Το ιερό της Ογχηστού είναι ένα από τα αρχαιότερα ελληνικά ιερά που αναφέρεται με το όνομά του στη ραψωδία Β της Ιλιάδας και συγκεκριμένα στον «Νηών Κατάλογο». Αρκετοί αρχαιολόγοι έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος που εμφανίζεται στον κατάλογο αυτό εκφράζει συνθήκες Υστεροελλαδικής εποχής (σημ. 1). Σύμφωνα με τους Απολλόδωρο (σημ. 2) και Παυσανία (σημ. 3), στην Ογχηστό, ήδη κατά την περίοδο πριν από τον Τρωικό πόλεμο, τελούνταν αγώνες άρματος προς τιμήν του Ποσειδώνα με τη συμμετοχή των Μινύων του Ορχομενού και των Θηβαίων.
Η Ογχηστός, με τον λατρευτικό της χώρο αφιερωμένο στον Ποσειδώνα, αποτελούσε έδρα μιας από τις αρχαιότερες αμφικτιονίες (σημ. 4). Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι στα μυκηναϊκά χρόνια θα πρέπει να υπήρχε στη θέση αυτή ένα υπαίθριο ιερό (open-air sanctuary) (σημ. 5) το οποίο, εκτός από τις θρησκευτικές τελετουργίες που φιλοξενούσε, συνδεόταν και με ζωτικά συμφέροντα των δυνάμεων της περιοχής, εξαιτίας της ξεχωριστής θέσης του στο στενό πέρασμα που ελέγχει την κύρια οδό προς τους Δελφούς (σημ. 6).
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αναφορά του ιερού στον «Ομηρικό Ύμνο εις Απόλλωνα», όπου περιγράφεται ένα περίεργο τελετουργικό με αρματηλάτες προς τιμήν του Ποσειδώνα. Αν και ο Ύμνος αυτός είναι αμφίβολης πατρότητας, ωστόσο ερευνητές εκτιμούν (σημ. 7) ότι ο ποιητής του θα πρέπει να ήταν Βοιωτός, εφόσον αποδίδει ονομαστικά τις βοιωτικές πόλεις και το τοπογραφικό ανάγλυφο από τα ανατολικά προς τα δυτικά, κατά την κίνηση του Απόλλωνα προς τους Δελφούς, με απόλυτη ακρίβεια.
Με βάση τις αναφορές αυτές, καθώς και τα ερεθίσματα από τις νέες ανασκαφικές έρευνες στον αρχαιολογικό χώρο της Ογχηστού, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε το είδος αυτό της λατρείας, τα λεγόμενα «Ογχήστια» (σημ. 8), δίνοντας έτσι μια συνέχεια στην προηγούμενη μελέτη μας (σημ. 9).
Ο χώρος της Ογχηστού φαίνεται να κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους (σημ. 10), ενώ οι πρώτες σωστικές ανασκαφές που διενεργήθηκαν από τους αρχαιολόγους Εύη Τουλούπα (σημ. 11) και Θεόδωρο Σπυρόπουλο (σημ. 12) αποκάλυψαν τμήμα του ιερού του Ποσειδώνος στη λεγόμενη θέση Α, που βρίσκεται στο 91ο χλμ. της εθνικής οδού Θήβας-Λιβαδειάς. Επίσης, αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη ενός μεγάλου ορθογώνιου κτίσματος με τρεις λίθινες βάσεις κιόνων στο εσωτερικό του ‒πιθανότατα το Βουλευτήριο του Κοινού των Βοιωτών‒, και υπόστυλη αίθουσα ‒ίσως χώρος συναθροίσεων‒, που χρονολογήθηκαν στο β’ μισό του 6ου αι. π.Χ.
Οι ανασκαφές που διενεργήθηκαν ένα χιλιόμετρο δυτικότερα, στη θέση Β, από τις αρχαιολόγους Αλεξάνδρα Χριστοπούλου (σημ. 13) και Φανουρία Δακορώνια (σημ. 14), έφεραν στο φως τμήμα μεγάλου στωικού συγκροτήματος που χρονολογήθηκε στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και ερμηνεύτηκε ως αγορά, η οποία περιβαλλόταν από στοές σε σχήμα Π, με εμβαδόν 8-10 στρέμματα, και συνδεόταν με το ιερό. Η ύπαρξή της αιτιολογείται, κατά τους ανασκαφείς, από την ενδεχόμενη λειτουργία του ιερού ως πολιτικού και θρησκευτικού κέντρου του Κοινού των Βοιωτών, κάλυπτε δηλαδή τις πολύπλευρες ανάγκες της Βοιωτικής Ομοσπονδίας (διοικητικές, πολιτικές, θρησκευτικές). Διαφορετική άποψη εκφράζουν οι Bintliff και Snodgrass, οι οποίοι υποστήριξαν (σημ. 15) ότι ο μεγάλος αυτός χώρος αποτελούσε τον οχυρωμένο οικισμό της Ογχηστού που δημιουργήθηκε στην Ελληνιστική εποχή. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν επιβεβαιώνεται.
Τον Ιούνιο του 2014 ξεκίνησε νέο πενταετές ανασκαφικό-ερευνητικό πρόγραμμα στην Ογχηστό υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, το οποίο διενεργείται υπό τη διεύθυνση της Αλεξάνδρας Χαραμή, προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας, και με επικεφαλής από πλευράς της Αρχαιολογικής Εταιρείας τον Ιωάννη Μυλωνόπουλο, καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia (σημ. 16). Τα πρώτα προκαταρκτικά αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν από τον Γενικό Γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Βασίλειο Πετράκο (σημ. 17) και προβλήθηκαν σε σύντομη παρουσίαση από τον ανασκαφέα Μυλωνόπουλο (σημ. 18).
Στη θέση Α η επέκταση της ανασκαφής (εικ. 1) αποκάλυψε νέα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου, καθώς και πολλά κινητά ευρήματα (σημ. 19), από τα οποία ξεχωρίζουν τα μεταλλικά εξαρτήματα ιπποσκευών και ο μεγάλος αριθμός νομισμάτων (Λοκρίδας, Σικυώνας, Μακεδονικού Βασιλείου κ.ά.) που υποδηλώνουν τόσο τη δυναμική όσο και το εύρος που κατείχε το ιερό της Ογχηστού σε πανελλήνια βάση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει για την περίπτωσή μας η αποκάλυψη χάλκινου μακεδονικού νομίσματος (σημ. 20), στην εμπρόσθια όψη του οποίου εικονίζεται κεφαλή Απόλλωνα, ενώ στον οπισθότυπο ιππέας που καλπάζει κρατώντας τα ηνία, με επιγραφή ΦΙΛΙΠΠΟΥ (εικ. 2).
Οι νέες έρευνες επεκτάθηκαν και στο χώρο της αγοράς (θέση Β), όπου η μαγνητική διασκόπηση σε συνδυασμό με τις ανασκαφικές τομές βεβαίωσαν την ύπαρξη και άλλων κτισμάτων και ιδιαίτερα ένα «τεράστιο κυκλικό οικοδόμημα με διάμετρο τουλάχιστο 40 μέτρων, η χρήση του οποίου παραμένει ανεξήγητη» (σημ. 21). Η τεράστια αυτή κυκλική κατασκευή, η οποία φαίνεται να μην έχει ανάλογή της στην αρχαιότητα, όπως τονίστηκε από τον ανασκαφέα, καλύπτει μέρος του σημερινού δρόμου που οδηγεί στην Ογχηστό και συνδέεται με τη λατρευτική χρήση του χώρου. Βεβαιώθηκε, δηλαδή, η άποψη των προηγούμενων ανασκαφέων ότι η αγορά βρισκόταν σε άμεση σύνδεση με το ιερό του Ποσειδώνα, ότι «οι θέσεις Α και Β συνανήκουν» (εικ. 3). Η Χριστοπούλου υπογραμμίζει, μάλιστα, ότι η αγορά εξυπηρετούσε και «την τέλεση των αγώνων του άρματος» (σημ. 22).
Αυτά τα αρχαιολογικά στοιχεία σε συνδυασμό με τις γραπτές πηγές θα αξιοποιήσουμε στην προσπάθειά μας να παρουσιάσουμε το χώρο, στον οποίο τελούνταν τα λατρευτικά δρώμενα προς τιμήν του Ποσειδώνα, καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
Ο ποιητής του Ομηρικού Ύμνου στον Απόλλωνα παρουσιάζει ένα ασύνηθες τελετουργικό που τελούνταν με αρματηλάτες στο «ἐν ᾿Ογχηστῷ Ποσειδῶνος τεμένει» (σημ. 23). Συγκεκριμένα στους στίχους 225-238 περιγράφεται το γεγονός αυτό ως εξής:
ἔνθεν δὲ προτέρω ἔκιες, ἑκατηβόλ’ Ἄπολλον,
Ὀγχηστὸν δ’ ἷξες, Ποσιδήιον ἀγλαὸν ἄλσος: (230)
ἔνθα νεοδμὴς πῶλος ἀναπνέει ἀχθόμενός περ
ἕλκων ἅρματα καλά: χαμαὶ δ’ ἐλατὴρ ἀγαθός περ
ἐκ δίφροιο θορὼν ὁδὸν ἔρχεται*: οἳ δὲ τέως μὲν
κείν’* ὄχεα* κροτέουσι ἀνακτορίην ἀφιέντες.
εἰ δέ κεν ἅρματ’ ἀγῇσιν ἐν ἄλσεϊ δενδρήεντι, (235)
ἵππους μὲν κομέουσι*, τὰ δὲ κλίναντες* ἐῶσιν:
ὣς γὰρ τὰ πρώτισθ’ ὁσίη γένεθ’: οἳ δὲ ἄνακτι
εὔχονται*, δίφρον δὲ θεοῦ τότε μοῖρα φυλάσσει.
(Μετάφραση: «Κι έφυγες από κει [ενν. τη Θήβα] κατόπι, ω μακροβόλε Απόλλων, κι ήρθες στην Ογχηστό στο Ποσειδώνιο άλσος το λαμπρό. Εκεί που το νιοδάμαστο πουλάρι ξανασαίνει αν κι είναι φορτωμένο τραβώντας όμορφα άρματα, κι ο ανδρείος ηνίοχος χάμω πηδώντας απ’ τον δίφρο πάει πεζός. Και τότε τα πουλάρια κείνα τα οχήματα με θόρυβο τα σέρνουν απ’ την ηνιόχηση αφημένα. Κι αν συντριφτούνε τ’ άρματα στο άλσος το πυκνόδεντρο περιποιούνται τ’ άλογα και τ’ άρματα ακουμπώντας τα τ’ αφήνουν. Γιατί απ’ τα πρώτα χρόνια έτσι ήταν το όσιο έθιμο. Αυτού στον άνακτα [ενν. Ποσειδώνα] προσεύχονται και του θεού μερίδιο μένει η δίφρος».)
Το απόσπασμα αυτό αναλύθηκε ήδη από τον 17ο αιώνα από πολλούς μελετητές, που έδωσαν ποικίλες ερμηνείες. Οι πρώτοι ερμηνευτές (σημ. 24) υπερασπίστηκαν τον θρησκευτικό του χαρακτήρα με διάφορες, όμως, παραλλαγές, αν και οι περισσότεροι κατανόησαν το περίεργο αυτό έθιμο ως μια λειτουργία της μαντικής: «Το έθιμο με αρματηλάτες αποσκοπούσε στο να φέρει καλούς οιωνούς». Οι νεότεροι μελετητές (σημ. 25) προσπάθησαν να απομυθοποιήσουν τους στίχους, κατανοώντας το περιεχόμενό τους ως ένα τελετουργικό ή ως μια λατρευτική πράξη προς τη θεότητα. Ωστόσο, παρά την πληθώρα των αναλύσεων του επίμαχου αυτού αποσπάσματος, δεν έχει δοθεί μέχρι σήμερα μια πειστική απάντηση για την κατανόηση των προθέσεων του ποιητή.
Ο Γερμανός αρχαιολόγος και κλασικιστής Karl August Böttiger, τις εκτιμήσεις του οποίου έχουν ακολουθήσει αρκετοί μεταγενέστεροι, υπογραμμίζει στις σημειώσεις του, που δημοσιεύθηκαν το 1801 σε τόμο, ότι το ασύνηθες αυτό έθιμο με το αγώνισμα του άρματος εισήχθη πιθανότατα από την Αίγυπτο. Η συγκεκριμένη αναφορά του έχει ως εξής:
«Οι Έλληνες έλαβαν το άλογο πρώτα από την Αφρική με τη λατρεία του Λίβυου Ποσειδώνα, και δαμάζοντάς το το έζεψαν σε άρμα. Σε ανάμνηση αυτού του αγαθοεργούς εθίμου που ήλθε μέσω θαλάσσης, καθιερώθηκε στην Ογχηστό της Βοιωτίας το αγώνισμα του άρματος προς τιμήν του θεού, για να τους φέρει καλούς οιωνούς. Για τον λόγο αυτό, πραγματοποιούνταν ετήσιοι εορτασμοί με νεαρά άλογα που για πρώτη φορά δένονταν σε άρμα και τα ωθούσαν σε καλπασμό. Μόλις αυτά βρίσκονταν σε πλήρη κίνηση, ο ηνίοχος πήδαγε κάτω και άφηνε το ζώο να τρέξει μόνο του, ενώ ο ίδιος ακολουθούσε από πίσω. Η πορεία του αλόγου αποτελούσε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, γιατί σε περίπτωση που το πουλάρι έμπαινε στο ιερό άλσος, αυτό θεωρούνταν καλός οιωνός και δεχόταν την ευλογία του Ποσειδώνα, ενώ το άρμα τοποθετούνταν δίπλα στο ιερό και παρέμενε εκεί μέχρι την επόμενη γιορτή» (σημ. 26).
Ο C.D. Ilgen, από τους πρώτους σχολιαστές του Ομηρικού Ύμνου (1796), σημειώνει (σημ. 27) ότι το έθιμο της Ογχηστού αφορούσε σε αγώνες με αρματηλάτες και ότι η είσοδος των ζώων στο ιερό άλσος μπορεί να ερμηνευτεί (σημ. 28) με το φαινόμενο του «Ταράξιππου» που αναφέρεται στον Παυσανία (σημ. 29), όπου νεαρά άλογα δεμένα για πρώτη φορά σε άρματα, περνώντας από το βαθύ ανάγλυφο του λόφου της Ογχηστού, όταν τρόμαζαν και εισέρχονταν στο ιερό αλσύλλιο, ο ηνίοχος πηδούσε κάτω για να αποφύγει τον τραυματισμό και στη συνέχεια πήγαινε στο ναό για προσκύνημα.
Επίσης, στο Conversations-Lexicon (1825) διαβάζουμε (σημ. 30) για την «τέχνη της ιππασίας» (Reitkunst) που αναπτύχθηκε στις εορταστικές εκδηλώσεις της Ογχηστού προς τιμήν του προστάτη των ίππων Ποσειδώνα. Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι το πρώτο πουλάρι που ζεύτηκε σε άρμα το έφεραν οι Φοίνικες, οι εξαίρετοι αυτοί έμποροι και θαλασσοπόροι της Μυκηναϊκής εποχής, από τη Λιβύη (=Αφρική), πατρίδα της καλύτερης τροφής, των δημητριακών.
Νεότεροι ερευνητές αναλύουν τους παραπάνω δέκα στίχους του Ύμνου δίνοντας τις δικές τους ερμηνείες. Η Teffeteller συνδέει (σημ. 31) τις αρματοδρομίες στην Ογχηστό με την ιππική δεξιοτεχνία και τη χρήση του πολεμικού άρματος, μια πρακτική που απορρέει από τα μυκηναϊκά χρόνια. Ο κατεξοχήν μυκηναϊκός θεός Ποσειδώνας, σημειώνει, αποτελεί την πηγή έμπνευσης για τον ποιητή του Ύμνου, ενώ το συγκεκριμένο τελετουργικό αποτελεί εξέλιξη της μυκηναϊκής λατρείας.
Κατά τον αρχαιολόγο Albert Schachter, γνωστό για τις μελέτες του σχετικά με τη Βοιωτία, ο ρηματικός τύπος των στ. 235 και 236 και ο πληθυντικός των 233-236 δείχνουν με σαφήνεια ότι πρόκειται εδώ όχι για ένα άλογο, αλλά για δύο άλογα σε άρμα, πρακτική που χρονολογείται από τη Μυκηναϊκή περίοδο (σημ. 32).
Επίσης, ο Georges Roux (σημ. 33) υπογραμμίζει ότι στην Ογχηστό πραγματοποιούνταν ένα έθιμο προς τιμή του θεού των αλόγων, σύμφωνα με το οποίο τα νεαρά άλογα περνούν την πρώτη δοκιμασία τους στον ιερό χώρο πριν λάβουν μέρος σε ιπποδρομίες. Η δοκιμασία που πραγματοποιούνταν στο ιερό του θεού που προστατεύει τα άλογα, του Ποσειδώνα Ιππίου, και του Ταραξίππου που μπορεί να εμβάλλει πανικό ήταν η πιο κατάλληλη.
Τέλος, ο Franciszek Sokolowski (σημ. 34) ισχυρίζεται ότι εδώ πρόκειται στην πραγματικότητα για την περιγραφή ενός τελετουργικού που στηριζόταν σε έναν ιερό κανόνα σχετικά με το πώς θα μπορούσε κανείς να περάσει από τον ιερό περίβολο. Αυτός ο κανόνας απαιτούσε χαμηλότερα άρματα για εκείνους τους ταξιδιώτες που ήθελαν να επισκεφθούν το Ποσειδώνιο της Ογχηστού. Οι ηνίοχοι, κατά την άποψή του, μόλις πλησίαζαν στην είσοδο του ιερού χώρου, πηδούσαν κάτω από το άρμα και προχωρούσαν πεζή. Επίσης, κατά τον Sokolowski, δεν είναι δυνατόν τα άλογα να αφήνονταν ελεύθερα να καλπάζουν όπου ήθελαν.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να υπογραμμιστεί ότι, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις των αναλυτών, ο ποιητής επιχειρεί μέσα από τον Ύμνο, αφενός να μεταφέρει εικόνες λατρείας που προέρχονται από παλαιότερες εποχές, και αφετέρου να συνδεθεί κατά κάποιον τρόπο με το θεό και να εναρμονίσει το θρησκευτικό αίσθημα με την ανθρώπινη εμπειρία.
Η αναφορά του Πινδάρου σχετικά με τους ιππικούς αγώνες που λάμβαναν χώρα στις «Ογχήστιες ακρολιμνιές» (σημ. 35) προς τιμήν «του Κοσμοσείστη Ποσειδώνα που κατοικεί στην Ογχηστό…» (σημ. 36), μας προϊδεάζει για το χώρο, όπου τελούνταν οι αγώνες αυτοί, στο βαθμό που το στενό μεταξύ της Κωπαΐδας και του Ελικώνα, όπου ήταν κτισμένες οι πόλεις Ογχηστός και Αλίαρτος, αποτελούσε και το μοναδικό πέρασμα προς το ιερό.
Επίσης, στην ωδή 94b του Πινδάρου, βρίσκεται ένα εξαιρετικό ιστορικό, όπου Θηβαίοι υμνούν τις ηρωικές πράξεις των προγόνων τους με τις νίκες των γοργοπόδαρων αλόγων στα δύο φημισμένα ιερά της Βοιωτίας, στο ιερό της αμφικτιονίας της Ογχηστού και της Αθηνάς Ιτωνίας: «τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ´ ἀμφικτιόνεσσιν ἵππων τ’ ὠκυπόδων πο [λυ-νώτοις ἐπὶ νίκαις, αἷς ἐν ἀϊόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τ ᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας…».
Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι η Αθηνά Ιτωνία στην Κορώνεια ήταν προστάτιδα θεά των Βοιωτών, όπου τελούνταν τα Παμβοιώτια που διοργάνωνε το Κοινό των Βοιωτών. Ιερό, όμως, της Ιτωνίας Αθηνάς υπήρχε και στην ακρόπολη της αρχαίας Αλιάρτου, το οποίο έφερε στο φως ο Άγγλος αρχαιολόγος R.P. Austin (σημ. 37). Το ιερό αυτό χρονολογήθηκε στον 6ο αι. π.Χ. και ήταν κτισμένο σε θεμέλια παλαιότερου ναού. Η αναφορά του Πινδάρου ότι οι αγώνες αυτοί γίνονταν στις «ογχήστιες ακρολιμνιές», στις νοτιοανατολικές δηλαδή όχθες της Κωπαΐδας, που αποτελούσαν τμήμα της Αλιαρτίας χώρας, συνηγορεί υπέρ του αρχαίου δρόμου που συμπίπτει περίπου με τη σημερινή οδό Θήβας-Λιβαδειάς.
Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα με τη μεγάλη κυκλική κατασκευή που αποκαλύφθηκαν στο χώρο αυτό της αγοράς, όπως τονίστηκε πιο πάνω, ενισχύουν ακόμα περισσότερο τη θέση, στην οποία προετοιμάζονταν οι αγώνες του άρματος με κατάληξη στο ιερό άλσος.
Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και την επικράτηση των Μακεδόνων στην περιοχή, ο Φίλιππος μετέφερε το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο των Βοιωτών στην Ογχηστό, όπως πιστοποιείται από καταλόγους εφήβων, όπου αναφέρεται το αξίωμα «ἄρχων Ὀγχηστοῦ» (σημ. 38), και στους καταλόγους στρατευσίμων το αξίωμα «ἄρχων Βοιωτός», απ’ όπου συνάγεται ότι πρόκειται για κάποιο ομοσπονδιακό αξίωμα, όχι της Αμφικτιονίας, αλλά του Κοινού των Βοιωτών (σημ. 39). Το 335 π.Χ. με την καταστροφή της Θήβας φαίνεται να αναβαθμίζεται και ο ρόλος του ιερού της Ογχηστού.
Στην ακρόπολη της αρχαίας Αλιάρτου βρέθηκε το 1966 προξενικό ψήφισμα Ελληνιστικής περιόδου για πρόσκληση σε ιππικούς αγώνες προς τιμή είτε της Ιτωνίας Αθηνάς της Αλιάρτου (SEG XXV 556) (σημ. 40), είτε του Απόλλωνα Πτώου της Ακραιφίας (SEG XXXII 456 – IG VI 380) (σημ. 41), το οποίο εντάσσεται στο πλαίσιο των κοινών θρησκευτικών εορτών που θέσπισαν οι Βοιωτοί, για να υπογραμμίσουν την ενότητά τους. Ανεξάρτητα από τις διαφορετικές ερμηνείες που δόθηκαν στην παραπάνω επιγραφή, το ψήφισμα φανερώνει όχι μόνο το μέγεθος της επιρροής που είχαν θέματα κοινής λατρείας στις διαπολιτειακές σχέσεις, αλλά και το επίπεδο των διπλωματικών σχέσεων που είχαν αναπτύξει οι όμορες πόλεις της Κωπαΐδας σε θέματα λατρείας και τελετουργιών. Σε αγρούς, στο χώρο μεταξύ Αλιάρτου και Ογχηστού, έχουν βρεθεί αρκετές μαρμάρινες στήλες της Ελληνιστικής περιόδου με ανάγλυφες παραστάσεις ηνιόχων (σημ. 42), η μια από τις οποίες αφορά ενδεχομένως σε διαδικασία βράβευσης, εφόσον απεικονίζει νεαρό άλογο σε ανήσυχη στάση να οδηγείται από στολισμένη γυναίκα (εικ. 4).
Το αξιοθαύμαστο μπρούντζινο σύμπλεγμα ενός αλόγου και του νεαρού αναβάτη με τα αφρικανικά χαρακτηριστικά, που ανασύρθηκε από τη θάλασσα του Αρτεμισίου και εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, εκτιμάται ότι είναι Ελληνιστικής περιόδου. Το ερώτημα, ωστόσο, σχετικά με την προέλευσή του δεν έχει ακόμα απαντηθεί. Ο Sean Hemingway υποστηρίζει (σημ. 43) ότι ο «Jockey of Artemision», όπως τον αποκαλεί, προέρχεται από το ίδιο ιερό, όπου υπήρχε και το μπρούντζινο άγαλμα του Ποσειδώνα, το οποίο αποτελούσε κατά πάσα πιθανότητα αφιέρωμα στον Ογχήστιο Ποσειδώνα, όπως υποστηρίχτηκε από πλειάδα επιστημόνων (σημ. 44). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μπρούντζινο σύμπλεγμα του Αρτεμισίου βρισκόταν στο ίδιο πλοίο με το άγαλμα του Ποσειδώνα. Και τα δύο ανασύρθηκαν από το βυθό την ίδια περίπου περίοδο. Ιστορικά, φιλολογικά και ορισμένα αρχαιολογικά δεδομένα ενισχύουν την άποψη αυτή.
Συγκεκριμένα, οι Μακεδόνες, εκτός από τη μεταφορά του Κέντρου της Βοιωτικής Ομοσπονδίας στην Ογχηστό, φαίνεται να επένδυαν δυναμικά στις βοιωτικές πόλεις, όπως πιστοποιείται από την ανέγερση τειχών για την καλύτερη οχύρωσή τους (Πλαταιές, Αλίαρτος, Ορχομενός), τις προσπάθειες αποξήρανσης της Κωπαΐδας (σημ. 45) και την αποστολή δασκάλων για διδασκαλία στο γυμνάσιο της αρχαίας Αλιάρτου (IG VII 2849 και IG VII 2848). Το προσκύνημα Μακεδόνων στο ιερό της Ογχηστού γίνεται ιδιαίτερα αποκαλυπτικό με το χάλκινο νόμισμα που ήλθε στο φως κατά την πρόσφατη ανασκαφή στη θέση Α, που προαναφέραμε. Επίσης, η Αλίαρτος, στην επικράτεια της οποίας ανήκε η Ογχηστός (σημ. 46), είχε ακολουθήσει μια πιστή φιλομακεδονική πολιτική και αντιστάθηκε σθεναρά στους Ρωμαίους κατακτητές κατά την έναρξη του Τρίτου Μακεδονικού Πολέμου, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ολοσχερώς (171 π.Χ.), όπως και η Ογχηστός, ενώ «έργα τέχνης, αγάλματα, πίνακες ζωγραφικής και ό,τι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη» μεταφέρθηκαν με πλοία στην Ιταλία για να «πλουτίσουν οι αρχηγοί και οι επιτελείς των Ρωμαίων» (σημ. 47). Είναι πολύ πιθανό, επομένως, τα εν λόγω έργα που βρίσκονταν στο πλοίο των Ρωμαίων (σημ. 48) που βυθίστηκε από θαλασσοταραχή στον κόλπο της Εύβοιας να προέρχονται από το ιερό στο οποίο τελούνταν οι αγώνες «ἐν τῇ ἑορτῇ τοῦ Ὀγχηστίου Ποσειδῶνος» (σημ. 49).
Σημαντική είναι, επίσης, και η μυθολογούμενη προέλευση του νεαρού αλόγου από την Αφρική με τη σχετική λατρεία του Ποσειδώνα, όπως προαναφέραμε, κάτι που θα μπορούσε να ερμηνεύσει τον νεαρό Αφρικανό ιππέα στο σύμπλεγμα του Αρτεμισίου (εικ. 5), στοιχείο που υπαινίσσεται, πιθανώς, και ο ποιητής του Ύμνου, όταν αναφέρει ότι το τελετουργικό στην Ογχηστό εξελίσσεται με τον «νεοδμὴ πῶλο» (πουλάρι). Αναμφίβολα, ο μύθος στους αρχαίους εμπεριείχε και στοιχεία πραγματικότητας και οι καλλιτέχνες εμπνέονταν συχνά από τη μυθολογία. Η γνώση που αποτυπώνεται στο Conversations-Lexicon (σημ. 50) ότι η τέχνη της ιππασίας αναπτύχθηκε στην Ογχηστό με νεαρά άλογα που έφεραν οι Φοίνικες στις πλούσιες σε χόρτο πεδιάδες της λίμνης Κωπαΐδας και ότι σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος γιορτάζονταν στο μεγάλο λατρευτικό κέντρο της Ογχηστού οι αγώνες του άρματος, δεν θα άφηνε ανεπηρέαστο το δημιουργό που φιλοτέχνησε τον «ιππέα του Αρτεμισίου», ο οποίος επέλεξε, προφανώς, νεαρό Αφρικανό αναβάτη ως σύμβολο της μυθικής προέλευσης της ιππικής τέχνης, δίνοντας παράλληλα έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα στο έργο αυτό, χαρακτηριστικό που διακρίνει τους καλλιτέχνες της Ελληνιστικής περιόδου.
Τέλος, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι αρχαιολογικά ευρήματα, και συγκεκριμένα τα σπάνια μεταλλικά αναθήματα (εξαρτήματα ιπποσκευών και άρματος) που ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια των ανασκαφών (σημ. 51), βεβαιώνουν τη στενή σχέση της λατρείας του Ποσειδώνα με αρματηλάτες. Ωστόσο, η εξελισσόμενη ανασκαφική έρευνα στην περιοχή είναι αυτή που ελπίζουμε πως θα δώσει πειστικές απαντήσεις για την πατρότητα των δύο μπρούντζινων έργων τέχνης που κοσμούν το Εθνικό μας Μουσείο.
Πάρις Βαρβαρούσης
Πανεπιστήμιο Αθηνών