Η περιοχή της κεντρικής Ηπείρου καταλαμβάνει το βορειοδυτικό τμήμα της ελληνικής χερσονήσου. Συνορεύει στα βόρεια με την Αλβανία, στα ανατολικά με τους νομούς Γρεβενών, Καστοριάς, Κοζάνης και Τρικάλων, στα δυτικά με το νομό Θεσπρωτίας και στα νότια με τους νομούς Άρτας και Πρέβεζας. Οι θέσεις από τις οποίες προέρχεται η υπό εξέταση κεραμική εντάσσονται σε δύο γεωγραφικές ενότητες: το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων [Δωδώνη, Επισκοπή Σερβιανών, Καστρίτσα, Κάστρο Ιωαννίνων, Κρύα, Νεοχωρόπουλο (Παλαμπούτι και κιβωτιόσχημος τάφος)] και την ορεινή περιφέρεια (Βίτσα, Ελαφότοπος, Καλπάκι, Κάτω Κόνιτσα, Κάτω Πεδινά, Λιατοβούνι, Μαζαράκι) (σημ. 1) (εικ. 1).
Μετά την καταγραφή και την ταξινόμηση του υλικού σε κατηγορίες βάσει του χρώματος, της επεξεργασίας της επιφάνειας και της παρουσίας ή μη διακόσμησης, αναγνωρίζονται επτά κεραμικές κατηγορίες: με πλαστική, εγχάρακτη, εμπίεστη διακόσμηση, μονόχρωμη, πορτοκαλέρυθρη, αμαυρόχρωμη και πορτοκαλέρυθρη με γραπτή μελανή στιλπνή διακόσμηση (εικ. 2-8). Παράλληλα, μετά τη δειγματοληψία και τη διενέργεια λεπτών τομών σε 122 όστρακα, διαπιστώνεται ότι στην Κρύα οι κεραμείς χρησιμοποιούσαν τρεις ομάδες κεραμικών υλών, ενώ στο Λιατοβούνι τέσσερις. Και στις δύο περιπτώσεις φαίνεται ότι οι κεραμικές ύλες ήταν σε χρήση καθόλη τη διάρκεια της ζωής των δύο οικισμών (σημ. 3). Τα υλικά της Επισκοπής Σερβιανών παρουσιάζουν αρκετή ποικιλία και δεν μπορούν να ομαδοποιηθούν σε συγκεκριμένες κατηγορίες, ενώ στις πρώτες ύλες κατασκευής των κεραμικών του Κάστρου Ιωαννίνων σημειώνονται γενικά ομοιότητες. Οι κύριες διακοσμητικές μέθοδοι που εφαρμόστηκαν από τους κεραμείς της Ηπείρου ήταν η πλαστική, η εμπίεστη, η εγχάρακτη και η γραπτή. Όσον αφορά στις κατασκευαστικές μεθόδους, η πλειονότητα των αγγείων φαίνεται ότι κατασκευάστηκε με την «τεχνική των κουλούρων», η οποία αναγνωρίζεται στα σπασίματα των τοιχωμάτων και ειδικότερα στο σημείο ενώσεως των κουλούρων.
Tα χειροποίητα αγγεία της κεντρικής Ηπείρου διακρίνονται στις ακόλουθες γενικές κατηγορίες ως προς την υποτιθέμενη χρήση τους: σκεύη πολλαπλών χρήσεων (ανοιχτά-κλειστά), μαγειρικά-τροφοπαρασκευαστικά και αποθηκευτικά.
H συχνή απουσία κάθετης στρωματογραφίας στις θέσεις της κεντρικής Ηπείρου, σε συνδυασμό με την αδυναμία αναγνώρισης αλλαγών στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των σκευών της ηπειρωτικής κεραμικής κατά την Εποχή Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στη διαμόρφωση μίας τοπικής χρονικής ακολουθίας των κεραμικών κατηγοριών. Ο προσδιορισμός της σχετικής χρονολόγησης της κεραμικής βασίστηκε στο σύνολο των στρωματογραφικών ακολουθιών των υπό εξέταση θέσεων (σημ. 4), στις διαθέσιμες ραδιοχρονολογήσεις (εικ. 9) και σε τυπολογικά παράλληλα από τις γειτονικές περιοχές.
Όσον αφορά στην κεραμική με πλαστική διακόσμηση με βάση τα μορφολογικά (χρώμα εξωτερικής επιφάνειας) και τεχνολογικά χαρακτηριστικά τους (κεραμική ύλη), τα σύνολα από το χώρο Ι στη Δωδώνη (ανατολικό τμήμα Ιερού) (εικ. 10), την περιοχή της αποστραγγιστικής τάφρου στην Καστρίτσα (εικ. 11) , την Κρύα Ι (τέλος 12ου-τέλος 10ου αι. π.Χ.), το Παλαμπούτι (Νεοχωρόπουλο) και τον Ελαφότοπο φαίνεται ότι αποτελούν μια ομάδα, που με βάση τη ραδιοχρονολόγηση από το Παλαμπούτι (1730–1529 π.Χ.) θα μπορούσε να ξεκινά στο τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού και να συνεχίζεται στην Ύστερη. Μία δεύτερη ομάδα αποτελούν τα σύνολα από το χώρο ΙΙ της Δωδώνης (δυτικό τμήμα Ιερού) (εικ. 10), την Ακρόπολη της Καστρίτσας, την Επισκοπή, το Κάστρο, τη Βίτσα και το Λιατοβούνι, τα οποία μπορούν να χρονολογηθούν βάσει στρωματογραφικών δεδομένων στην αρχή της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Η μονόχρωμη κεραμική φαίνεται ότι συνέχιζε τη νεολιθική παράδοση, όπως αυτή αποτυπώνεται στο κεραμικό σύνολο από τη θέση Δολιανά κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα (Ντούζουγλη 1996, 117-119· Douzougli et Zachos 2002, 124-143). Απαντά σε όλες τις υπό εξέταση θέση. Εμφανίζει μια παραλλαγή, που χαρακτηρίζεται από καστανομέλανο έως μελανό χρώμα και πολύ καλά λειασμένη ή ενίοτε στιλβωμένη εξωτερική επιφάνεια (εικ. 12) (σημ. 5). Οι θέσεις όπου εμφανίζεται η κεραμική αυτής της παραλλαγής είναι οι ακόλουθες: Δωδώνη χώροι Ι και ΙΙ, Καστρίτσα, Κρύα Ι, Λιατοβούνι Ι, ΙΙ (11ος-10ος αι. π.Χ.) και Ελαφότοπος. Η παραλλαγή αυτή βάσει στρωματογραφικών συσχετισμών και τυπολογικών παραλλήλων χρονολογείται στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού ή στη μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού.
Η παρουσία ακέραιων δειγμάτων της αμαυρόχρωμης Ι σε κλειστά σύνολα (τάφοι Κάτω Πεδινών και Κάτω Κόνιτσας) (εικ. 12) αντανακλά με σχετική ασφάλεια την εμφάνιση της στην Ήπειρο κατά την ΥΕΙΙΙΓ περίοδο. Σύγχρονη με την κατηγορία 6α ή λίγο μεταγενέστερη φαίνεται ότι ήταν και η πορτοκαλέρυθρη Ι κεραμική. Στην Κρύα, στη Δωδώνη και στο Λιατοβούνι εντοπίζεται μαζί με όστρακα της αμαυρόχρωμης Ι.
Η αμαυρόχρωμη ΙΙ κεραμική, σύμφωνα με τα κτερίσματα των τάφων στο Λιατοβούνι (Ντούζουγλη 1996, 20, 22· Douzougli and Papadopoulos 2011, 45-46), χρονολογείται από τον 10ο αι. π.Χ. και εξής. Στην ίδια περίοδο με την αμαυρόχρωμη ΙΙ φαίνεται, βάσει της στρωματογραφίας από την Κρύα και το Λιατοβούνι, ότι άρχισε να παράγεται και η πορτοκαλέρυθρη ΙΙ κεραμική.
Η σκιαγράφηση της οργάνωσης της κεραμικής παραγωγής βασίζεται στις παραμέτρους της τυποποίησης, της επένδυσης εργασίας και της δεξιοτεχνίας. Η τυποποίηση αναλύεται ως προς το σχήμα, την κεραμική ύλη, την τεχνολογία κατασκευής και τις διακοσμητικές μεθόδους.
Το ρεπερτόριο των σχημάτων τόσο στην Εποχή του Χαλκού όσο και στην Εποχή του Σιδήρου παρουσιάζει σχετική ποικιλομορφία, η οποία οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι τα σκεύη εξυπηρετούσαν ένα ευρύ φάσμα χρήσεων. Κατά την εποχή του Χαλκού θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η κεραμική στην κεντρική Ήπειρο εξυπηρετούσε αποκλειστικά καθημερινές ανάγκες. Η ύπαρξη ειδικών κοινωνικών πρακτικών και σκευών, που θα μπορούσαν να συνδεθούν με αυτές, δεν μπορεί να προταθεί με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Στο τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού κάνει την εμφάνισή του το σχήμα της χειροποίητης υψίποδης κύλικας, το οποίο χαρακτηρίζεται από έντονη τυποποίηση. Η ταυτόχρονη χρήση του σε σημαντικό αριθμό θέσεων του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων είναι ενδεικτική «μαζικής παραγωγής», που υπερβαίνει τα όρια της οικιακής παραγωγής και υποδεικνύει τεχνική εξειδίκευση (εικ. 13).
Οι κεραμικές συνταγές φαίνεται ότι μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά και παραμένουν αναλλοίωτες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην κατασκευή των αγγείων μεγάλου μεγέθους ακολουθήθηκε η τεχνική των κουλούρων, ενώ για τα μικρότερα η «τσιμπητή» τεχνική. Όσον αφορά στην επεξεργασία της επιφάνειας τα αγγεία στην πλειονότητά τους είναι αδρά λειασμένα, ενώ συχνά καλύπτονται με επίχρισμα ή στίλβωση. Η απουσία κεραμικών κλιβάνων στην περιοχή της κεντρικής Ηπείρου (σημ. 6), καθώς και η μελέτη των τεχνολογικών χαρακτηριστικών της κεραμικής υποδηλώνουν ότι η όπτηση των αγγείων λάμβανε χώρα σε ανοιχτή φωτιά. Στην παράμετρο της διακόσμησης, παρατηρείται τυποποίηση στα διακοσμητικά μοτίβα μεταξύ ακόμη και απομακρυσμένων περιοχών, γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση ότι είτε υπήρχε επαφή μεταξύ των παραγωγών είτε οι τεχνίτες ήταν μετακινούμενοι και ικανοποιούσαν τις ανάγκες πολλών κοινοτήτων σε μια εκτεταμένη γεωγραφικά περιοχή. Η υιοθέτηση και εφαρμογή της γραπτής αμαυρόχρωμης διακόσμησης φαίνεται ότι συνιστούσε παράγοντα σκόπιμης διαφοροποίησης στις τοπικές κοινότητες της κεντρικής Ηπείρου. Όλα τα αγγεία της αμαυρόχρωμης Ι ήταν χειροποίητα, όπως και όλα τα προϊόντα των υπολοίπων τοπικών κεραμικών κατηγοριών. Η τεχνική κατασκευής των αγγείων ήταν κατά συνέπεια οικεία στους κεραμείς και δεν υφίστατο λόγος να θεωρηθεί ότι αποτελούσε προϊόν εισαγωγής. Επρόκειτο τεχνικά για μία κεραμική κατηγορία, η οποία θα μπορούσε να παράγεται από τους ντόπιους κεραμείς ταυτόχρονα με τις άλλες κατηγορίες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.
Η απουσία στίλβωσης από το μεγαλύτερο ποσοστό των αγγείων της κεντρικής Ηπείρου ισοδυναμούσε με μικρή επένδυση χρόνου από την πλευρά των κεραμέων. Η επίθεση, ωστόσο, επιχρίσματος, που έχει διαπιστωθεί σε σημαντικό αριθμό σκευών, απαιτούσε επιπρόσθετο χρόνο εργασίας. Δεξιοτεχνία προϋπόθετε η κατασκευή μεγάλων πιθαριών, καθώς και η διακόσμηση της εξωτερικής επιφάνειας των αγγείων με επίθετη πλαστική διακόσμηση και ειδικότερα με γραπτά αμαυρόχρωμα μοτίβα.
Από την εξέταση της κατανομής των κεραμικών κατηγοριών στα οικιστικά και ταφικά σύνολα της κεντρικής Ηπείρου προκύπτουν τα ακόλουθα όσον αφορά στην παράμετρο της κατανάλωσής τους:
Δείγματα της κεραμικής με πλαστική διακόσμηση εντοπίστηκαν μόνο σε οικισμούς και σε μεγαλύτερο ποσοστό σε εκείνους του λεκανοπεδίου, όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία. Η μονόχρωμη κεραμική απαντά σε οικιστικά και σε ταφικά σύνολα. Σε όλα τα οικιστικά σύνολα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην κεντρική Ήπειρο συνυπήρχε με την κεραμική με πλαστική διακόσμηση, αλληλοσυμπληρώνοντας η μία την άλλη (σημ. 7). Η πορτοκαλέρυθρη κεραμική δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της προσπάθειας των ντόπιων κεραμέων να δημιουργήσουν μία κατηγορία λεπτότεχνης κεραμικής ανάλογη της «μυκηναϊκής». Με τον καιρό επικράτησε και αντικατέστησε σταδιακά τις δύο κύριες χειροποίητες κεραμικές τοπικές κατηγορίες. Το σχήμα της υψίποδης κύλικας αποτελούσε μία από τις πιο ιδιαίτερες δημιουργίες των κεραμέων. Αγγεία της χειροποίητης εκδοχής της υψίποδης κύλικας δεν βρέθηκαν σε κανένα ταφικό σύνολο ούτε του λεκανοπεδίου ούτε της ορεινής ενδοχώρας. Δείγματα της αμαυρόχρωμης Ι και ΙΙ κεραμικής εντοπίστηκαν σε οικιστικά σύνολα του λεκανοπεδίου και σε οικιστικά και ταφικά σύνολα της ορεινής ενδοχώρας. Στη φάση Ι μεγαλύτερη συχνότητα καταγράφεται στους οικισμούς του λεκανοπεδίου, όπως προκύπτει από τα συγκριτικά δεδομένα των οικισμών της Κρύας και του Λιατοβουνίου (εικ. 15). Το γεγονός ότι στο ανατολικό τμήμα της Κρύας, στην τομή VII, σημειώθηκε συγκέντρωση δεκαπέντε πίθων οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η πρακτική της αποθήκευσης στον οικισμό λάμβανε χώρα σε συγκεκριμένο χώρο. Στα ταφικά σύνολα παρατηρείται η επαναλαμβανόμενη χρήση συγκεκριμένων αγγείων πόσης (κυπέλλων, κανθάρων) και προσφοράς (πρόχοι, αρύταινες) της μονόχρωμης, πορτοκαλέρυθρης και αμαυρόχρωμης κεραμικής κατηγορίας, τα οποία συνυπάρχουν συνήθως με κοσμήματα και χάλκινα όπλα. Στη Δωδώνη το ανατολικό και δυτικό τμήμα του χώρου διαφοροποιούνται ως προς τη χρήση των κεραμικών κατηγοριών και των τύπων των αγγείων. Ειδικότερα, στο ανατολικό τμήμα δεν βρέθηκαν σχεδόν καθόλου όστρακα της πορτοκαλέρυθρης και της αμαυρόχρωμης κεραμικής. Επιπροσθέτως, από εκεί και ειδικότερα από την περιοχή του ναού της Θέμιδας Ζ προέρχεται μία ομάδα μικρογραφικών αγγείων (κύπελλα και κάνθαροι), τα οποία λόγω του μεγέθους τους ήταν αδύνατο να είναι χρηστικά (εικ. 16). Πιθανότατα, στο ανατολικό τμήμα του Ιερού της Δωδώνης, κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού – Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, ασκούνταν μία μορφή υπαίθριας λατρείας (σημ. 8).
Στην Εποχή του Χαλκού ο μικρός βαθμός τυποποίησης της κεραμικής παραγωγής, σε συνδυασμό με την απουσία ειδικών χώρων προοριζόμενων για την άσκησή της, σχετιζόταν, πιθανότατα, με το ότι αποτελούσε προϊόν μη εντατικοποιημένης παραγωγής. Σημειώνεται σκόπιμη διαφοροποίηση στο σχήμα των αγγείων, που σχετίζεται με τη χρηστική λειτουργία τους, και σκόπιμη τυποποίηση στην κεραμική ύλη, την επεξεργασία της επιφάνειας, τη διακόσμηση και την όπτηση. Η κεραμική παράδοση της Εποχής του Χαλκού εκφράστηκε μέσω της κεραμικής με πλαστική διακόσμηση και της μονόχρωμης. Στην κατασκευή των σκευών ακολουθήθηκαν οι ίδιες τεχνολογικές διαδικασίες. Όσον αφορά στις πρώτες ύλες, οι τεχνίτες, καθ΄ όλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού, χρησιμοποιούσαν την ίδια άργιλο στην παραγωγή των αγγείων. Το σχηματολόγιο χαρακτηριζόταν από έντονη συντηρητικότητα, καθώς για αιώνες επαναλαμβάνονταν οι ίδιοι τύποι σκευών. Φαίνεται ότι σε κάθε θέση η κεραμική παραγωγή αποσκοπούσε στην κάλυψη των αναγκών των μελών της ομάδας. Ωστόσο, στο τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, με βάση τα στοιχεία από μεμονωμένους τάφους, η κατάσταση φαίνεται να αλλάζει. Η παρουσία πολύτιμων αντικειμένων μεταξύ των κτερισμάτων (χάλκινα όπλα, κοσμήματα και μυκηναϊκή κεραμική) είναι ενδεικτική στοιχειώδους κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Η οριοθέτηση των τάφων σε στρατηγικά σημεία της ενδοχώρας συνδέεται, ενδεχομένως, με την εμφάνιση μιας ομάδας ισχυρών ατόμων (πολεμιστών;), που αντλούσαν τη δύναμή τους από τη δυνατότητά τους να ελέγχουν τις μετακινήσεις και την κυκλοφορία πολύτιμων αγαθών.
Η έναρξη της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου σηματοδοτείται από την εμφάνιση δύο νέων κεραμικών κατηγοριών: της πορτοκαλέρυθρης και της αμαυρόχρωμης. Παράλληλα, συνέχισαν να παράγονται και να χρησιμοποιούνται οι δύο κεραμικές κατηγορίες της Εποχής του Χαλκού. Τα σκεύη όλων των κατηγοριών εξακολουθούσαν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους να είναι χειροποίητα, αλλά διαπιστώθηκαν σημαντικές αλλαγές στην τεχνολογία κατασκευής τους. Σημειώνεται σκόπιμη διαφοροποίηση στα σχήματα των αγγείων και τη διακόσμηση και σκόπιμη τυποποίηση στην κεραμική ύλη, την επεξεργασία της επιφάνειας και την όπτηση. Όσον αφορά στην επεξεργασία της επιφάνειας, τα αγγεία στην πλειονότητά τους εξακολουθούσαν να είναι αδρά λειασμένα, ενώ συχνά καλύπτονταν με επίχρισμα ή στίλβωση. Στις επιφάνειες των αγγείων, σε αντίθεση με την Εποχή του Χαλκού, κυριαρχούσαν οι ανοιχτοί τόνοι χρωμάτων (πορτοκαλέρυθρο, ανοιχτό καστανό, ωχροκάστανο), γεγονός που συνδέεται, πιθανότατα, με αλλαγές στις συνθήκες όπτησης και τη χρήση διαφορετικών πηγών πρώτης ύλης. Οι κεραμικές ύλες που χρησιμοποιούσαν οι κεραμείς για την κατασκευή των δύο νέων κατηγοριών (πορτοκαλέρυθρης και αμαυρόχρωμης) ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό οι ίδιες και σε ορισμένες περιπτώσεις (κυρίως στο Λιατοβούνι) κοινές με των δύο άλλων κατηγοριών (της κεραμικής με πλαστική διακόσμηση και της μονόχρωμης). Το σχηματολόγιο δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες αλλαγές με την εξαίρεση της υιοθέτησης μερικών νέων τύπων, οι οποίοι στην πλειονότητά τους συνδέονταν με το ταφικό τελετουργικό και ανήκαν στις δύο νέες κεραμικές κατηγορίες. Η εισαγωγή του παράγοντα της διακόσμησης αποτελεί τη σημαντικότερη καινοτομία στον τομέα της κεραμικής παραγωγής γιατί επηρέαζε τη δομή των σχέσεων των ιδιοτήτων των αγγείων. Με βάση την αλληλεπίδραση πορτοκαλέρυθρης – αμαυρόχρωμης, τη δημιουργία του υβριδικού τύπου της κύλικας και τη χρήση τοπικών πρώτων υλών είναι δυνατό να υποστηριχτεί ότι μέλη των τοπικών κοινωνιών είχαν εκπαιδευτεί στην αμαυρόχρωμη τεχνική. Η οργάνωση της παραγωγής διαφοροποιείται πλέον, καθώς απαιτείται ασφαλώς περισσότερος χρόνος αλλά προστίθενται και νέα στάδια (επιλογή και εύρεση πρώτης ύλης για βαφή, σχεδίαση του μοτίβου στο αγγείο). Πιθανότατα, σηματοδοτεί το πέρασμα από τη μη εντατικοποιημένη στην εντατικοποιημένη παραγωγή. Παρατηρείται, επομένως, κατά τον 10ο αι. π.Χ., ένας εμπλουτισμός του υλικού πολιτισμού. Οι επιλογές των ατόμων πληθαίνουν, η ζήτηση και οι ανάγκες των ανθρώπων διευρύνονται. Δεν πρόκειται για μια εποχή παρακμής και απομόνωσης αλλά για μια εποχή ακμής, προόδου και εξέλιξης.
Ελένη Βασιλείου
Αρχαιολόγος Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων
* Το παρόν άρθρο αποτελεί περίληψη της ομότιτλης διδακτορικής διατριβής, που υποστηρίχτηκε και εγκρίθηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στις 13 Μαΐου 2015, υπό την επίβλεψη του Καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας Στυλιανού Ανδρέου, τον οποίο η συγγραφέας επιθυμεί να ευχαριστήσει θερμότατα από αυτή τη θέση. Επίσης, θερμές ευχαριστίες οφείλονται στους δάσκαλους μου, Δρα Κωνσταντίνο Ζάχο και Δρα Αγγέλικα Ντούζουγλη.