Το κτήριο του Βαρβακείου Λυκείου, κατόπιν Βαρβακείου Προτύπου Σχολής, αποτελεί μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση του ρόλου των εμβληματικών εκπαιδευτικών κτηρίων στην Αθήνα του 19ου αιώνα. Το Βαρβάκειο παίζει σημαντικό ρόλο μεταξύ των δημοσίων κτηρίων της Αθήνας, εμφανιζόμενο συνεχώς σε διάφορα κρατικά έγγραφα και κείμενα αρχιτεκτόνων που αναφέρονται σε ζητήματα σχετικά με τη χωροθέτηση αυτών των κτηρίων και τη γενικότερη σχέση τους με την πόλη. Το παρόν άρθρο εξετάζει τους λόγους αυτού του ενδιαφέροντος.
Μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους το 1830, οι ελληνικές αρχές προσπάθησαν να δημιουργήσουν στην Αθήνα, πρωτεύουσα του βασιλείου, μια ευρωπαϊκή πόλη που θα αντικαθιστούσε τον υπάρχοντα προεπαναστατικό οικισμό, ο οποίος δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις δυτικοευρωπαϊκές αρχές πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού της εποχής (εικ. 1). Το σχέδιο της νέας πόλης θα ήταν μία μοντέρνα «απάντηση» στον μεσαιωνικό αστικό ιστό, ο οποίος ήταν το αποτέλεσμα μιας ελεύθερης, «οργανικής» ανάπτυξης. Η δημόσια αρχιτεκτονική θα ήταν ουσιαστικής σημασίας για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού: όλα τα επίσημα κτήρια θα χωροθετούνταν αποκλειστικά στην περιοχή της νέας πόλης, όπου θα ήταν δυνατό να περιβληθούν με τον αναγκαίο δημόσιο χώρο. Ο τελευταίος θα ακολουθούσε επίσης τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα σε μέγεθος και χαράξεις, πράγμα που δεν συνέβαινε στην οθωμανική Αθήνα.
Η κατανόηση των σχεδίων για τη νέα πόλη της Αθήνας και του ρόλου των δημοσίων κτηρίων σε αυτά προϋποθέτει την κατανόηση της θέσης που είχε τότε η Αθήνα στον κόσμο. Από ιδεολογική άποψη, αυτή η θέση ήταν απολύτως εξέχουσα μεταξύ όλων των πόλεων του Ελληνισμού. Μετά την αναζωογόνηση του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος για τις ελληνικές αρχαιότητες, που οδήγησε στο κίνημα του κλασικισμού (σημ. 1), η Αθήνα, λόγω της υπεροχής των αρχαίων της μνημείων, αποτέλεσε για τους αρχαιόφιλους την ενσάρκωση του κλασικού κόσμου (σημ. 2), πράγμα που φυσικά μέτρησε αποφασιστικά στην επιλογή της ως πρωτεύουσας (σημ. 3). Επιπλέον, η επιλογή ως βασιλιά της Ελλάδας του Όθωνα, γιου του Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, του μεγαλύτερου ίσως αρχαιολάτρη μεταξύ όλων των τότε Ευρωπαίων εστεμμένων, ενίσχυσε το ιδεολογικό πλαίσιο της δημιουργίας της νέας πρωτεύουσας.
Η επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας βασιζόταν στην επιθυμία δημιουργίας ιδεολογικής ενότητας για το νέο βασίλειο και εξηγεί γιατί η Αθήνα προτιμήθηκε έναντι άλλων πιο κατάλληλων πόλεων. Η επιθυμητή ιδεολογική ενότητα έπρεπε να ικανοποιεί το διπλό αίτημα για την επανασύνδεση της Ελλάδας με το αρχαίο της παρελθόν και την ένταξή της στα πολιτισμένα έθνη της Ευρώπης. Αυτό σήμαινε ότι η Ελλάδα έπρεπε να διαγράψει κάθε ίχνος του οθωμανικού της παρελθόντος και να αναδημιουργηθεί βάσει της αρχαίας της κληρονομιάς. Και φυσικά, η πιο κατάλληλη πόλη γι’ αυτό ήταν η Αθήνα, όπου η παρουσία του αρχαίου παρελθόντος ήταν εντονότερη από οπουδήποτε αλλού (σημ. 4).
Βασικός παράγοντας για τον εξευρωπαϊσμό του νεοσύστατου κράτους θα ήταν οι θεσμοί του, βασισμένοι φυσικά στους αντίστοιχους των δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Και οι καταλληλότεροι εκπρόσωποι αυτών των θεσμών και, κατά συνέπεια, τεκμήρια του εξευρωπαϊσμού της Ελλάδας, θα ήταν τα κτήρια που θα τους στέγαζαν. Αυτό εξηγεί την ιδιαίτερη σημασία που απέκτησαν τα δημόσια κτήρια και τον αποφασιστικό ρόλο τους στη διαμόρφωση της ελληνικής πρωτεύουσας. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι, αντίθετα με τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στην Αθήνα το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε όχι στα διοικητικά κτήρια, σύμβολα της εξουσίας, αλλά στα κτήρια που στέγαζαν πνευματικούς θεσμούς και προπαντός αυτά που σχετίζονταν με την εκπαίδευση, παραπέμποντας στα περίφημα πνευματικά ιδρύματα της αρχαιότητας. Η αναγεννημένη Ελλάδα αναμενόταν να αναλάβει την πολιτιστική αναγέννηση ολόκληρης της ιστορικής της περιοχής –κατά το μεγαλύτερο μέρος τότε ακόμη οθωμανικό έδαφος– και την αναγέννηση της αρχαίας δόξας της στον πολιτιστικό τομέα (σημ. 5). Γι’ αυτό το λόγο, τα εκπαιδευτικά κτήρια έγιναν αντικείμενο μεγαλύτερης προσοχής και έγιναν πιο μνημειώδη από τα διοικητικά οικοδομήματα.
Αν το ιδεολογικό πλαίσιο εξηγεί τις προθέσεις στη δημιουργία της νεοκλασικής Αθήνας, η οικονομική πραγματικότητα του νεοσύστατου κράτους εξηγεί κάτω από ποιες συνθήκες χτίστηκαν τελικά τα δημόσια κτήρια της πρωτεύουσας. Το ελληνικό βασίλειο περιλάμβανε τις φτωχότερες επαρχίες του Ελληνισμού, ενώ τα μεγάλα αστικά κέντρα είχαν μείνει εκτός των συνόρων του (σημ. 6). Η εξέχουσα θέση του Ελληνισμού στην οικονομική ζωή των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής δεν οφειλόταν στους κατοίκους του μικρού ελληνικού βασιλείου, αλλά στους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, των Ιονίων Νήσων (σημ. 7) και των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων (σημ. 8).
Εντούτοις, παρ’ όλη την οικονομική του ασημαντότητα σε όλο το 19ο αιώνα, το ελληνικό κράτος είχε αναλάβει έργα που υπερέβαιναν τις δυνατότητές του (σημ. 9), λόγω της αντιστρόφως ανάλογης ιδεολογικής του θέσης στον ελληνικό κόσμο. Η έστω και μερική πραγματοποίηση αυτών των έργων έγινε δυνατή σχεδόν αποκλειστικά μέσω δωρεών των πλουσίων Ελλήνων της Διασποράς, οι οποίες, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, είχαν κυρίως ως αντικείμενο τα πνευματικά ιδρύματα.
Οι δωρεές αποτελούν βασικό οικονομικό ιδρυτικό παράγοντα των δημοσίων κτηρίων της Αθήνας σε όλο το 19ο αιώνα και παραπέρα, προερχόμενες στο σύνολό τους σχεδόν από τους πλούσιους Έλληνες αστούς του εξωτερικού. Η απουσία μεγάλων περιουσιών στο ελληνικό βασίλειο οφειλόταν όχι μόνο στην παραδοσιακή πενία αυτών των περιοχών, αλλά και στο γεγονός ότι οι πλούσιοι κάτοικοι των επαναστατημένων περιοχών ξόδεψαν ή έχασαν όλη την περιουσία τους στην Επανάσταση (σημ. 10). Έτσι, μόνο οι ομογενείς της Διασποράς μπορούσαν να διαθέσουν τα τεράστια ποσά που απαιτούνταν. Η σημασία αυτών των δωρεών και η αποφασιστική συμβολή τους στην πραγματοποίηση των μεγαλεπήβολων σχεδίων που αφορούσαν τα δημόσια κτήρια της ελληνικής πρωτεύουσας φαίνεται από τη σύγκριση των ποσών που προσεφέρθησαν με τα δημόσια έσοδα ή τον κρατικό προϋπολογισμό (σημ. 11). Μόνο οι δωρεές των Κρίτσκη, Δομπόλη, Βερναρδάκη, Βαρβάκη, Ριζάρη, Βαλλιάνου, Χλωρού, Σίνα, Τοσίτσα και Παπαδάκη, που όλες μαζί αντιπροσωπεύουν ένα ποσό της τάξεως των 25.000.000 δρχ. και έγιναν όλες πριν από το 1870, ξεπερνούν το άθροισμα του προϋπολογισμού του Υπουργείου Παιδείας, αρμόδιου για τα ιδρύματα που αυτοί χρηματοδοτούσαν, για ολόκληρη την περίοδο από την Ανεξαρτησία μέχρι εκείνο το έτος (σημ. 12).
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι τα μνημειώδη για τα ελληνικά δεδομένα κτήρια των πνευματικών ιδρυμάτων της Αθήνας δεν θα μπορούσαν ποτέ να πραγματοποιηθούν, τουλάχιστον με τη μορφή που έγιναν, αν δεν υπήρχαν αυτοί οι βαθύπλουτοι Έλληνες, που προσέφεραν σημαντικά ποσά από τις μυθώδεις περιουσίες τους υπέρ της πραγματοποίησης των συμβόλων αυτών της αναγέννησης της πατρίδας τους. Αυτό δείχνει και η σύγκριση των κτηρίων που οφείλονται στη γενναιοδωρία τους με άλλα που χρηματοδοτήθηκαν κυρίως από κρατικούς ή δημοτικούς πόρους, ή από τις πολύ μικρότερες δωρεές εντοπίων. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν κτήρια όπως το Πανεπιστήμιο, η Ακαδημία, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Αστεροσκοπείο, το Πολυτεχνείο, το Αρσάκειο, το Βαρβάκειο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Ζάππειο, το Στάδιο, το Δημοτικό και το Βασιλικό Θέατρο, το Μαράσλειο Διδασκαλείο και τα περισσότερα νοσοκομεία της περιόδου του Γεωργίου Α΄, ενώ στη δεύτερη τα Ανάκτορα, το Στρατιωτικό και Πολιτικό Νοσοκομείο, το Κακουργοδικείο, το Εθνικό Τυπογραφείο, το Νομισματοκοπείο, το Οφθαλμιατρείο, η Βουλή, το Δημαρχείο, το Δημοτικό Βρεφοκομείο, το Στρατοδικείο και η Σχολή Ευελπίδων. Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα δημόσια κτήρια που χρηματοδοτήθηκαν γενναιόδωρα από πλούσιους ομογενείς έγιναν πολλές φορές εφάμιλλα των αντίστοιχων κτηρίων των μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών, ενώ τα υπόλοιπα αντικατοπτρίζουν πολύ καθαρά την πενία του τότε ελληνικού κράτους, ιδιαίτερα τα πρώτα κτήρια της οθωνικής περιόδου (σημ. 13). Η αδυναμία του ελληνικού κράτους να χρηματοδοτήσει τα δημόσια κτήρια φαίνεται και από την προσπάθεια το κόστος της οικοδόμησης να μην υπερβεί το ύψος της δωρεάς. Σχετικά έχουμε το διάταγμα «Περί οικοδομής Γυμνασίου (Λυκείου) του Ι. Βαρβάκη», όπου διαβάζουμε ότι το σχέδιο πρέπει να γίνει «επί ανυπερβλήτω προϋπολογισμώ δαπάνης εκατόν ογδοήκοντα χιλιάδων δραχμών διά τε την οικοδομήν, το οικόπεδον και την εσωτερικήν διακόσμησιν» (σημ. 14). (Παρ’ όλα αυτά, το συνολικό κόστος της οικοδομής έφτασε τις 440.500 δρχ., σημ. 15).
Οι αριθμοί δείχνουν ότι και τα υπόλοιπα δημόσια κτήρια μπορούσαν να κτιστούν με πολύ μικρότερη δαπάνη από αυτή που επέτρεψαν οι διάφορες δωρεές. Εξάλλου, αν τα δημόσια κτήρια κτίζονταν με οικονομικότερο τρόπο, θα είχαν και μικρότερη διάρκεια οικοδόμησης, η οποία, αντίθετα, στα «ευεργετικά» οικοδομήματα είναι συντριπτικά μεγαλύτερη, ενώ τα εξοικονομούμενα ποσά θα μπορούσαν να διατεθούν για την πραγματοποίηση και των υπολοίπων εκκρεμούντων κτηρίων, με οικονομικό, πάντα, τρόπο. Αυτό, όμως, δεν θα συμβιβαζόταν ποτέ με την επιθυμία των ευεργετών να χαρίσουν στην Αθήνα κτήρια αντάξια του λαμπρού παρελθόντος του Ελληνισμού και των προσδοκιών για την αναγέννησή του. Έτσι, οι προτιμήσεις των ευεργετών, σε συνδυασμό με τις οικονομικές δυνατότητες του ελληνικού κράτους, και όχι οι κατά καιρούς εκφρασθείσες προτεραιότητες, καθόρισαν, τελικά, το είδος και τη μορφή των δημοσίων κτηρίων που κτίστηκαν στην Αθήνα.
Τα σχέδια για τη νέα πόλη της Αθήνας, τόσο το αρχικό των Σταμάτη Κλεάνθη και Eduard Schaubert (εικ. 2), όσο και το τροποποιημένο από τον Leo von Klenze (εικ. 3), κάνουν σαφή την επιθυμία για τη δημιουργία της νέας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας πέρα από τον πολεοδομικό ιστό της Τουρκοκρατίας, τοποθετώντας μάλιστα όλα τα δημόσια κτήρια στη νέα πόλη. Η νέα πόλη θα είχε τη μορφή ενός τριγώνου, με βάση την οδό Ερμού, πλευρές τις οδούς Σταδίου και Πειραιώς και διχοτόμο την οδό Αθηνάς, ενώ θα συνδεόταν με την παλιά, βάσει της διείσδυσης των βασικών οδικών αξόνων της στην τελευταία. Η πραγματικότητα όμως ήταν πολύ διαφορετική. Οι πληροφορίες της εποχής μάς δείχνουν ότι υπήρχε μία διάχυτη δυσπιστία ως προς τις δυνατότητες και τις προοπτικές για τη μελλοντική εξάπλωση της πόλης. Τότε κανείς δεν πίστευε ότι η Αθήνα θα έφτανε ποτέ τα μεγέθη που προβλέπονταν από το σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert (ούτε καν οι άλλοι αρχιτέκτονες, όπως ο von Klenze και ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου), μεγέθη που όσον αφορά τον πληθυσμό ξεπεράστηκαν ήδη πριν από το τέλος της βασιλείας του Όθωνα και όσον αφορά την επιφάνεια του εγκεκριμένου σχεδίου καθυστέρησαν αρκετά ακόμη, αλλά πάντως ξεπεράστηκαν πριν από το τέλος του αιώνα, ενώ όσον αφορά απλώς τη δομημένη επιφάνεια ξεπεράστηκαν αρκετά νωρίτερα (εικ. 4).
Ως αποτέλεσμα έχουμε παραδείγματα για προθέσεις οικοδόμησης και νέων δημοσίων κτηρίων στην καρδιά της παλιάς πόλης, αλλά με σαφή προτίμηση στους τρεις νέους οδικούς άξονες που ανοίχθηκαν μέσα στην παλιά πόλη με σκοπό να την συνδέσουν με τη νέα, δηλαδή τις οδούς Ερμού, Αθηνάς και Αιόλου (σημ. 16). Μάλιστα, τα σημεία τομής τους αποτελούσαν την καρδιά της Αθήνας σε όλη την οθωνική εποχή. Το Βαρβάκειο βρέθηκε σε πολύ κομβικό σημείο, στην οδό Αθηνάς, και μάλιστα στο σημείο άρθρωσης της νέας πόλης με την παλιά. Ο λόγος της επιλογής της θέσης του εξηγείται στην αναφορά του υπουργού Παιδείας προς τον Όθωνα σχετικά με τη χωροθέτηση του Βαρβακείου (σημ. 17), η οποία γράφει για την προτεινόμενη θέση (η οποία, τελικά, προκρίθηκε) «όπισθεν της Φιλαδελφείας προς το θέατρον» (σημ. 18) ότι «προς τας πλειοτέρας της πόλεως συνοικίας εξεταζομένη φαίνεται κειμένη μάλλον κεντρικώτερον της ήδη παρά τω Πανεπιστημίω ωρισμένης». Ο υπουργός αναφέρει επίσης ότι «ευρέθη τόπος όπισθεν της Φιλαδελφείας προς το θέατρον, όστις και διά το τερπνόν, υγιεινόν και κεντρικόν της θέσεως εκρίθη ο καταλληλότερος πάντων» (σημ. 19). Αξίζει να παρατηρηθεί ότι η αρχική επιλογή ήταν δίπλα στο Πανεπιστήμιο, κορυφαίο πνευματικό ίδρυμα της χώρας.
Ο λόγος της αλλαγής εξηγείται στην ίδια αναφορά, όπου καταχωρείται απόσπασμα της αναφοράς της επιτροπής για την οικοδόμηση του Βαρβακείου, που υπεβλήθη στο Υπουργείο την 31.3.1851, σύμφωνα με την οποία η επιτροπή «παρατηρήσασα (…) τον ανέκαθεν ωρισμένον τόπον (…) μεταξύ του Πανεπιστημίου και Τυφλοκομείου (Σ.Σ. Οφθαλμιατρείο), εύρεν αυτόν όλως ανάρμοστον, (…) διότι δεν συμφέρει να εγερθώσι δύο μεγάλα εκπαιδευτικά καταστήματα πλησίον αλλήλων (…)» και θεωρεί ότι είναι «ασύμφερον όλως εις την μόρφωσιν της μικράς ηλικίας ν’ αναμιγνύεται αύτη αδιαλείπτως μετά των φοιτητών του Πανεπιστημίου» και «προλαμβάνονται θόρυβοι και αταξίαι, συμπαρομαρτούντα την εις το αυτό συρροήν πληθύος μαθητών» (σημ. 20). Η τελική γειτνίαση του Βαρβακείου, βέβαια, με τη Δημοτική αγορά κάθε άλλο παρά εκπλήρωσε τις προθέσεις της επιτροπής.
Η δημόσια γη έπαιξε επίσης καθοριστικό ρόλο και στο ζήτημα της χωροθέτησης του Βαρβακείου, όπως και πολλών άλλων δημοσίων κτηρίων. Προς αποφυγή των περιπλοκών που επέσυρε η χρήση ιδιωτικών οικοπέδων, έγινε προσπάθεια αυτή να αποφεύγεται. Τα λίγα κτήρια που έπρεπε η Κυβέρνηση να κτίσει αμέσως μετά την άφιξή της στην Αθήνα, έπρεπε να πραγματοποιηθούν σε «οποιαδήποτε» (σημ. 21) θέση υπήρχαν εθνικά οικόπεδα ή μπορούσαν να αγοραστούν στη χαμηλότερη δυνατή τιμή. Αυτό εκφράστηκε και επίσημα με διάταγμα που όριζε ότι «δι’ οικόπεδα πρέπει προ πάντων να εκλέγωνται γήπεδα τα οποία ανήκουν εις το δημόσιον» (σημ. 22). Χαρακτηριστική είναι η προαναφερθείσα σχετική αναφορά (σημ. 23) του υπουργού Παιδείας προς τον Όθωνα, σχετικά με το οικόπεδο «όπισθεν της Φιλαδελφείας», σύμφωνα με την οποία, «ανήκοντος του οικοπέδου τούτου κατά το πλείστον εις το Δημόσιον, θέλουσιν οικονομηθή υπέρ της οικοδομής πολλαί χιλιάδες δραχμών, δαπανηθησομένων άλλως εις την αγοράν ιδιωτικού οικοπέδου». Ακολούθησε το σχετικό διάταγμα (σημ. 24), όπου η πλάστιγγα έγειρε προς «το κατά την μεσημβρινήν πλευράν της εμπορικής αγοράς κείμενον τετράγωνον και εις το Δημόσιον κατά το πλείστον ανήκον» ‒αφού, εξάλλου, εκεί προοριζόταν να γίνει ο Κήπος του Λαού, που θα ήταν το μεγαλύτερο αστικό πάρκο της Αθήνας, βλ. εικ. 2 και 3‒ και ανακλήθηκε το διάταγμα της 12.6.1844 «δι’ ου προσδιωρίζετο ως τόπος της ρηθείσης οικοδομής το προς ανατολάς της πλατείας του Πανεπιστημίου τετράγωνον» (σημ. 25). Μία ακραία περίπτωση εξοικονόμησης χρημάτων σχετικά με τη χωροθέτηση του Βαρβακείου είναι και η πρόταση να γίνει στην Αίγινα, μεταξύ άλλων λόγων και εξαιτίας της ύπαρξης του ήδη εγκαταλελειμμένου Ορφανοτροφείου, ώστε να εξοικονομηθούν χρήματα για τον εξοπλισμό του σχολείου (σημ. 26).
Τελικά το Βαρβάκειο χτίστηκε το 1857-1859, ασυνήθιστα σύντομα σε σχέση με τη μνημειακότητα του κτηρίου, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου (εικ. 5), ο οποίος αργότερα έκανε και τα σχέδια για το Δημαρχείο και το Αρχαιολογικό Μουσείο, δηλαδή ήταν ένας από τους πιο καταξιωμένους αρχιτέκτονες της Αθήνας του 19ου αιώνα.
Μετά την οικοδόμησή του, το κτήριο του Βαρβακείου έκανε φανερή την εξέχουσα θέση του στο πλαίσιο της Αθήνας της εποχής. Στην πρόταση που υπέβαλε ο υπουργός Εσωτερικών προς τον Όθωνα, σχετικά με τα αναγκαία οικόπεδα για την ανέγερση των δημοσίων οικοδομών παρατίθεται ένας κατάλογος των κτηρίων, μαζί με τη θέση πολλών από αυτά «κατά την γνώμην των αρμοδίων Υπουργών». Μεταξύ αυτών, τα Δικαστήρια προτείνεται να χτιστούν «πλησίον του Βαρβακείου» (σημ. 27). Αυτή η, κατά πάσα πιθανότητα, παλαιότερη επίσημη αναφορά στο κτήριο του Βαρβακείου χρονολογείται στο έτος αποπεράτωσής του, αποδεικνύοντας ότι αυτό το κτήριο είχε ήδη καταξιωθεί ως τοπόσημο, δίπλα στο οποίο προτείνεται να χτιστεί ένα δημόσιο κτήριο από τα πιο σημαντικά σε όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις, τα Δικαστήρια.
Τουλάχιστον στην περίπτωση της Αθήνας, αν όχι σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η ανάπτυξη της πόλης επηρεάστηκε άμεσα από τη χωροθέτηση των δημοσίων κτηρίων (σημ. 28). Ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου γράφει για την ανασκαφή της αρχαίας πόλης ότι «θέλει εμποδισθή διά παντός, εάν εφαρμοσθή οιονδήποτε σχέδιον μεταρρυθμίσεως και χωροσταθμήσεως κατ’ εκείνο το μέρος, και μάλιστα, εάν ανεγερθώσι προσέτι λόγω καλλωπισμού και δημόσια καταστήματα» (σημ. 29). Ως παράδειγμα φέρνει «την ποταπήν ποτε θέσιν του Γερανίου, όπου προ δύο ετών (Σ.Σ. 1856) επωλούντο τα οικόπεδα προς μίαν και ημίσειαν δραχμήν τον πήχυν, και σήμερον μετά την ανέγερσιν του Βαρβακείου λυκείου και τινων άλλων οικιών ανέβη η τιμή εις δραχμάς δώδεκα, και ίσως αναβή μετά την αποπεράτωσιν της οικοδομής και εις δεκαπέντε δραχμάς» (σημ. 30). Αυτό φαίνεται ότι το θεώρησε αναμενόμενο ο υπουργός Παιδείας, αφού στη σχετική αναφορά του προς τον Όθωνα γράφει ότι «διά της αυτόθι ανεγέρσεως του Βαρβακείου Λυκείου θέλει οπωσούν εμψυχωθή και το μέρος εκείνο της πόλεως, το οποίον άχρι του νυν ως εις εγκατάλειψιν φαίνεται υπάρχον» (σημ. 31).
Τα μνημειώδη δημόσια κτήρια της εποχής επηρεάζουν σημαντικά τη διαμόρφωση του πολεοδομικού ιστού, πράγμα που επίσης δείχνει την εξέχουσα θέση τους. Μεταξύ άλλων, επηρεάζουν ολοφάνερα και τη δημιουργία των πλατειών της Αθήνας, αφού, όπως ήταν φυσικό, οι προσπάθειες στρέφονται όχι στη δημιουργία των πλατειών που προβλέπονταν από το αρχικό σχέδιο, αλλά στη διαμόρφωση των ελεύθερων χώρων, όσων και όταν έμεναν ελεύθεροι, γύρω από τις τελικές θέσεις στις οποίες κτίζονταν τα δημόσια κτήρια. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα δημόσια κτήρια έδωσαν το όνομά τους σε πολλούς από τους κεντρικότερους δρόμους και πλατείες της πρωτεύουσας, σε μία εποχή που τα κτήρια αυτά οπωσδήποτε δέσποζαν από όλες τις απόψεις στην πόλη και χαρακτήριζαν το σημείο όπου βρίσκονταν. Έτσι υπάρχει και πλατεία Βαρβακείου (σημ. 32), αποδεικνύοντας ότι το Βαρβάκειο είχε επιβληθεί στην κοινή αντίληψη ως ένας από τους βασικούς συντελεστές της φυσιογνωμίας της πρωτεύουσας. Μάλιστα, παρατηρούμε ότι η σειρά διαμόρφωσης των πλατειών συμβαδίζει με τη σειρά οικοδόμησης των δημοσίων κτηρίων. Έτσι, το 1857 στρώνονται οι πλατείες Συντάγματος, Νομισματοκοπείου (σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος), Όθωνος (σημερινή πλατεία Ομονοίας) και Βαρβακείου (σημ. 33), δηλαδή η πλατεία του Βαρβακείου είναι από τις πρώτες που διαμορφώνονται στην Αθήνα, ταυτόχρονα με αυτές που παραμένουν μέχρι σήμερα οι πιο σημαντικές.
Τα σχέδια του Βαρβακείου παρουσιάζουν το γενικό χαρακτηριστικό των περισσότερων νεοκλασικών μεγάρων της Αθήνας, δηλαδή ένα κλειστό σχήμα, που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τις κλιματικές συνθήκες της Ελλάδας, σε αντίθεση με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, αντιγράφοντας την εισαγόμενη τυπολογία του κλασικισμού, που ήταν προσαρμοσμένη στις κλιματικές συνθήκες των χωρών όπου αυτός γεννήθηκε. Όμως, όσον αφορά τουλάχιστον τα σχολεία, η άρνηση προσαρμογής των σχεδίων τους στο τοπικό κλίμα πρέπει να οφείλεται και στο γεγονός ότι ο σχεδιασμός τους ακολουθεί με μεγάλη πιστότητα τα αντίστοιχα γερμανικά πρότυπα, πράγμα που μπορεί να αποτελούσε και επιθυμία των αρχών, εφόσον και η συνολική οργάνωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος βασίστηκε σε αυτά. Έτσι, με βάση την κυριαρχούσα αντίληψη, η μορφή των κτηρίων θα έπρεπε να αντικατοπτρίζει τις εκπαιδευτικές λειτουργίες που αυτά στέγαζαν.
Ίσως η αυστηρότητα της αρχιτεκτονικής του Βαρβακείου να είναι άμεσα επηρεασμένη από τα Ανάκτορα, αφού ο Κάλκος είχε εργαστεί εκεί ως βοηθός του Riedel, που είχε αναλάβει την επίβλεψη της οικοδομής, βάσει των σχεδίων του Friedrich von Gärtner (σημ. 34). Ο Κάλκος δείχνει να έχει υιοθετήσει συνειδητά τα μορφολογικά στοιχεία του πρώιμου γερμανικού κλασικισμού: συμμετρική διάταξη των χώρων στην κάτοψη, κυβοειδής όγκος και τριμερής διαίρεση των όψεων κατά την οριζόντια έννοια, παντελής έλλειψη ζωγραφικής και γλυπτικής διακόσμησης. Είναι όμως αξιοσημείωτο το πρόπυλο της εισόδου. Το Βαρβάκειο είναι από τα λίγα δημόσια κτήρια που περιλαμβάνουν ναόσχημο πρόπυλο, δηλαδή με ολόσωμους κίονες που φέρουν πλήρη θριγκό και αέτωμα, ενώ το σύνολο είναι σε προχώρηση σε σχέση με το υπόλοιπο κτήριο, προσδίδοντάς του μία ιδιαίτερη μνημειακότητα. Η συνήθης απουσία τέτοιων διατάξεων στα περισσότερα νεοκλασικά κτήρια της Ελλάδας οφείλεται σε λόγους οικονομίας, καθώς οι ολόσωμοι κίονες με τον αντίστοιχο θριγκό κόστιζαν πολύ περισσότερο από τις παραστάδες που συνήθως προτιμούνταν. Αυτό αποτελεί ακόμη μία ένδειξη του γεγονότος ότι το Βαρβάκειο ήταν μία ιδιαίτερα δαπανηρή κατασκευή για τα τότε ελληνικά δεδομένα.
Η σημασία του κτηρίου του Βαρβακείου φαίνεται και από τις άλλες δημόσιες χρήσεις που αυτό εξυπηρέτησε. Λίγο μετά την οικοδόμηση του Βαρβακείου περνάμε στην περίοδο της μακρόχρονης βασιλείας του Γεωργίου Α΄. Ο Γεώργιος βρήκε στην ελληνική πρωτεύουσα πολλές ακόμη ανεκπλήρωτες ανάγκες σε δημόσια κτήρια. Πολλές από αυτές ικανοποιήθηκαν με δημόσια κτήρια που κτίστηκαν για άλλους σκοπούς. Το Βαρβάκειο δεν ξέφυγε από αυτό τον κανόνα. Έτσι, όταν το 1863 η Αρχαιολογική Εταιρεία αναγκάστηκε να απομακρύνει τις αρχαιότητες από τις στοές της εσωτερικής αυλής του Πανεπιστημίου, όπου βρίσκονταν μέχρι τότε, τις τοποθέτησε στην αυλή της Ακαδημίας. Το 1864, όμως, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου ζήτησε από την Εταιρεία να εγκαταλείψει και το αμφιθέατρο της ανατομίας, γιατί οι αίθουσες του κτηρίου δεν επαρκούσαν για τους φοιτητές, των οποίων ο αριθμός γινόταν όλο και μεγαλύτερος (σημ. 35). Το 1865 η Εταιρεία μετέφερε όλες τις συλλογές της στο Βαρβάκειο (σημ. 36), η στενότητα χώρου, όμως, γίνεται πολύ σύντομα αισθητή και εκεί. Έτσι, η Εταιρεία τοποθετεί αρχαιότητες στο Θησείο, στην Ακρόπολη, κοντά στο φυλάκιο των Απομάχων, σε περιφραγμένους αρχαιολογικούς χώρους και στην αυλή του ανεγειρόμενου Αρχαιολογικού Μουσείου. Από τα τέλη του 1874 μεταφέρει αρχαιότητες και στη δυτική πτέρυγα του Μουσείου, που μόλις τότε είχε τελειώσει. Στις αρχές, όμως, του 1875, με την αύξηση του αριθμού των μαθητών του Βαρβακείου, αναγκάζεται να εγκαταλείψει δύο αίθουσες και το 1880 ολόκληρο το κτήριο, εκτός από τα υπόγεια, τα οποία συνέχισαν να στεγάζουν αρχαιότητες. Πέραν αυτών, στο κτήριο του Βαρβακείου είχε λειτουργήσει και προσωρινό νοσοκομείο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (σημ. 37).
Η σημασία του κτηρίου του Βαρβακείου φαίνεται και από τη θέση του στις επεμβάσεις στον αστικό ιστό. Κάποιες από αυτές έγιναν με σκοπό τη δημιουργία αξόνων συμμετρίας και οπτικών σχέσεων. Αυτό μας δείχνει το διάταγμα με το οποίο η οδός που συνδέει την πλατεία του Θεάτρου με την οδό Σωκράτους διαρρυθμίζεται με τρόπο ώστε «ο άξων αυτής να διέρχηται διά των μέσων των κτηρίων Βαρβακείου και Θεάτρου» (σημ. 38).
Εξάλλου, δεν λείπουν και αυτή την εποχή οι προσπάθειες για τη δημιουργία του απαραίτητου ελεύθερου περιβάλλοντα χώρου, την ύπαρξη του οποίου επιβάλλουν λόγοι τόσο αισθητικοί όσο και λειτουργικοί. Αυτή την περίοδο, η επιθυμία για τη δημιουργία ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου σε συνάρτηση με τα δημόσια κτήρια είχε ενταθεί, λόγω της επικράτησης των νέων αντιλήψεων και προτύπων της αστικής ζωής που επέβαλλαν τη δημιουργία ανοικτών χώρων αναψυχής και περιπάτου. Αυτοί οι χώροι, όμως, μπόρεσαν να δημιουργηθούν κυρίως έξω από την πόλη, όπου τα οικόπεδα ήταν πολύ φθηνότερα. Έτσι, δεν μπόρεσαν συνήθως να συνδυαστούν με τα δημόσια κτήρια, τα οποία, βέβαια, βρίσκονταν σε κεντρικότερες θέσεις. Ένα παράδειγμα έχουμε και με την περίπτωση του Βαρβακείου. Ο ιδιοκτήτης οικίσκου κοντά στο Βαρβάκειο (εικ. 6), με έγγραφό του προτείνει την παραχώρηση του στο ίδρυμα, έναντι αποζημιώσεως, γιατί είναι σε αυτόν άχρηστος (Σ.Σ. χαρακτηρίστηκε ετοιμόρροπος), ενώ στο σχολείο θα φανεί πολύ χρήσιμος, ως «αυλή γυμναστήριος» με την πρόσληψη και μερικών άλλων τεμαχίων (σημ. 39). Επίσης, όπως πληροφορούμαστε από αναφορά του μηχανικού της πόλης προς το Υπουργείο Εσωτερικών, έγινε μία μεταρρύθμιση, με την οποία παραχωρήθηκε στο Βαρβάκειο μία παρακείμενη ιδιοκτησία για να χρησιμεύσει ως κήπος του σχολείου (σημ. 40).
Δυστυχώς, το μνημειώδες κτήριο του Βαρβακείου καταστράφηκε στα Δεκεμβριανά του 1944 (εικ. 7) και παρέμεινε ερειπωμένο μέχρι το 1956, οπότε και κατεδαφίστηκε. Η μεταφορά του στην οδό Ασκληπιού στη Νεάπολη μέχρι το 1983 και η τελική απομάκρυνσή του από το κέντρο της Αθήνας με τη μεταφορά του στο Ψυχικό έβαλαν τέλος στο ρόλο του ως τοπόσημου και στη συμβολική θέση των εκπαιδευτικών κτηρίων στο κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας (αφού ήδη το Λύκειο Παπαδοπούλου της οδού Ακαδημίας είχε προ πολλού κλείσει και το Αρσάκειο της οδού Πανεπιστημίου και η Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας είχαν προ πολλού απομακρυνθεί από το κέντρο της Αθήνας), σηματοδοτώντας την αλλαγή των συνθηκών και εκφράζοντας ίσως και τη γενικότερη απομάκρυνση των πνευματικών ιδρυμάτων από τη ζωή της πρωτεύουσας.
Διονύσιος Ρουμπιέν
Επίκουρος Καθηγητής Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Δυτικής Ελλάδας, Δρ. ΕΜΠ και αναστηλωτής ΕΜΠ και CHEC Paris
Εικ. 2: 1. Ανάκτορα 2. Μητρόπολη 3. Κεντρική Αγορά 4. Υπουργεία 5. Φρουρά 6. Νομισματοκοπείο 7. Αγορά 8. Ακαδημία 9. Βιβλιοθήκη 10. Χρηματιστήριο 11. Βουλή 12. Ναός 13. Ταχυδρομείο 14. Αρχηγείο 15. Ελαιοτριβείο 16. Βοτανικός Κήπος 17. Μέγαρο Εκθέσεων 18. Αστεροσκοπείο.
Εικ. 3: 1. Ανάκτορα 2. Μητρόπολη 3. Κεντρική Αγορά 4. Ακαδημία 5. Βιβλιοθήκη 6. Πανεπιστήμιο 7. Μέγαρο Εκθέσεων 8. Υπουργεία 9. Γερουσία 10. Βουλή 11. Στρατόπεδο 12. Ναός 13. Ταχυδρομείο 14. Φυλακή και Αστυνομία 15. Θέατρο 16. Αγορές 17. Επισκοπή 18. Σχολεία.
Εικ. 4: 1. Στρατιωτικό Νοσοκομείο 2. Νομισματοκοπείο 3. Βασιλικό Τυπογραφείο 4. Κακουργοδικείο 5. Πολιτικό Νοσοκομείο 6. Ανάκτορα 7. Α’ δημοτικό σχολείο (σχολή Καραμάνου) 8. Πανεπιστήμιο 9. Αστεροσκοπείο 10. Αρσάκειο 11. Οφθαλμιατρείο 12. Αμαλίειο Ορφανοτροφείο 13. Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα (αρχικό κτίριο) 14. Λύκειο Παπαδοπούλου 15. Βαρβάκειο 16. Στρατιωτική Φαρμακαποθήκη 17. Βουλή 18. Ακαδημία 19. Πολυτεχνείο 20. Αρχαιολογικό Μουσείο 21. Δημαρχείο 22. Δημοτικό Βρεφοκομείο 23. Δημοτικό Θέατρο 24. Ζάππειο 25. Β΄ δημοτικό σχολείο αρρένων 26. Σχολές του «Συλλόγου Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως» 27. Δημοτική Αγορά 28. Θεραπευτήριο Ευαγγελισμός 29. Φυλακές Συγγρού 30. Στρατοδικείο 31. Χημείο 32. Εθνική Βιβλιοθήκη 33. Εφηβείο Αβέρωφ 34. Ανάκτορο Διαδόχου 35. Αρεταίειο Νοσοκομείο 36. Βασιλικό Θέατρο 37. Εθνική Τράπεζα 38. Σχολή Ευελπίδων 39. Μαράσλειο Διδασκαλείο 40. Νοσοκομείο Συγγρού 41. Δημοτικό Νοσοκομείο 42. Εμπορική Σχολή (σημερινό Ιπποκράτειο Νοσοκομείο) 43. Αιγινήτειο Νοσοκομείο.