίληψη που δεν φοβάται να αναδείξει μνημεία–σύμβολα «ξένης κυριαρχίας» στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με τη μέχρι πρόσφατα επικρατούσα πολιτική, η έκθεση στο κάστρο Χλεμούτσι εισάγει μια νέα πρακτική, μουσειολογικά, πολιτισμικά και ιδεολογικά καινοτόμα. Αν και στεγάζεται στο κατεξοχήν μνημείο της σταυροφορικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, το εμβληματικό Château Clermont, πριγκιπικό ανάκτορο των Βιλλεαρδουίνων, επιτρέπει μια θετική ερμηνεία αυτής της κυριαρχίας, που το μνημείο από μόνο του, ως απόλυτο σύμβολο εξουσίας, δεν τη δίνει. Στόχος του μουσείου είναι να προσφέρει νέα στοιχεία ιστορικής γνώσης, να λειτουργήσει ως χώρος μουσειοπαιδαγωγικής εκπαίδευσης, διά βίου μάθησης και ψυχαγωγίας, αλλά και ως φορέας δημιουργικής ανάπτυξης και κοινωνικής ενεργοποίησης, συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής.
Η στεγαζόμενη έκθεση: Η γοητεία της ανακάλυψης του μεσαιωνικού κόσμου
Το μουσείο, το οποίο άνοιξε τις πύλες του στο κοινό τον Ιούνιο του 2009, στεγάζεται στην «καρδιά» του κάστρου, καθώς αναπτύσσεται σε τέσσερις χώρους του εσωτερικού περιβόλου: στην αναστηλωμένη διώροφη αίθουσα Α5 συνολικού εμβαδού 320 τ.μ., που ταυτίζεται με τον κοιτώνα της πριγκίπισσας, και στις δύο ισόγειες αίθουσες εκατέρωθεν του διαβατικού (περ. 35 τ.μ. και 70 τ.μ. αντίστοιχα), κάτω από το πριγκιπικό παρεκκλήσι και την αίθουσα υποδοχής. Επιπλέον, σε κατάλληλα διαμορφωμένο τμήμα του εσωτερικού αύλειου χώρου (περ. 40 τ.μ.) αναπτύσσεται υπαίθρια έκθεση με λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη από τον ηλειακό χώρο.
Το σκεπτικό της έκθεσης αναπτύσσεται σε πέντε βασικές ενότητες με υποενότητες, που περιλαμβάνουν περισσότερα από 500 αντικείμενα, χρονολογούμενα από τον 13ο έως τον 15ο αι. μ.Χ. Το εκθεσιακό υλικό, σχεδόν αποκλειστικά προϊόν ανασκαφής, προέρχεται από μεσαιωνικές θέσεις της Ηλείας (κυρίως από την πόλη της Γλαρέντζας, το κάστρο Χλεμούτσι και τη Μονή της Ίσοβας), αλλά και από την ευρύτερη περιοχή των εδαφών του Πριγκιπάτου (Πάτρα, Κόρινθος), ενώ εξαιρετικά πλούσια είναι η συλλογή της μεσαιωνικής κεραμικής. Κάθε ενότητα διατηρεί τη νοηματική της αυτοτέλεια και, συνεπώς, ο επισκέπτης δεν είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει μία και μοναδική, υποχρεωτική πορεία. Αντίθετα, του δίνεται η δυνατότητα να περιηγηθεί ελεύθερα ένα φράγκικο κάστρο επιλέγοντας ο ίδιος την αφηγηματική διαδρομή της αρεσκείας του καθώς σταδιακά ανακαλύπτει ιδέες, ιστορίες και αντικείμενα της Μεσαιωνικής περιόδου.