Στην καλλιτεχνική, αρχιτεκτονική και ιστορική αξία του τεμένους Βαγιαζήτ, αλλά και στη μέριμνα της πολιτείας για την αποκατάστασή του, αναφερόταν έγγραφο που είχε διαβιβαστεί στη Βουλή τον περασμένο Ιούλιο και δημοσίευσε το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Το έγγραφο, το οποίο υπέγραφε ο τότε υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Αριστείδης Μπαλτάς, είχε διαβιβαστεί στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Το κόστος αποκατάστασης του τεμένους Βαγιαζήτ ήταν αντικείμενο πολλών ερωτήσεων βουλευτών, οι οποίοι κατά καιρούς καλούσαν τα συναρμόδια υπουργεία να ενημερώσουν τη Βουλή για το κόστος της αναστήλωσης αυτού του μοναδικού τεμένους.
Το έγγραφο του κ. Μπαλτά, που διαβιβάστηκε στη Βουλή το 2016, επισημαίνει ότι «το Μεγάλο Τέμενος του Διδυμοτείχου ιδρύθηκε τον Μάρτιο-Απρίλιο του 1420, προς το τέλος της διακυβέρνησης του σουλτάνου Μεχμέτ Α’, του επονομαζόμενου Τσελεμπί, γιου του Βαγιαζήτ του Κεραυνού (Yildirim). Την ανέγερσή του, κατά την επιγραφή της δευτερεύουσας νοτιοδυτικής εισόδου, είχαν αναλάβει ο καδής του Διδυμοτείχου Σεγγίντ Αλή Εφέντη και οι γνωστοί από τη συμμετοχή τους στην ανέγερση σπουδαίων κτηρίων της εποχής, αρχιτέκτονες Ντογάν και Χατζή Ιβάζ.
Το τέμενος στην επιγραφή της κύριας εισόδου προσδιορίζεται ως μεστζίτ (ευκτήριος οίκος), ενώ ο Εβλιγιά Τσελεμπί (1666) το χαρακτηρίζει ulu (μεγαλοπρεπή υπόστυλη αίθουσα). Όπως τονίζεται στο έγγραφο, το Μεγάλο Τέμενος του Διδυμοτείχου «από την εποχή του Τσελεμπί είναι γνωστό και ως τέμενος Βαγιαζήτ, στοιχείο που οδήγησε στην αβάσιμη άποψη ότι άρχισε να χτίζεται επί Βαγιαζήτ Α’ (1389-1402)».
Όπως, επίσης, περιγράφεται «ιδρυμένο πάνω στον δρόμο που οδηγεί στην κύρια πύλη του κάστρου, περιστοιχιζόταν από κοινωφελή ιδρύματα. Με την πλατεία του, παρέμεινε μέχρι σήμερα το κέντρο γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε η οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης. Κτισμένο με λιθοδομή, με σχεδόν τετραγωνική κάτοψη και με μιναρέ, το τέμενος επιστέφεται από μνημειώδη πυραμιδοειδή ξυλοστέγη, το μέγεθος και η ποιότητα της οποίας, μαζί με τις πρωτοποριακές για την εποχή τους τεχνικές λύσεις που χρησιμοποιήθηκαν, την καθιστούν ένα από τα σημαντικότερα μνημεία από ξύλο στον κόσμο».
Ο κ. Μπαλτάς ενημέρωνε τη Βουλή ότι η υλοποίηση της συνολικής αποκατάστασης του τεμένους Βαγιαζήτ εντάχθηκε το 2011 στο πλαίσιο του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ), με σκοπό το μνημειακών διαστάσεων οικοδόμημα να ανακτήσει την προβληθείσα –ήδη από τέλη του 19ου αιώνα– μνημειακότητά του και να αποδοθεί ως επισκέψιμο στους πολίτες και τους επισκέπτες του ακριτικού Διδυμοτείχου, αλλά και στις επόμενες γενιές. Επίσης, αναφέρει ότι μετά την κατάργηση του ΤΔΠΕΑΕ τον Μάιο του 2013, η Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων ανέλαβε ως φορέας υλοποίησης το υποέργο 1 του έργου. Το υποέργο 1 «Πρόδρομες ενέργειες για την αποκατάσταση του τεμένους Βαγιαζήτ Διδυμοτείχου» περιελάμβανε προκαταρκτικές εργασίες προστασίας και ανάδειξης, στερεώσεις-αποκαταστάσεις και συντηρήσεις, εργασίες έρευνας-τεκμηρίωσης και πληροφόρησης, καθώς και έργα υποδομών και εξυπηρέτησης επισκεπτών και δαπανήθηκε το ποσό των 450.000 ευρώ. Το υποέργο εκτελέστηκε με αυτεπιστασία και έληξε στις 31-12-2015.
Παράλληλα, η Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, ως φορέας υλοποίησης, ανέλαβε το υποέργο 2 «Εγκατάσταση εξωτερικού στεγάστρου προστασίας και εσωτερικών ικριωμάτων Τεμένους Βαγιαζήτ Διδυμοτείχου», που περιελάμβανε αφενός την καθ’ ύψος συμπλήρωση των μεταλλικών ικριωμάτων στο εσωτερικό του μνημείου για την υποστήλωση των επικίνδυνων περιοχών της ξύλινης στέγης και την ασφαλή προσέγγιση για τον έλεγχό της στην άνω στάθμη, αφετέρου την εγκατάσταση εξωτερικού στεγάστρου προκειμένου να προστατευθεί η στέγη του μνημείου και να διευκολυνθεί τόσο η εκτέλεση των προκαταρκτικών-διερευνητικών εργασιών στην ανωδομή του μνημείου (υποέργο 1), όσο και η εκτέλεση των οριστικών αναστηλωτικών εργασιών στη στέγη και τον μιναρέ. Το υποέργο εκτελέστηκε από τη ΔΑΒΜΜ, με εργολαβία και έληξε στις 22-6-2016 με συμβατικό προϋπολογισμό 952.242,30 ευρώ.
Ο υπουργός ενημέρωνε τη Βουλή ότι εκκρεμούσε η ένταξη σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα του υποέργου «Αποκατάσταση Μιναρέ και στέγης τεμένους Βαγιαζήτ», που αφορά την εκτέλεση των οριστικών αναστηλωτικών εργασιών στη στέγη και τον μιναρέ του μνημείου, δεδομένου ότι με την ολοκλήρωση του φυσικού αντικειμένου των δύο ανωτέρω υποέργων είναι εφικτή η προσέγγιση και η εκτέλεσή τους.
«Το υποέργο στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην υποδειγματική αποκατάσταση της ξύλινης στέγης του μοναδικού σε είδος και μέγεθος αυτού μνημείου και παράλληλα στη διατήρηση σε μέγιστο βαθμό της αυθεντικότητάς του», ανέφερε ο κ. Μπαλτάς και υπογράμμιζε: «Επίσης, με την αποκατάσταση του μιναρέ, θα αντιμετωπιστεί ριζικά, τόσο η αποφυγή οποιασδήποτε άλλης φθοράς της ξύλινης στέγης, όσο και η προστασία των διερχομένων, δεδομένου ότι το μνημείο βρίσκεται στην κεντρική πλατεία της πόλης. Συνολικά οι εργασίες θα συμβάλουν στη μορφολογική, αισθητική και λειτουργική αποκατάσταση του εξέχοντος αυτού μνημείου, ώστε να αποδοθεί στο κοινό με όλες τις δυνατότητες επισκεψιμότητας και αναγνωσιμότητας».
Ο κ. Μπαλτάς ενημέρωνε, εξάλλου, ότι η Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, στο τεχνικό δελτίο του ΕΣΠΑ 2007-2013, είχε προτείνει την εκτέλεση του εν λόγω υποέργου με το σύστημα μελέτη-κατασκευή, με προϋπολογισμό 3.000.000 ευρώ.
Οι αντιδράσεις που έχουν προκαλέσει, κατά καιρούς, σε ορισμένους βουλευτές δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία το κόστος της αποκατάστασης του Τεμένους Βαγιαζήτ θα άγγιζε τα 4 εκατομμύρια ευρώ, ανάγκασε τον Ιούλιο του 2016 τον κ. Μπαλτά να ξεκαθαρίσει τη θέση της κυβέρνησης. «Στην Ελλάδα, με τον πολυποίκιλο και ευρύτατο μνημειακό πλούτο από άποψη χρονολογική, πολιτισμική ή κοινωνική, το Ελληνικό Κράτος, διά του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, ως υπεύθυνο για την προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 3082/2002, αλλά και κινούμενο στο πλαίσιο των διεθνών συνθηκών προστασίας της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, επιφυλάσσει ισότιμη μεταχείριση σε όλα τα μνημεία που βρίσκονται εντός της ελληνικής επικράτειας», τόνιζε ο υπουργός και σημείωνε: «Η αποκατάσταση του Τεμένους Βαγιαζήτ, πρώτου μουσουλμανικού Τεμένους σε ευρωπαϊκό έδαφος με ιδιαίτερη καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική αξία, αποτελεί καθολικό αίτημα της τοπικής κοινωνίας του Διδυμοτείχου, αλλά και του Έβρου γενικότερα, καθώς αυτό βρίσκεται στην κεντρική πλατεία της πόλης και προσελκύει το ενδιαφέρον των επισκεπτών της. Εξάλλου, θεωρούμε ότι η προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν αφορά σε μεμονωμένα μνημεία, αλλά σε όλα τα μνημεία, ανεξάρτητα από το είδος και την προηγούμενη ή την υφιστάμενη λειτουργία τους».