Ένα τοπόσημο της περιοχής των Αμπελοκήπων, η Σεβαστοπούλειος Εργατική Σχολή, που αποτυπώνει την ιστορία της τεχνικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, χαρακτηρίστηκε ομόφωνα μνημείο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων.
Άξιες διατήρησης και χαρακτηρισμού κρίθηκαν από τα μέλη του Συμβουλίου οι δύο κάθετες στην οδό Π. Κυριακού εγκάρσιες πτέρυγες του κεντρικού κτιριακού συγκροτήματος, η κατοικία του επόπτη και το γυμναστήριο χωρίς τις νεωτερικές επεμβάσεις του (χώροι υγιεινής), καθώς διαθέτουν αξιολόγα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά στοιχεία.
Αντίθετα, τα μέλη του Συμβουλίου αποφάσισαν τον μη χαρακτηρισμό ως μνημείων της ημιδιώροφης πτέρυγας του κεντρικού κτιρίου, που χτίστηκε το 1950 επί της οδού Κοτυαίου, καθώς κρίθηκε ότι υπέστη μη αναστρέψιμες βλάβες λόγω εργασιών κατεδάφισης, καθώς και του τριώροφου τμήματος του κεντρικού κτιρίου επί της οδού Τιμ. Φιλήμονος, προσθήκες του 1950, του 1960 και του 1967, καθώς δεν διαθέτουν αξιόλογα χαρακτηριστικά και επιπλέον έχουν αλλοιωθεί λόγω μεταγενέστερων επεμβάσεων που έχουν δεχθεί.
Η κήρυξη ωστόσο δεν βάζει τέλος στην πολυετή ταλαιπωρία του συγκροτήματος, το οποίο έχει γίνει «μήλο της έριδος» ανάμεσα στον φερόμενο ως ιδιοκτήτη «Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» και στον δήμο Αθηναίων. Ο δήμος είχε παραχωρήσει στις αρχές του 20ού αιώνα το οικόπεδο στον Σύλλογο για την ανέγερση του συγκροτήματος, ωστόσο με δύο πρόσφατες ομόφωνες αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου έχει αποφασίσει την ανάκληση της δωρεάς, καθώς κρίνεται ότι η δωρεά έγινε το 1908 για κοινωφελείς εκπαιδευτικούς σκοπούς, οι οποίοι δεν εξυπηρετούνται σήμερα.
Σήμερα το κεντρικό κτίριο του συγκροτήματος δεν βρίσκεται σε λειτουργία, ενώ τα δύο μικρότερα κτίρια χρησιμοποιούνται από τον Σύλλογο. Το κτίριο του Επόπτη φιλοξενεί τη διοίκηση του Συλλόγου και τη βιβλιοθήκη Δροσίνη, ενώ το κτίριο του Γυμναστηρίου λειτουργεί ως χώρος συνεδρίασης και εκδηλώσεων. Εξάλλου, ο Σύλλογος προτίθεται να ανεγείρει νέο πολυώροφο κτίριο για την εγκατάσταση ΙΕΚ. Για το σκοπό αυτό, είχε προχωρήσει το 2012 σε αίτημα κατεδάφισης πτέρυγας του συγκροτήματος επί της οδού Κοτυαίου, το οποίο ενέκρινε η Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Αττικής (πρώην ΕΝΜΑ). Ωστόσο, τον Φεβρουάριο του 2015 η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Monumenta» διατύπωσε ερώτημα στην Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων για το αν είχε χορηγηθεί έγκριση κατεδάφισης. Η Υπηρεσία προέβη σε αναστολή των εργασιών, προκειμένου να εξεταστεί η ορθότητα των στοιχείων που είχαν υποβληθεί. Κατά την αυτοψία παραδόθηκε στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας αντίγραφο βιβλίου με το ιστορικό της ίδρυσης της Σχολής, στο οποίο περιλαμβάνονται δημοσιευμένα στοιχεία τεκμηρίωσης του συγκροτήματος, στοιχεία που κατά την Υπηρεσία τέθηκαν για πρώτη φορά υπόψη της. Ακολούθησε νέα αυτοψία κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι στα κτίρια προς κατεδάφιση συμπεριλαμβάνεται ενσωματωμένο τμήμα κτιρίου του αρχικού συγκροτήματος, χρονολογούμενο ως προγενέστερο των 100 τελευταίων ετών, άρα θα πρέπει να αξιολογηθεί ως προς τον χαρακτηρισμό του ή μη, οπότε το θέμα παραπέμφθηκε στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων. Το Συμβούλιο εξέτασε το θέμα, συμπεραίνοντας ότι δεν το αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς και η έριδα μεταξύ Συλλόγου και δήμου Αθηναίων.
Σημειώνεται, πάντως, ότι κατά την πρόσφατη συνεδρίαση του ΚΣΝΜ, ο δήμος ζήτησε το χαρακτηρισμό του συνόλου του συγκροτήματος, εκτός από μία προσθήκη ορόφου στο κεντρικό κτίριο το 1967, και την ανακατασκευή της πτέρυγας που κατεδαφίστηκε. Κατά την παρουσία τους στη συνεδρίαση του Συμβουλίου, την άποψη αυτή υποστήριξαν και μέλη του Πολιτιστικού και Περιβαλλοντικού Συλλόγου Κέντρου Αμπελοκήπων, ενώ και η «Monumenta» συνηγορούσε με την άποψη αυτή σημειώνοντας σε επιστολή της ότι «η διατήρηση του συγκροτήματος θα προστατεύσει την αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης, σε μια περιοχή όπου διατηρούνται και άλλα ιστορικά κτίρια. Η διατήρηση της Σεβαστοπουλείου Σχολής και των χαμηλών υψών συμβάλλει καθοριστικά στην προστασία και των υπόλοιπων ιστορικών κτιρίων και της ιστορικής ταυτότητας και φυσιογνωμίας της πόλης».
Εξάλλου, εκπρόσωποι των τεχνικών υπηρεσιών του δήμου Αθηναίων εξήγησαν ότι πρόσφατα ο δήμος ανέδειξε ένα παρόμοιο συγκρότημα, το Κέντρο Αποκατάστασης Πολιτικών Αναπήρων Ψυχικού (ΚΑΠΑΨ) διατηρώντας στη θέση τους και τα μηχανήματα τεχνικής εκπαίδευσης των νέων, πρακτική που προτείνεται και για το συγκρότημα της Σεβαστοπούλειου Σχολής. Σχετικά με τον μηχανολογικό εκπαιδευτικό εξοπλισμό, η Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων Αττικής έχει προτείνει την καταγραφή και παραπομπή του για εξέταση από το ΚΣΝΜ. Πρόκειται για παλαιά μηχανήματα που χρησίμευαν για την τεχνική εκπαίδευση των μαθητών και τα οποία είναι αποθηκευμένα στην κεντρική πτέρυγα του κτιρίου.
Σύμφωνος με το χαρακτηρισμό του κτιρίου ήταν και ο Σύλλογος Ωφελίμων Βιβλίων, τα μέλη του ΔΣ του οποίου ζήτησαν από το Συμβούλιο να παρθούν γρήγορα αποφάσεις για το χαρακτηρισμό και για τη μελέτη αποκατάστασης και ανέγερσης νέων πτερύγων που έχουν καταθέσει ώστε να προχωρήσουν το ζήτημα της αξιοποίησης της Σχολής για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Η Σεβαστοπούλειος Εργατική Σχολή συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των ιδρυμάτων που ιστορικά προώθησαν την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα από το 1831 μέχρι τον Μεσοπόλεμο. Η ιδέα για την ίδρυση της σχολής διατυπώνεται τον Απρίλιο του 1903, ενώ τον Οκτώβριο του 1903 ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης υπέβαλε στο διοικητικό συμβούλιο του «Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» σχετική έκθεση, η οποία συντάχθηκε κατ’ εντολή του Δημητρίου Βικέλα. Η έκθεση προέβλεπε την ίδρυση «Πρακτικής Σχολής Ωφελίμων Γνώσεων» με σκοπό την επαγγελματική κατάρτιση των παιδιών που δεν συνέχιζαν τις σπουδές τους στη Μέση Εκπαίδευση. Έπειτα από αίτημα του Δημητρίου Βικέλα, ο έμπορος από τη Χίο Κωνσταντίνος Σεβαστόπουλος άφηνε σε διαθήκη του 300.000 δραχμές για την ίδρυση σχολής που θα έφερε το όνομά του και θα λειτουργούσε σύμφωνα με καταστατικό που του υπέβαλε ο Σύλλογος και ενέκρινε ο ίδιος. Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Σεβαστόπουλου στις 2 Νοεμβρίου 1907 και σε εκτέλεση της διαθήκης του, ο Βικέλας ξεκίνησε την ανέγερση της Σχολής στους Αμπελόκηπους με βάση πρότυπο σχέδιο της σχολής Somasco της Γαλλίας. Η Σχολή θεμελιώθηκε στις 24 Απριλίου του 1908. Τα σχέδια εκπόνησε ο αρχιτέκτονας Αριστείδης Μπαλάνος. Το οικόπεδο για την ανέγερση παραχωρήθηκε με δωρεά από το δήμο Αθηναίων. Το 1909 ο δήμος επέκτεινε την αρχική δωρεά του με συμπληρωματική έκταση για να ανεγερθεί και το γυμναστήριο της Σχολής.
Η Σχολή περιλάμβανε δύο τμήματα, το «Σπουδαστήριο», το οποίο θα συμπλήρωνε περαιτέρω τις γνώσεις του δημοτικού σχολείου των μαθητών, και το «Εργαστήριο», όπου οι μαθητές θα διδάσκονταν τη χρήση εργαλείων ξυλουργικής, σιδηρουργικής και χαρτοκοπτικής. Το αρχικό συγκρότημα της Σχολής περιελάμβανε ένα κεντρικό κτίριο σχήματος Πι με τον αύλειο χώρο του και δύο επιπλέον κτίρια, το ένα προοριζόμενο για τον επόπτη της Σχολής και το άλλο για γυμναστήριο.
Η φοίτηση στη Σχολή ήταν τριετής και απευθυνόταν σε παιδιά ηλικίας 12-14 ετών. Η φοίτηση γινόταν κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων και εκτός από τα τεχνικής φύσεως μαθήματα, οι σπουδαστές αποκτούσαν και γενικότερη εκπαίδευση.
Η Σχολή λειτούργησε ομαλά μέχρι το 1912, αλλά στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων επιτάχθηκε πολλαπλά. Μετά τη λήξη και του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, στο πλαίσιο της αμερικανικής βοήθειας διατέθηκαν χρήματα για κτιριακές επεμβάσεις. Η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1959 με σαφή αναφορά στην οργάνωση της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει την εξέλιξη της Σχολής. Έτσι ο Σύλλογος προχωρά σε εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών του και με την έκδοση δύο σχετικών οικονομικών αδειών, το 1960 και το 1967, επεκτείνεται το συγκρότημα. Το 1968 τοποθετείται και η προτομή του ευεργέτη Κ. Σεβαστόπουλου. Η επόμενη Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση το 1976 δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί στη Σεβαστοπούλειο, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωσή της το 1978 και την ενοικίαση των χώρων της στο Δημόσιο για τη στέγαση τεχνικών λυκείων. Το 1982 ωστόσο αναστέλλεται η λειτουργία της Σχολής. Η επαναλειτουργία της εξετάστηκε το 1988 με νέο αντικείμενο εκπαίδευσης. Τα κτίρια του συγκροτήματος βρίσκονταν σε λειτουργία μέχρι την τελευταία δεκαετία, οπότε και θεωρήθηκαν ακατάλληλα από τον ΟΣΚ για τη λειτουργία των σχολείων που φιλοξενούσαν γιατί δεν πληρούσαν τις προδιαγραφές ασφαλείας. Σήμερα το κτίριο του Επόπτη φιλοξενεί τη διοίκηση του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ωφελίμων Βιβλίων και τη βιβλιοθήκη Δροσίνη, ενώ το κτίριο του Γυμναστηρίου λειτουργεί ως χώρος συνεδρίασης και εκδηλώσεων του Συλλόγου.