Ανηφορίζοντας ο επισκέπτης στο λιθόστρωτο καλντερίμι που ξεκινάει από την παλιά προκυμαία της Σκιάθου και φτάνοντας στο ψηλότερο σημείο του, βρίσκεται μπροστά στην εκκλησία του Γενεσίου της Θεοτόκου, την εκκλησία της Παναγίας της Λιμνιάς που, με το πυργωτό της καμπαναριό, σπαθίζει τον ουρανό και διαφεντεύει τη συνοικία των Λιμνιών.
Η συνοικία των Λιμνιών ιδρύθηκε, σύμφωνα με μια εκδοχή, γύρω στα 1790, από πενήντα οικογένειες της ευβοϊκής Λίμνης, του αρχαίου Ελυμνίου, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν στη νότια πλευρά του νησιού, στο βράχο που σήμερα είναι γνωστός ως Άι-Γιαννάκης. Από τότε, ο συνοικισμός αυτός των Ελυμνίων (Λιμνιών) ονομάστηκε Λιμνιά ή Λυμνιά (τα). Εκεί βρισκόταν, ίσως κατά τον χριστιανικό Μεσαίωνα, η παλιά πόλη της Σκιάθου η οποία την εποχή της εγκατάστασης των Λιμνιών ήταν ερειπωμένη, καθώς οι Σκιαθίτες, από το φόβο των πειρατών, την είχαν εγκαταλείψει, από τον 14ο ή τις αρχές του 15ου αι. μ.Χ., και είχαν εγκατασταθεί σε ένα βράχο στα βόρεια του νησιού, το Κάστρο, όπου υπήρχε κάστρο ενετικό (ίσως όμως να το έχτισαν οι ίδιοι).
Με την έναρξη της επανάστασης του 1821, οι Λιμνιοί, που ήταν εγκατεστημένοι στα Λιμνιά, κατέφυγαν κι εκείνοι, για ασφάλεια, στο Κάστρο, για να επιστρέψουν και πάλι, μαζί με τους Σκιαθίτες, το 1829, όταν τα πράγματα αποκαταστάθηκαν, και να ανιδρύσουν, στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού, τη σημερινή πόλη της Σκιάθου.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, κάποιοι κάτοικοι της Λήμνου αποίκισαν, άγνωστο πότε, το νησί, φέρνοντας μαζί τους την αρχαία εικόνα της Παναγίας της Λιμνιάς (Λημνιάς).
Η εκκλησία της Παναγίας, που βρίσκεται στο κέντρο της συνοικίας των Λιμνιών, κτίστηκε το 1829, όταν επέστρεψαν οι κάτοικοι του νησιού, στη θέση μικρού ενοριακού ναού του αγίου Χαραλάμπους, ο οποίος δεν εξυπηρετούσε πια τις λατρευτικές ανάγκες των κατοίκων. Ο ναός, το 1836, με πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου Σκιάθου, αφιερώθηκε στο Γενέσιο της Θεοτόκου και γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου, όπως ο ομώνυμος ναός της ευβοϊκής Λίμνης.
Η εκκλησία ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε στην ηπειρωτική αλλά και στη νησιωτική Ελλάδα τον 18ο και 19ο αιώνα, σε ενοριακούς, κυρίως, ναούς, λόγω της μεγάλης χωρητικότητάς του. Το εξωτερικό της εκκλησίας δεν προετοιμάζει τον επισκέπτη γι’ αυτό που θα αντικρίσει.
Με το που δρασκελίζει κανείς το κατώφλι της νότιας (κύριας) εισόδου του ναού, το βλέμμα του μαγνητίζεται από τα δυο τρισδιάστατα εικονοστάσια, καθώς και από τον κομψό, ξυλόγλυπτο άμβωνα και αιχμαλωτίζεται λίγα μόλις βήματα πιο μέσα, στη θέα του επίσης ξυλόγλυπτου τέμπλου. Η εκκλησία κατασκευάστηκε την εποχή της οριστικής επικράτησης του κλασικισμού, στόχος του οποίου είναι η ανύψωση του παρόντος σ’ ένα άλλο επίπεδο, με την επικράτηση μορφοπλαστικών τύπων που είχαν αντέξει στο χρόνο. Από την Αναγέννηση και πέρα, μέχρι σχεδόν και την εποχή μας, χρησιμοποιούνται οι ίδιες βασικές φόρμες: Κίονες, παραστάδες, γείσα, θριγκοί και διακοσμητικά στοιχεία, δανεισμένα από τα ερείπια της Κλασικής εποχής.
Το τέμπλο του ναού της Παναγίας της Λιμνιάς αποτελεί παράδειγμα αναβίωσης αρχαίου ναού ιωνικού ρυθμού. Το ύψος του είναι όσο περίπου και το ύψος της εκκλησίας. Στηρίζεται σε μαρμάρινη βάση, αποτελούμενη από δύο βαθμίδες οι οποίες προχωρούν, μπροστά από την ωραία Πύλη, στρογγυλεμένες, αρκετά μέσα στο σολέα. Το τμήμα που αντιστοιχεί στο μεσαίο κλίτος προεξέχει από τα άλλα δύο τμήματα που αντιστοιχούν στα πλαϊνά κλίτη.
Η πρώτη οριζόντια ζώνη του τέμπλου, η ποδιά, αποτελείται από έξι ταμπλάδες (θωράκια), τρεις στο αριστερό κλίτος και τρεις στο δεξί. Μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου ταμπλά του αριστερού κλίτους, καθώς και μεταξύ του δευτέρου και τρίτου του δεξιού, παρεμβάλλονται τα δύο βημόθυρα, στα οποία εικονίζονται ο Ταξιάρχης των Άνω Δυνάμεων, Αρχάγγελος Μιχαήλ, και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, αντίστοιχα. Οι ταμπλάδες χωρίζονται μεταξύ τους με πεσσίσκους (μικρούς τετράγωνους κίονες), που στηρίζονται σε τριμερή βάση (ορθογώνιο τμήμα, κυμάτιο και τρίτο, μικρότερο, επίσης ορθογώνιο), η οποία συνεχίζεται σε όλο το μήκος του κάτω τμήματος της πρώτης από τις πέντε ζώνες του τέμπλου. Πλαίσιο λεπτό, πρόστυπο, επιχρυσωμένο περικλείεται από τρία εξαπτέρυγα, που κοσμούν την πρόσοψη του κάθε πεσσίσκου. Ο κάθε ταμπλάς κοσμείται με γιρλάντα λουλουδιών, δοσμένων πολύ ρεαλιστικά. Στα άκρα της κάθε γιρλάντας κρέμονται από δύο κομβία (ένα σε κάθε άκρο του ταμπλά), από τα οποία ξεκινάει κορδέλα, με εγχάρακτη διακόσμηση, τα άκρα της οποίας ανεμίζουν πάνω και κάτω από τη γιρλάντα. Η όλη διακόσμηση περικλείεται σε πρόστυπο πλαίσιο, τριζωνικό, η μεσαία ζώνη του οποίου είναι επιχρυσωμένη. Τη θέση του κάτω κεταμπέ (κληματαριάς) κατέχει σύρμα (συνδυασμός κυματίων) επιχρυσωμένο, πάνω στο οποίο μια μπρούτζινη ράβδος, καρφωμένη, παίζει το ρόλο του εικονοστασίου.
Ζώνη δεσποτικών εικόνων: Οι εικόνες χωρίζονται με λεπτούς ιωνικούς κιονίσκους με κορινθιακά κιονόκρανα και περικλείονται σε αψιδωτά επιχρυσωμένα πλαίσια, τριμερή κι αυτά. Πρώτος, από αριστερά, εικονίζεται ο άγιος Νικόλαος, σε στάση μετωπική, με λευκή κόμη, γενειάδα και φωτοστέφανο. Φοράει πράσινο φελόνιο, επιτραχήλιο και μανδύα σε αποχρώσεις χρυσοκόκκινες. Με το δεξί χέρι ευλογεί και με το αριστερό κρατάει Ευαγγέλιο. Στο εικονοστάσι υπάρχει φορητή εικόνα του αγ. Νικολάου, που χρονολογείται, όπως όλες οι εικόνες του εικονοστασίου, στο 1875. Η ζώνη διακόπτεται από το βημόθυρο της κόγχης της προσκομιδής. Ακολουθεί η γέννηση της Θεοτόκου, σύνθεση πολυπρόσωπη, με τον Ιωακείμ με φωτοστέφανο καθισμένο σε θρόνο, μια υπηρέτρια που κρατάει το Θείο Βρέφος, το οποίο φέρει, επίσης, φωτοστέφανο και λίγο πιο πίσω μια άλλη υπηρέτρια, που, προφανώς, βοήθησε την πρώτη στο πρώτο λουτρό του Θείου Βρέφους. Οι μορφές αυτές εικονίζονται σε πρώτο πλάνο. Σε δεύτερο πλάνο, μισοκαθισμένη σε ανάκλιντρο, η αγία Άννα δέχεται τις περιποιήσεις πέντε θεραπαινίδων. Τα χρώματα της σύνθεσης είναι πολύ έντονα. Ίσως ο καλλιτέχνης θέλησε με αυτόν τον τρόπο να αποδώσει τη χαρά για το γεγονός της γέννησης. Στο εικονοστάσι υπάρχει φορητή εικόνα με το ίδιο θέμα.
Ακολουθεί η εικόνα της Θεοτόκου, του τύπου της Οδηγήτριας. Η ένθρονη Παναγία και το παιδί στην αγκαλιά της παριστάνονται κατά μέτωπο. Φορούν ασημένιο φωτοστέφανο, σκούρο πράσινο ιμάτιο και σκούρο κόκκινο μαφόριο, με χρυσαφί τελείωμα η Παναγία και κάτασπρο ιμάτιο, ζωσμένο στη μέση, και πράσινο σκούρο χιτώνα ο μικρός Χριστός, ο οποίος με το δεξί του χέρι ευλογεί, ενώ με το αριστερό κρατάει τυλιγμένο ειλητάριο. Στο εικονοστάσι βρίσκεται επίσης η Παναγία η Οδηγήτρια. Μεσολαβεί η Ωραία Πύλη και αμέσως μετά εικονίζεται ο Χριστός ένθρονος, με ασημένιο φωτοστέφανο, λυσίκομος, με υπογένειο (συριακός τύπος), σε στάση μετωπική. Φοράει κόκκινο ιμάτιο (φαίνεται μόνο το επάνω τμήμα, αυτό που καλύπτει τον δεξιό ώμο και το δεξί χέρι και, από το κάτω, ένα μικρό τμήμα που σχεδόν καλύπτει το δεξί πόδι από τον αστράγαλο και κάτω), με χρυσά τελειώματα. Όλο το υπόλοιπο σώμα καλύπτεται από χιτώνα σε βαθυπράσινο χρώμα. Με το δεξί χέρι ευλογεί τον κόσμο και με το αριστερό κρατάει ανοιχτό Ευαγγέλιο. Στη συνέχεια, εικονίζεται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, λυσίκομος, με ασημένιο φωτοστέφανο. Φοράει μηλωτή σε αποχρώσεις του καφέ και του πράσινου. Με το δεξί του χέρι κρατά σταυρό και ευλογεί, ενώ με το αριστερό, ανοιχτό ειλητάριο. Κάτω δεξιά εικονίζεται η κεφαλή του επί πίνακι. Ύστερα από το δεξί βημόθυρο, ο άγιος Χαράλαμπος, με λευκή κόμη, φωτοστέφανο και μακριά σφηνοειδή γενειάδα, ευλογεί με το δεξί χέρι, ενώ με το αριστερό κρατάει Ευαγγέλιο. Φοράει μωβ στιχάριο, επιγονάτιο, επιτραχήλιο και χρυσίζοντα μανδύα.
Η Ωραία Πύλη αποτελείται από δύο θυρία (φύλλα) που, όταν η Πύλη είναι κλειστή, ενώνονται μεταξύ τους στο κέντρο με ραδινό, ραβδωτό κιονίσκο, στολισμένο με περιελισσόμενο βλαστό άκανθας και επίστεψη από τριφυλλόμορφο βυζαντινό Σταυρό, εκφυόμενο από καλυκόμορφη βάση, που στηρίζεται σε μικρότερη, κωδωνόσχημη. Στο κέντρο των δύο φύλλων εικονίζεται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, μέσα σε σύνθεση φύλλων άκανθας, ελίκων, ρόδων, που ξεκινούν από το κέντρο: Σε ελλειψοειδή στηθάρια, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ευαγγελιζόμενος τη Θεοτόκο, εικονίζεται στο αριστερό, και η Θεοτόκος στο δεξί. Στο επάνω τμήμα τους, τα θυρία επιστέφονται από δύο ανθοδοχεία με δύο λαβές και ανάγλυφη φυτική διακόσμηση. Ανήκουν στον τύπο της βαθιάς κύλικος-καρποδόχης, με τριαντάφυλλα, μαργαρίτες και φύλλα άκανθας, σε απόδοση ρεαλιστική.
Τα τυφλά τύμπανα, τα οποία εγγράφονται μεταξύ των εικόνων και του κοσμήτη, φέρουν μπαρόκ διακοσμήσεις, ενώ δύο τοξύλλια ενωμένα, τα οποία κοσμούνται με μαργαρίτες, αποτελούν τα υπέρθυρα της πύλης της Προσκομιδής, καθώς και αυτής του Διακονικού.
Στη θέση του παραπετάσματος (βήλου), ο Χριστός ως Μέγας Αρχιερεύς, λυσίκομος, με υπογένειο και χρυσό φωτοστέφανο, μέσα σε γαλαζοπράσινο φως, ευλογεί με το δεξί χέρι, ενώ με το αριστερό κρατάει το Άγιο Ποτήριο. Πάνω από το κεφάλι του βρίσκεται το Πνεύμα εν είδει Περιστεράς.
Πιο ψηλά, δύο επάλληλες ζώνες, που διακρίνονται μεταξύ τους με κορδόνι και αστραγάλους, και μια τρίτη, κοσμούμενη με φυτικό, σχηματοποιημένο κόσμημα, αποτελούν το επιστύλιο και διατρέχουν το τέμπλο, πέρα ως πέρα.
Η διαμόρφωση του τέμπλου του μεσαίου κλίτους διαφοροποιείται από αυτό των πλαγίων κλιτών. Έτσι, μετά το επιστύλιο (στη θέση της ζωφόρου του αρχαίου ναού) έχουμε στο μεσαίο κλίτος μια πλατιά ζώνη με μπαρόκ διακοσμήσεις. Στο κέντρο της ζώνης αυτής, ανάμεσα σε φυλλοφόρους βλαστούς, έλικες φυτών, μέσα σε ελλειψοειδές μετάλλιο εικονίζεται ο Μυστικός Δείπνος. Ο Χριστός διακρίνεται στο κέντρο, με φωτοστέφανο, να μιλά στους μαθητές του, με υψωμένο το δεξί του χέρι. Οι μαθητές, μάλλον έντρομοι, κοιτάζουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Πιθανότατα ο ζωγράφος απαθανάτισε τη στιγμή που ο Χριστός τούς είπε ότι κάποιος από αυτούς επρόκειτο να τον προδώσει, οπότε οι μαθητές, ταραγμένοι, άρχισαν να ρωτούν ποιος θα έκανε αυτή την πράξη.
Ακριβώς πάνω από τον Μυστικό Δείπνο, σε μεγαλογράμματη γραφή, υπάρχει η επιγραφή: ΠΕΡΑΣ ΕΙΛΗΦΕΝ ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΩΝΟΣ ΑΩΟΒ (1872). [Ανθεστηριών: Ο όγδοος μήνας του αττικού έτους, αντίστοιχος του δικού μας Φεβρουαρίου]
Ακολουθεί τριμερής ζώνη (μπαρόκ εκδοχή του κυματίου) και αμέσως μετά αέτωμα, στο πνεύμα του κλασικισμού της εποχής. Οι πλευρές του αετώματος οριοθετούνται με κυμάτιο παρόμοιο με αυτό της προηγούμενης ζώνης, ενώ οι πλευρές που είναι ορατές από τον κυρίως ναό και τον γυναικωνίτη κοσμούνται με έξεργα άνθη, μέσα σε διάχωρα που σχηματίζονται από φύλλα άκανθας, τα οποία μιμούνται μαρμάρινα φουρούσια. Στο τύμπανο του αετώματος, μέσα σε ακτίνες του ακτίστου φωτός, σε κυκλικό μετάλλιο, εικονίζεται ο Παλαιός των Ημερών και γύρω εξαπτέρυγα. Στην κορυφή του αετώματος, σε ξεχωριστή βάση, η Σταύρωση, με χιαστί τη λόγχη και το σπόγγο, και τα λυπηρά, ενώ στις άκρες, ως ακρωτήρια, ο αλέκτωρ (πετεινός) της τριπλής άρνησης του Πέτρου και ο Τάφος του Χριστού ανοιχτός.
Α. Αριστερό κλίτος (θυρίο Προσκομιδής): Αμέσως μετά τη ζώνη των Δεσποτικών εορτών και το επιστύλιο, που είναι συνέχεια αυτού του μεσαίου κλίτους, υπάρχει ζώνη με δύο διάχωρα, που ορίζονται από ανθέμια τα οποία μιμούνται μαρμάρινα φουρούσια, ανά δύο σε κάθε διάχωρο, πλαισιωμένα από σχηματοποιημένα φυτικά κοσμήματα, απεικονίσεις Προφητών σε οβάλ μετάλλια. Ψηλότερα, μέσα σε μικρούς κύκλους, εικονίζονται σταυροί. Και πάλι, η τριμερής ζώνη και, ακόμη ψηλότερα, στο κέντρο, σε ξεχωριστή βάση, η οποία φέρει την επιγραφή: ΣΚΗΝΗ Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΑΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ, εικονίζεται η Κιβωτός της Διαθήκης, μέσα σε ακτίνες φωτός. Στα άκρα, δεξιά και αριστερά, διακρίνονται σύμβολα από την Παλαιά Διαθήκη, όπως η ράβδος του Ααρών, η κιβωτός του Νώε, οι σάλπιγγες της Ιεριχούς, η εφτάφωτος λυχνία και καλάθι.
Β. Δεξιό κλίτος (θυρίο Διακονικού): Η ίδια ακριβώς διαμόρφωση με αυτή του αριστερού κλίτους συναντάται και εδώ, με τη διαφορά ότι έχουμε: Στο κέντρο, σε βάση ξεχωριστή με την επιγραφή: ΕΓΩ ΕΙΜΙ Η ΑΜΠΕΛΟΣ Η ΑΛΗΘΙΝΗ, σε ορθογώνια κορνίζα επενδυμένη με σκούρο κόκκινο βελούδο, το Άγιο Δισκοπότηρο, ενώ στο αριστερό εικονίζεται ο Σταυρός με τη λόγχη και το σπόγγο, χιαστί, και στο δεξί στάχυ.
Η επιγραφή είναι οι λόγοι του Σωτήρος: Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή (Κατά Ιωάννη ΙΕ΄, 1) και παραπέμπει, ακόμη, στο κλήμα και τον βότρυν σταφυλής, το φυόμενον (κλήμα) εις την γην της επαγγελίας: …κλήμα και βότρυν σταφυλής, ον έκοψαν εκ της φάραγγος οι υιοί Ισραήλ (ΙΓ΄, 24). Στην προσπάθειά μας να ερμηνεύσουμε τις συμβολικές παραστάσεις των δύο πλαγίων κλιτών, αυτές της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς κι αυτές της Καινής Διαθήκης, θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι μέσα από τα καινοδιαθηκικά κείμενα παρατηρούμε μια κάποια εξέλιξη της αποκάλυψης. Η Παλαιά Διαθήκη είναι μια προετοιμασία της Καινής, η Γη της Επαγγελίας, όπου πηγαίνει ο παλαιός Ισραήλ, είναι η εικόνα της Καινοδιαθηκικής Εκκλησίας. Επομένως, μέσα στην Παλαιά Διαθήκη, η ομολογία του αληθινού Θεού και η απουσία της εικόνας Του ήταν μια από τις ουσιώδεις προϋποθέσεις, για να μπορέσει ο λαός να εισέλθει στη Γη της Επαγγελίας και να την κατοικήσει.
Από αυτή τη σκοπιά, λοιπόν, ιδωμένες οι παραστάσεις των δύο πλαγίων κλιτών, οδηγούν στην εκτίμηση ότι το αριστερό κλίτος, με τις παραστάσεις της Παλαιάς Διαθήκης με τις προπαρασκευαστικές απεικονίσεις, προετοιμάζει τον πιστό για την είσοδό του στη Γη της Επαγγελίας, που, στην προκείμενη περίπτωση, είναι το δεξιό κλίτος, με τις καινοδιαθηκικές παραστάσεις, οι οποίες αποτελούν πραγμάτωση των προπαρασκευαστικών προεικονίσεων του αριστερού κλίτους.
Συραϊνώ Εμμ. Κορωνιού-Διονυσίου,
Ιστορικός-Αρχαιολόγος
Πτυχιούχος του ΕΚΠΑ
Επίτιμο Μέλος του Πολιτιστικού Συλλόγου «Η Σκιάθος»