Σε κάθε αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου υπάρχουν εκθέματα που μπορεί να διαφύγουν την προσοχή του επισκέπτη, «κρυμμένα» στο πλήθος των αντικειμένων της έκθεσης. Μερικές φορές χρειάζεται να κοιτάξουμε από κοντά κάτι για να μας αποκαλυφθεί η ομορφιά, η γοητεία του, αλλά και η σημασία που είχε για την κοινωνία και τον πολιτισμό της εποχής του. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, θέλοντας να εμπλουτίσει την επικοινωνία με το κοινό, φέρνει στο προσκήνιο μη προβεβλημένα εκθέματα των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων.
Στο κείμενο που ακολουθεί η δρ Βασιλική Πλιάτσικα, Αρχαιολόγος στο Τμήμα Συλλογής Προϊστορικών, Αιγυπτιακών, Κυπριακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, παρουσιάζει ένα πήλινο μυκηναϊκό είδωλο γυναικείας μορφής που εκτίθεται στη Μυκηναϊκή Αίθουσα (προθήκη 33, αρ. 22).
Καθώς ο επισκέπτης ολοκληρώνει την περιήγησή του στη Μυκηναϊκή Αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, φτάνει στην προθήκη 33 που φιλοξενεί πήλινα ειδώλια, ομοιώματα και ζωόμορφα αγγεία από θαλαμωτούς τάφους της Αργολίδας. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα χειροποίητα δημιουργήματα, εκτίθεται μια σπάνια «Κυρία», ένα πήλινο μυκηναϊκό είδωλο γυναικείας μορφής με τροχήλατο σώμα και επίθετα πλαστικά στοιχεία, το μοναδικό σχεδόν ακέραιο είδωλο που διαθέτει το Μουσείο, αφού λείπουν μόνο τα χέρια της που θα ήταν υψωμένα.
Το είδωλο βρέθηκε από τον Χρήστο Τσούντα το 1887 ως κτέρισμα στο θαλαμωτό τάφο 40 του νεκροταφείου της Αγριοσυκιάς στις Μυκήνες, μαζί με δύο μικρά ειδώλια. Έχει ύψος 19 εκ. και διάμετρο βάσης 6,1 εκ., είναι δηλαδή, όπως όλα τα είδωλα, σαφώς μεγαλύτερο από τα κοινά μυκηναϊκά ειδώλια. Ο Τσούντας μέσα στα τόσα εντυπωσιακά ευρήματα των τάφων, την ξεχωρίζει: την αποκαλεί «η το περιδέραιον φορούσα κούκλα», και του θυμίζει τον Ομηρικό ύμνο εις Αφροδίτην «ὅρμοι δ᾿ ἀμφ᾿ ἁπαλῇ δειρῇ περικαλλέες ἦσαν/ καλοὶ χρύσειοι παμποίκιλοι. ὡς δὲ σελήνη/ στήθεσιν ἀμφ᾿ ἁπαλοῖσιν ἐλάμπετο, θαῦμα ἰδέσθαι». 130 χρόνια μετά, αυτό το είδωλο παραμένει εξαιρετικά σπάνιο ως προς την τελική ταφική του χρήση, αφού μόνον ένα ακόμη είδωλο από τη Ρόδο κατέληξε ως κτέρισμα τάφου. Όλα τα υπόλοιπα είδωλα του μυκηναϊκού κόσμου, ακέραια και θραυσματικά, που ανέρχονται σε πάνω από 100 δείγματα, έχει αποδειχθεί ότι διαδραμάτιζαν κομβικό ρόλο στην άσκηση της μυκηναϊκής λατρείας και βρίσκονται σε ιερά, σε οικιστικά περιβάλλοντα ή σε αποθέτες.
Αυτή η «Κυρία», όπως είθισται να ονοματίζονται αυτά τα είδωλα στη βιβλιογραφία, δεν διαφέρει εκ πρώτης όψεως από τον κανονικό τύπο των ειδώλων με τα υψωμένα χέρια, αν εξαιρέσει κανείς ότι διαθέτει ένα ευδιάκριτο «μούσι»! Αυτή είναι βέβαια η πρώτη εντύπωση, διότι, για την ακρίβεια, αυτό που βλέπουμε είναι ότι το σαγόνι της είναι γραπτό (ζωγραφιστό). Αυτό το χαρακτηριστικό της είναι επίσης σπανιότατο: μόνο δύο μυκηναϊκά είδωλα, αναμφίβολα γυναικεία, διαθέτουν γραπτό σαγόνι που μοιάζει με μούσι: η «Κυρία με τα Χέρια στο Στήθος» από το Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών και η «Κυρά της Φυλακωπής» από το αντίστοιχο ιερό στη Μήλο.
Ποιος ήταν ο λόγος που υπέβαλε αυτή τη διακόσμηση του σαγονιού – αφού μάλλον πρέπει να αποκλειστεί η πρώτη εντύπωση της απόδοσης τριχοφυΐας; Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι με τον τρόπο αυτό αποδίδεται ένας διαφοροποιημένος ανθρωπολογικός τύπος – μια ερμηνεία που δεν τεκμηριώνεται από οστεολογικά, εικονογραφικά ή άλλα δεδομένα. Η προσεκτική μελέτη του συνόλου των μυκηναϊκών ειδώλων υποδεικνύει μια νέα άποψη.
Τα μυκηναϊκά είδωλα αποδίδουν θεότητες και λειτουργούν ως λατρευτικές εικόνες. Ζωγραφίζονταν με πλούσια ενδύματα και κοσμήματα και ως φαίνεται οι πιστοί τους αφιέρωναν επιπλέον και πραγματικά περιδέραια ή άλλα μικρά κοσμήματα, που ενδέχεται να τα φορούσαν στο λαιμό και στα χέρια τους. Κάποια από τα είδωλα διακοσμούνται με ρόδακες ή ρόμβους στα μάγουλα, που ίσως αποδίδουν μια κοσμητική επιλογή ή ήταν σχέδια με θρησκευτική-συμβολική σημασία. Το γραπτό σαγόνι μπορεί να συνιστά μια τέτοια κοσμητική ή συμβολική επιλογή, αλλά, αν ανατρέξει κανείς στον Όμηρο, μπορεί να αλιεύσει μια ενδιαφέρουσα ερμηνευτική πληροφορία. Στην Ιλιάδα (α 495-540) αναφέρεται για πρώτη φορά μια πρακτική γνωστή και από άλλες μεταγενέστερες πηγές, η χειρονομία του ικέτη που αγγίζει το σαγόνι του ικετευόμενου εκλιπαρώντας για οίκτο. Αυτός ο εστιακός ρόλος του σαγονιού στην τελετουργία της ικεσίας ίσως αντικατοπτρίζεται στο γραπτό, ή και πλαστικά τονισμένο, σαγόνι των μυκηναϊκών ειδώλων.
Σε κάθε περίπτωση, η «Κυρία με το “μούσι”» προοριζόταν να λειτουργήσει ως διάμεσος επικοινωνίας, ως εικόνα της θεότητας, προς την οποία απευθύνονταν οι επικλήσεις των λατρευτών. Η τελική της εναπόθεση στον τάφο των Μυκηνών έγινε πιθανότατα μετά τη θραύση των χεριών της, όταν επλήγη σοβαρά η λειτουργικότητά της.