Το «ανάκτορο» των Μαλίων βρίσκεται στο χαμηλό βραχώδες έξαρμα μιας μικρής παράκτιας πεδιάδας, στους πρόποδες της Σελένας. Η περίβλεπτη θέση του εξασφάλιζε την επικοινωνία με την εύφορη κρητική ενδοχώρα και τους τότε θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους, αφού ακριβώς βόρεια υπήρχε ένα σημαντικό, κατά την Εποχή του Χαλκού, φυσικό λιμάνι. Οι συνοικίες της τειχισμένης μινωικής πόλης, το όνομα της οποίας δεν ταυτίζεται με ασφάλεια, εκτείνονται σε μικρή απόσταση από το «ανάκτορο», ενώ οι νεκροπόλεις εντοπίζονται βορειότερα, κοντά στην ακτή. Το πρώτο «ανάκτορο» ιδρύεται γύρω στο 1900 π.Χ. σε θέση με παλαιότερα οικιστικά υπολείμματα και έχει διάρκεια ζωής περίπου δύο αιώνων. Το νέο «ανάκτορο» χτίζεται γύρω στο 1650 π.Χ. πάνω στα ερείπια του παλαιού, ακολουθώντας, σε γενικές γραμμές, την κάτοψή του, ενώ έπειτα από την καταστροφή του, γύρω στο 1450 π.Χ., ακολουθεί μικρή περίοδος ανακατάληψης (Driessen 2010β, Αποστολάκου χ.χ.).
Η «Οικία Έψιλον» («Maison Epsilon»), γνωστή και ως «Μικρό Ανάκτορο» (εικ. 1), αποτελεί μία από τις τρεις οικίες της λεγόμενης «Συνοικίας Έψιλον» («Quartier Epsilon»), οι οποίες ξεχωρίζουν για το μέγεθος και την εκλεπτυσμένη, εφάμιλλη του νέου «ανακτόρου», αρχιτεκτονική τους (Bradfer-Burdet 2005, σ. 39-40 με συγκεντρωμένη βιβλιογραφία, Driessen 2010β, σ. 564). Μάλιστα ο Driessen αναρωτιέται μήπως αντικατέστησαν ακόμη και το ίδιο το «ανάκτορο» κατά τη διάρκεια της (ανα)κατασκευής του (Driessen 2010β, σ. 564). Η ανίδρυση της «Συνοικίας Έψιλον» τοποθετείται στη ΜΜ ΙΙΙ και η οριστική εγκατάλειψή της, έπειτα από σειρά καταστροφών μικρής κλίμακας και αντίστοιχων μετασκευών, στην ΥΜ ΙΙΙΒ (Bradfer-Burdet 2005, σ. 39-40 με συγκεντρωμένη βιβλιογραφία, Driessen 2010β, σ. 564).
Στο δυτικό τμήμα του «Δωματίου 37» της «Οικίας Έψιλον», που έχει πρόσβαση, μέσω κλίμακας ή κεκλιμένου επιπέδου, από την «Οδό 1» («Rue 1»), αποκαλύφθηκε κτιστός επικονιαμένος λάκκος −«κουλούρα»− με διάμετρο 2,50 μ. και βάθος 0,75 μ. (Bradfer-Burdet 2005, σ. 40). Οι ανασκαφείς τον χαρακτηρίζουν ως απορριμματικό, υπογραμμίζοντας ότι περιείχε πλήθος από ακέραια και θραυσμένα άωτα κωνικά κύπελλα, η πλειονότητα των οποίων ανάγεται στη ΜΜ ΙΙΙ-ΥΜ ΙΑ περίοδο (Deshayes/Dessenne 1959, σ. 109, Bradfer-Burdet 2005, σ. 40). Με την ερμηνεία αυτή φαίνεται να συμφωνεί και η Bradfer-Burdet (2005), συμπληρώνοντας ότι η συγκεκριμένη «κουλούρα» (εικ. 2-3) θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί αρχικά ακόμη και ως σιταποθήκη όπως οι υπέργειες κυκλικές κατασκευές στο «ανάκτορο». Ο Driessen πάλι την παραλληλίζει με τον «τελετουργικό» ΥΜ ΙΑ αποθέτη στα Νοπήγεια Κισάμου (Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη 1991-1993, 2011, Hamilakis/Harris 2011, Παπαδάκη 2014, σ. 199-212, Χαμηλάκης 2015, σ. 202-207), θεωρώντας ότι το περιεχόμενό της σχετίζεται με συμποτικές εκδηλώσεις συλλογικής μνήμης αποτελώντας απτή μαρτυρία της μακράς «βιογραφίας» της «Οικίας Έψιλον» (Driessen 2010α, σ. 50-51). Την άποψη αυτή, που συνδέει τη συγκεκριμένη «κουλούρα» με τη διαδικασία «παραγωγής “μνημονικής μαρτυρίας” επιτόπου» (Χαμηλάκης 2015, σ. 203), κατά την άποψή μας, ενισχύουν:
Οι παραπάνω προβληματισμοί αναφορικά με την «κουλούρα» στην «Οικία Έψιλον» εγγράφονται στο ζήτημα της λειτουργίας των κυκλικών σκαμμάτων με λιθόκτιστα τοιχώματα (Ζώης 1997, σ. 151) στις πρώιμες δυτικές αυλές των τριών από τα μέχρι σήμερα γνωστά μινωικά «ανάκτορα», της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων (εικ. 5). Όπως επισημαίνει ο Ζώης, οι βιβλιογραφικές περιπέτειες των συγκεκριμένων δομών δεν είναι λίγες, δεδομένης της προσπάθειας κατανόησής τους υπό το πρίσμα μίας και μόνο καθολικής ερμηνείας (Ζώης 1997, σ. 151). Μήπως, όμως, κάθε περίπτωση είναι διαφορετική παρά τις, ενδεχομένως φαινομενικές, ομοιότητες;
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι υπέργειες, επικονιαμένες, με κεντρικό πεσσό «κουλούρες» στη νοτιοδυτική γωνία του «ανακτόρου» των Μαλίων διαφέρουν προπάντων ως προς την αρχιτεκτονική, τη χρονολόγηση και πιθανόν τη λειτουργία από αυτές των «ανακτόρων» στην Κνωσό και τη Φαιστό (βλ. σχετικά Strasser 1997, σ. 78-79 με συγκεντρωμένη βιβλιογραφία, Bradfer-Burdet 2005, σ. 43-47). Οι περισσότεροι, εξάλλου, μελετητές συμφωνούν ως προς το ότι οι κατασκευαστικές προδιαγραφές τους ανταποκρίνονται καλύτερα στη θεωρία που τις θέλει σιρούς (Pelon 1980, σ. 221-226, Strasser 1997, σ. 78-79, Bradfer-Burdet 2005, σ. 43-47). Η ίδια αυτή ερμηνεία, ωστόσο, προτείνεται και για τις πρωιμότερες, υπόγειες, πιθανόν ανοιχτές και κυρίως μη στεγανές κυκλικές κατασκευές στην Κνωσό και τη Φαιστό, αποτελώντας μάλιστα τη θεωρητική αφετηρία διαφόρων οικονομικών μοντέλων (Branigan 1987β, σ. 247-249) που, όμως, αμφισβητούνται κατά καιρούς (Strasser 1997, Hitchcock 2000, σ. 64). Το ίδιο, ωστόσο, ισχύει και για τις υπόλοιπες ερμηνείες, οι οποίες, για περισσότερο από έναν αιώνα, εξαντλούνται στο να «ανακυκλώνουν» αφενός την καθημερινή-πρακτική και αφετέρου την τελετουργική-θρησκευτική διάσταση της λειτουργίας των αινιγματικών αυτών κατασκευών, τη στιγμή που τα αντίστοιχα ανασκαφικά δεδομένα παραμένουν σχεδόν στο σύνολό τους αδημοσίευτα (εικ. 6).
Έτσι, από την εποχή που ο Evans (1935, σ. 61-66) χαρακτήρισε τις «κουλούρες» της Κνωσού ως τυφλά φρέατα-ταμιευτήρες επιφανειακών υδάτων ή χώρους συγκέντρωσης των απορριμμάτων από μικρότερους σωρούς εσωτερικά και εξωτερικά του «ανακτόρου», οι περισσότεροι μελετητές αποδέχονται τη χρήση των συγκεκριμένων κατασκευών ως δεξαμενών ή σιρών (βλ. μεταξύ άλλων Marinatos/Hirmer 1960, σ. 64, Hood 1961, σ. 223, Chapouthier/Demargne 1962, σ. 17-19, 38, Graham 1962, σ. 44, Cadogan 1976, σ. 53, 112, Pelon 1980, σ. 221-226, Branigan 1987β, σ. 248 και 1988, σ. 64-66, Marinatos 1987, σ. 136-137, Moody 1987, σ. 236, Warren 1987, σ. 50, Wiener 1991, σ. 332). Παράλληλα με την κυρίαρχη ερμηνεία τους ως σιρών, που έχει ανασκευαστεί, με πειστικά, κατά τη γνώμη μας, επιχειρήματα, κυρίως από τον Strasser (1997, για μια πρόσφατη διαπραγμάτευση του θέματος βλ. Christakis 2011, σ. 199), ο Αλεξίου υποστήριξε την πιθανή λειτουργία τους ως «ιερών αποθετών», όπου «ἑρρίπτοντο τελικῶς τά κενά ἀγγεία και τά ἄλλα ὑπολείμματα τῶν προσφορῶν πού ἐγίνοντο εἰς τά ἱερά τοῦ ἀνακτόρου» (Αλεξίου 1983, σ. 159-160), θεωρώντας κάθε άλλο παρά τυχαία την εγγύτητα των «κουλουρών» της Κνωσού με τους βωμούς της Δυτικής αυλής, καθώς επίσης την εύρεση στο εσωτερικό ορισμένων από αυτές οστών ζώων και τεμαχίων από τράπεζες προσφορών από πηλό ή κονίαμα (Αλεξίου 1983, σ. 159, βλ. και Marinatos 1987, σ. 135 σημ. 9). Ο Preziosi πάλι, στηριζόμενος κυρίως σε εικονογραφικές μαρτυρίες, όπως η τοιχογραφία του «Ιερού Άλσους», υποθέτει ότι οι κυκλικές αυτές κατασκευές χρησίμευαν στην ανάπτυξη δέντρων που χρησίμευαν και ως ανεμοφράκτες (Preziosi 1983, σ. 85). Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Carinci συσχετίζει τη χωροθέτηση των «κουλουρών» με τους τελετουργικούς «πομπικούς δρόμους» των δυτικών αυλών και τις όμορές τους «θεατρικές περιοχές», τονίζοντας ότι η παρουσία των διατεταγμένων στις «κουλούρες» δέντρων θα ενδυνάμωνε, τουλάχιστον στην περίπτωση του «ανακτόρου» της Φαιστού, τον πιθανό συμβολικό ρόλο όμορων δομών (δεξαμενή, εστία) που συνδέονται με τη λατρεία των στοιχείων της Φύσης (Carinci 2001).
Ιδιαίτερο, τέλος, ενδιαφέρον έχει η πρόταση της Λίπα (2007, σ. 242-250) η οποία επανεξετάζει την τελετουργική λειτουργία των «κουλουρών» σε σχέση με τα αρχαιοελληνικά «μέγαρα» και «θεσμοφόρια» (εικ. 7), σημειώνοντας ότι οι δυτικές αυλές των «ανακτόρων» ήταν υπαίθριοι τελετουργικοί χώροι και μεταβατικές περιοχές ελεγχόμενης δημόσιας δραστηριότητας ανάμεσα σε αυτά και την πόλη (Λίπα 2007, σ. 246 με συγκεντρωμένη βιβλιογραφία). Η ίδια παραλληλίζει τη θραυσμένη κεραμική στις «κουλούρες» με την τελετουργική καταστροφή των αγγείων οινοποσίας κατά τις εορτές των Μυστηρίων, ενώ ενισχύει το ερμηνευτικό της πλαίσιο και με εθνογραφικά παραδείγματα (Λίπα 2007, σ. 245-249 με συγκεντρωμένη βιβλιογραφία).
Υπάρχουν, πράγματι, παραδείγματα «θεσμοφορίων»,με χαρακτηριστικότερο αυτό στην Πέλλα (εικ. 7), που αντιστοιχούν σε υπόγεια, κτιστά, κυκλικά, ενίοτε επικονιαμένα και βαμμένα με λευκό χρώμα σκάμματα, στα όρια πόλεων ή αμέσως έξω από τα τείχη τους καισε άμεση γειτνίαση με κατασκευές λατρευτικού χαρακτήρα, όπως ναούς, περιβόλους και βωμούς (Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1996, σ. 19 και σημ. 5, σ. 22, 25 και σημ. 24-28 με παράθεση παραδειγμάτων και σχετική βιβλιογραφία, σ. 26, 104). Ενίοτε δε περιέχουν στρώσεις από χώμα, αργούς λίθους, οστά ζώων και θραυσμένα χρηστικά κεραμικά (Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1996, σ. 23-24, 105), συνθέτοντας μία ανασκαφική εικόνα που θυμίζει όσα αναφέρει ο Evans για τις αστρωματογράφητες επιχώσεις γης, αργών λίθων και θραυσμένης κεραμικής που εντόπισε στη δεύτερη από τις «κουλούρες» της Κνωσού και χαρακτήρισε ως «απορρίψεις» (Ζώης 1997, σ. 151-157). Αξίζει να σημειωθεί ότι και ο Macdonald (2005, σ. 45) συνδέει τις «κουλούρες» της Κνωσού με τελετές που σχετίζονται με τη συγκομιδή (βλ. και Μαρθάρη 2008). Το συγκεκριμένο ερμηνευτικό πλαίσιο αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν λάβουμε υπόψη τον γονιμικό χαρακτήρα της μινωικής θρησκείας. Θα μπορούσε άραγε η παρουσία των πολυάριθμων άωτων κωνικών κυπέλλων στην «κουλούρα» της «Οικίας Έψιλον» στα Μάλια να ερμηνευτεί κάτω από αυτό το πρίσμα;
Σε κάθε περίπτωση, οι «κουλούρες» παραμένουν ένα ανοιχτό προς διερεύνηση ζήτημα και, μέχρι την πλήρη δημοσίευση και συγκριτική μελέτη του περιεχομένου και της αρχιτεκτονικής τους καμιά προτεινόμενη ερμηνεία δεν μπορεί ούτε να γίνει πλήρως αποδεκτή αλλά ούτε και να απορριφθεί.
Χριστίνα Παπαδάκη
Αρχαιολόγος
Το παρόν άρθρο αποτελεί σύνοψη σχετικού κεφαλαίου της διδακτορικής μου διατριβής με θέμα «Αποθέτες κεραμεικής: εννοιολογικός προσδιορισμός, τρόποι σχηματισμού, τυπολογία και σημασία για τη λειτουργία της ζωής των κοινοτήτων κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. στην Κρήτη». Ευχαριστώ θερμά τον καθηγητή μου Λευτέρη Πλάτωνα για την πολύτιμη βοήθειά του σε όλα τα στάδια της έρευνας. Επίσης, τον Κλεάνθη Σιδηρόπουλο για τις παρατηρήσεις του, την Αθανασία Κάντα για τις πάντα ενδιαφέρουσες συζητήσεις μας και τον Αντώνη Βασιλάκη για την παραχώρηση εικονογραφικού υλικού από το βιβλίο του για την Κνωσό.