Παρουσίαση του βιβλίου Οι γερμανικές ανασκαφές του 1941 στη Μαγούλα Βισβίκη στο Βελεστίνο (Die deutschen Ausgrabungen 1941 auf der Visviki-Magula/Velestino. Die neolithischen Befunde und Funde), που υπογράφουν οι Eva Alram-Stern και Αγγέλικα Ντούζουγλη, διοργανώνουν το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών, η Κοσμητεία Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 16 Μαΐου 2016 και ώρα 20.30, στον Πολιτιστικό Πολυχώρο «Δημήτρης Χατζής».
Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Δρ Κωνσταντίνος Σουέρεφ (Προϊστάμενος Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων), Δρ Κατερίνη Λιάμπη (Κοσμήτωρ Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας), Δρ Ελένη Κοτζαμποπούλου (Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Κιλκίς), Δρ Γιόζεφ Μαράν (Καθηγητής Προϊστορίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης) και Δρ Κωνσταντίνος Ζάχος (Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων).
Η Μαγούλα Βισβίκη αποτελεί προϊστορικό οικισμό στη Θεσσαλία, τον οποίο εντόπισε στις αρχές του 20ού αιώνα ο πρωτοπόρος αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας. Στη θέση αυτή πραγματοποίησε ανασκαφική έρευνα ο Γερμανός αρχαιολόγος Χανς Ράινερτ (Hans Reinerth) με εντολή του γερμανικού φασιστικού κράτους το 1941 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος) και με συνεργάτες τον Rudolf Stampfuss και τον Wilhelm Stossel. H ανασκαφή αποκάλυψε πλήθος κινητών ευρημάτων (όστρακα αγγείων, λίθινα και οστέινα εργαλεία, πήλινα ειδώλια και άλλα) και αποσπασματικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, τα οποία καλύπτουν ολόκληρη τη Νεολιθική περίοδο έως τις αρχές της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (6500-3200 π.Χ.). Τα κινητά ευρήματα, εκτός ολίγων κιβωτίων, φυγαδεύτηκαν στη Γερμανία.
Μεταγενέστερα, η συγκεκριμένη μαγούλα τέθηκε κατ’ επανάληψη στο επίκεντρο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και μάλιστα ο αείμνηστος Έφορος Αρχαιοτήτων Δημήτρης Θεοχάρης πραγματοποίησε ανασκαφές μικρής κλίμακας αναζητώντας τα κτίρια που είχαν εντοπίσει οι Γερμανοί ανασκαφείς κατά την Κατοχή, χωρίς, ωστόσο, να επιτευχθεί ο στόχος του.
Μετά το τέλος του πολέμου πολλά από τα κινητά ευρήματα επεστράφησαν στην Ελλάδα, όπου έως σήμερα φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων Αγγέλικα Ντούζουγλη, φοιτήτρια τότε στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, καθ’ υπόδειξη του καθηγητή της Vladimir Milojčić, ανέλαβε τη μελέτη του αρχαιολογικού υλικού που βρισκόταν στην Αθήνα. Το μοναδικό δημοσιευμένο στοιχείο της ανασκαφής ήταν ένα σκίτσο του ίδιου του Ράινερτ στην εφημερίδα «Λαϊκός Παρατηρητής» (Völkischer Beobachter), η οποία ήταν το επίσημο όργανο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος από την ίδρυσή του μέχρι την κατάρρευση της ναζιστικής Γερμανίας το 1945. Η Αγγέλικα Ντούζουγλη επί δυόμισι χρόνια «εγκαταστάθηκε» στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μελετώντας τα ευρήματα. Δεν κατάφερε όμως ποτέ να ολοκληρώσει τη διατριβή της, διότι έλειπαν τα δεδομένα των ανασκαφών που θα τεκμηρίωναν τα συμπεράσματά της. Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Καθημερινή» (6 Ιουλίου 2014) αναφέρει:
«Ένιωθα έκτοτε πως είχα αφήσει μια εκκρεμότητα, κρατούσα πάντα κοντά μου το αρχείο και στον ελεύθερο χρόνο μου αναζητούσα κάποιον επιζώντα από την γερμανική αποστολή ή οποιαδήποτε άλλη νέα πληροφορία». Έτσι εντόπισε στην Στουτγάρδη τον Χάινς Ντυρ, τον φωτογράφο της γερμανικής αρχαιολογικής ομάδας, ο οποίος, μετανιωμένος για το ναζιστικό του παρελθόν, της μίλησε για την αποστολή τους στην Κατοχή: τη δημιουργία μιας νέας θεωρίας για την καταγωγή των αρχαίων Ελλήνων, σύμφωνα με την οποία οι Άριοι ήταν πρόγονοί τους και είχαν αποικίσει προϊστορικά τον ελληνικό χώρο πριν από αυτούς. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ίσχυε και δεν αποδείχθηκε ποτέ».
Η πραγματική αποκάλυψη ήταν άλλη: όπως εξομολογήθηκε, ακολουθώντας τις εντολές του Ράινερτ, αυτός ήταν ένας από τους ανθρώπους που φυγάδευσαν τα αρχαία αντικείμενα στη Γερμανία. Αρχαία που ούτε ο ίδιος δεν γνώριζε πού είχαν καταλήξει.
Με την πτώση του τείχους του Βερολίνου ήρθαν στο φως τα καλά κρυμμένα αρχεία των ανασκαφών της κατοχής. Η Αγγέλικα Ντούζουγλη, γνωρίζοντας πως ίσως εκεί θα έβρισκε τις απαντήσεις που τόσα χρόνια έψαχνε, ζήτησε τη βοήθεια μιας Αυστριακής συναδέλφου, της κυρίας Εύας Άλραμ-Στερν (Eva Alram-Stern) του «Ινστιτούτου Αρχαιολογίας Ανατολικών Χωρών και Ευρώπης» της Ακαδημίας Επιστημών της Αυστρίας, και από το 2009 με τη χρηματοδότηση του αμερικανικού «Ινστιτούτου για την Αιγαιακή Προϊστορία» (Institute for Aegean Prehistory) ξεκίνησαν να δουλεύουν από κοινού με μια ομάδα επιστημόνων για την ολοκλήρωση της έρευνας των ανασκαφών στη «Μαγούλα Βισβίκη».
Μέχρι που το 2010 μια νέα ανακάλυψη ήρθε να αλλάξει εκ νέου τα δεδομένα. Η Αυστριακή αρχαιολόγος είχε μόλις εντοπίσει τις κούτες με τα αρχαία αντικείμενα που είχαν φυγαδευτεί από τον νεαρό Γερμανό φωτογράφο και είχαν καταλήξει στο μικρό υπαίθριο μουσείο «Πφάλμπαου» (Pfahlbaumuseum), που είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Ράινερτ στην πόλη Ουντερούλντινγκεν (Unteruhldingen) στις όχθες της λίμνης Κωνσταντίας (Bodensee).
Ο διευθυντής του γερμανικού μουσείου, Γκούντερ Σέμπελ (Gunter Schöbel), ήταν από την πρώτη στιγμή θετικός να επιστραφούν τα αρχαία. Με δική του πρωτοβουλία επικοινώνησε με τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του υπουργείου Πολιτισμού. Το 2014 τα αντικείμενα επέστρεψαν στην Ελλάδα.
Την επιστημονική επιμέλεια του βιβλίου έχει ο Harald Hauptmann, ομότιμος καθηγητής προϊστορίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Για τη συγγραφή του συνεργάστηκαν οι: Maximilian Bergner, Franz Bertsch, Caroline Dürauer, Alfred Galik, Helmut Kroll, Αρετή Πεντεδέκα, Ernst Pernicka, Gunter Schöbel, Κώστας Ζάχος.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις DR. RUDOLF HABELT GMBH (Βόννη 2015).