Τρεις ενδιαφέρουσες ομιλίες θα πραγματοποιηθούν την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου και ώρα 11.30-13.30 στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, στο πλαίσιο ημερίδας που διοργανώνει η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων.
Ειδικότερα η κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Κατερίνη Λιάμπη, θα μιλήσει με θέμα «Η κυκλοφορία εγχώριων και ξένων νομισμάτων στη Μολοσσίδα κατά την κλασική αρχαιότητα», και η τ. επίκουρη καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Κωνσταντίνα Γραβάνη, θα αναπτύξει το θέμα «Οι αρχαιότητες στη Δουρούτη. Ανασκαφικά τεκμήρια από το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων». Τέλος, ο Νίκος Κατσικούδης, αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, θα δώσει διάλεξη με θέμα «Ο Αύγουστος στο λεκανοπέδιο Ιωαννίνων. Η εικόνα της δύναμης».
Η ημερίδα διοργανώνεται στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων της περιοδικής έκθεσης «Αρχαιολογία του λεκανοπεδίου. Από τις απαρχές ως την ύστερη αρχαιότητα» που παρουσιάζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων.
Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη.
«Σαφή εικόνα για τη διακίνηση των εγχώριων και επείσακτων νομισμάτων στην Ήπειρο, από τον 4ο έως και τον 1ο αι. π.Χ., προσφέρουν τα ανασκαφικά νομίσματα, αργυρά και ταπεινά χάλκινα, σπανίως χρυσά, τα οποία ήλθαν στο φως, όχι μόνον από τα αστικά κέντρα, αλλά και από οικισμούς και αγροτικές θέσεις, είτε ως μεμονωμένα ευρήματα, είτε αποκεκρυμμένα σε “θησαυρούς”» αναφέρει η Κατερίνη Λιάμπη σχετικά με το θέμα της ομιλίας της.
«Οι εκδόσεις των ηπειρωτικών εθνών, Μολοσσών, Θεσπρωτών, Χαόνων και των πόλεων Ελέας και Κασσώπης, της Συμμαχίας και του Κοινού των Ηπειρωτών απαντούν σε όλες τις ηπειρωτικές, ελάχιστα δε και σε όμορες περιοχές. Επισημαίνεται η παντελής απουσία από τα ανασκαφικά σύνολα πολύτιμων εκδόσεων των βασιλέων, Αλεξάνδρου Α’ και Πύρρου, αφού οι νομισματικές δραστηριότητες αμφοτέρων υπηρέτησαν τους πολεμικούς τους στόχους στη Δύση. Αυτή η απουσία, εάν δεν οφείλεται στον παράγοντα της τυχαιότητας, σημαίνει ότι οι, κάτω από δραματικές συνθήκες, επανελθόντες στην πατρίδα στρατιώτες των δύο βασιλέων, δεν είχαν στη διάθεσή τους πολύτιμα νομίσματα. Πυκνή και ενδιαφέρουσα είναι η διείσδυση των ξένων νομισμάτων πολυάριθμων εκδιδουσών αρχών στο Δωδωναίο Ιερό, αλλά σε όλη την Ήπειρο: κατ’ εξοχήν αποδέκτες τους ήσαν οι πόλεις και οι οικισμοί των παράκτιων τόπων, δίχως, ωστόσο, να είναι ευκαταφρόνητοι οι αριθμοί τους και στη μολοσσική ενδοχώρα.
»Μόλις από το τέλος του 4ου / αρχές του 3ου αι. αρχίζουν να διαπιστώνονται οι πρώτες αποκρύψεις “θησαυρών” στη Μολοσσίδα. Πρόκειται για εννέα “θησαυρούς” που περιείχαν πολύτιμα και ευτελέστερα νομίσματα, προϊόντα επιχώριων νομισματοκοπείων, επίσης γειτονικών και πιο μακρινών πόλεων, βασιλείων, Κοινών, καθώς και κοπών των νήσων του Αιγαίου. Οι χρόνοι των αποθησαυριστικών ή έκτακτων καταχώσεων σε αρκετές περιπτώσεις είναι ευθέως ανάλογοι με τα ιστορικά, πολιτικά ή στρατιωτικά συμβάντα, που διαδραματίσθηκαν στην περιοχή, αλλά και με τους εμπορικούς προσανατολισμούς της. Η κορύφωση των αποκρύψεων έκτακτης ανάγκης στη Μολοσσίδα, όπως και στην περίπτωση των άλλων ηπειρωτικών εθνών, συναρτάται με τα γεγονότα του Γ’ Μακεδονικού πολέμου, οπότε οι κάτοχοι μικρότερων ή μεγαλύτερων αριθμών νομισμάτων, τα απέκρυψαν, σε μιαν ύστατη προσπάθεια προστασίας τους, στις οικίες ή σε δημόσιους χώρους. Μετά την επιβολή των Ρωμαίων κατακτητών, πτωχότεροι, πλέον, οι Μολοσσοί και οι λοιποί Ηπειρώτες, δεν διέθεταν περίσσευμα ρευστού, ώστε να μεριμνήσουν για τη διαφύλαξή του».
«Οι αρχαιότητες στη θέση Δουρούτη του λεκανοπεδίου απαντούν εντός των ορίων της Πανεπιστημιούπολης Ιωαννίνων. Εντοπίζονται κυρίως στην έξοδο της χαράδρας Μεγάλο Λαγκάδι, στα όρια με το Νεοχωρόπουλο» αναφέρει στην περίληψη της ομιλίας της η Κωνσταντίνα Γραβάνη.
«Στα ριζά του λόφου Δουρούτη οι ανασκαφές έφεραν στο φως νεκροταφείο με ταφές από τη Γεωμετρική εποχή έως τα ελληνιστικά χρόνια. Στα πρανή του λόφου ήρθαν στο φως οικοδομήματα και κατασκευές αρχαίου Ιερού, αφιερωμένου στη θεά Δήμητρα. Το κύριο οικοδόμημα του Ιερού (Θεσμοφόριο) χρονολογήθηκε στον 4ο αι. π.Χ. και η χρήση του χώρου από την πρώιμη εποχή του Σιδήρου. Επίσης, στην ευρύτερη περιοχή αποκαλύφθηκαν ταφές και εντοπίστηκαν θεμέλια αρχαίων κατασκευών. Η συνθετική θεώρηση των αρχαιολογικών δεδομένων από τη Δουρούτη επιχειρείται με στόχο να αναδειχθούν τα τεκμήρια της ανθρώπινης δραστηριότητας κατά την περίοδο χρήσης του χώρου, ώστε να ανασυσταθεί η εικόνα της αρχαίας θέσης και των μνημείων σε συνάρτηση με το οικοσύστημα του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων και την οργάνωσή του κατά την αρχαιότητα» καταλήγει η κα Γραβάνη.
Τον κορμό ενός θωρακοφόρου ανδριάντα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων (αρ. ευρ. 413), που σώζεται ακέφαλος, βρέθηκε στην περιοχή του Ροδοτοπίου και αποτελεί σημαντικό εύρημα, θα παρουσιάσει στην ομιλία του ο Νίκος Κατσικούδης. Όπως αναφέρει ο ομιλητής: «Ταυτίζεται με άγαλμα του Οκταβιανού /Αυγούστου και χρονολογείται λίγο μετά τη νίκη του στο Άκτιο, το 31 π.Χ. Τα εικονογραφικά στοιχεία του θώρακα προβάλλουν τον εικονιζόμενο ως νικηφόρο στρατιωτικό ηγέτη».
«Στην ίδια περιοχή», συνεχίζει ο Ν. Κατσικούδης, «οι ανασκαφικές έρευνες αποκάλυψαν τα κατάλοιπα ναού ο οποίος συσχετίστηκε στο παρελθόν με τη λατρεία του Αρείου Διός, εγγυητή των ένορκων δεσμεύσεων και του πολεμικού αγώνα. Η πρόσφατη επιστημονική έρευνα ταύτισε το συγκεκριμένο οικοδόμημα με ιερό της Αρτέμιδος που κατασκευάστηκε στον 3ο αιώνα π.Χ. Στην εποχή του Αυγούστου ο ναός ανακαινίστηκε και είναι πιθανό το άγαλμα του αυτοκράτορα να ήταν στημένο μέσα στον ναό, η ανοικοδόμηση του οποίου δείχνει ιδιαίτερη μέριμνα. Η ανάθεση του ανδριάντα έγινε σε επισημότατο τόπο, στην καρδιά της Μολοσσίδος, όπου οι βασιλείς των Μολοσσών συνήθιζαν σε ετήσια τελετή να ανταλλάσσουν με τους Ηπειρώτες διαβεβαιώσεις αμοιβαίας πίστης, δηλαδή στην Πασσαρώνα. Η ανάθεση αυτή ήταν μέλημα του ίδιου του Αυγούστου ή των ανθρώπων του στην περιοχή και υπαινίσσεται τη σχέση του με τον Δία αλλά και με την Αρτέμιδα. Συγγενή τυπολογικά και χρονολογικά γλυπτά από την Ήπειρο συσχετίζονται με τον Οκταβιανό/Αύγουστο και με μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας».