«Διαχειριστής του μνημείου της Ροτόντας είναι το υπουργείο Πολιτισμού. Το μνημείο είναι επισκέψιμο με εισιτήριο, πλην φυσικά των 12 ημερών το χρόνο, οπότε και τελούνται λειτουργίες», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Γενική Γραμματέας του υπουργείου, Μαρία Βλαζάκη, με αφορμή την τοποθέτηση του αρχαίου Εγκαινίου στη Ροτόντα από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Άνθιμο.
«Όπως με διαβεβαίωσε ο έφορος αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης κ. Κανονίδης, το Εγκαίνιο δεν βρίσκεται μετά τη χθεσινή (23/4/2017) λειτουργία σε εμφανές σημείο επί της Αγίας Τράπεζας εντός του μνημείου», πρόσθεσε η κα Βλαζάκη.
Να γίνουν σεβαστές οι αποφάσεις του ζητεί το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, με αφορμή τη μεταφορά του παλαιού Eγκαινίου στη Ροτόντα Θεσσαλονίκης.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση που εκδόθηκε από το υπουργείο: «Το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού ενημερώνει ότι η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης έδωσε έγκριση “για τέλεση Θείας Λειτουργίας στη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 23 Απριλίου 2017, ημέρα εορτής του Αγίου Γεωργίου”, επιτρέποντας την προσωρινή μεταφορά του παλαιού εγκαινίου με προϋπόθεση “την άμεση επιστροφή του μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας για λόγους ασφάλειας και συντήρησης στο χώρο της έως τώρα φύλαξής του”.
»Η Ροτόντα είναι ενταγμένη στα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Πρόκειται για πολύ σημαντικό διαχρονικό πολιτιστικό μνημείο όπου διασταυρώθηκαν ο ρωμαϊκός, o βυζαντινός και ο οθωμανικός πολιτισμός.
»Το μνημείο παραχωρείται για πολιτιστικές δράσεις που αρμόζουν με το χαρακτήρα του, μετά την κατά νόμο γνωμοδότηση του αρμόδιου Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και σχετική υπουργική απόφαση. Το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού σέβεται τις αποφάσεις που αφορούν στον χαρακτήρα και την χρήση του μνημείου της Ροτόντας στη Θεσσαλονίκη και ζητά από την Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης να κάνει το ίδιο.
»Η Ιερά Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης έχει από χρόνια έγκριση για διενέργεια δώδεκα ιερών ακολουθιών κατ’ έτος. Φύλακας και διαχειριστής του μνημείου είναι κατ’ αποκλειστικότητα η Αρχαιολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, και το μνημείο είναι επισκέψιμο με εισιτήριο» καταλήγει η ανακοίνωση.
Σύμφωνα με τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, το Εγκαίνιο που βρισκόταν στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου μεταφέρθηκε στη Ροτόντα για να αφεθεί εκεί, με τον ίδιο τρόπο που μεταφέρεται κάποια εικόνα. Η Μητρόπολη προ ημερών είχε εκδώσει ανακοίνωση, στην οποία αναφερόταν στο ιστορικό της ανεύρεσης του αρχαίου Εγκαινίου. Επίσης, είχε προαναγγείλει τη μόνιμη τοποθέτησή του από τον Μητροπολίτη Άνθιμο στη Ροτόντα, κατά τη λειτουργία για τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου στις 23 Απριλίου.
Παράλληλα, στην ιστοσελίδα της Μητρόπολης αναρτήθηκε ανακοίνωση, με την οποία εκφράζεται λύπη για τη μη μετάδοση του γεγονότος, ζωντανά από τα μέσα ενημέρωσης και τονίζεται: «Λόγω μη τηρούμενων γραφειοκρατικών διαδικασιών από το αρμόδιο υπηρεσιακό όργανο και παρ’ όλες τις προσπάθειες της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης προς τους αρμόδιους φορείς, η υπεύθυνη υπηρεσία αρχαιοτήτων δεν επέτρεψε στη δημόσια τηλεόραση της ΕΡΤ να μεταδώσει ζωντανά την προγραμματισμένη αρχιερατική Θεία Λειτουργία».
Εξάλλου, με ανακοίνωσή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η κοινότητα «Φίλοι της Ροτόντας» επισημαίνει ότι η τοποθέτηση του παλαιού Εγκαινίου του ναού μονίμως στη Ροτόντα «αντίκειται τόσο στον Αρχαιολογικό νόμο, καθώς δεν έχει εκδοθεί σχετική άδεια από το υπουργείο Πολιτισμού, όσο και στις υπουργικές αποφάσεις για τη χρήση της Ροτόντας, οι οποίες επιτρέπουν μεν τη διενέργεια δώδεκα ιερών ακολουθιών το χρόνο, αλλά απαγορεύουν οποιαδήποτε μόνιμη κατασκευή ή εγκατάσταση εξοπλισμού και διασφαλίζουν την παράλληλη κοσμική πολιτιστική χρήση του μνημείου».
Η ανακοίνωση της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης για το ιστορικό της ανεύρεσης του «αρχαίου Εγκαινίου» της Αγίας Τράπεζας του ναού του Αγίου Γεωργίου Ροτόντα αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι το 1953 βρέθηκε σε ανασκαφές των αρχαιολόγων E. Dyggve και H. Torp και συγκεκριμένα στη βάση της κτιστής παλαιάς Αγίας Τραπέζης, μέσα σε ένα άνοιγμα καλυμμένο με μάρμαρο. Ειδικότερα κάνει λόγο για «θραύσματα από οργανική ύλη» και ενημερώνει ότι μετά από άδεια του τότε υπουργείου Παιδείας, ο Νορβηγός αρχαιολόγος Η. Torp μετέφερε το υλικό αυτό στο Ινστιτούτο Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, «όπου κατόπιν επιστημονικής ερεύνης διεπιστώθη αιματοβαμμένο ύφασμα». Μετά από αλλεπάλληλες επαφές, το Εγκαίνιο επιστράφηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ καθώς «ο ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου Ροτόντα ήταν κλειστός, λόγω αναστηλωτικών εργασιών εξ αιτίας του σεισμού του 1978, ο (τότε) Μητροπολίτης εναπέθεσε το ιερό Εγκαίνιο προσωρινώς προς φύλαξη στο σκευοφυλάκιο του ναού του Αγίου Δημητρίου, με την επιπλέον βεβαιότητα ότι το αιματοβαμμένο ύφασμα του Εγκαινίου ανήκε στον μανδύα του Αγίου Δημητρίου».