Θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά, αινιγματικά και όμορφα, λόγω τοποθεσίας, μνημεία της χώρας. Το ιερό των Αμυκλών, περίπου 5 χλμ. νοτιοδυτικά της Σπάρτης, δεσπόζει στο λόφο της Αγίας Κυριακής, κοντά στον ομώνυμο οικισμό, μέσα σε ένα τοπίο που κόβει την ανάσα. Στα δυτικά ο επιβλητικός όγκος του Ταΰγετου και ολόγυρα η πανοραμική άποψη της πεδιάδας του, προτείνουν με εύγλωττο τρόπο κάποιους από τους λόγους που η τοποθεσία επιλέχθηκε ήδη από την Πρωτοελλαδική εποχή (περίπου 2200 π.Χ.) για οικισμός και μετά τον 12ο αι. π.Χ. για την ίδρυση του πιο σημαντικού λακωνικού ιερού της αρχαιότητας. Σημασία που, όπως δείχνουν οι νεότερες έρευνες, διατήρησε και στην Ύστερη Αρχαιότητα.
«Με τα νέα δεδομένα των ερευνών, αποκαλύπτεται ότι τον 4ο αι. μ.Χ. το ιερό όχι μόνο υπήρχε αλλά άκμαζε. Αποκαλύψαμε όλη τη δυτική πλευρά του, που ήταν άγνωστη ως σήμερα, καθώς όλοι θεωρούσαν ότι η πλευρά αυτή ήταν απλώς ένα ανοιχτό πέρασμα προς το ιερό. Εκεί εντοπίστηκε η συνέχεια του περιβόλου και εντός του οικοδομήματα» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αρχαιολόγος δρ Σταύρος Βλίζος, επίκουρος καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και συνυπεύθυνος, μαζί με τον καθηγητή Άγγελο Δεληβορριά, του ερευνητικού προγράμματος Αμυκλών που λαμβάνει χώρα στην περιοχή από το 2005.
Όμως τι είδους οικοδομήματα; «Οικοδομήματα όπως υπάρχουν σε όλα τα ιερά, κυρίως κατά τη Ρωμαϊκή εποχή», απαντά ο καθηγητής, συμπληρώνοντας ότι «όλα αυτά αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο τη μνημειακότητα του χώρου κατά τα ρωμαϊκά και υστερορωμαϊκά χρόνια, την οποία επιβεβαιώνουν και οι αρχαίες πηγές. Όπως για παράδειγμα ο Ημέριος, ο οποίος τον 4ο αι. μ.Χ. αναφέρει ότι θέλει να επισκεφτεί τη Σπάρτη, που είχε οικοδομηθεί με λαμπρά κτίρια, και να προσκυνήσει τον θεό στο Αμύκλαιο. Τα οικοδομήματα αυτά της Ύστερης Αρχαιότητας, που αποκαλύφθηκαν τη διετία 2015-2016 και βέβαια πατάνε πάνω στην Αρχαϊκή εποχή, αποδεικνύουν ότι, ως το τέλος της αρχαιότητας, η ζωή στην περιοχή ήταν σε ακμάζουσα μορφή, κάτι που προϋποθέτει και μια ευημερία γενικότερα της Σπάρτης και της Λακωνίας» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βλίζος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η πρώτη φορά που τεκμηριώνεται κάτι τέτοιο. «Καταρχάς, είναι η πρώτη φορά που με αφορμή τις πρόσφατες έρευνές μας αναιρείται η παλιά άποψη ότι το ιερό είχε τη μορφή πετάλου, δηλαδή ότι ήταν ανοιχτό προς τα δυτικά, προς τον Ταΰγετο. Αποδείξαμε, δηλαδή, ότι ήταν ένα κλειστό ιερό, όπως όλα τα άλλα, με τείχος που περιβάλλει το λόφο σε όλες τις πλευρές ήδη από την Αρχαϊκή εποχή και ότι, κυρίως, κατά την Ύστερη Αρχαιότητα πραγματοποιήθηκαν οικοδομικές επεμβάσεις με τη μορφή εξέδρας, κλειστού χώρου-αποθήκης και μεγάλης δεξαμενής. Δηλαδή, έγιναν εγκαταστάσεις που υποδηλώνουν ότι και εκείνη την εποχή το ιερό επεκτεινόταν, ήταν δηλαδή σε πλήρη άνθηση», επισημαίνει, προσθέτοντας ότι η έρευνα, που σύμφωνα με το εγκεκριμένο από το ΚΑΣ πενταετές πρόγραμμα θα συνεχιστεί ως το 2019, θα στραφεί πλέον προς αυτή την περιοχή, δηλαδή εκτός του τείχους ώστε να φανεί και ο έξω από τον περίβολο χώρος.
Σε αυτό το πενταετές πρόγραμμα περιλαμβάνονται και εργασίες μερικής αναστήλωσης, καθώς και παρεμβάσεις για τη δημιουργία οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου. «Κάτι που δουλεύουμε παράλληλα, με τη μορφή της δημόσιας αρχαιολογίας» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής.
Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; «Δίνουμε ερωτηματολόγια στην τοπική κοινωνία, φέρνουμε τον κόσμο στο χώρο, μιλάμε μαζί τους, κάνουμε οργανωμένες ξεναγήσεις, διεξάγουμε εκπαιδευτικά προγράμματα με το δημοτικό σχολείο. Προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε πληροφορίες και στοιχεία που θα μας βοηθήσουν στην τελική διαμόρφωση ενός αρχαιολογικού χώρου ο οποίος θα ανταποκρίνεται σε αυτό που θέλει η τοπική κοινωνία, πάντα μέσα σε ένα επιστημονικό πλαίσιο» πληροφορεί ο κ. Βλίζος.
Με άλλα λόγια, ένας από τους κύριους στόχους της δημόσιας αρχαιολογίας είναι η ένταξη ενός αρχαιολογικού χώρου στην καθημερινότητα των ανθρώπων που ζουν στην περιοχή. Ποια, όμως, είναι σήμερα τα δεδομένα στην Ελλάδα ως προς τη νέα αυτή τάση; «Είναι κάτι που γίνεται και σε άλλους αρχαιολογικούς χώρους, όχι μόνο στις Αμύκλες, αρκετά περιορισμένα ακόμα. Όμως, η διάσταση αυτή έχει αρχίσει να γίνεται αποδεκτή, να απλώνεται αργά αλλά σταθερά και πιστεύω ότι δεν θα αργήσει να γίνει καθημερινότητα για την αρχαιολογική κοινωνία. Δηλαδή, ο κόσμος όχι απλώς να επισκέπτεται τον χώρο, αλλά να συζητά με τους αρχαιολόγους, να αισθάνεται ότι συμμετέχει στη διαμόρφωσή του, να ξέρει ότι η άποψή του μετράει. Εφόσον υπάρξει ο αρχαιολογικός χώρος, δεν θέλουμε να παραμείνει κάτι νεκρό, κάτι απομακρυσμένο, αλλά να το νοιάζεται η τοπική κοινωνία σαν να είναι και δικό της κομμάτι» καταλήγει ο κ. Βλίζος.
Το ιερό των Αμυκλών ήταν αφιερωμένο στον προδωρικό θεό της περιοχής, τον Υάκινθο, και στον Απόλλωνα Αμύκλαιο, το κολοσσικό κιονόμορφο άγαλμα του οποίου περιβαλλόταν από τον λεγόμενο «θρόνο», ένα επιβλητικό κτίσμα, έργο του Βαθυκλή από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, που χρονολογείται στον 6ο αι. π.Χ. Τόσο ο μνημειακός Θρόνος του Απόλλωνα όσο και τα Υακίνθια, η σημαντικότερη ετήσια γιορτή της Λακωνίας στην αρχαιότητα που λάμβανε χώρα στο ιερό, αποτελούν από τα πιο ενδιαφέροντα αρχαιολογικά αινίγματα.