Ο Τομέας Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (ΙΑΚΑ), σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, συνέχισαν το 2015 τη συστηματική ανασκαφή στη θέση «Κεφάλα» της Σκιάθου (η από κοινού ανασκαφική έρευνα άρχισε το 2012). Την ανασκαφή συνδιευθύνουν ο καθηγητής Αλέξανδρος Μαζαράκης Αινιάν και η επί τιμή Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας Δρ Αργυρούλα Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου. Από πλευράς ΥΠΠΟΑ συμμετέχει και η αρχαιολόγος της ΕΦΑ Μαγνησίας Ελένη Χρυσοπούλου. Το ανασκαφικό πρόγραμμα εντάσσεται στο εγκεκριμένο Πρόγραμμα Δράσης του ΥΠΠΟΑ και χρηματοδοτείται από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ενώ στηρίζεται από τον Εξωραϊστικό Σύλλογο του «Ξανέμου», το Δήμο Σκιάθου και ορισμένους φιλάρχαιους Σκιαθίτες. Πολλά έξοδα καλύπτονται και από ιδίους πόρους των ανασκαφέων.
Η οχυρωμένη από την Ύστερη Γεωμετρική περίοδο θέση (β’ μισό 8ου αι. π.Χ.) (εικ. 1) θα μπορούσε να ταυτιστεί με την παλαιότερη από τις δύο πόλεις της Σκιάθου, την Παλαισκίαθο, σύμφωνα με επιγραφικά τεκμήρια. Με βάση τα έως σήμερα επιφανειακά ευρήματα, ενδείξεις πρώιμης δραστηριότητας εμφανίζονται ήδη από τις αρχές του 10ου αι. π.Χ., ενώ η θέση φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε σταδιακά μετά την ίδρυση της κλασικής πόλης της Σκιάθου, η οποία βρίσκεται στη θέση της σημερινής ομώνυμης πόλης. Ένα μεγάλο σύνολο κεραμικής των κλασικών χρόνων που βρέθηκε κατά την ανασκαφή το 2014, κάτω από στρώμα καταστροφής κεράμων πλησίον του οχυρωματικού τείχους (εικ. 2), και ένας λακκοειδής τάφος των αρχών του 4ου αι. π.Χ., στα ΝΑ και εξωτερικά του πλατώματος, επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι η «Κεφάλα» ήταν κατοικημένη μέχρι και τους όψιμους κλασικούς χρόνους. Εν τούτοις, η κορυφή του πλατώματος (υψόμετρο +57,22 μ.) (εικ. 3, βάθος) συνέχισε να βρίσκεται σε χρήση και κατά την Ελληνιστική περίοδο. Εκεί αποκαλύφθηκαν διαταραγμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Ορισμένα αποσπασματικά πήλινα ειδώλια, ψήφοι από υαλόμαζα και οστέινες βελόνες ίσως αποτελούν ένδειξη ύπαρξης ιερού στη θέση αυτή, το οποίο παρέμεινε σε χρήση και μετά την εγκατάλειψη του οικισμού.
Στη νότια πλευρά του πλατώματος του οικισμού, σε επαφή με το τείχος, ήρθαν στο φως δύο κτήρια (Α/Γ και Β) (εικ. 3). Το κτήριο Α είναι ελλειψοειδές με πλίνθινη ανωδομή που χρονολογείται στη μετάβαση από τον 8ο στον 7ο αιώνα π.Χ. Το οικοδόμημα αυτό, το οποίο ίσως φιλοξενούσε εργαστηριακές-βιοτεχνικές δραστηριότητες, σχετίζεται με έναν ημιυπαίθριο χώρο (Γ). Η εύρεση του οικοδομήματος φανερώνει ότι τα καμπυλόγραμμα οικοδομήματα που απαντούν στην Εύβοια και τη Θεσσαλία κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, χαρακτηρίζουν και τα νησιά των Βορείων Σποράδων. Με τον ορίζοντα κατοίκησης των πρώιμων ιστορικών χρόνων σχετίζονται και κατάλοιπα από μεταλλευτικούς κλιβάνους που πιστοποιούν την κατεργασία μετάλλων στην «Κεφάλα». Βόρεια του κτηρίου Α αποκαλύφθηκε τμήμα ενός ορθογώνιου κτηρίου (Β), των αρχαϊκών χρόνων, που φαίνεται ότι ήταν ημιυπόγειο και κατέστρεψε τμήμα του Α.
Εξωτερικά των κτηρίων αλλά και εσωτερικά του κτηρίου Α σε επίπεδο χαμηλότερο της θεμελίωσής του εντοπίστηκε ένα εκτενές στρώμα απόθεσης που χρονολογείται από τον πρώιμο 10ο αι. π.Χ. Πέραν της κεραμικής, το στρώμα αυτό περιείχε έναν εντυπωσιακό αριθμό θαλάσσιων οστρέων. Είναι ενδιαφέρον ότι φέτος άρχισε να ανασκάπτεται εξωτερικά της τειχισμένης περιοχής, κυκλοτερής πλίνθινη κατασκευή που εδράζεται σε λίθινη βάση, η οποία περιείχε πολλά κάρβουνα, πυρακτωμένες πλίθρες και πολυάριθμα παρόμοια θαλάσσια όστρεα, καθώς και κεραμική, η οποία ωστόσο δεν έχει συντηρηθεί ακόμη. Η κατασκευή φαίνεται ότι σχετίζεται με εργαστηριακή χρήση.
Η κύρια νεκρόπολη πρέπει να βρισκόταν στα ΝΔ του αρχαίου οικισμού, στην παραλία του όρμου του «Ξάνεμου». Το 2013 ανασκάφηκαν δύο αρχαϊκοί παιδικοί εγχυτρισμοί που φαίνεται ότι αποτελούν τμήμα νεκρόπολης. Φέτος, στην ίδια περιοχή, αποκαλύφθηκε μία ακόμα ταφή, ιδιαίτερα σημαντική. Πρόκειται για κιβωτιόσχημο τάφο (εικ. 4), οι διαστάσεις του οποίου παραπέμπουν σε ενήλικα νεκρό (εσωτ. διαστ. 1,80×0,70 μ.), ενώ τα νεογιλά δόντια σε νεαρότερο άτομο. Ενδέχεται να πρόκειται για διπλή ταφή: ενός ενήλικου ατόμου που ενταφιάστηκε, αν κρίνουμε από τα λιγοστά σκελετικά κατάλοιπα των κάτω άκρων που εντοπίστηκαν, σε συνεσταλμένη στάση και ενός μικρού παιδιού (δεν έχουν μελετηθεί ακόμη). Στα κτερίσματα (εικ. 5-6) συγκαταλέγονται ένα πήλινος αμφορίσκος, ένα πήλινο «κουμπί», 5 χάλκινοι δακτύλιοι (4 απλοί και ένας με «ασπιδωτή» σφενδόνη), δύο επιμήκεις χάλκινες περόνες με ατρακτοειδή εξόγκωση, μια σιδερένια περόνη και μια δεύτερη αποσπασματικά διατηρημένη, καθώς και τέσσερις χρυσοί σφηκωτήρες (εικ. 7). Ο ένας από τους σφηκωτήρες βρέθηκε περιελιγμένος στην απόληξη της μιας χάλκινης περόνης. Η πρώτη παρατήρηση των κτερισμάτων (η συντήρησή τους βρίσκεται σε εξέλιξη στα εργαστήρια της ΕΦΑ Μαγνησίας) οδηγεί στην προσωρινή χρονολόγηση της ταφής στις αρχές του 10ου αι. π.Χ. Σημειώνουμε ότι ο τάφος αυτός είχε ελαφρώς διαταραχτεί από παιδικό εγχυτρισμό που τοποθετήθηκε κατά την Αρχαϊκή περίοδο εν μέρει πάνω από αυτόν.
Ως μία από τις ελάχιστες γνωστές έως τώρα θέσεις και η μοναδική συστηματικά ανασκαπτόμενη θέση των πρώιμων ιστορικών χρόνων στις Βόρειες Σποράδες, η «Κεφάλα» της Σκιάθου είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητας. Τα έως τώρα ευρήματα υποδεικνύουν έναν κομβικό πρώιμο οικισμό του κεντρικού Αιγαίου, σε άμεση γειτνίαση και επαφή κυρίως με τη Θεσσαλία και την Εύβοια. Η Σκιάθος, όπως και τα παρακείμενα νησιά των Βορείων Σποράδων, θα πρέπει να αποτέλεσαν για τους κινητικότατους Ευβοείς τους ενδιάμεσους σταθμούς στην πορεία τους προς τον Θερμαϊκό Κόλπο και τη Χαλκιδική. Η γεωγραφική θέση της «Κεφάλας» διευκόλυνε τις επαφές μεταξύ του κεντρικού και βόρειου ελλαδικού χώρου όχι μόνο κατά την πρωιμότερη και κύρια φάση ακμής του οικισμού, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Λόγω έλλειψης επαρκών κονδυλίων η έρευνα στο πεδίο διήρκεσε φέτος μόλις μία εβδομάδα (24-28/8). Η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου φιλοξενήθηκε στο νησί από την κυρία Vicky Kock, ενώ πολύτιμη υπήρξε η συνεισφορά του Αντιδημάρχου, Γιάννη Σταματά, που μερίμησε για πολλά πρακτικά ζητήματα. Ο Μητροπολιτικός Ναός των Τριών Ιεραρχών Σκιάθου πρόσφερε το δεκατιανό στην ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου. Σταθερή είναι η στήριξη του Βασίλη Ταμπάκη. Το πανεπιστήμιο Θεσσαλίας διέθεσε για τις ανάγκες των μετακινήσεων της ερευνητικής ομάδας το πανεπιστημιακό λεωφορείο.
Πριν από την έναρξη της ανασκαφής πραγματοποιήθηκε περίοδος μελέτης διάρκειας τριών εβδομάδων στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου (3-21 Αυγούστου).
Έγινε η αναλυτική καταγραφή, σχεδίαση, φωτογράφιση των χαρακτηριστικών ευρημάτων της ανασκαφής, καθώς και η εγγραφή τους στη βάση δεδομένων της ανασκαφής. Στόχος ήταν όχι μόνο να οργανωθεί το υλικό που ανασκάφηκε τα τελευταία χρόνια, αλλά και να μελετηθεί σε άμεση συνάρτηση με το χώρο εύρεσης του και συγκεκριμένα τα τρία κτήρια (Α-Γ) που έχουν έρθει στο φως. Επιπλέον ήταν απαραίτητος ο συσχετισμός των ευρημάτων από την επιφανειακή έρευνα με αυτά από τη συστηματική ανασκαφή. Συγκεκριμένες κατηγορίες αντικειμένων, όπως τα υφαντικά βάρη και τα θραύσματα πρώιμων εμπορικών αμφορέων, έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής λόγω του ενδιαφέροντός τους για τη μελέτη του οικισμού.
Επιπλέον, η Δρ Τατιάνα Θεοδωροπούλου ολοκλήρωσε τη μελέτη των οστρέων από τον οικισμό.
Οι εργασίες στο μουσείο πραγματοποιήθηκαν υπό την καθοδήγηση της Α. Αλεξανδρίδου με τη συμμετοχή προπτυχιακών φοιτητών του τμήματος ΙΑΚΑ και πέραν του εκπαιδευτικού τους χαρακτήρα συνέβαλαν σημαντικά στην υπό εξέλιξη τελική δημοσίευση των αποτελεσμάτων της ανασκαφής της Κεφάλας.
Στη μελέτη στο μουσείο και τις έρευνες στο πεδίο έλαβαν μέρος η αρχαιολόγος Δρ Αλεξάνδρα Αλεξανδρίδου, οι φοιτητές του πανεπιστημίου Θεσσαλίας Αγγέλου Δήμητρα-Ειρήνη, Γκουντρουμπή Βάσω, Ζμπήτα Έλενα, Καλαή Φωτεινή, Κολοφωτιά Εύα, Λιόκου Μαριάννα, Μακρίδου Εβίτα, Μαγειράκου Ελένη, Μπατής Νικηφόρος, Μπουκουβάλα Γεωργία, Πιτσαλίδης Κώστας, Χατζηκαλλινικίδου Γεωργία και Χατζηνικολάου Ελένη, η αρχιτέκτων Cécile Buchwalder και η μικρή Ηλέκτρα (εικ. 8).