Στη χερσόνησο «Καστράκι», μόλις ένα χιλιόμετρο ανατολικά του παραθεριστικού οικισμού του Τολού, ανάμεσα σε δύο πολυσύχναστες παραλίες του Αργολικού κόλπου, την Ψιλή Άμμο στο Τολό και την παραλία της Πλάκας στο Δρέπανο, βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Ασίνης. Αναβαθμισμένος και αναμορφωμένος, υποδέχεται πλέον τους επισκέπτες της Αργολίδας, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να ενημερωθούν για τη μακρά ιστορία κατοίκησης του τόπου.
Οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας, στο πλαίσιο του ενταγμένου στο ΕΣΠΑ έργου «Ασίνη-Ακρόπολη Αρχαίας Ασίνης, Αναμόρφωση Αρχαιολογικού Χώρου Καστράκι», διαμόρφωσαν έναν αρχαιολογικό χώρο, όπου τα ισχνά πια ίχνη της μακραίωνης ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή ανασυστάθηκαν με συμβατικά και σύγχρονα μέσα. Συνειδητή επιλογή του προγράμματος ήταν η ισότιμη παρουσίαση της πρόσφατης ιστορίας του αρχαιολογικού χώρου, με κομβικά σημεία τις σουηδικές ανασκαφές της δεκαετίας του 1920 και την κατάληψη του λόφου από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα ο συνολικός σχεδιασμός των παρεμβάσεων ενσωμάτωσε τις απαραίτητες εγκαταστάσεις για τη λειτουργική οργάνωση και ασφάλεια ενός αρχαιολογικού χώρου στις διαμορφωμένες από προηγούμενες χρήσεις κατασκευές, προκειμένου να αποφευχθεί η αισθητική επιβάρυνση του φυσικού τοπίου.
Στην αρχαία Ασίνη είναι αφιερωμένος ο Οδηγός του νέου τεύχους του, συνδρομητικού πλέον, περιοδικού «Αρχαιολογία και Τέχνες». Η αρχαιολόγος Γεωργία Ήβου, που υπογράφει το κείμενο, μας «ξενάγησε» στο χώρο επισημαίνοντας ιδιαίτερες στιγμές της ιστορίας του και παρουσιάζοντας ξεχωριστά εκθέματα.
Από το κείμενό της, σας παρουσιάζουμε κάποιους από τους σημαντικότερους σταθμούς της περιήγησης στην αρχαία Ασίνη.
Στο βόρειο τμήμα της Κάτω Πόλης αποκαλύφθηκε τη δεκαετία του 1920 η μεγαλύτερη μυκηναϊκή οικία της Ασίνης. Ανήκει στον μεγαροειδή τύπο, με μια κεντρική υπόστυλη αίθουσα με δύο κεντρικούς κίονες και προθάλαμο. Γύρω από τον κεντρικό χώρο προστέθηκαν αργότερα και άλλα δωμάτια. Στη βορειοανατολική γωνία της υπόστυλης αίθουσας βρέθηκαν αντικείμενα με λατρευτική πιθανότατα χρήση, μεταξύ των οποίων και η περίφημη πήλινη κεφαλή του «Άρχοντα της Ασίνης», που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου.
Στα νοτιοανατολικά της Κάτω Πόλης, στους ελληνιστικούς ή ρωμαϊκούς χρόνους λαξεύτηκε μεγάλη, τρίχωρη δεξαμενή που κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε ως χώρος αποθήκευσης στρατιωτικού υλικού. Εντυπωσιακά είναι τα κονιάματα στην εσωτερική επιφάνεια που εξασφάλιζαν τη στεγανοποίησή της.
Στο ανατολικό τμήμα της Κάτω Πόλης διατηρούνται τα θεμέλια οικίας της Μεσοελλαδικής περιόδου, με ακανόνιστο, μάλλον τραπεζιόσχημο σχήμα, και 13 μακρόστενα δωμάτια που καλύπτονταν με επίπεδη στέγη. Τα θεμέλιά της ήταν λίθινα και οι τοίχοι από ωμή πλίνθο, ενώ θεωρείται πιθανό να είχε και δεύτερο όροφο. Οι πολλές είσοδοι και η ύπαρξη αρκετών σημείων για προετοιμασία φαγητού και αποθήκευση προϊόντων οδηγούν στο συμπέρασμα πως το κτήριο κατοικούνταν από περισσότερες της μίας οικογένειες.
Βόρεια της μεσοελλαδικής «Οικίας Β» βρίσκεται λουτρό που κτίστηκε στο τέλος του 4ου-αρχές 5ου αι. μ.Χ. και αποτελείται από τέσσερις αίθουσες, παρατεταγμένες στον άξονα Β-Ν.
«Ανασκάπτοντας την αρχαία Ασίνη» είναι ο τίτλος της έκθεσης που στεγάζεται σε μικρό ιταλικό κτίσμα στα βόρεια της ακρόπολης, το οποίο έχει τη βάση του επάνω σε ενετικό τείχος. Στην έκθεση περιγράφεται η ανασκαφική διαδικασία, μέσα από το παράδειγμα των σουηδικών ανασκαφών της δεκαετίας του 1920, ενώ εργαλεία, εξοπλισμός και αντικείμενα από την περίοδο των πρώτων ανασκαφών συμπληρώνουν το πλούσιο εποπτικό υλικό.
Στα βόρεια και στα νότια της ακρόπολης, δύο τετράπλευροι πύργοι προστάτευαν την πρόσβαση προς αυτήν. Ο νότιος πύργος, που σώζεται σε ύψος 9,5 μ., είναι το πιο εμβληματικό μνημείο της Ασίνης. Με δάπεδο από πλάκες ασβεστόλιθου, στεφόταν με χαμηλό παραπέτο, ελάχιστα μέλη του οποίου βρίσκονται πια στη θέση τους. Επάνω από τους δύο κατώτερους δόμους του, που έχουν βαθμιδωτή διάταξη, οι γωνίες έχουν κοπεί διαγώνια και στις ακμές τους έχει χαραχτεί κατακόρυφη ταινία. Ίσως η διαγώνια διαμόρφωση των σημείων ένωσης των πλευρών του πύργου βοηθούσε στην αντιμετώπιση των πολιορκητικών κριών και στη σταθερότητα των γωνιαίων λίθων.
Στη νότια πλευρά του «Πλατώματος του πολυγωνικού τείχους», προκειμένου να κατοπτεύει τον Αργολικό κόλπο, το πολυβολείο διατηρεί ακόμα ιταλικές εγχάρακτες επιγραφές και το βοτσαλωτό του δάπεδο, μάρτυρα της ιστορίας του 20ού αιώνα.