«Η άποψη πως η τέχνη δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με την πολιτική,
είναι από μόνη της πολιτική θέση».
George Orwell
Αναζητώντας την ετυμολογική ρίζα του όρου «μνημείο», με την έννοια της αρχιτεκτονικής ή γλυπτικής μορφής προς τιμή και ανάμνηση ενός προσώπου ή γεγονότος, οδηγούμαστε στην αρχαία λέξη «μνήμα», παράγωγο του ρήματος «μνάομαι-μνῶμαι» (υπενθυμίζω, προκαλώ ανάμνηση). Από την αρχαιότητα, στη δημιουργία των μνημείων, πραγματώνεται η ανάγκη του ανθρώπου να αφήσει αποδείξεις ευημερίας, ακμής ή επιτυχίας, αποτυπωμένες σε υλικά ευγενή και άφθαρτα. Η δημόσια γλυπτική, ως χαρακτηριστικό του αστικού τοπίου, παραλαμβάνει το φορτίο της διδασκαλίας της ιστορίας, μετατρέποντας συχνά ουδέτερους χώρους σε ιδεολογικά φορτισμένους τόπους. Δεδομένου ότι το ιστορικό μνημείο απευθύνεται στο ευρύ κοινό, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να ιδωθεί ως κρατικό σύμβολο επικοινωνιακής πολιτικής και έκφρασης ιδεολογικού προσανατολισμού. Στην παγκόσμια ιστορία η αρχιτεκτονική και η τέχνη έχουν χρησιμοποιηθεί από κυβερνώντες για την υποστήριξη συγκεκριμένων καθεστώτων. Άλλωστε, τα σύμβολα έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν με εύκολο τρόπο την ιδέα της πολιτικής νομιμοποίησης ενός καθεστώτος και να λειτουργούν ως μέσο διάδοσης πολιτικών ιδεολογιών (Vale 1992). Στην περίπτωση των αυτοκρατοριών, τα γλυπτά ομοιώματα μελών της βασιλικής οικογένειας και αξιωματούχων παρουσιάζουν σημαντική προπαγανδιστική δύναμη επιτρέποντας τη διαρκή άσκηση της εξουσίας. Είναι χαρακτηριστική η άποψη πως στη Βρετανία, κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Βικτωρίας, τα αγάλματα «φύονταν» στις δημόσιες οδούς του Λονδίνου με συχνότητα ένα κάθε τέσσερις μήνες (Owens 1994).
Η βασίλισσα Βικτωρία (1819-1901), κόρη του δούκα του Kent και Stathearn, υπήρξε η μακροβιότερη μονάρχης του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας και αυτοκράτειρα των Ινδιών. Διαδέχθηκε στο θρόνο τον Γουίλιαμ IV μερικούς μήνες μετά την ενηλικίωσή της και η βασιλεία της διήρκεσε από το 1837 έως το 1901. Η Βικτωρία αποκατέστησε τη φήμη της μοναρχίας, η οποία είχε αμαυρωθεί από την υπερβολή των προγόνων της και διαμόρφωσε έναν νέο ρόλο για τη βασιλική οικογένεια. Οι σχέσεις της, ωστόσο, με την Ιρλανδία υπήρξαν εξαιρετικά δυσμενείς. Σε αυτό συνέβαλε η άρνησή της να επισκεφθεί τη βρετανική αποικία για μεγάλο χρονικό διάστημα καθώς και η απόρριψη των εκκλήσεων Βρετανών και Ιρλανδών πολιτικών παραγόντων για την εγκαθίδρυση αντιβασιλείας στο νησί. Οι αντιδράσεις στο πρόσωπό της εκφράστηκαν ήδη από την πρώτη της επίσκεψη, το 1849, λόγω του πρόσφατου τρομερού λιμού και της επικρατούσας άποψης για την υπαιτιότητα των Βρετανών (σημ. 1).
Η ιδέα της ανέγερσης ενός μνημείου αφιερωμένου στη βασίλισσα Βικτωρία στην ιρλανδική πρωτεύουσα εκφράστηκε δημόσια για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1900. Ως καταλληλότερη θέση θεωρήθηκε το τμήμα ανάμεσα στην Εθνική Βιβλιοθήκη και το Εθνικό Μουσείο, μπροστά από το Leinster House (σημ. 2). Το έργο ανατέθηκε στον διαπρεπή Ιρλανδό γλύπτη John Hughes (1865-1941), ο οποίος δεσμεύθηκε να το ολοκληρώσει σε διάστημα πέντε ετών (σημ. 3). Ο Hughes ανέθεσε το σχεδιασμό του βάθρου στον Έλληνα αρχιτέκτονα και ακαδημαϊκό, απόφοιτο της École des Beaux-Arts του Παρισιού, Βασίλειο Κουρεμένο (1875-1957). Πρόκειται για ένα έργο ιδιαίτερα μεγάλης κλίμακας με εξωτερικές διαστάσεις, σύμφωνα με τα σχέδια του Κουρεμένου, εννέα μέτρα ύψος και δώδεκα μέτρα πλάτος. Μέσω της μεγάλης δομικής κλίμακας επιτυγχάνεται η πρόκληση αισθημάτων εντυπωσιασμού και συνειρμικά υποδηλώνεται το μεγαλείο της βασίλισσας καθιστώντας έτσι αδιαμφισβήτητη την εξουσία της απέναντι στην κοινωνία (σημ. 4). Η επιλογή χωροθέτησης στην πλατεία Leinster Lawn έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς στον συγκεκριμένο χώρο το μνημείο προβάλλει ως εξέχον στοιχείο. Είναι σαφές πως προοριζόταν να καταστεί ένα σημαντικό τοπόσημο, το οποίο να εκφράζει την κυρίαρχη δύναμη της βρετανικής μοναρχίας (σημ. 5).
Με την απόκτηση της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας το 1922, αυξήθηκαν οι εκδηλώσεις δυσαρέσκειας για την πρότερη αποικιακή σχέση και δημιουργήθηκε η τάση διάρρηξης των δεσμών με τη Βρετανία. Κάθε ιστορικό μνημείο αφιερωμένο στη βρετανική μοναρχία βρέθηκε στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου. Ως εκ τούτου, ο διαχωρισμός της κοινής γνώμης σε ιδεολογικά αντίπαλες ομάδες ήταν αναπόφευκτος. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, πως στο σύνολο των νέων ανεξάρτητων κρατών, που έχουν υποβληθεί πρόσφατα στη διαδικασία της «απο-αποικιοποίησης», η ύπαρξη συμβόλων του παρελθόντος μοναρχικού δεσμού (όπως δημόσια κτίρια, ιεροί τόποι, θρησκευτικά και ιστορικά μνημεία) προσέλαβε άλλες διαστάσεις. Ως απόρροια της πολιτικής μετάβασης της Ιρλανδίας, τα μνημεία μελών της βασιλικής οικογένειας και Βρετανών αξιωματούχων, προκάλεσαν τη δυσφορία μέρους της κοινής γνώμης, καθώς θεωρήθηκαν μέσο συνεχούς υπόμνησης της αποικιοκρατικής σχέσης. Το μένος των πολιτών ενάντια στα «σύμβολα σκλαβιάς» (σημ. 6) κορυφώθηκε με την καταστροφή των μνημείων του βασιλιά George II (1937), του Marshal Gough (1957) και του λόρδου Nelson (1966). Στην περίπτωση του μνημείου της βασίλισσας Βικτωρίας, όχι μόνο η ύπαρξη αλλά και η χωροθέτησή του απέκτησαν βαρύνουσα σημασία στο νεοσύστατο ιρλανδικό κράτος. Η ύπαρξη συμβόλου της βρετανικής μοναρχίας μπροστά από το Leinster House, το οποίο από το 1922 στέγαζε το κοινοβούλιο της Ιρλανδικής Δημοκρατίας, είναι σαφές πως προκαλούσε το εθνικιστικό και αντιαποικιακό αίσθημα των πολιτών (σημ. 7).
Στον αντίποδα των επικριτών του μνημείου βρέθηκαν όσοι υποστήριζαν την ανάγκη διατήρησης συνέχειας στην καλλιτεχνική παραγωγή μέσα στο πέρασμα του χρόνου (σημ. 8). Η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του Hughes, σημαντικού εκπροσώπου του εικαστικού κινήματος της Νέας Γλυπτικής, στάθηκε ένα από τα βασικά επιχειρήματα των υποστηρικτών του έργου. Ένα επιχείρημα, το οποίο δύσκολα θα κατέρρεε, καθώς επρόκειτο για έναν διαπρεπή Ιρλανδό γλύπτη, με αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική δεινότητα. Για το λόγο αυτό, οι θιασώτες της απομάκρυνσης του μνημείου δέχονταν την ευφυΐα στη σύλληψη της σύνθεσης, κατήγγειλαν, ωστόσο, τη φημολογούμενη διαφοροποίηση στην κατασκευή, χαρακτηρίζοντας το τελικό αποτέλεσμα ως «ακρωτηριασμένο» (σημ. 9).
Λόγω της συνεχούς αναταραχής της κοινής γνώμης και της επικρατούσας άποψης πως το μνημείο της βασίλισσα Βικτωρίας αποτελεί ένα «άσχημο έργο τέχνης», ακατάλληλο να βρίσκεται στον συγκεκριμένο χώρο, άρχισε να εξετάζεται το ενδεχόμενο απομάκρυνσής του (σημ. 10). Τη δεκαετία του 1930 υπήρξαν φήμες για πιθανή αντικατάσταση του έργου με ένα μνημείο αφιερωμένο στον Ιρλανδό συγγραφέα και ποιητή Thomas Davis (1814-1845), επικεφαλής του εθνικιστικού κινήματος της δεκαετίας του 1840, «Νέα Ιρλανδία» (σημ. 11). Στην πρόθεση αυτή εντοπίζεται η δυναμική που παρουσιάζει η αρχιτεκτονική και ο πολεοδομικός σχεδιασμός στην ικανοποίηση της επιτακτικής ανάγκης εξάλειψης, επανασυγγραφής και αντικατάστασης της ιστορίας με νέο υλικό που κρίνεται πιο κατάλληλο για το παρόν (Kipphoff 2007). Το γεγονός πως η απόφαση απομάκρυνσης του μνημείου ελήφθη το 1943 (σημ. 12), αμέσως μετά την ανάληψη καθηκόντων από το πρώτο κυβερνητικό κόμμα της ανεξάρτητης Ιρλανδίας, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Η μεταφορά θα συνέβαλλε στην κοινωνική αναγνώριση της κυβέρνησης από τις τοπικές μάζες, την οποία έχει ιδιαίτερη ανάγκη κάθε νεοσύστατο κράτος. Είναι, άλλωστε, σύνηθες οι μετα-αποικιακές κυβερνήσεις, με στόχο την ενοποίηση του πληθυσμού, να χρησιμοποιούν την αρχιτεκτονική και τη δημόσια γλυπτική για τη συνειρμική πρόκληση εθνικιστικών συναισθημάτων. Στις αρχές του 1949 το μνημείο απομακρύνθηκε από τη θέση του και τοποθετήθηκε στο προαύλιο του Royal Hospital στο Kilmainham του Δουβλίνου. Το 1986 η ιρλανδική κυβέρνηση δώρισε το άγαλμα της βασίλισσας στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας, για να τοποθετηθεί μπροστά από το πρόσφατα αποκατεστημένο Queen Victoria Building. Οι αλληγορικές μορφές, οι οποίες σε δημοσίευμα του 1950 συμπεριλήφθηκαν στα «καλύτερα γλυπτά του Δουβλίνου» (σημ. 13) παρέμειναν στην ιδιοκτησία του κράτους.
Η αμφισβήτηση της καλλιτεχνικής αξίας του μνημείου της βασίλισσας Βικτωρίας κατά την πολιτική μετάβαση της Ιρλανδίας αποδεικνύει πως η αρχιτεκτονική είναι ένα πολιτιστικό προϊόν, στενά συνδεδεμένο με τα κοινωνικά και ιστορικά συμφραζόμενα (Goodman 1988). Στην απήχηση ενός ιστορικού μνημείου συμβάλλει όχι μόνο η εικαστική του αξία, αλλά και οι διαφορετικές αναγνώσεις των χαρακτηριστικών και των συμβολισμών του, ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές, ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Αυτό, άλλωστε, ενισχύει την ιδιαίτερη φύση της τέχνης, η οποία μέσω της φυσικής και οπτικής μορφής είναι ικανή να μεταφέρει κοινωνικές και πνευματικές έννοιες, συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών πεποιθήσεων και της κοινωνικής πρακτικής (Morris 1998, Rapoport 1990, Vitruvius 1991). Η παγκόσμια ιστορία έδειξε πως καθώς οι πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές εξελίξεις του 20ού αιώνα ξεδιπλώνονταν, τα ιστορικής σημασίας δημόσια μέρη και τα μνημεία τους, σε κάποιες περιπτώσεις καταστράφηκαν, σε άλλες παραμελήθηκαν, ξεχάστηκαν, τροποποιήθηκαν ή επαναπροσδιορίστηκαν (Kipphoff 2007). Στην περίπτωση των μνημείων του Δουβλίνου η τέχνη και η πολιτική δεν αντιμετωπίστηκαν ως αυτόνομες διαδικασίες και πρακτικές. Το γεγονός πως τα δημόσια γλυπτά αντανακλούσαν το σύγχρονό τους πολιτικό-ιδεολογικό πλαίσιο δημιουργίας επηρέασε αρνητικά την κριτική στάση της κοινωνίας απέναντί τους. Δεδομένης της μετάβασης στη μετα-αποικιοκρατική εποχή, η δημόσια γλυπτική βρέθηκε στο επίκεντρο του κοινωνικού διχασμού ο οποίος εμφανίστηκε ως απόρροια ενός πολιτιστικού πατριωτισμού.
Η έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας προσέλαβε χαρακτήρα εξέγερσης, βάζοντας στο στόχαστρο την εικονογραφία του μοναρχικού καθεστώτος. Η πρόσφατα κατακτημένη ελευθερία του ιρλανδικού λαού έπρεπε να εξαφανίσει κάθε μνήμη του ιστορικού παρελθόντος και να προτάξει την εθνική υπερηφάνεια, τον πόθο για την ελευθερία και τους σύγχρονους πολιτικούς αγώνες. Η επικρατούσα άποψη πως η δημόσια γλυπτική με αναφορές στη βρετανική μοναρχία είναι πιθανώς σε θέση να περιορίσει τη δημοκρατική διαδικασία είχε ως συνέπεια την απαξίωση του νοήματος της τέχνης. Με άλλα λόγια, η καλλιτεχνική δημιουργία αντιμετωπίστηκε ως κοινωνικό γεγονός, εμποτισμένο από ιστορικά και πολιτικά γεγονότα.
Στο σημείο αυτό ανακύπτει το ζήτημα της αντικειμενικότητας στην κριτική θεώρηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ειδικότερα, εάν ένα έργο τέχνης επαινείται ή καταδικάζεται ανάλογα με τη σχέση του με την πολιτική ιδεολογία, τότε διακυβεύεται η καλλιτεχνική του υπόσταση και κινδυνεύει ακόμη και η ύπαρξή του, όπως αποδεικνύει το παράδειγμα της Ιρλανδίας. Υπό το πρίσμα αυτό, θα καθίστατο απαραίτητος ο διαχωρισμός του πολιτικού και του καλλιτεχνικού περιεχομένου της εικαστικής ή αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Είναι όμως εφικτό να μείνει ο παρατηρητής ανεπηρέαστος από τις πολύπλοκες συνειρμικές σκέψεις και τα συναισθήματα που προκαλεί η θέαση ενός ιστορικού μνημείου; Τη στιγμή δε που κάτι τέτοιο θα αποδείκνυε την αναποτελεσματικότητα του έργου, αφού θα υπερκερνούσε τις αρχικές προθέσεις του δημιουργού, οι οποίες στόχευαν στην προώθηση πολιτικών ιδεολογιών.
Δεδομένου πως ο σύγχρονος άνθρωπος αποτελεί ένα πολιτικά σκεπτόμενο ον, είναι εξαιρετικά δύσκολο η κριτική θεώρηση της τέχνης να παραμένει –ως οφείλει– αυτόνομη από πολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα. Αυτό καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερές σε περιόδους εθνικής κρίσης ή πολιτικής μετάβασης, όπως η διαδικασία της απο-αποικιοποίησης ενός κράτους. Σύμφωνα με τον Preziosi (1979) η αρχιτεκτονική μπορεί να κατανοηθεί μέσα από τη δομημένη σχέση που υφίσταται ανάμεσα στο κτίριο και το άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον τόσο στο χρόνο ανέγερσης όσο και στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτό το ιστορικό μνημείο, ακόμη και αν αντικατοπτρίζει τις επιδεικτικές τάσεις των δυναστειών, συνιστά επιβεβλημένο εργαλείο στην αισθητική αγωγή των πολιτών και την πολιτισμική και ιστορική αυτογνωσία. Άλλωστε, την κριτική αλλά εποικοδομητική σχέση με τα περασμένα τη χρειαζόμαστε για να θεμελιώσουμε σε δική μας παράδοση ή σε δικές μας αξίες και αλήθειες τη σημερινή μας δράση (Φεσσά 2001).
Δρ Τζούλη Παπασταύρου
Αρχιτέκτων ΕΜΠ
Πηγές εικόνων:
Εικ. 1, 11, 12: Αρχείο Τζούλης Παπασταύρου.
Εικ. 3: Weekly Irish Times, 22.2.1908: 3-4.
Εικ. 4: Αρχείο Βασιλείου Κουρεμένου, Δήμος Ιωαννιτών.
Εικ. 8: Ó Riain M. (1999), «Queen Victoria and Her Reign at Leinster House», Dublin Historical Record, Vol. 52, No. 1 (Spring, 1999): 75-86.
Εικ. 9: Turpin J. (1986), «Nationalist and Unionist Ideology in the Sculpture of Oliver Sheppard and John Hughes, 1895-1939», The Irish Review, No. 20, Winter-Spring, 1997: 62-75.
Εικ. 2, 5, 6, 7, 10: Διαδίκτυο.