Πρόγραμμα ψηφιακής καταγραφής και ανάδειξης των κυπριακών αρχαιοτήτων που βρίσκονται σε ξένα μουσεία έθεσε σε εφαρμογή, με την αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας, το Ινστιτούτο Κύπρου σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου. Στόχος του προγράμματος είναι η ψηφιακή σύνδεση και αποκατάσταση-καταγραφή συλλογών (πολλές από τις οποίες δημιουργήθηκαν και κατά τη διάρκεια του 20ού αι.) με σκοπό τη διευκόλυνση της έρευνας που αφορά την αρχαιολογία της Κύπρου. Η ψηφιακή καταγραφή θα εμπλουτίζεται συνεχώς με τη συνεργασία των υπευθύνων των συλλογών ξένων μουσείων. Η ψηφιακή βάση πληροφοριών υποστηρίζεται τεχνολογικά και εντάσσεται στη «Διόπτρα», την Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Κυπριακού Πολιτισμού Εντμέ Λεβέντη του Ινστιούτου Κύπρου.
Ενδεικτικά, μεγάλες συλλογές βρίσκονται στο Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης, στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, στο Medelhavsmuseet στη Στοκχόλμη, στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, στο Μουσείο Ashmolean στην Οξφόρδη, στο Μουσείο Fitzwilliam στο Κέιμπριτζ. Άλλες μικρότερες συλλογές βρίσκονται σε μουσεία όπως το Royal Ontario Museum στο Τορόντο, στο Εθνικό Μουσείο και στο Ny Carslberg Glyptotek της Κοπεγχάγης, σε διάφορα μουσεία του Βερολίνου, στο Eretz-Israel Museum στο Τελ Αβίβ, και σε πολλά άλλα.
Επικεφαλής του προγράμματος είναι ο καθηγητής Βάσος Καραγιώργης, ο οποίος από τις θέσεις του διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων, του διευθυντή της Αρχαιολογικής Μονάδας του Πανεπιστημίου Κύπρου και του διευθυντή του Ιδρύματος «Αναστάσιος Γ. Λεβέντης» στην Κύπρο, που κατείχε, διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην προστασία και την ανάδειξη της κυπριακής Αρχαιολογίας.
Ο καθηγητής Καραγιώργης, στην παρουσίαση του προγράμματος, εξήγησε ότι το πρόγραμμα αποτελεί το πρώτο βήμα μιας μεγαλύτερης προσπάθειας, που στόχο έχει την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου. Αναφέρθηκε στην άφιξη το 1865 του Λουίτζι Πάλμα Τσεσνόλα, ως πρόξενου της Αμερικής στην Κύπρο, η οποία εγκαινίασε μια δεκαετή περίοδο ανεξέλεγκτων «αρχαιολογικών» ανασκαφών σε πολλά μέρη της νήσου, όπως στην Αμαθούντα και στο Κούριο. «Ο Τσεσνόλα συγκέντρωσε ένα τεράστιο πλήθος αρχαιοτήτων όλων των κατηγοριών, μεγάλο αριθμό των οποίων κατόρθωσε να πουλήσει στην πόλη της Νέας Υόρκης με όρο τη δημιουργία ενός μουσείου, του οποίου θα γινόταν ο πρώτος διευθυντής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης» είπε ο κ. Καραγιώργης. Το παράδειγμά του, συνέχισε, ακολούθησαν, σε μικρότερη κλίμακα, τραπεζίτες και διοικητικοί υπάλληλοι της νέας βρετανικής αποικίας, αλλά και επιστήμονες όπως ο Mαξ Ρίχτερ, η δραστηριότητα του οποίου τροφοδότησε ζωηρό εμπόριο με μουσεία της Ευρώπης και της Αμερικής. Επίσης, ο κ. Καραγιώργης αναφέρθηκε στο αρχαιολογικό έργο Βρετανών και Σουηδών επιστημόνων, που έφερε στο φως σημαντικές αρχαιότητες, πολλές εκ των οποίων κατάληξαν σε μουσεία όπως το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, το Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης, το Μουσείο Fitzwilliam στο Κέιμπριτζ, αλλά και στη Στοκχόλμη.
Ο Βάσος Καραγιώργης έκανε εκτενή αναφορά στη σημασία της δημιουργίας αιθουσών αφιερωμένων στις κυπριακές αρχαιότητες, εφόσον αυτές βοηθούν στην ανάδειξη αλλά και τη μελέτη της κυπριακής πολιτιστικής κληρονομιάς. Έγινε ιδιαίτερη μνεία στη μεγάλη προσφορά του Ιδρύματος «Αναστάσιος Γ. Λεβέντης» στην ίδρυση και έκθεση τέτοιων συλλογών και τη δημοσίευση σε σημαντικά μουσεία της υφηλίου, όπως το Βρετανικό Μουσείο, το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και το Medelhavsmuseet στη Στοκχόλμη.
Η διευθύντρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων, δρ Μαρίνα Σολομίδου-Ιερωνυμίδου, αναφέρθηκε στις δραστηριότητες του Τμήματος για την προστασία, τη μελέτη και την ανάδειξη της αρχαιολογίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου. Παράλληλα με τις συστηματικές προσπάθειες επαναπατρισμού αρχαιολογικών θησαυρών που μεταφέρθηκαν παράνομα εκτός Κύπρου, είτε ως προϊόν παράνομης ανασκαφής, κλοπής ή λεηλασίας, το Τμήμα Αρχαιοτήτων, είπε, συνεργάζεται στενά με ξένα μουσεία και πανεπιστήμια του εξωτερικού για την καλύτερη μελέτη και ανάδειξη των Κυπριακών αρχαιοτήτων σε συλλογές του εξωτερικού.
Επίσης, η δρ Σολομίδου-Ιερωνυμίδου αναφέρθηκε στα προγράμματα ψηφιοποίησης του Τμήματος Αρχαιοτήτων και συγκεκριμένα στο σημαντικότατο «Cyprus Archaeological Digitization Programme» (CADiP), το οποίο καταγράφει το σύνολο του αρχαιολογικού πλούτου της Κύπρου με στόχο την αναβάθμιση της διαχείρισης των αρχαίων μνημείων και των κινητών ευρημάτων μέσω της εφαρμογής ενός Συστήματος Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS), με τελικό σκοπό την καλύτερη προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου.
Το πρόγραμμα ψηφιακής καταγραφής και ανάδειξης των κυπριακών αρχαιοτήτων, που βρίσκονται σε ξένα μουσεία, υλοποιείται με την ευγενική χορηγία του δρος Ανδρέα Πίττα και της εταιρείας Medochemie. Μιλώντας στην παρουσίαση του προγράμματος ο κ. Πίττας αναφέρθηκε στους θαυμάσιους αρχαιολογικούς θησαυρούς, που βρίσκονται στα κυπριακά μουσεία, μεταξύ των οποίων και η εκπληκτική κεφαλή μιας γάτας 9.000 περίπου ετών από τον Σιηλλουρόκαμπο, η οποία έχει αποτυπωθεί τρισδιάστατα στο Ινστιτούτο Κύπρου. Η τρισδιάστατη απεικόνιση τόνισε, «όχι μόνο καταγράφει, αλλά και διασώζει για τις επόμενες γενιές αυτό το πολύτιμο μνημείο της προϊστορίας του νησιού μας».