Φωτογραφικές συνθέσεις των εκκλησιών και των αρχαιολογικών χώρων της Κύπρου, που έχουν συμπεριληφθεί στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, παρουσιάζονται στην Πύλη Αμμοχώστου, στη Λευκωσία, σε έκθεση με θέμα «Παγκόσμια κληρονομιά της Κύπρου: Ιστορία, μύθος και θρησκεία».
Στην έκθεση, την οποία συνδιοργανώνουν το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, η Κυπριακή Εθνική Επιτροπή UNESCO και το Τμήμα Αρχαιοτήτων, οι επισκέπτες θα έχουν την ευκαιρία να δουν τις τρεις εγγραφές της Κύπρου στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Πρόκειται για τον νεολιθικό οικισμό της Χοιροκοιτίας, την Παλαίπαφο και τη Νέα Πάφο, καθώς και δέκα βυζαντινές εκκλησίες του Τροόδους, οι οποίες είναι εγγεγραμμένες ως σύνολο.
Τα μνημεία αυτά αποτελούν μερικές από τις ωραιότερες ψηφίδες που συνθέτουν το πολιτισμικό μωσαϊκό της Κύπρου και ταυτόχρονα έχουν οικουμενικό χαρακτήρα, αφού μέσα από την ιστορία τους διαφαίνεται πώς αποτυπώνονται και μετουσιώνονται σε τέχνη πανανθρώπινοι φόβοι, προσδοκίες και αναζητήσεις για τον έρωτα, τα θεία και το θάνατο ανά τους αιώνες. Τα εγκαίνια της έκθεσης θα τελέσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Νίκος Χριστοδουλίδης.
Ο νεολιθικός οικισμός της Χοιροκοιτίας άρχισε να ανασκάπτεται στα 1936 από τον τότε Έφορο του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου, Πορφύριο Δίκαιο, ενώ από το 1976 οι ανασκαφές συνεχίστηκαν από γαλλική αρχαιολογική αποστολή. Ο οικισμός είναι κτισμένος στην απότομη πλαγιά ενός λόφου που βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Μαρωνίου, σε απόσταση 6 χλμ. από τη θάλασσα. Αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα δείγματα πρώιμης μόνιμης εγκατάστασης πληθυσμών στο νησί. Οι κάτοικοι του οικισμού επεξεργάστηκαν τον διαβάση, μια σκληρή πέτρα, για την κατασκευή των λίθινων αγγείων που αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κυπριακής Προκεραμικής (7000-5200 π.Χ.) περιόδου. Για την κατασκευή κοσμημάτων χρησιμοποίησαν τον πικρόλιθο, μια πρασινωπή μαλακή πέτρα, η οποία βρίσκεται σε αφθονία στην κοίτη του ποταμού Κούρη, δυτικά της Λεμεσού. Ο οικισμός της Χοιροκοιτίας, όπως και άλλοι οικισμοί της Προκεραμικής, εγκαταλείφθηκε ξαφνικά. Με την πάροδο του χρόνου ο χώρος ξανακατοικήθηκε κατά τη Νεολιθική περίοδο, όταν πλέον ο άνθρωπος γνώριζε την κεραμική τέχνη (5000-3900 π.Χ.). Από την περίοδο αυτή δεν σώζεται κανένα αρχιτεκτονικό ίχνος στη Χοιροκοιτία. Σε μια προσπάθεια να γίνει καλύτερα κατανοητός ο χώρος από τον επισκέπτη, αλλά και για προστασία του αρχαίου οικισμού, το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου προχώρησε σε αναπαράσταση πέντε κυκλικών κτισμάτων και τμήματος του οχυρωματικού περιβόλου με την είσοδό του. Χρησιμοποιήθηκαν παραδοσιακά υλικά και τρόποι δόμησης, ενώ στο εσωτερικό των κτισμάτων τοποθετήθηκαν αυθεντικά νεολιθικά αντικείμενα.
Η πόλη της Παλαιπάφου καταλάμβανε τον χώρο του σημερινού χωριού Κούκλια, το οποίο βρίσκεται κοντά στις εκβολές του ποταμού Διάριζου, 16 χλμ. ανατολικά της σημερινής πόλης της Πάφου. Η Παλαίπαφος και η γύρω περιοχή σχετίζονται με μια πανάρχαια λατρευτική παράδοση που συνδέεται με τη «Μεγάλη θεά» της γονιμότητας, τη μετέπειτα Αφροδίτη, η οποία φαίνεται ότι λατρευόταν στην Κύπρο ήδη από τη Χαλκολιθική περίοδο (3900-2500 π.Χ.). Η περιοχή της Παλαιπάφου έγινε από πολύ νωρίς (ήδη από τον 16ο αιώνα) στόχος των κυνηγών θησαυρών. Η δραστηριότητα αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ οι συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες άρχισαν κατά την περίοδο 1950-55 από τη βρετανική αρχαιολογική αποστολή. Από το 1966 τις αρχαιολογικές έρευνες στην Παλαίπαφο ανέλαβε το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμια της Κωνστάνζης (μέχρι το 1972) και της Ζυρίχης (από το 1973 μέχρι σήμερα). Παράλληλα με τις ξένες αποστολές, το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου ερεύνησε μεγάλο αριθμό τάφων στην ευρύτερη περιοχή.
Τα σημαντικότερα μνημεία της Παλαιπάφου είναι: Το Ιερό της Αφροδίτης, η Μεσαιωνική Αγρέπαυλη, η εκκλησία της Παναγίας της Καθολικής, η οικία της Λήδας, ο οχυρωματικός Περίβολος και το Ανάκτορο στη θέση Χατζή Απτουλάχ, Νεκροπόλεις και ο Μεσαιωνικός Ζαχαρόμυλος.
Η πόλη της Νέας Πάφου αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Κύπρου. Είναι κτισμένη πάνω σε ένα μικρό ακρωτήρι στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Η πόλη ιδρύθηκε στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. από τον βασιλιά της Πάφου Νικοκλή, ο οποίος μετέφερε εκεί την έδρα του βασιλείου του από την Παλαίπαφο (τα σημερινά Κούκλια). Στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. η Κύπρος εντάσσεται στο βασίλειο των Πτολεμαίων με πρωτεύουσα τη Σαλαμίνα. Μέχρι τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., όμως, η Νέα Πάφος απέκτησε τόσο σημαντικό ρόλο, ως πολιτικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής, ώστε οι Πτολεμαίοι, που έδρευαν στην Αλεξάνδρεια, μετέφεραν την πρωτεύουσα εκεί. Ως εκ τούτου, η πόλη προστατευόταν από ισχυρά τείχη. Όταν στα 58 π.Χ. η Κύπρος προσαρτήθηκε στη Ρώμη, η Νέα Πάφος παρέμεινε πρωτεύουσα της Κύπρου. Ήταν η μόνη πόλη του νησιού που διατήρησε το προνόμιο να κόβει νομίσματα κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 4ου αι. μ.Χ. η πρωτεύουσα μεταφέρεται στη Σαλαμίνα, που μετονομάστηκε σε Κωνστάντια, όμως η θέση της Πάφου μεταξύ των υπόλοιπων πόλεων του νησιού παραμένει εξέχουσα, λόγω και του ιερού της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Η παρακμή και η συρρίκνωση της πόλης άρχισε μετά τις αραβικές επιδρομές του 7ου αι. μ.Χ. Με την επανένταξη της Κύπρου στο Βυζαντινό κράτος αρχίζει ξανά η ανάπτυξη της πόλης, που συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας. Προς το τέλος της ίδιας περιόδου, η Νέα Πάφος παρήκμασε και πάλι. Οι κάτοικοι άρχισαν σιγά-σιγά να μεταφέρονται στο εσωτερικό, όπου αναπτύχθηκε η σημερινή πόλη της Πάφου (Κτήμα). Τα σημαντικότερα μνημεία της Νέας Πάφου είναι: η Οικία του Διόνυσου, η Οικία του Ορφέα, η Έπαυλη του Θησέα, η Έπαυλη του Αιώνα, η Ρωμαϊκή Αγορά, το Ωδείο και το Ασκληπιείο, το Θέατρο, η Βασιλική της Χρυσοπολίτισσας, το Φρούριο των Σαράντα Κολόνων.
Βρίσκεται σε κεντρική περιοχή της οροσειράς του Τροόδους, στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Πιτσιλιάς, μεταξύ των χωριών Λαγουδερά και Σαράντι. Από το 1985 περιλαμβάνεται, μαζί με εννέα άλλες τοιχογραφημένες βυζαντινές εκκλησίες του Τροόδους, στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Πρόκειται για το καθολικό ομώνυμης Μονής που οικοδομήθηκε μέσα στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, σε μια περίοδο που ο μοναστικός βίος ανθούσε στην Κύπρο. Σήμερα, εκτός από την εκκλησία, σώζεται και ένα διώροφο μοναστηριακό κτίριο στη βόρεια πλευρά της, το οποίο χρησιμοποιείται ως κατοικία του ιερέα. Η εκκλησία ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του μονόκλιτου ναού με τρούλο, του οποίου η στέγη εξωτερικά διαμορφώνεται σε σχήμα σταυρού. Αργότερα, ίσως μέσα στον 14ο αιώνα, η εκκλησία καλύφθηκε με ξύλινη αμφικλινή στέγη, στρωμένη με επίπεδα αγκιστρωτά κεραμίδια. Η προέκταση της στέγης δημιουργεί στις τρεις πλευρές του ναού, εκτός από τη δυτική, μια στεγασμένη στοά κλειστή με ξύλινο δικτυωτό. Ο τρούλος καλύπτεται από ξεχωριστή στέγη, σε αντίθεση με άλλες εκκλησίες της οροσειράς του Τροόδους. Ο ναός εσωτερικά είναι κατάγραφος. Σύμφωνα με επιγραφή που βρίσκεται πάνω από τη βόρεια είσοδο του ναού, η εκκλησία διακοσμήθηκε με δαπάνη του Λέοντος Αυθέντη τον Δεκέμβριο του 1192. Πρόκειται για εξαιρετικής ποιότητας υστεροκομνήνειες τοιχογραφίες, οι οποίες αποτελούν την πιο ολοκληρωμένη σειρά τοιχογραφιών της Μέσης Βυζαντινής περιόδου στην Κύπρο και εκφράζουν τις σύγχρονες τάσεις που διέπουν την τέχνη της Κωνσταντινούπολης. Ο ζωγράφος της Παναγίας του Άρακος ταυτίζεται από μερικούς μελετητές με τον Θεόδωρο Αψευδή, ο οποίος στα 1183 ζωγράφισε την Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου στην Πάφο.
Βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες της οροσειράς του Τροόδους. Είναι κτισμένη στην ανατολική όχθη ενός μικρού χείμαρρου, τρία χλμ. νοτίως του χωριού Νικητάρι. Σε επιγραφή που χρονολογείται στα 1105/6 και βρίσκεται πάνω από τη νότια είσοδο του ναού, αναφέρεται ότι κτήτορας της Μονής ήταν ο Μάγιστρος Νικηφόρος Ισχύριος, μετέπειτα μοναχός Νικόλαος. Η ίδρυση της Μονής χρονολογείται στα 1099, ενώ συνεχίζει να λειτουργεί και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, οπότε εγκαταλείπεται. Η εκκλησία αποτελείται από δύο μέρη: τον μονόκλιτο καμαροσκεπή κυρίως ναό και το νάρθηκα, ο οποίος προστέθηκε κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες που σώζονται σήμερα ανήκουν σε διαφορετικές χρονολογικές περιόδους. Το παλαιότερο σύνολο χρονολογείται στα 1105/6 και εκφράζει τις νέες τάσεις της ζωγραφικής της περιόδου των Κομνηνών. Οι τοιχογραφίες αυτές απηχούν την τέχνη της Κωνσταντινούπολης, από όπου θα πρέπει να προερχόταν και ο ζωγράφος που τις δημιούργησε, και αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα σύνολα βυζαντινής τέχνης της περιόδου. Η ισχυρή επίδραση της πρωτεύουσας εξηγείται από το γεγονός ότι ο τότε αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός (1081-1118) κατέστησε την Κύπρο τη σημαντικότερη στρατιωτική βάση της νοτιοανατολικής Μεσογείου, λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών της εποχής.
Βρίσκεται σε κεντρική περιοχή της οροσειράς του Τροόδους, στο βόρειο τμήμα της κοιλάδας της Σολέας. Είναι κτισμένη στη δυτική όχθη του ποταμού Κλάριου/Καρκώτη, σε απόσταση δύο περίπου χλμ. νοτιοδυτικά του χωριού Κακοπετριά. Ο Άγιος Νικόλαος της Στέγης αποτελεί μοναδικό, σωζόμενο στην Κύπρο, παράδειγμα καθολικού βυζαντινής Μονής η ίδρυση της οποίας τοποθετείται, κατά πάσα πιθανότητα, στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα. Τότε χρονολογείται η εκκλησία, ενώ οι παλαιότερες γραπτές μαρτυρίες που έχουμε για τη μονή ανάγονται στα τέλη του 13ου-αρχές του 14ου αιώνα. Η μονή αυτή ήκμασε τόσο κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο όσο και κατά τη Φραγκοκρατία, ενώ κατά το 18ο αιώνα επήλθε η παρακμή, με αποτέλεσμα να διαλυθεί μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Από τότε φαίνεται ότι λειτουργούσε ως ξωκλήσι και ως προσκύνημα, όπως και σήμερα. Εκτός από την εκκλησία, δεν σώζονται άλλα κτήρια του μοναστηριού. Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού ανήκει στην κατηγορία του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο.
Ο Άγιος Νικόλαος της Στέγης είναι διακοσμημένος εσωτερικά με τοιχογραφίες που τοποθετούνται χρονολογικά σε διάφορες περιόδους, οι οποίες καλύπτουν διάστημα μεγαλύτερο των 600 χρόνων.
Η εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Αγία Σωτήρα) βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της οροσειράς του Τροόδους, κτισμένη πάνω σε ένα μικρό λόφο που δεσπόζει του ανατολικού τμήματος του χωριού Παλαιχώρι. Η εκκλησία κτίστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα και ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του ξυλόστεγου μονόκλιτου ναού. Ο νάρθηκας, που φαίνεται ότι υπήρχε τουλάχιστον από τις αρχές του 17ου αιώνα, εκτείνεται δυτικά και νότια του ναού υπό μορφή στοάς και καλύπτεται από την ίδια αμφικλινή στέγη.
Βρίσκεται σε κεντρική περιοχή της οροσειράς του Τροόδους, στο βόρειο τμήμα της κοιλάδας της Σολέας. Είναι κτισμένη μέσα σε μια στενή και εύφορη κοιλάδα του ποταμού Κλάριου/Καρκώτη, μερικές εκατοντάδες μέτρα βορείως του χωριού Γαλάτα.
Βρίσκεται σε κεντρική περιοχή της οροσειράς του Τροόδους, μέσα στην κοιλάδα της Μαραθάσας. Είναι κτισμένη σε ένα λόφο πάνω από το χωριό Μουτουλλάς. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή στο βόρειο τοίχο του Ιερού Βήματος, ο ναός κτίστηκε και τοιχογραφήθηκε στα 1280 με δαπάνη του «Ιωάννη του Μουτουλλά» και της συζύγου του Ειρήνης, οι οποίοι απεικονίζονται να κρατούν το ομοίωμα της εκκλησίας. Ενδέχεται, λοιπόν, να πρόκειται για ιδιωτικό παρεκκλήσιο. Η εκκλησία ανήκει στον γνωστό αρχιτεκτονικό τύπο των ξυλόστεγων μονόχωρων ναών της οροσειράς του Τροόδους. O νάρθηκας προστέθηκε σε κατοπινό στάδιο, μετά τις αρχές του 16ου αιώνα, και περιβάλλει τη δυτική και βόρεια πλευρά της εκκλησίας. Η ξύλινη αμφικλινής στέγη καλύπτει και το νάρθηκα. Όσον αφορά το ζωγραφικό διάκοσμο του ναού, αξίζει να αναφερθεί ότι πρόκειται για τις μόνες ακριβώς χρονολογημένες τοιχογραφίες του 13ου αιώνα (1280) που σώζονται στην Κύπρο.
Είναι κτισμένη μέσα στο χωριό Πεδουλάς. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή που βρίσκεται πάνω από τη βόρεια είσοδο, η εκκλησία κτίστηκε και τοιχογραφήθηκε στα 1474 με δαπάνη του ιερέα Βασίλειου Χάμαδου. Ο ιερέας εικονίζεται πάνω από την κτητορική επιγραφή, συνοδευόμενος από τη σύζυγο και τις δύο θυγατέρες του, να προσφέρει ομοίωμα της εκκλησίας στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Η εκκλησία ανήκει στον τύπο των ξυλόστεγων μονόχωρων ναών της οροσειράς του Τροόδους. Ο νάρθηκας, που την περιβάλλει από τη νότια και δυτική πλευρά, χρησίμευε ως γυναικωνίτης λόγω του μικρού μεγέθους του ναού.
Η εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ συγκαταλέγεται ανάμεσα στις λίγες της Κύπρου που διέσωσαν το όνομα του ζωγράφου που τις ιστόρησε. Πρόκειται για τον ντόπιο Μηνά, ο οποίος καταγόταν από την περιοχή της Μαραθάσας. Το ξύλινο γραπτό τέμπλο της εκκλησίας, σύγχρονο με τις τοιχογραφίες, είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα του είδους που σώζονται στην Κύπρο. Στο επιστύλιο του τέμπλου αυτού υπάρχει ζωγραφισμένο το οικόσημο του μεσαιωνικού Βασιλείου της Κύπρου. Δίπλα σε αυτό υπάρχει και ο δικέφαλος αετός, σύμβολο των Παλαιολόγων, των τελευταίων βασιλέων του Βυζαντίου.
Βρίσκεται σε κεντρική περιοχή της οροσειράς του Τροόδους, μέσα στην κοιλάδα της Μαραθάσας. Είναι κτισμένη στην ανατολική όχθη του ποταμού Σέτραχου, απέναντι από το χωριό Καλοπαναγιώτης. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ιδρύθηκε η μονή. Το καθολικό, που είναι αφιερωμένο στον Άγιο Ηρακλείδιο, ανάγεται στον 11ο αιώνα. Το μοναστήρι συνέχισε να υφίσταται μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Από τότε λειτουργεί μόνο ως ναός. Ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο και χρονολογείται στον 11ο αιώνα. Κατά το 12ο αιώνα προστέθηκε στη βόρεια πλευρά του, πάνω από τον τάφο του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, ένα καμαροσκέπαστο ομώνυμο παρεκκλήσιο. Αυτό κατέρρευσε και ξανακτίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου το 18ο αιώνα. Στα μέσα του 15ου αιώνα κτίστηκε, στα δυτικά και των δύο προηγούμενων κτισμάτων, ένας κοινός νάρθηκας.
Κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα προστέθηκε στα βόρεια του παρεκκλησιού του Αγίου Ιωάννη, ένα καμαροσκέπαστο παρεκκλήσιο, γνωστό ως το «λατινικό» παρεκκλήσιο, λόγω της υπόθεσης ότι κτίστηκε για τις λατρευτικές ανάγκες των Λατίνων. Σε άγνωστη χρονική στιγμή, μεταξύ του 15ου και των αρχών του 18ου αιώνα, ολόκληρο το συγκρότημα καλύφθηκε από μια τεράστια ξύλινη στέγη με επίπεδα αγκιστρωτά κεραμίδια. Έτσι, ο τρισυπόστατος αυτός ναός απέκτησε εξωτερικά την όψη ενός μεγάλου ξυλόστεγου κτηρίου.
Ο ζωγραφικός διάκοσμος της μονής ανάγεται στον 11ο αιώνα και φτάνει μέχρι και τον 14ο αιώνα. Η διακόσμηση του νάρθηκα είναι, σύμφωνα με επιγραφή, έργο Κωσταντινουπολίτη ζωγράφου που κατέφυγε στην Κύπρο μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης στα 1453. Το ξύλινο τέμπλο του ναού του Αγίου Ηρακλειδίου, το οποίο φέρει γραπτή διακόσμηση που μιμείται οικόσημα, χρονολογείται στον 13ο-14ο αιώνα. Πρόκειται για το αρχαιότερο σωζόμενο ξύλινο τέμπλο της Κύπρου. Στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή σώζεται η κάρα του Αγίου, μέσα σε αργυρεπίχρυση λειψανοθήκη, τοποθετημένη σε ειδική κόγχη.
Βρίσκεται σε κεντρική περιοχή της οροσειράς του Τροόδους, στο νότιο άκρο του χωριού Πελέντρι, η ύπαρξη του οποίου μαρτυρείται από τα τέλη του 12ου αιώνα. Η σημερινή μορφή της εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού οφείλεται σε προσθήκες και επεμβάσεις διαφόρων εποχών. Η αρχική της φάση χρονολογείται γύρω στα μέσα του 12ου αιώνα και ανήκε μάλλον στον τύπο του μονόκλιτου ναού με τρούλο.
Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της οροσειράς του Τροόδους, στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Πιτσιλιάς, σε απόσταση περίπου πέντε χλμ. βορειοανατολικά του χωριού Πλατανιστάσα. Πρόκειται για το καθολικό ομώνυμης μονής, που οικοδομήθηκε στα τέλη του 15ου αιώνα. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές η ονομασία «Αγιασμάτι» προέρχεται από τη λέξη Αγίασμα. Άλλη εκδοχή συνδέει την ονομασία με την περιοχή Αγιασμάτι της δυτικής Μικράς Ασίας, μια τοποθεσία που αναφέρεται σε σχέση με την άλωση της Κωνσταντινούπολης στα 1453. Ένα ενδεχόμενο είναι να κατέφυγαν πρόσφυγες από την περιοχή αυτή στην Κύπρο και να ίδρυσαν λίγο αργότερα ένα μοναστήρι στα βουνά του νησιού, δίνοντάς του το ίδιο όνομα με αυτό της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Από τα υπόλοιπα μοναστικά κτίσματα, σώζονται σήμερα μόνο κάποια ερείπια κελιών στο νότιο τμήμα του ναού. Πρόκειται για ένα μονόκλιτο ξυλόστεγο ναό, καλυμμένο με επίπεδα, αγκιστρωτά κεραμίδια. Ολόκληρο το εσωτερικό της εκκλησίας, ακόμη και τα τέσσερα δοκάρια που συγκρατούν τη ξύλινη στέγη, είναι ζωγραφισμένο. Οι τοιχογραφίες αυτές έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια και παρουσιάζουν έναν συγκερασμό της βυζαντινής παλαιολόγειας τέχνης και της τοπικής λαϊκής ζωγραφικής, με στοιχεία από την τέχνη της ιταλικής Aναγέννησης.