Χρύσανθος Χρήστου, Ιωάννης Γαλερίδης, Καραβάτζιο (1571-1610). Αφετηρία του Μπαρόκ – Επιβολή του Ρεαλισμού, έκδ. Ακαδημία Αθηνών – Γραφείο Έρευνας Νεοελληνικής Τέχνης, Αθήνα 2016, σελ. 89. ISBN 978-960-404-310-1
«[…] Ο Καραβάτζιο με όλες τις αντιξοότητες του βίου και του έργου του πέτυχε ουσιαστικά να δημιουργήσει τη βάση για μια νέα οπτική απόδοση του κόσμου. Η απελευθέρωση της ζωγραφικής από την εξωτερική επανάληψη νεκρών θεματικών τύπων ή μορφικών χαρακτηριστικών, που είχαν χάσει κάθε εκφραστικό περιεχόμενο, δεν ήταν εύκολη. Η απαλλαγή της από τους αρχαίους ήρωες που είχαν μεταλλαχθεί σε αγίους ή ακόμη και σε συμβατικούς τύπους χωρίς αντίκρισμα και η προσέγγισή της στην πραγματική ζωή έδωσε νέο περιεχόμενο στην καλλιτεχνική δημιουργία. Αλλά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο η νέα χρήση του φωτός ως καθοριστικού στοιχείου για την ανάλυση και την ερμηνεία της ζωγραφικής επιφάνειας σηματοδότησε την ανανέωση των εκφραστικών δυνατοτήτων όλης της ευρωπαϊκής τέχνης.
»Έχει εύστοχα ειπωθεί ότι από όλους τους ζωγράφους ο Καραβάτζιο μπορούσε καλύτερα να αποδώσει τη σύγκρουση μεταξύ φωτός και σκότους. Αυτός ο “λουμινισμός” επέτρεψε στον Καραβάτζιο αφενός να μην περιοριστεί σε έναν εξωτερικό ρεαλισμό, αφετέρου να προχωρήσει στην αναζήτηση της εσωτερικής αλήθειας των θεμάτων του και παράλληλα να επιδιώξει να φτάσει ακόμη και σε αφηρημένα εκφραστικά σχήματα. Από την άποψη αυτή δεν έχει πολύ άδικο ο Ορτέγκα ί Γκασέτ, όταν παρατηρεί ότι “ο ένας Μιχαήλ Άγγελος, ο Μερίζι [δηλ. ο Καραβάτζιο], έρχεται να γκρεμίσει τον άλλο Μιχαήλ Άγγελο, τον Μπουοναρότι”, αν και είναι πιο σωστή η θέση του Πανόφσκυ, σύμφωνα με την οποία η εξελικτική πορεία της ευρωπαϊκής τέχνης, που άρχισε κατά την πρώιμη Αναγέννηση, ολοκληρώνεται από τη μια πλευρά από τους συνεχιστές του Καραβάτζιο και από την άλλη από τον κλασικισμό. Ταυτόχρονα όμως ανοίγονται ενδιάμεσα νέες προοπτικές, όπως αποδεικνύει ενδεικτικά η αποκάλυψη που λέγεται Ρεμπράντ, η οποία βρίσκεται στην προέκταση του όψιμου έργου του Καραβάτζιο, χωρίς το πάθος και τη θεατρικότητα του.
»Γεγονός είναι ότι 400 και πλέον χρόνια μετά τον θάνατό του ο Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζιο συνεχίζει να μας εκπλήσσει και να απασχολεί τόσο τους ιστορικούς της τέχνης όσο και το ευρύ κοινό». (Από το βιβλίο)