Κι αν το θέατρο θεωρείται «προϊόν» και επίτευγμα της αθηναϊκής δημοκρατίας –με ρόλο μάλλον ήσσονος σημασίας για τη Μακεδονία– τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Κι αν το θέατρο είναι φυσικό «παιδί» της αθηναϊκής δημοκρατίας, το μακεδονικό βασίλειο όμως κατάφερε να το «επικοινωνήσει» ως τα πέρατα του κόσμου. Πολιτικές καθαρά οι διαφορές των εννοιών, με τις οποίες αντιμετωπίζεται το θέατρο από τη γέννησή του μέχρι τον κολοφώνα της δόξας του (5ος-4ος αι. π.Χ.) αλλά και τη μετατροπή του σε θέαμα στα ρωμαϊκά χρόνια.
«Η διάδοση και η επικράτηση της θεατρικής τέχνης στον χώρο του μακεδονικού βασιλείου φαίνεται πως έγινε με τον ίδιο τρόπο και περίπου στον ίδιο χρόνο που επιτελέστηκε σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο όπου κατοικούσε ελληνικός πληθυσμός. Περίπου στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. έχουμε τις πρώτες μαρτυρημένες παραστάσεις εκτός Αθηνών σε μεγάλες αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας. Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., η τάση να παίζονται θεατρικά έργα σε όλη την ελληνική επικράτεια αρχίζει να γενικεύεται. Στην Αθήνα, κατά τον χρυσό αιώνα του Περικλή, το θέατρο αποτελούσε το αποκορύφωμα της κυριαρχίας του δήμου. Στη Μακεδονία στον κολοφώνα της δόξας σπουδαίων βασιλέων, αρχής γενομένης από τον Αρχέλαο που το εισήγαγε στον τόπο του, εξυπηρέτησε τους στόχους της ηγεσίας και της άρχουσας τάξης και υπήρξε ο διαμεσολαβητής ανάμεσα στον βασιλιά και τον λαό» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης Πολυξένη Αδάμ-Βελένη, με αφορμή πρόσφατη διάλεξή της με τίτλο «Θέατρο και θέαμα στην Αρχαία Μακεδονία».
«Το θέατρο αποτελεί καθρέπτη της εποχής του, η εξέλιξή του κατά τους μετέπειτα χρόνους θα πρέπει απαραιτήτως να παρακολουθείται μέσα στο ιστορικό του πλαίσιο, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη τις πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές και οικονομικές συνθήκες που το επηρεάζουν και εν τέλει το διαμορφώνουν. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, δεν συνεχίζεται το γνώριμο θέατρο της κλασικής Αθήνας ή έστω της ελληνιστικής επικράτειας, το θεατρικό φαινόμενο όμως έχει ήδη εδραιωθεί, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της δημόσιας ζωής απανταχού στον ελλαδικό κόσμο και έχει εξελιχτεί ανάλογα με την κοινωνία, η οποία κατά καιρούς το έθρεψε και στην οποία εν τέλει απευθυνόταν. Κι ας μην ξεχνούμε ότι μετά την κοσμοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου όλο το ανατολικό κομμάτι της Μεσογείου μέχρι τα βάθη της Μέσης Ανατολής ήταν ελληνόφωνο και είχε την παράδοση του ελληνικού θεάτρου το οποίο ανέβαινε σε εξαιρετικής αρχιτεκτονικής θεατρικά οικοδομήματα μέχρι και την ύστερη αρχαιότητα», τονίζει η κα Βελένη. Αντίστοιχα θέματα ανακύπτουν και με τη μελέτη του θεάτρου κατά τη ρωμαϊκή εποχή.
«Εισαγωγέας» του θεάτρου στη Μακεδονία θεωρείται ο βασιλιάς Αρχέλαος (414-399 π.Χ.), ο οποίος, αφού ανασυγκρότησε το βασίλειο μεταφέροντας την πρωτεύουσα από τις Αιγές στην Πέλλα, επιδίωξε να δημιουργήσει στερεότερες πνευματικές και καλλιτεχνικές σχέσεις με τη νότια Ελλάδα. Στο ανακτορικό του συγκρότημα φρόντισε να φιλοξενηθούν οι διασημότεροι καλλιτέχνες της εποχής του. Ανάμεσά τους ο ποιητής και μαθητής του Σωκράτη, Αγάθωνας, και ο Ευριπίδης. Ο τελευταίος θα φτάσει στη Μακεδονία το 408 π.Χ., ύστερα από πρόσκληση του βασιλιά, για να κάνει γνωστή την τέχνη του στους εκλεκτούς εταίρους της πρωτεύουσας και να τη διαδώσει στην ενδοχώρα του βασιλείου. Εδώ, θα περάσει τα τελευταία του χρόνια και, κατά την παράδοση, θα βρει δύο χρόνια αργότερα, το 406 π.Χ., τραγικό θάνατο στο κυνήγι, στην περιοχή της αρχαίας Αρέθουσας, στο ανατολικό τμήμα του σημερινού νομού Θεσσαλονίκης. Θάφτηκε στη Μακεδονία με ξεχωριστές τιμές, οι Αθηναίοι, όμως, διεκδικώντας την αποκλειστική δόξα του τραγικού. ανήγειραν προς τιμήν του κενοτάφιο.
Δεν γνωρίζουμε, επιπλέον, αν ο μεγάλος δραματουργός ήρθε μόνος του και αν ανέλαβε ο ίδιος να διδάξει έργα του σε εκλεκτούς εταίρους ή αν τον συνόδευαν και άλλοι καλλιτέχνες σχετικοί με το θέατρο. Δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία για τον αριθμό και την ταυτότητα των έργων που ανέβηκαν. Λέγεται, ωστόσο, ότι τα δύο τελευταία έργα του, τις Βάκχες και ένα χαμένο σήμερα, και άγνωστο σε εμάς, έργο προς τιμήν του βασιλιά Αρχελάου, με ομώνυμο τίτλο, τα συνέγραψε στη μακεδονική αυλή.
Σύντομα, πάντως, η πρωτεύουσα φαίνεται πως απέκτησε πιο μόνιμο θέατρο το οποίο δεν έχει ακόμη εντοπιστεί ανασκαφικά, η ύπαρξή του, όμως, μαρτυρείται στον Πλούταρχο.
Σε κείμενα του Πλουτάρχου αναφέρεται ότι ο Μ. Αλέξανδρος θέλησε να κατασκευαστεί το προσκήνιο του θεάτρου στην Πέλλα από χαλκό. Την οίηση του Μ. Αλεξάνδρου ανέκοψε ο τεχνικός σύμβουλος του έργου καθώς τον έπεισε ότι κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται για λόγους ακουστικής.
Την παρουσία θεάτρου και την επιρροή των τριών τραγικών, αλλά προπαντός του Ευριπίδη, στη Μακεδονία, «αποδεικνύει» σειρά ευρημάτων. Εκατοντάδες αγγεία και σκύφοι που εντοπίστηκαν σε πρόσφατες ανασκαφές στο μακεδονικό χώρο φέρουν στην πήλινη επιφάνειά τους αφηγούμενες σκηνές. Η συχνότητα των ανάγλυφων αυτών διακοσμήσεων, σε αγγεία πόσεως καθημερινής χρήσεως ή σε πιο πολυτελή συμποσιακά σκεύη φανερώνει ότι ήταν αναγνωρίσιμες από τους χρήστες τους, οι οποίοι θα έβλεπαν συχνά θεατρικές παραστάσεις έργων του.
Πληθώρα κινητών ευρημάτων σχετικών με το θέατρο δείχνει θεατρική δραστηριότητα σε πόλεις της αρχαίας Μακεδονίας, όπως οι Αιγές, η Πέλλα, η Όλυνθος, η Αμφίπολη,το Δίον, η Μίεζα, η Θάσος, οι Φίλιπποι, η Θεσσαλονίκη. Στη Μακεδονία έχουν έρθει στο φως συνολικά δεκατρία κτήρια θεαμάτων που χρονολογούνται από τον 5ο αι. π.Χ. μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ.