Στο βορειοδυτικότερο άκρο της θεσσαλικής γης, ανάμεσα στους ορεινούς όγκους της Πίνδου και των Χασίων, υψώνεται το Μετεωρίτικο συγκρότημα που με το ύψος του διακόπτει τη μονοτονία του απέραντου κάμπου και προκαλεί δέος και έκσταση. Το ταξίδι σε δύο Μονές, αυτή της Αγίας Τριάδος και της γυναικείας Μονής Αγίου Στεφάνου γίνεται με τη συνδρομή της Προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Τρικάλων, Κρυσταλλίας Μαντζανά.
Σε επιβλητικό και μεγαλόπρεπο απότομο βράχο είναι σκαρφαλωμένη η Μονή της Αγίας Τριάδος, στην οποία παλιότερα ανέβαινε κανείς με ανεμόσκαλα ή με το παραδοσιακό δίχτυ. Στα 1925 έγινε η λαξευτή κλίμακα με τα 140 περίπου σκαλοπάτια της, που χρησιμοποιεί ο σημερινός επισκέπτης. Κατά την παράδοση, που δεν επιβεβαιώνεται, όμως, και από άλλες μαρτυρίες και πηγές, η μονή πρωτοκτίστηκε το 1438 από κάποιο μοναχό Δομέτιο, για τον οποίο δεν αναφέρονται άλλα στοιχεία. Δεν αποκλείεται, όπως συνέβη και σε άλλους μετεωρίτικους βράχους, οι πρώτοι ερημίτες να έκτισαν εδώ τα ασκηταριά τους στις αρχές του 14ου αιώνα. Αυτά τα στοιχεία αποτελούν προϊόν εργασίας της Προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Τρικάλων, Κρυσταλλίας Μαντζανά.
Μιλώντας για τη Μονή της Αγίας Τριάδος, επισημαίνει πως ο σημερινός κυρίως ναός αντιπροσωπεύει την αρχαιότερη σωζόμενη οικοδομική φάση του μοναστηριού, είναι το πιο ενδιαφέρον από τα κτίσματά του και, όπως μαρτυρεί ενεπίγραφη πλάκα στο νότιο εξωτερικό τοίχο, κτίσθηκε στα 1475/76.
Ο κυρίως ναός, εξηγεί στη συνέχεια, είναι ένας μικρός σταυροειδής δικιόνιος ναός με τρούλλο και τοιχογραφίες που, σύμφωνα με τη σχετική επιγραφή, είναι έργο των ζωγράφων Αντωνίου ιερέα και του αδελφού του Νικολάου και ανηγέρθηκε στα 1741. Το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται και στο παλαιό ξυλόγλυπτο τέμπλο του κυρίως ναού, το οποίο έχει κλαπεί από ιερόσυλους το 1979 και έχει αντικατασταθεί σήμερα από νεότερο. Μαζί εκλάπησαν και οι παλαιές αξιόλογες εικόνες του τέμπλου όπως: η εικόνα της Παναγίας, ιστορημένη στα 1718 «δια χειρός Ρίζου» από την επαρχία των Αγράφων και η εικόνα του Χριστού με χρονολογία 1662. Ο ευρύχωρος θολοσκέπαστος εσωνάρθηκας αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στον κυρίως ναό, που κτίστηκε το 1689 και τοιχογραφήθηκε το 1692. Το κτιριακό συγκρότημα της μονής συμπληρώνουν η τράπεζα, τα κελιά, αίθουσες υποδοχής, δεξαμενές και άλλοι βοηθητικοί χώροι, όλα σήμερα ανακαινισμένα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, σύμφωνα με την ίδια, το παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου, που συναντάει κανείς στα αριστερά του, προχωρώντας στον κλειστό διάδρομο μετά την είσοδο της μονής. Είναι μικρός κυκλικός ναός με θόλο, λαξευμένος στο βράχο, κατάγραφος με καλής τέχνης τοιχογραφίες. Σύμφωνα με επιγραφή κτίστηκε και αγιογραφήθηκε στα 1682 και, ίσως αρχικά, πριν από τη διαμόρφωσή του σε ναό, να χρησίμευε ως ασκητήριο κάποιου ερημίτη.
Ωστόσο, η κα Κρυσταλλία Μαντζανά, δεν παραλείπει να τονίσει πως σε παράλληλη τροχιά με το Μετεωρίτικο συγκρότημα, που έχει εγγραφεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ξετυλίγονται τα πάμπολλα και διάσπαρτα σε κάθε γωνιά του νομού μνημεία της μεταβυζαντινής περιόδου. Ναοί, κωδωνοστάσια, εικονογραφικά σύνολα, εικόνες κ.λπ., έχουν ως αφετηρία τα μετεωρίτικα σύνολα, αλλά δέχονται επιδράσεις και από τη γειτονική Ήπειρο και τη Μακεδονία, γεγονός που δείχνει τον άρρηκτο καλλιτεχνικό δεσμό ανάμεσα σ’ αυτές τις περιοχές αλλά και στη συχνή μετακίνηση των καλλιτεχνών. Οι οικογένειες των Χιονιαδιτών, των Σαμαριναίων και Καλλαρυτινών ζωγράφων μεταφέρουν με το καλέμι τους την τέχνη αλλά και ιδέες, θέματα και προγράμματα που εφάρμοσαν στον τόπο καταγωγής τους, εμπλουτισμένα με δυτικές επιδράσεις σε επιμέρους στοιχεία και λεπτομέρειες και με προσαρμογή στις λαϊκές επιταγές της περιοχής.
Τέλος, η κα Μαντζανά κάνει ειδική αναφορά στο γυναικείο μοναστήρι της Μονής Αγίου Στεφάνου. Γυναικεία και πολυδραστήρια μονή, που κτίστηκε στο α’ μισό του 15ου αιώνα με αρχικό καθολικό έναν μικρό ναΐσκο, που πιθανότατα γύρω στα 1545 ή λίγο αργότερα έγινε και η αγιογράφηση του από άγνωστο, αλλά με ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ικανότητες, ζωγράφο. Στα 1798 κτίστηκε το σημερινό επιβλητικό καθολικό, προς τιμήν του Αγίου Χαραλάμπους, του οποίου η κάρα φυλάσσεται στη μονή, δώρο πολυτίμητο ρουμανικών ηγεμονικών οίκων.
Με ιδέες και εργασίες των ιδίων των μοναχών, η παλαιά Τράπεζα της μονής μετατράπηκε σε μουσείο, όπου εκτίθενται αξιόλογα εκκλησιαστικά κειμήλια, όπως φορητές μεταβυζαντινές εικόνες, χρυσοκέντητα άμφια και άλλα υφαντά, ξυλόγλυπτοι σταυροί, περίτεχνα έργα αργυροχοΐας και μεταλλοτεχνίας. Πλούσια είναι και η συλλογή των χειρογράφων, αρκετά από τα οποία κοσμούνται με πολύχρωμα διακοσμητικά μοτίβα, καταλήγει η Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Τρικάλων.