Ένας από τους μεγαλύτερους διανοητές στην ιστορία της φιλοσοφίας και των επιστημών ήταν ο Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), ο οποίος υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και εν συνεχεία δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το συγγραφικό του έργο καλύπτει ευρύ φάσμα των επιστημών και της φιλοσοφίας, από τη λογική, τη βοτανική-ζωολογία, τη φυσική, ως την ηθική, την πολιτική, τη μεταφυσική κ.ά. Μεγάλο μέρος του έργου του, ωστόσο, είναι αφιερωμένο στη μελέτη του φυσικού κόσμου. Στο άρθρο που ακολουθεί, θα μελετηθούν οι απόψεις που εξέφρασε ο φιλόσοφος αναφορικά με τη φύση του χρόνου, ένα φυσικό μέγεθος το οποίο από αρχαιοτάτων χρόνων προσπαθεί να καθορίσει η ανθρωπότητα. Ειδικότερα, θα διερευνηθεί η σημασία του σημείου αναφοράς –νυν– στον ορισμό του χρόνου. Έπειτα θα εξεταστεί η σχέση του χρόνου με την κίνηση, η οποία θα οδηγήσει στη διατύπωση του ορισμού του χρόνου. Τέλος, θα αναφερθούμε στην αντίληψη του χρόνου από τον άνθρωπο.
Η αντίληψη του χρόνου από τον άνθρωπο προϋποθέτει τον καθορισμό των εννοιών «παρελθόν» και «μέλλον», βάσει των οποίων η συνείδησή μας οργανώνει την πραγματικότητα. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος είναι σε θέση να προσδιορίσει πότε συνέβη ένα γεγονός και κατά συνέπεια να οργανώσει τη ζωή του.
Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, θεώρησε ότι η αντίληψη του παρελθόντος και του μέλλοντος ορίζονται βάσει μίας τρίτης διαστάσεως, η οποία αποτελεί το παρόν και ονομάζεται από τον Αριστοτέλη «νυν».
Ο Αριστοτέλης δεχόταν ότι το νυν αποτελεί μεσότητα (mediocrity) βάσει της οποίας καθορίζεται το τέλος του παρελθόντος χρόνου και η αρχή του μέλλοντος (Αριστοτέλης, Φυσικής Ακροάσεως, 251b, 25-29). Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι οι απόψεις του Αριστοτέλη επηρέαζαν την επιστήμη για πολλούς αιώνες αργότερα. Ακόμη και η δομή του χωροχρόνου που αποδέχονταν ο Νεύτων και ο Γαλιλαίος συνίστατο ακριβώς σε ένα εκτεινόμενο στο χώρο παρόν, το οποίο διαχώριζε το παρελθόν από το μέλλον (Luminet 2006, σ. 49). Επομένως, η συνείδησή μας χρησιμοποιεί σημεία αναφοράς προκειμένου να αντιληφθεί το χρόνο και τα διάφορα γεγονότα τα οποία λαμβάνουν χώρα.
Ένας σπουδαίος Βυζαντινός φυσικός, φιλόσοφος και υπομνηματιστής του αριστοτελικού έργου, ο Ιωάννης Φιλόπονος, θεώρησε ότι το νυν είναι ποιητικόν αίτιον του χρόνου (Φιλόπονος, Κατά Πρόκλου, 727, 21), καθώς αποτελεί τον παράγοντα βάσει του οποίου προσδιορίζεται ο χρόνος. Επίσης το ορίζει και ως ακαριαίον (Φιλόπονος, Εις Κατηγορίας, 46, 19), γεγονός που σημαίνει ότι δεν έχει κάποια διάρκεια, ενώ η συνείδηση μόλις που προλαβαίνει να το αντιληφθεί.
Ο Αριστοτέλης, όμως, προσθέτει ότι τα διαδοχικά νυν δεν έχουν πραγματική ύπαρξη, αλλά αποτελούν ιδεώδεις τομές της χρονικής ροής. Είναι ακαριαία και δεν αποτελούν παρά μία «σύμβαση» για να αντιλαμβανόμαστε τη διάκριση του παρελθόντος από το μέλλον.
Περαιτέρω, ο Αριστοτέλης προκειμένου να καταδείξει ότι τα νυν δεν αποτελούν το χρόνο, τα παρομοίαζε με τα σημεία που αποτελούν μία γραμμή. Όπως λοιπόν η γραμμή (μήκος) δεν αποτελείται από στιγμές (Αριστοτέλης, Φυσικής Ακροάσεως, 241a, 2-4), αλλά από συνεχή ροή, αντίστοιχα και ο χρόνος δεν αποτελείται από τα νυν, αλλά χαρακτηρίζεται από συνεχή ροή, που γίνεται αντιληπτή από την ανθρώπινη φυσιολογία ως ροή προς το μέλλον, εξ ου και χαρακτηρίζεται ως ροώδης (Αριστοτέλης, Φυσικής Ακροάσεως, 241a, 2-4). Η επιστήμη σήμερα κάνει λόγο για τα «Βέλη του Χρόνου», στα οποία εντάσσει και το ψυχολογικό, το οποίο συνίσταται ακριβώς στην αντίληψη της ροής του χρόνου από το παρελθόν στο μέλλον.
Συμπεραίνεται από τα παραπάνω πως κάθε νυν είναι ακαριαίο και μεταπίπτει άμεσα στο παρελθόν, γεγονός που επιτρέπει στη συνείδηση να αντιλαμβάνεται τη χρονική ροή. Επομένως, ορθώς υποστηρίζει ο Κ.Δ. Γεωργούλης ότι τα νυν αποτελούν «συμπαράθεση απειροστικών χρονικών στιγμών που δεν αποτελούν τον χρόνο, ο οποίος έχει μία συνεχή και αδιάσπαστη ροή» (Γεωργούλης 2000, σ. 296).
Οι απόψεις του Αριστοτέλη για τη σχέση μεταξύ χρόνου και κίνησης εκκινούν από την παραδοχή ότι αν και ο χρόνος είναι σύγχρονος με την κίνηση, εντούτοις δεν ταυτίζεται με αυτήν.
Συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης γράφει ότι η κίνηση αποτελεί χαρακτηριστικό που εντοπίζεται μόνο σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, ενώ μπορεί να είναι άλλοτε βραδύτερη και άλλοτε ταχύτερη. Επομένως προσδιορίζεται μόνο βάσει της κίνησης που πραγματοποιεί ένα συγκεκριμένο σώμα. Ο χρόνος αντιθέτως είναι ομοιόμορφος για όλα τα όντα, ανεξαρτήτως της κινήσεώς τους, «ο δε χρόνος πανταχού ο αυτός» (Αριστοτέλης, Φυσικής Ακροάσεως, 223b 12). Σε περίπτωση λοιπόν που ο χρόνος θα ταυτιζόταν με την κίνηση, κάθε ον θα είχε διαφορετική αντίληψη, άρα θα υπήρχαν πολλοί χρόνοι. Η σύγχρονη Φυσική, ωστόσο, μέσω της θεωρίας της Ειδικής Σχετικότητας έχει αποδείξει πως όσο αυξάνεται η ταχύτητα (πλησιάζοντας μάλιστα την ταχύτητα του φωτός), τόσο ο χρόνος μηδενίζεται (Serway et al., σ. 13), φαινόμενο που είναι γνωστό ως διαστολή του χρόνου.
Βάσει λοιπόν της Θεωρίας της Ειδικής Σχετικότητας κάθε παρατηρητής έχει τη δική του αντίληψη για τη ροή του χρόνου, γεγονός που αναιρεί τις αριστοτελικές απόψεις περί της ομοιομορφίας του χρόνου.
Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, υποστηρίζει περαιτέρω ότι η μοναδικότητα του χρόνου είναι απόρροια της ύπαρξης ενός είδους ύλης και ως εκ τούτου ενός κόσμου και ενός χρόνου, μετρουμένου με την κυκλική κίνηση. Ο λόγος που χρησιμοποιεί την κυκλική κίνηση είναι το γεγονός ότι το κυκλικό σχήμα θεωρείται ως τέλειο, καθώς όλα τα σημεία του ισαπέχουν από το κέντρο. Αυτή επομένως η ομοιομορφία του κυκλικού σχήματος ταυτίζεται με την ομοιομορφία του χρόνου. Γράφει επ’ αυτού ο Αριστοτέλης πως «το να πει κανείς ότι τα γινόμενα πράγματα είναι κύκλος, είναι σαν να πει ότι υπάρχει ένας κύκλος του χρόνου» (Αριστοτέλης, Φυσικής Ακροάσεως, 223b, 36-37).
Ακολούθως ο φιλόσοφος βασιζόμενος στη δυνατότητα να τμηθεί ο χρόνος σε ακαριαίες στιγμές εξετάζει τη χρονική ροή. Για το σκοπό αυτό, ορίζει επί της χρονικής ροής δύο σημεία που αποκαλούνται πρότερον (t1) και ύστερον (t2) και τα οποία καθίστανται αριθμητά χάρη στο νυν. Τα δύο αυτά σημεία στην πραγματικότητα αποτελούν δύο νυν ξεχωριστά το ένα από το άλλο, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί ένα διάστημα.
Κατά τη διάρκεια του διαστήματος αυτού (t1, t2) η ψυχή-παρατηρητής καταγράφει μία κίνηση (ροή), η οποία είναι αντιληπτή ως χρόνος (Αριστοτέλης, Φυσικής Ακροάσεως, 219a, 22-25). Ως εκ τούτου, η αντίληψη του χρόνου από πλευράς της ψυχής προϋποθέτει τον καθορισμό των εννοιών του προτέρου και του υστέρου, μεταξύ των οποίων λαμβάνει χώρα η κίνηση (Φιλόπονος, Εις τα Φυσικά, 720, 26). Το πρότερον και το ύστερον είναι στην πραγματικότητα δύο νυν τα οποία φυσικά δεν διαθέτουν αντικειμενική ύπαρξη, καθώς έχουν το ρόλο σημείων αναφοράς βάσει των οποίων η συνείδηση αντιλαμβάνεται την κίνηση. Ορίζουν δηλαδή ένα διάστημα στη χρονική ροή, κατά το οποίο έχει λάβει χώρα κάποια κίνηση ή δραστηριότητα. Αν επί παραδείγματι με τη βοήθεια ενός ρολογιού θεωρήσουμε ως πρότερον την 10η πρωινή ώρα και ύστερον την 11η πρωινή, ο πλανήτης μας έχει διανύσει ένα ορισμένο μέρος της τροχιάς του γύρω από τον Ήλιο, ενώ παράλληλα κινείται γύρω από τον άξονά του. Η συνείδησή μας αντιλαμβάνεται την κίνηση αυτή ως χρόνο, γεγονός που εξυπηρετεί και στη ρύθμιση των καθημερινών μας δραστηριοτήτων, αλλά και στη δημιουργία των ημερολογίων χάρη στην καταγραφή των κίνησεων της Γης γύρω από τον Ήλιο και τον άξονά της (με μία κλίση 23,5 μοιρών που συντελεί και στη δημιουργία των εποχών του έτους – φαινόμενο λόξωσης της εκλειπτικής).
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, κατά την αριστοτελική σκέψη ο χρόνος είναι μια πνευματική διεργασία που προϋποθέτει την παρουσία ενός παρατηρητή, ο οποίος καταγράφει την κίνηση.
Ο σπουδαίος Βυζαντινός λόγιος Ιωάννης επιχείρησε να απαντήσει στο ερώτημα σχετικά με το εάν η απουσία του παρατηρητή που καταγράφει την κίνηση συνεπάγεται αυτομάτως και απουσία χρόνου. Το αριστοτελικό σύστημα για το χρόνο αποτελείται από τρεις παράγοντες:
1) Το αριθμούμενο (κίνηση).
2) Την ψυχή (παρατηρητή) που μετρά την κίνηση.
3) Το αποτέλεσμα της μέτρησης της κινήσεως (χρόνος).
Σε περίπτωση επομένως απουσίας της ψυχής (παρατηρητής) δεν θα υπάρχει μέτρηση και κατά συνέπεια ούτε χρόνος, δηλαδή το αποτέλεσμα της μέτρησης (Αριστοτέλης, Φυσικής Ακροάσεως, 223a, 24-27). Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Φιλόπονος υποστηρίζει ότι ψυχής αναιρεθείσης, συναναιρείται και ο χρόνος (Φιλόπονος, Εις τα Φυσικά, 775, 12).
Η χρήση του όρου ψυχή στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει μεταφυσικό περιεχόμενο, καθώς ο όρος είναι άμεσα συνδεδεμένος με την ύπαρξη του χρόνου, που είναι αποτέλεσμα παρατήρησης και μέτρησης της κινήσεως. Ως εκ τούτου ο Φιλόπονος διαχωρίζει το φυσικό γεγονός της κινήσεως από τη νοητική ενέργεια της αριθμήσεώς της, όπως βεβαίως είχε πράξει προγενέστερα και ο Αριστοτέλης.
Μπορεί όμως να γίνει λόγος περί χρόνου, δίχως την ύπαρξη παρατηρητών; Ο Αριστοτέλης απαντά στο ερώτημα αυτό λέγοντας ότι στην πραγματικότητα «δεν είναι δυνατόν να υπάρχει χρόνος αν δεν υπάρχει ψυχή, παρά μόνο είναι δυνατόν να υπάρχει εκείνο, στο οποίο αποδίδεται ως χαρακτηριστικό ουσιώδες ο χρόνος, όπως π.χ. εάν λέγαμε ότι είναι δυνατόν να υπάρξει κίνηση χωρίς να υπάρξει ψυχή. Το πρότερον και το ύστερον υπάρχουν στην κίνηση, είναι δε αυτά χρόνος καθ’ όσον είναι αριθμητά» (Αριστοτέλης, Φυσικής Ακροάσεως, 223a,27-36). Πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου και ενδεχομένως άλλων όντων στο σύμπαν, όπως είναι φυσικό, δεν βρίσκεται παρατηρητής ώστε να καταγράψει τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, άρα φυσιολογικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει ο χρόνος ως πνευματική ενέργεια. Αντιθέτως, υπάρχει συνεχής κίνηση, που είναι φανερή τόσο στα δομικά στοιχεία της συμπαντικής ύλης, όσο και σε πλανητικά συστήματα που είναι σε τροχιά γύρω από άστρα (Καλαχάνης κ.ά. 2012, σ. 14-15). Κατά λογική αναγκαιότητα επομένως, πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου η Γη συνέχιζε να κινείται γύρω από τον Ήλιο και τον εαυτό της, με τη διαφορά όμως ότι η κίνηση αυτή δεν είχε καταγραφεί από παρατηρητές. Είναι φανερό, λοιπόν, πως άνευ κάποιας νοητικής ενεργείας, υπάρχει μόνο κίνηση, δίχως να γίνεται βεβαίως λόγος περί χρόνου (Καλαχάνης 2011, σ. 124).
Οι πνευματικές και νοητικές ικανότητες με τις οποίες προίκισε η φύση τον άνθρωπο τον βοήθησαν σημαντικά στην ανάπτυξη πολιτισμού, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό βασίστηκε στον καθορισμό μονάδων μέτρησης του χρόνου. Στην πραγματικότητα όμως, η ίδια του η φυσιολογία είναι «προγραμματισμένη να αντιλαμβάνεται τον χρόνο».
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, αυτό το θαύμα της βιολογικής εξέλιξης, έχει τα δικά του συστήματα μέσω των οποίων αντιλαμβάνεται το χρόνο. Κομβικής σημασίας για την αντίληψη του χρόνου είναι η λειτουργία του υποθαλάμου, βάσει της οποίας ρυθμίζεται η λειτουργία του ενδοκρινικού συστήματος (Kandel κ.ά. 2005).
Χάρη στις ορμόνες που εκκρίνει ο υποθάλαμος, ο οργανισμός μας διατηρεί ένα «βιολογικό ρολόι» το οποίο είναι πολύ χρήσιμο στον προγραμματισμό των λειτουργιών του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λειτουργία του ύπνου, η οποία καθορίζεται από την έκκριση της μελατονίνης, μιας ορμόνης που ρυθμίζει τα επίπεδα του ύπνου και της εγρήγορσής μας. Οπωσδήποτε όμως λειτουργίες όπως ο ύπνος και η εγρήγορση προϋποθέτουν τη λειτουργία των αισθήσεων, προκειμένου να γίνεται αντιληπτή η διάρκεια της μέρας και της νύχτας.
Πέραν του ύπνου, μία ακόμη πτυχή της έννοιας «βιολογικό ρολόι» είναι ο μηνιαίος κύκλος των γυναικών (περίοδος), ο οποίος διαρκεί περίπου 28 ημέρες και αποτελεί στην πραγματικότητα ένα πολύ καλά ρυθμισμένο σύστημα που «αντιλαμβάνεται» το πέρασμα του χρόνου.
Όπως φαίνεται, λοιπόν, ο οργανισμός μας αντιλαμβάνεται το χρόνο με τον δικό του τρόπο. Ακόμη βέβαια και πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου υπήρχαν όντα όπως οι δεινόσαυροι, το ενδοκρινικό σύστημα των οποίων προφανώς αντιλαμβανόταν τη χρονική ροή με τον δικό του τρόπο.
Η παραπάνω μελέτη κατέδειξε ότι ο Αριστοτέλης θεωρεί πως η αντίληψη του χρόνου από τον άνθρωπο προϋποθέτει τον καθορισμό σημείων αναφοράς, μεταξύ των οποίων η συνείδησή μας αντιλαμβάνεται την κίνηση. Επομένως, ο χρόνος αποτελεί ουσιαστικά μέτρηση της κίνησης που πραγματοποιεί η συνείδησή μας, η οποία αντιλαμβάνεται το χρόνο σαν ροή. Πέραν τούτων, όμως, κατέστη σαφές ότι η αντίληψη του χρόνου δεν είναι μόνο πνευματική διαδικασία, αλλά αποτελεί σημαντική παράμετρο για τη ρύθμιση του «βιολογικού ρολογιού» μας.
Κωνσταντίνος Καλαχάνης
Δρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Επιστημονικός Συνεργάτης, Τμήμα Φυσικής Πανεπιστημίου Αθηνών