Σήμα κατατεθέν για τους επισκέπτες στα Τρίκαλα αποτελεί το Φρούριο της πόλης, το οποίο δεσπόζει για αιώνες τώρα στην ίδια θέση, μεγαλοπρεπές και σιωπηλό. Παρά τις πολεμικές δοκιμασίες και τη φθορά του χρόνου στέκει εκεί αγέρωχο, ξεχωρίζοντας για την αρχιτεκτονική κατασκευή του. Ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές που έκαναν, κατά καιρούς, ξένοι και Έλληνες περιηγητές, για το Φρούριο.
Τις πρώτες αναφορές για το κάστρο και τα επί μέρους κτίσματα τις γνωρίζουμε από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή (Evliya Çelebi), ο οποίος πέρασε από την πόλη περίπου στα μέσα του 17ου αιώνα, όπως σημειώνει, στο πλαίσιο εργασίας που πήρε τη μορφή βιβλίου με τίτλο Το φρούριο, το ρολόγι και το Βυζαντινό υδραγωγείο των Τρικάλων, ο Τρικαλινός ερευνητής Νεκτάριος Κατσόγιαννος.
«Ήταν ένα βενετικό (;) οικοδόμημα (κτίσμα) μέσα σε ένα πλάτωμα, πάνω σ’ ένα άσπρο, απότομο και λείο βράχο, με κατεύθυνση προς νότο (προς το μέρος το οποίο κατευθύνονται οι μουσουλμάνοι όταν προσεύχονται). Ήταν ένα δυνατό, ισχυρό φρούριο, πολύ απότομο, στέρεο, φτιαγμένο από λαξευτές (πελεκημένες) πέτρες. Η περίμετρός του ήταν 2.100 βήματα (πόδια). Προς τη δυτική πλευρά μόνο μία πόρτα, αλλά ήταν μία γερή διπλή σιδερένια πόρτα. Τα ντουβάρια (οι τοίχοι) ήταν διπλά και απότομα. Μέσα από την εξωτερική πόρτα υπάρχει άλλη μία διπλή σιδερένια πόρτα. Ανάμεσα στις δύο πόρτες υπάρχουν πέντε τον αριθμό μικρά οικοδομήματα (κτίρια) που ήταν μικρά ξεχωριστά φρούρια ή ακροπόλεις. Από εδώ βαδίζοντας προς τα επάνω στον απότομο βράχο, υπάρχει άλλη μία σιδερένια πόρτα. Μέσα από αυτήν την πόρτα είναι ένα κεντρικό φρούριο (ακρόπολη). Σε αυτό το κεντρικό υπάρχουν σπίτια για 10 άτομα ή στρατιώτες το καθένα, ένα τζαμί, ένα ψηλό ρολόγι του οποίου η φωνή ακούγεται από κάθε σημείο. Αγορά, παζάρι, κατοικημένα μέρη δεν υπάρχουν. Από δω προς τα πάνω περπατώντας στον απότομο βράχο μέχρι εκεί που μπορεί να φθάσει κανείς, βρίσκεται ένα εσωτερικό φρούριο.
»Προς τη δυτική πλευρά αυτού του εσωτερικού φρουρίου υπάρχει μία γερή σιδερένια πόρτα, αλλά είναι πολύ μικρή (είσοδος 3ου διαμερίσματος). Άλογο ή γαϊδούρι (;) δεν χωράει να μπει. Τέλος αυτό το εσωτερικό φρούριο είναι πολύ στερεό και γερό (ύψιστο βαθμό) και στις τέσσερις γωνίες του (άκρες του), υπάρχουν τέσσερα φρούρια καθένα από τα οποία υψώνονται προς τον ουρανό. Μέσα σ’ αυτό το φρούριο έχουν κεχρί, σιτάρι, μη αποφλοιωμένο, όριζα, καθώς έλεγαν οι βοηθοί (οι φρουροί) είναι γεμάτα μέχρι πάνω, στην κορυφή τους. Σ’ ένα φρούριο υπάρχουν όπλα και άλλα πολεμικά εργαλεία και όργανα. Η στενότητα του φρουρίου το κάνει να φαίνεται σαν φυλακή. Μέσα ήταν τόσο στενό το φρούριο που κανένας δεν μπορούσε να καθίσει. Αυτό το εσωτερικό φρούριο ήταν τόσο ψηλό που φαινόταν από τη μεριά του ήλιου ο βράχος της Καλαμπάκας (Καlabak) και εξ ολοκλήρου το βουνό με το φρούριο των κοριτσιών (μοναστήρι Αγίου Στεφάνου). Τα βουνά της Κασσάνδρας και του Καβάζ, η Μύτη του Ιερεμία (Ermiye), το βουνό της Θεσσαλονίκης (Sebanik) και του Χορτιάτη (;) (Hortae)» αναφέρει ο ερευνητής.
Τα στοιχεία δόθηκαν ακριβώς όπως τα αναφέρει ο Οθωμανός περιηγητής. Δεν μπορεί να ελεγχθεί, όπως διευκρινίζει ο κ. Κατσόγιαννος, εάν και πόσο ορισμένα από αυτά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Πολλά χρόνια αργότερα ένας άλλος περιηγητής, ο Άγγλος Ληκ, προσθέτει, που πέρασε από την πόλη το 1805, γράφει για το κάστρο: «Το κάστρο των Τρικάλων βρίσκεται σε λόφο, απόληξη από τα Χάσια. Είναι μεσαιωνικών χρόνων με συχνές επισκευές. Έχει σημαντική έκταση και έναν πύργο στην κορυφή του. Πύργος, που εποπτεύει μία μεγάλη περιοχή της θαυμάσιας πεδιάδας της πάνω Θεσσαλίας, από τους Σταγούς έως το Μοσχολούρι, έχοντας στο βάθος τον Κόζιακα και τα Άγραφα». Στη συνέχεια συνέκρινε το κάστρο με τα τρικαλινά χαμόσπιτα: «Ενώ πάνω ψηλά υψωνόταν η μεγαλοπρεπής τειχογυρισμένη ακρόπολη, κάτω κυριαρχούσαν τα φτωχά ισόγεια σπίτια».
Για το κάστρο μιλάει και ο Αμπελακιώτης δάσκαλος Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, στο βιβλίο του Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία, ο οποίος πέρασε από τα Τρίκαλα (1820-1830).
«(…) «Η μακρινή θεωρία της πόλεως ταύτης τω όντι είναι θαυμασία. Από μακράν πλέον βλέπομεν το παλαιόν καστέλλι. (…) Ωραιότατη είναι η θέα από το φρούριον, το τοσάκις κρημνισθέν και ανακτισθέν διά των πολλών πολέμων, των οποίων το θέατρον εχρημάτισεν ούτος ο τόπος, όστις φαίνεται, ότι επλάσθη από την φύσιν διά τον θρόνον της ειρήνης. Εις ένα ημικύκλιον υψώνονται ολόγυρα αι σειραί του δασώδους Πίνδου, και καταθέλγουσι τας όψεις του θεωρητού».
Η όμορφη θέα της πόλης και της γύρω περιοχής πάνω από το κάστρο τον κάνει ονειροπόλο και συναισθηματικό. Το εκφράζει με τα παρακάτω λόγια:
«(…) Ομολογούν, όχι την μουσικήν και τέχνην, η φύσις, και αυτή η αίσθησις, μόνον εδώ ημπορούσε να εξυπνήση».
Πολλά στοιχεία για το κάστρο δίνει και ο Έλληνας στρατιωτικός Νικόλαος Σχινάς στις οδοιπορικές του σημειώσεις του 1886: «Βορειοδυτικός της πόλεως υψούται λόφος, εφ ού το νυν φρούριον, αποτελούμενον εκ τίνος περιβόλου, εν ω νυν αποθήκαι υλικού πολέμου, εκτισμένον επί του αρχαίου της Τρίκκης τείχους (αρκτικώς του οποίου κείται λόφος επικρατών αυτού). Κατά την ΒΑ του φρουρίου άκραν διαχωρίζεται η ακρόπολις, εν η πυριτιδαποθήκη. Από των επάλξεων της ακροπόλεως ωραίον και θαυμαστόν προς τα πέριξ παρέχεται θέαμα ιδίως δε προς το, υπό των άδενδρων Χασιωτικων ορέων και του συδένδρου αποτόμου όμως και τραχέος όρους Κόζακα, σχηματιζόμενον στενόν, δι ου ο Πηνειός εκ της Πίνδου κατερχόμενος φέρεται εις την πεδιάδα…».
Λεπτομερή περιγραφή για το κάστρο και τα εντός αυτού παλιά κτίσματα κάνουν κι άλλοι περιηγητές και συγγραφείς, σύμφωνα με τον κ. Κατσόγιαννο.