«Τα 25 χρόνια ανασκαφών είναι πολλά. Το καταλαβαίνω ακόμα καλύτερα τους χειμώνες με τους -30 βαθμούς στο Μόντρεαλ, όταν βγαίνω και ζητώ στο καφέ μια… μπουγάτσα (σερραϊκή) και με κοιτούν περίεργα. Κι ύστερα, την άνοιξη, όταν επιστρέφω –25 χρόνια τώρα– στην ανασκαφή ή κατεβαίνω μια βόλτα στη θάλασσα της Ασπροβάλτας και μου φωνάζουν οι ντόπιοι φίλοι: “Εεεπ, τι γίνεται; Πού είναι οι φοιτητές σου; Τι καλό θα βγάλετε από τα χώματά μας;” Ε, αυτά είναι που σου δίνουν την ενέργεια να συνεχίσεις άλλα 25 χρόνια…»
Ο καθηγητής Ελληνικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, Ζακ Περώ (Jacques Perreault), συν-επικεφαλής τα τελευταία 25 χρόνια των ελληνοκαναδικών συστηματικών ανασκαφών στην αρχαία Άργιλο (την αρχαιότερη ελληνική αποικία στη θρακική ακτή, που ιδρύθηκε από Άνδριους αποίκους το 655 π.Χ.) έδωσε με τον πλέον παραστατικό τρόπο το στίγμα των παραμέτρων που συνθέτουν μια διεθνή επιστημονική συνεργασία στον τομέα των αρχαιολογικών ανασκαφών.
Είναι αυτό που λίγο πριν από την τοποθέτησή του στη διάρκεια της έναρξης, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, του συνεδρίου «Άργιλος, 25 χρόνια έρευνας. Οργάνωση πόλης και χώρας στις αποικίες του βορείου Αιγαίου, 8ος-3ος αι. π.Χ.», η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Μαρία Ανδρεαδάκη- Βλαζάκη, περιέγραψε ως «εντυπωσιακό πρότυπο συνεργασίας».
«Τα αποτελέσματα αυτής της διεθνούς συνεργασίας», σημείωσε, «παρουσιάζουν όχι μόνο την ανασκαφή της Αργίλου αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Είναι εντυπωσιακό πως από την 25ετή ανασκαφή όχι μόνο καταδεικνύεται η ερμηνεία των σχέσεων και αλληλεπιδράσεων διαφόρων τομέων της ανθρώπινης δραστηριότητας με την παραδοσιακή αρχαιολογική προσέγγιση αλλά και υπό την οπτική της αρχιτεκτονικής, της πολεοδομίας, της θρησκειολογίας – μέσα από σειρά δεδομένων που ενισχύουν και διευρύνουν τον ακαδημαϊκό διάλογο και συμβάλλουν στον εμπλουτισμό των γνώσεων και των πληροφοριών όχι μόνο στους επιστημονικά ενδιαφερόμενους αλλά και στο ευρύτερο κοινό, που βρίσκει στο Καναδικό Ινστιτούτο έναν συνοδοιπόρο γα την ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς».
Στη διάρκεια της εναρκτήριας εκδήλωσης του τριήμερου συνεδρίου, ο Έλληνας συν-διευθυντής της ανασκαφής, αρχαιολόγος Ζήσης Μπόνιας, παρουσίασε με τον κ. Περώ το χρονικό της 25τούς ανασκαφής, ενώ για πρώτη φορά «έδειξε» στους συνέδρους την πρόταση ανάδειξης ενός διώροφου κτιρίου-αρχοντικού στην Ακρόπολη της Αργίλου με τη μορφή στεγάστρου-«αναστήλωσης». Στην προτεινόμενη κατασκευή του στεγάστρου εντάσσονται αρχιτεκτονικά μέλη (38 γείσα στέγης, 27 πεσσοί, 11 επίκρανα, μαρμάρινο ανώφλι και κατώφλι) που εντοπίστηκαν στη διάρκεια της ανασκαφής, ενώ προτείνεται και η τοποθέτηση δαπέδου-υαλοπίνακα για την οπτική επαφή με τα ίχνη αρχαίου ελαιοτριβείου, που εντοπίστηκαν στην κλειστή αυλή του κτιρίου.
Σε προγενέστερες ανασκαφές είχε εντοπιστεί από τους ανασκαφείς σειρά επιμηκών δωματίων, που λειτουργούσαν ως βιοτεχνικό/εμπορικό κέντρο της εποχής. Οι πόρτες των οικημάτων/καταστημάτων, σύμφωνα με τον εισηγητή αρχαιολόγο, Ζήση Μπόνια, άνοιγαν προς τα έξω, ορίζοντας έτσι με τα φύλλα τους το εύρος της πρόσοψης. Καθένα από αυτά έχει διαφορετική κατασκευαστική μορφή και παραπέμπουν στα Σουκ – τις σκεπαστές αγορές της Εγγύς Ανατολής.
Στο εσωτερικό βρέθηκαν δωμάτια για ύφανση (χώρος αργαλειού;), λεκάνες που χρησιμοποιούνταν για βαφές νημάτων, πάγκοι, χώροι κατασκευής αντικειμένων από κέρατα ελαφιών, αλλά και νομίσματα του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα.
Η αρχαία Άργιλος, που απέχει τέσσερα χιλιόμετρα από την Αμφίπολη, οφείλει το όνομά της στο είδος του πηλού που αφθονεί στην περιοχή. Ήταν μία από τις τέσσερις αποικίες της Άνδρου στο Βόρειο Αιγαίο – οι υπόλοιπες τρεις βρίσκονταν στη Χαλκιδική (Σάνη της Ακτής, Στάγειρα, Άκανθος). Οι Έλληνες άποικοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή στα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα (654 π.Χ.), με σκοπό την εκμετάλλευση του μεταλλευτικού και γεωργικού πλούτου. Για περίπου εβδομήντα χρόνια, οι Ανδριώτες έζησαν μαζί με τον ντόπιο θρακικό πληθυσμό – συμβίωση που επιβεβαιώνουν τα πασσαλόπηκτα σπίτια που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη και τα κατάλοιπα της λεγόμενης θρακομακεδονικής κεραμικής. Η ακμή της συνεχίστηκε ώς την ίδρυση της Αμφίπολης (αποικία που ίδρυσαν οι Αθηναίοι το 437 π.Χ.). Η πόλη καταστράφηκε από το πέρασμα της στρατιάς του Φιλίππου το 357 π.Χ. και ο έλεγχος της περιοχής πέρασε σε έναν από τους Μακεδόνες εταίρους του Φιλίππου Β’ και δεν κατοικήθηκε πλέον παρά μόνο στην Ακρόπολη.
Στο διάστημα των 25 χρόνων έρευνας και μελέτης, οι επιστήμονες που συμμετέχουν στο ανασκαφικό/ερευνητικό πρόγραμμα της Αργίλου έχουν δημοσιεύσει σχεδόν 50 μονογραφίες και άρθρα, έχουν παρουσιάσει 100 άρθρα και διαλέξεις σε πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο (Αμερική, Ευρώπη και Αυστραλία) και έχουν εκπαιδεύσει πάνω από 500 φοιτητές και υποψήφιους διδάκτορες από τις πέντε ηπείρους, ενώ συγχρόνως έχουν εποπτεύσει πολλές μεταπτυχιακές εργασίες και διδακτορικές διατριβές στην ελληνική αρχαιολογία.
Παρόντες στην πανηγυρική έναρξη του συνεδρίου ήταν ο πρέσβης του Καναδά στην Αθήνα, Κιθ Μόριλ, ο διευθυντής του Καναδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, καθηγητής David W. Rupp, η αναπληρώτρια προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών, Πέπη Μάλαμα, και ο δήμαρχος Αμφίπολης, Κωνσταντίνος Μελίτος.