Στις Κυκλάδες η έλλειψη τρεχούμενων νερών δεν ευνόησε τη διάδοση των νερόμυλων και είναι λίγα τα νησιά όπως η Κέα, των οποίων το υδάτινο δυναμικό επέτρεψε τη λειτουργία τέτοιων μύλων.
Στην εισήγηση αυτή, επιχειρείται να παρουσιασθεί το πολύ αξιόλογο συγκρότημα νερόμυλων της Κέας, που μέχρι σήμερα δεν έχει αλλοιωθεί δραστικά με επεμβάσεις από τους κατοίκους του κι έτσι μπορεί και μεταφέρει ακόμα πληροφορίες για το πώς ήταν και το πώς δούλευε.
Παρουσιάζεται ο Μυλοπόταμος, όπου είναι συγκεντρωμένοι οι μύλοι, μελετάται η αρχιτεκτονική τους, περιγράφονται οι χώροι, η λειτουργία τους και η κατασκευή τους και αναλύεται ο κινητικός και ο αλεστικός τους μηχανισμός. Τέλος, αναπτύσσονται και κάποιες σκέψεις για τη διατήρηση και τη διάσωσή τους.
Η κοιλάδα του Μυλοπόταμου βρίσκεται νοτίως της Κορησσίας (λιμάνι της Κέας) και κατεβαίνει κατάφυτη και σαν «όαση» μέσα στο γύρω ξερό, κυκλαδίτικο τοπίο.
Κατά μήκος της κοίτης της είναι χτισμένοι 11 αλεστικοί νερόμυλοι, χάρη στους οποίους πήρε τ’ όνομά της και η ρεματιά. Η παράδοση αναφέρει 13, αλλά είναι άγνωστο πού βρίσκονταν οι άλλοι δύο. Λειτουργούσαν όλα τα χρόνια, ακόμα κι όταν το νερό ήταν λιγοστό. Δεν είναι γνωστό ποια εποχή πρωτοκατασκευάστηκαν. Το σίγουρο είναι πως υπήρχαν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Μαζί με τους ανεμόμυλους άλεθαν σιτηρά για όλο το νησί και τροφοδοτούσαν με αλεύρι και ζωοτροφές τα κοντινά τους χωριά. Αποτελούσαν δε και το χώρο ανταλλαγής ειδήσεων και κοινωνικής κριτικής (κουτσομπολιού) του νησιού. Λειτουργούσαν μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μετά τον οποίο η παρακμή τους ήταν αισθητή. Τη δεκαετία του 1980 δούλευαν μόνο δύο μύλοι και μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε μόνο ο μύλος του Φιλιππαίου. Λειτουργούσε μια δυο φορές το χρόνο, για συναισθηματικούς κυρίως λόγους και για να μην ξεχάσουν οι νέοι την παράδοσή τους. Επίσης, έχει ξεκινήσει η διαδικασία για να ανακαινιστεί άλλος ένας μύλος. Δύο ηλεκτροκίνητοι μύλοι καθώς και τα έτοιμα άλευρα έχουν παροπλίσει για πάντα τους μύλους του νησιού.
Κάθε νερόμυλος αποτελείται από:
-το βαράδι (πύργο υδατόπτωσης),
-το εργαστήρι, όπου αλέθεται το αλεύρι, σε ξεχωριστό ή σε ενιαίο δωμάτιο με την αποθήκη αλεσμάτων και το χώρο αναμονής των πελατών,
-το ζουριό, υπόγειο χώρο που στεγάζει τη φτερωτή και
-την κατοικία του μυλωνά, στο ίδιο ή σε ξεχωριστό κτίσμα.
Σε μερικές περιπτώσεις κοντά στους μύλους υπάρχουν μικρά κτίσματα (στεγάδια), τα οποία προορίζονταν για ποικίλες χρήσεις. Τα χρησιμοποιούσαν ως αποθήκες, εκεί στέγαζαν το φούρνο τους ή στάβλιζε ο μυλωνάς το γάιδαρό του. Το συγκρότημα αυτό οι Τζιώτες το ονομάζουν καθέντρα.
Αναλυτικότερα:
Η κατοικία του μυλωνά είναι απλό, χαρακτηριστικό αγροτόσπιτο της Τζιας. Αποτελείται από μία κουζίνα (δωμάτιο στο οποίο γίνεται το μαγείρεμα και όπου κατοικούσαν το χειμώνα) και ένα ή δύο υπνοδωμάτια (κάμαρες).
Το εργαστήρι όπου αλέθεται το αλεύρι είναι ένα μικρό τετράγωνο δωμάτιο (2×2μ), ώστε να είναι λειτουργικό και να αποφεύγονται οι περιττές κινήσεις. Βρίσκεται σε επαφή με το βαράδι και στεγάζει τον αλεστικό μηχανισμό.
Η αποθήκη των αλεσμάτων και ο χώρος των πελατών είναι ένα μακρόστενο δωμάτιο, παράλληλο προς τις υψομετρικές καμπύλες της ρεματιάς. Αρκετές φορές αποτελεί το χώρο αναμονής των πελατών. Σ’ αυτό βρίσκεται η κύρια είσοδος του μύλου, ένας μακρύς κτιστός πάγκος όπου ακουμπούσε τα σακιά ο μυλωνάς και κάθονταν οι πελάτες και τις περισσότερες φορές ένα γωνιακό τζάκι, καθώς το κρύο και η υγρασία στην ποταμιά είναι έντονα.
Το ζουριό είναι ένας χώρος κτιστός ή σκαμμένος σε βράχο, βρίσκεται κάτω από το εργαστήρι και μπροστά από τη βάση του βαραδιού. Έχει πολύ μικρό ύψος και μόλις χωράει ένα άτομο γονατιστό. Ο χώρος αυτός στεγάζει τη φτερωτή και τον κινητικό μηχανισμό του μύλου.
Οι νερόμυλοι του Μυλοπόταμου είναι χαρακτηριστικά δείγματα τζιώτικης αρχιτεκτονικής. Όσοι δεν κατοικούνται, διατηρούν ακριβώς γι’ αυτό το λόγο αναλλοίωτες τις μορφές και τα χαρακτηριστικά τους. Εντυπωσιάζουν με την απλότητα και την ομορφιά τους. Το δίχως άλλο η σύγχρονη αρχιτεκτονική έχει πολλά να ζηλέψει από την αρμονία των όγκων τους, την τόλμη των χρωμάτων τους (βαθύ κόκκινο, λουλακί, ώχρα, ροζ αλλά και άσπρο), τη σοφία της κατασκευής τους και την εκπληκτική τους ένταξη στο γύρω περιβάλλον.
Μελετώντας τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά των μύλων ενδιαφέρον παρουσιάζουν η επιλογή της θέσης τους, οι τοιχοποιίες και τα δώματα.
Επιλογή θέσης
Η επιλογή της θέσης για την κατασκευή του νερόμυλου δεν ήταν απλή. Έπρεπε το κτίσμα να θεμελιωθεί γερά και σταθερά. Έτσι έψαχναν αρκετές φορές να βρουν βραχώδες έδαφος. Επίσης, θέλοντας να αποφύγουν υδραυλικά έργα με τοξωτές υδατογέφυρες, έχτιζαν τους μύλους σε μέρη τα οποία διέθεταν ήδη ένα αρκετά μεγάλο ύψος (της τάξης των 6-7μ.), ενώ εκμεταλλεύτηκαν και θέσεις με πολύ μεγαλύτερο διαθέσιμο ύψος, κατασκευάζοντας τα συγκροτήματα των 2-3 μύλων.
Οι τοιχοποιίες είναι φέρουσες κατασκευές από σχιστόπλακες χωρίς συνδετικό κονίαμα, είναι δηλαδή χτισμένες εν ξηρώ.
Οι στρώσεις των πλακών δεν είναι απόλυτα οριζόντιες, αλλά επιδιώκεται να γέρνουν ελαφρά προς τα έξω. Αυτό εξασφαλίζει το εσωτερικό από την υγρασία της βροχής, της οποίας το νερό κυλάει προς τα κάτω. Χαρακτηριστικά ο όρος της τοπικής διαλέκτου, «δίνω νερά» σημαίνει δίνω στις στρώσεις αυτή την κλίση.
Επιπλέον στα μακρόστενα δωμάτια οι μεγαλύτερου μήκους τοίχοι, ενώ εξωτερικά είναι κατακόρυφοι, εσωτερικά δεν είναι πάντα και φαρδαίνουν προς τα πάνω. Αυτό επιτυγχάνεται με το εκφορικό σύστημα κι έτσι το άνοιγμα που καλείται να γεφυρωθεί στο δώμα είναι μικρότερο από το ωφέλιμο άνοιγμα του χώρου. Οι εγκάρσιοι τοίχοι είναι πάντα κατακόρυφοι.
Όταν οι μεγαλύτερου μήκους τοίχοι φτάσουν στο επιθυμητό ύψος των 2-2,5μ., στέφονται με μια σειρά πλακών που λέγονται «δόντια» και σχηματίζουν συνεχή οριζόντια κορνίζα, ενώ πάνω τους προστίθενται αντίβαρα από μεγάλες πέτρες το «βράκωμα». Εξωτερικά οι τοίχοι έμεναν ανεπίχριστοι και ασβεστώνονταν. Εσωτερικά επιχρίονταν με χώμα και ασβέστη, ο οποίος αρκετές φορές είχε χρώμα, ενώ τελευταία χρησιμοποιήθηκε και σοβάς (σύγχρονο κονίαμα).
Τα δώματα από καιρό έχουν πέσει, αλλά εναπομείναντα στοιχεία μαρτυρούν ακόμα τον τρόπο κατασκευής. Εφάπτονται ή τοποθετούνται με μικρά κενά μεταξύ τους. Και στις δύο περιπτώσεις πάνω από τους αρμούς τοποθετούνται άλλες μικρές πλάκες. Οι αγυιές που διαμορφώνονται έτσι στην οροφή λέγονται «χανέδες». Όλη η κατασκευή καλύπτεται από πάνω με παχύ στρώμα χώματος που «τσιλιντρίζεται», πατιέται δηλαδή με βαρύ, συνήθως μαρμάρινο, τσίλιντρα (κύλινδρο). Η εργασία αυτή λέγεται και «μπήλιαση». Όταν το άνοιγμα που καλείται να γεφυρωθεί είναι μεγάλο τα πέτρινα δοκάρια αντικαθίστανται από ξύλινα (φίδες), που τοποθετούνται σε μικρές σχετικά αποστάσεις μεταξύ τους (20-30εκ.). Από πάνω μπαίνουν είτε σχιστόπλακες, είτε ένα παχύ στρώμα από πυκνά κλαριά (αστιβή), καλάμια (φύρωγα), και ξεραμένοι θάμνοι, είτε σανίδες που διαμορφώνουν ξύλινο ταβάνι και τελικά χώμα το οποίο επίσης τσιλιντρίζεται για να γίνει αδιάβροχο.
Αργότερα υποστήριξαν την κατασκευή με μεταλλικές δοκούς για να μην πέσει.
Επειδή το νερό της ποταμιάς είναι λίγο, το χρησιμοποίησαν με σύνεση και οικονομία. Κατασκευάστηκε λοιπόν ένα υδραυλικό έργο με αυλάκια, που οδηγούν την απαραίτητη ποσότητα νερού από τον ένα νερόμυλο στον άλλο και έτσι κάθε μύλος τίθεται σε λειτουργία χρησιμοποιώντας το νερό που έθεσε σε κίνηση τον προηγούμενό του. Την οικονομική διαχείριση του νερού έλαβαν υπ’ όψιν τους και στην κατασκευή του μύλου όπου παρήγαγαν το απαραίτητο έργο εκμεταλλευόμενοι μικρή ποσότητα νερού. Η λογική της λειτουργίας του νερόμυλου είναι επίσης απλή. Το νερό που έρχεται από το αυλάκι, εισέρχεται από την κορυφή του βαραδιού, το γεμίζει και εξέρχεται με πίεση από τη βάση του, κινώντας μια μικρή οριζόντια φτερωτή (κινητικός μηχανισμός). Ο άξονας της φτερωτής μεταδίδει την κίνηση στην «απαναριά» (απάνω μυλόπετρα), ενώ η «καταριά» (κάτω μυλόπετρα) είναι μόνιμα σταθερή (εγκιβωτισμένη). Ο καρπός τοποθετείται στην «κοφινίδα» απ’ όπου πέφτει ανάμεσα στις μυλόπετρες και αλέθεται (αλεστικός μηχανισμός).
Βλέπει κανείς πως η λειτουργία του νερόμυλου στηρίζεται σε μια απλή λογική και σε απλά μέσα. Λεπτομέρειες της κατασκευής του όμως και εξαρτήματά του βοηθούν στην ελαχιστοποίηση των κινήσεων του μυλωνά και καθιστούν το μηχανισμό του μια πολύ αξιόλογη και ενδιαφέρουσα κατασκευή.
Τίθενται πολλά προβλήματα κατά τη λειτουργία του και αυτά καλούνται να λυθούν με απλά μέσα καθότι δεν διαθέτει άλλα πολυπλοκότερα ο μυλωνάς αλλά και το νησί σε επίπεδο τεχνιτών και υλικών, όπως εξάλλου και η ελληνική επαρχία στο σύνολό της.
Αυλάκι
Από την πηγή της Φλέας ήδη ξεκινάει το αυλάκι που τροφοδοτεί με νερό έναν προς έναν τους μύλους μέχρι και τον 11ο μετά τον οποίο συνεχίζει μεταφέροντας νερό για πότισμα. Οι παρειές του ήταν παλαιότερα χωμάτινες σύμφωνα με τα λεγόμενα Τζιωτών μυλωνάδων. Αργότερα διαμορφώθηκαν με πέτρες ή και σχιστόπλακες, ενώ πολλές φορές έχουμε εκμετάλλευση και των παρειών των βράχων. Εσωτερικά ήταν επιχρισμένες με υδραυλική κονία (πουρτσουλάνα) ώστε να μη χάνεται ούτε σταγόνα από το ήδη λίγο τρεχούμενο νερό. Σήμερα σε αρκετά σημεία, στα περισσότερα ίσως, έχουν αντικατασταθεί οι παρειές με χυτό μπετόν.
Το βαράδι είναι ο χτιστός πέτρινος υδατόπυργος κάθε μύλου που προσδίδει στο νερό την κατάλληλη υδροστατική πίεση και το εκτινάσσει στη φτερωτή. Η δύναμη εκτόξευσης του νερού, δεν εξαρτάται από τον όγκο του βαραδιού, αλλά είναι ανάλογη του ύψους, καθώς ύψος 10 μέτρων δίνει πίεση 1 atm στο νερό.
Παρότι βρίσκονται όλοι οι νερόμυλοι στην ίδια «γειτονιά» τα βαράδια τους διαφέρουν και διακρίνεται μια ποικιλία σε ό,τι αφορά το σχήμα τους, το ύψος τους, τα υλικά, αλλά και τη σχέση τους με το έδαφος.
Η εσωτερική τρύπα κάθε βαραδιού έχει σχήμα ανεστραμμένης κολουροκωνικής πυραμίδας και μια κλίση ως προς την κατακόρυφο περίπου 35%.
Αυτή την κλίση την καλύπτει η εξωτερική τοιχοποιία, οπότε διαμορφώνεται με δύο ή τρεις αναβαθμούς ανάλογα.
Το ύψος των βαραδιών κυμαίνεται μεταξύ 6 και 12μ. το μέγιστο. Τα περισσότερα βαράδια διαθέτουν μια εγκοπή στο στόμιό τους που λειτουργεί σαν υπερχείλιση, που οι ντόπιοι μυλωνάδες τη λένε «ξεχειλήστρα» και από εκεί φεύγει το νερό που περισσεύει.
Το στόμιο εκροής του νερού, στη βάση του βαραδιού, διαμορφώνεται με μια μολυβένια υποδοχή, την «παραμάνα».
Στο εσωτερικό της σφήνωναν το «σιφούνι», ξύλινο στόμιο από μουριά που για να μην το εκτινάξει η πίεση του νερού, το στερέωναν με δύο μεταλλικές λάμες. «Όσο νερό μπαίνει στο βαράδι, τόσο πρέπει και να βγαίνει». Αυτή ήταν η βασική αρχή για τη σωστή λειτουργία του βαραδιού ώστε να είναι πάντα γεμάτο, και υλοποιούσαν αυτή την αρχή με τη βοήθεια του σιφουνιού. Για παράδειγμα, όταν έτρεχε πολύ νερό στ’ αυλάκι, το σιφούνι είχε ανάλογα μεγάλη τρύπα, ενώ όταν το νερό ήταν λίγο (λόγω ανομβρίας) το σιφούνι είχε μικρή τρύπα ώστε το νερό να έχει καλύτερη οριζόντια εκτόξευση. Αρκετές φορές, για να μην φτιάξουν καινούργιο σιφούνι. μείωναν την τρύπα του ήδη υπάρχοντος προσθέτοντας μικρά καλάμια, ενώ αργότερα προσάρμοσαν μεταλλικά δαχτυλίδια μεταβλητής διαμέτρου.
Το κυριότερο εξάρτημα του κινητικού μηχανισμού είναι η φτερωτή. Αποτελείται από έναν τροχό με ακτίνα περίπου 45εκ., στις τρύπες του οποίου σφηνώνονται τα φτερά, συνήθως μορφής σκαφοειδούς.
Αρχικά, ο τροχός και τα φτερά ήταν κατασκευασμένα από ξύλο (συνήθως μουριάς για να μην σαπίζει). Με την πάροδο του χρόνου, αντικαταστάθηκαν από μεταλλικές κατασκευές, στις οποίες τα φτερά δένονταν εξωτερικά με μεταλλικό στεφάνι. Η τελική διάμετρος του συστήματος της φτερωτής φτάνει περίπου το 1μ.
Στη φτερωτή προσαρμόζεται (με πύρο) ο άξονάς της, αρχικά ξύλινος και αργότερα μεταλλικός, ο οποίος περνά από την καταριά και μεταφέρει την κίνηση στην απαναριά. Η καταριά έχει στο κέντρο της μια τετραγωνικής διατομής τρύπα όπου παλαιότερα προσαρμόζανε την «καρδιά», ένα κομμάτι ξύλο, από το μέσο του οποίου περνούσε ο άξονας. Η ξύλινη καρδιά εμπόδιζε τον άξονα να έρθει σε επαφή με τη σκληρή πέτρα, για να αποφεύγεται η φθορά από την καθημερινή τριβή μεταξύ τους. Αργότερα αντικατέστησαν την καρδιά με ρουλεμάν και μείωσαν στο ελάχιστο τις τριβές. Στο ανώτατο σημείο του ο άξονας διαμορφώνεται σε γλώσσα, η οποία εφαρμόζει στην ανάλογη υποδοχή μεταλλικές πλάκας προσαρμοσμένης στην απαναριά. Η πλάκα αυτή λέγεται «χελιδόνα» και η υποδοχή «χελιδονιάστρα».
Ένα ξύλινο ενισχυμένο δοκάρι, η «τράπεζα», αποτελούσε τη βάση της φτερωτής και του άξονα. Ήταν στερεωμένη μόνο στο ένα άκρο, ενώ το άλλο ήταν ελεύθερο να ανεβοκατεβαίνει. Πάνω στην τράπεζα στερέωναν ένα κομμάτι ξύλο με μία μεταλλική πλάκα προσαρμοσμένη στο κέντρο του, που το ονόμαζαν «κοντομούχλι». Η μεταλλική πλάκα, την οποία λέγανε «μπαλί», είχε ένα κοίλωμα, τη «μάλαξη», μέσα στο οποίο περιστρέφονταν η απόληξη του άξονα, η «πόντα».
Αργότερα η πόντα αντικαταστάθηκε από το «ποτήρι», ένα μεταλλικό επίσης εξάρτημα που είχε στη βάση του κοίλωμα ανάλογο με της μάλαξης. Ανάμεσα στο ποτήρι και στη μάλαξη «φώλιαζε» μια μικρή μεταλλική σφαίρα, η «μπίλια». Όλο το σύστημα ποτήρι-μπίλια-μάλαξη. έπαιζε πλέον το ρόλο ρουλεμάν. Η αντιμετώπιση των τριβών έγινε ουσιαστικότερη και οι στροφές της φτερωτής περισσότερες. Οι μυλωνάδες επεδίωκαν βέβαια μια λογική αύξηση των στροφών της φτερωτής ώστε να αυξάνει και η παραγωγικότητα του μύλου, χωρίς να φτάνουν σε υπερβολικό αριθμό στροφών που θα έκαιγε το αλεύρι.
Μετά από εκτεταμένη χρήση έπρεπε να γίνει αλλαγή μάλαξης. Μετατόπιζαν τότε το κοντομούχλι και δημιουργούσαν μάλαξη σε άλλο σημείο του μπαλιού. Έτσι τα μπαλιά που βρέθηκαν στο Μυλοπόταμο είχαν από τρεις τουλάχιστον μαλάξεις, ενώ φαίνονταν χρησιμοποιημένες και οι δύο έδρες τους (πάνω και κάτω).
Το νερό που έτρεχε συνεχώς λειτουργούσε σαν ψυκτικός μηχανισμός και έτσι τα μεταλλικά αυτά μέρη δεν κολλούσαν από υπερθέρμανση, λόγω της τριβής. Παλαιότερα τα εξαρτήματα αυτά ήταν ξύλινα. Δεν βρέθηκαν όμως αντίστοιχα στους μύλους της Τζιας διότι έχουν αντικατασταθεί από τα μεταλλικά εδώ και τουλάχιστον 80 χρόνια.
Οι μυλόπετρες είναι τα βασικότερα αλεστικά στοιχεία του μύλου και δουλεύουν πάντα σε ζεύγος. Η καταριά, για να παραμένει ακίνητη, είναι ενσωματωμένη σε βάθρο χτισμένο στο πάτωμα του εργαστηρίου. Επειδή μάλιστα όλη η δουλειά «βγαίνει» από την απαναριά, έχουν ταυτίσει την τεμπέλα νοικοκυρά με την καταριά και κοροϊδεύουν λέγοντας «προκομμένη σαν την καταριά».
Οι μυλόπετρες κατασκευάζονταν από πέτρες μεγάλης σκληρότητας που μετέφεραν, ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, με καΐκια από τη Μήλο. Έχουν υφή πορώδη και τραχιά. Οι μυλόπετρες για τους ανεμόμυλους της Κέας είχαν πάχος περίπου 35εκ. Όταν λόγω των τριβών φθείρονταν και μειωνόταν το πάχος τους, με τα κομμάτια τους κατασκεύαζαν τις μυλόπετρες των νερόμυλων. Έτσι όλες οι μυλόπετρες που βρέθηκαν στον Μυλοπόταμο αποτελούνται από μικρές πέτρες και έχουν πάχος 12-18εκ. Η διάμετρός τους κυμαίνεται μεταξύ 65 και 75εκ.
Αφού προσάρμοζαν τα κομμάτια της μυλόπετρας, τα έδεναν με ένα μεταλλικό στεφάνι, το «σφιχτήρα». Κατόπιν πέρναγαν δύο μεταλλικά «στεφάνια» στην περιφέρεια και έβγαζαν το σφιχτήρα. Τα στεφάνια έμεναν μόνιμα πια στις μυλόπετρες και ήταν αυτά που κρατούσαν δεμένες τις πέτρες μεταξύ τους. Μικρά κενά συμπληρώνονταν, σύμφωνα με πληροφορίες ντόπιου μυλωνά, με γύψο και ζυμάρι, αργότερα δε με τσιμέντο. Μετά από εκτεταμένη χρήση, τα κομμάτια από τις μυλόπετρες φθείρονταν, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο, ενώ οι πέτρες στόμωναν. Γυρνούσαν τότε χωρίς να κόβουν και υπερθερμαίνονταν από τις τριβές επιδρώντας αρνητικά στην ποιότητα του αλευριού, αλλά και στην ωριαία παραγωγή. Έπρεπε τότε να «βαφτούν» και να ξαναχαραχθούν. Αρχικά ο μυλωνάς άλεθε στο μύλο φύλλα λεμονιάς και έτσι «βάφονταν» πράσινα τα σημεία που εξείχαν. Ύστερα με ένα ειδικό σφυρί, το «μυλοκόπι», πελέκαγε τις μυλόπετρες στα πράσινα σημεία ώστε να οριζοντιωθούν οι επιφάνειές τους, ενώ μιας και σήκωνε την απαναριά έκανε και ένα γενικό πελέκημα, ώστε οι μυλόπετρες να κόβουν καλύτερα. Το βάψιμο και το χάραγμα γίνονταν συνήθως μία φορά την εβδομάδα, ενώ το αλεύρι που άλεθε ο μυλωνάς αμέσως μετά και το έλεγε «αποχαραγή» το έδινε στα ζώα, επειδή περιείχε πετραδάκια.
Οι μυλόπετρες έπρεπε να είναι οριζόντιες και τις οριζοντίωναν με τη βοήθεια του αλφαδιού, ενός ξύλινου εργαλείου που βασιζόταν στην αρχή του νήματος της στάθμης. Συνήθως οι μυλόπετρες έπαιρναν 80-100 στροφές το λεπτό.
Ο ανεβάτης είναι κατακόρυφος άξονας που ρυθμίζει το διάκενο στις μυλόπετρες, ώστε να έχουμε χοντρό ή ψιλό αλεύρι.
Το κάτω άκρο του συνδέεται με το ελεύθερο άκρο της τράπεζας και το επάνω άκρο του είναι ελεύθερο μέσα στο εργαστήρι, απ’ όπου τον ρυθμίζει ο μυλωνάς ανεβοκατεβάζοντός τον με σφήνες.
Αργότερα στο επάνω άκρο του δημιούργησαν βόλτες στις οποίες βίδωναν και ξεβίδωναν με κατάλληλο κλειδί ένα παξιμάδι.
Πάνω από τις μυλόπετρες τοποθετείται η «κοφινίδα», ξύλινος κάδος όπου συγκεντρώνεται ο προς άλεση καρπός.
Μια μικρή ξύλινη κατασκευή, η «καρύκα», αποτελεί το ρυθμιστή της ροής του γεννήματος και κρέμεται από την κοφινίδα με τρία μάλλινα στριφτά σκοινάκια. Έτσι κρατιέται σε σταθερό ύψος ενώ είναι ελεύθερη να ταλαντεύεται. Στο στόμιό της είναι προσαρμοσμένο το «βαρδάρι» (ξυλάκι).
Όταν γυρίζει η απαναριά περιστρέφεται μαζί της και το «πανωμύλι», ένας ξύλινος δίσκος με έντονες αξονικές χαράξεις.
Πάνω στις χαράξεις του ταλαντεύεται το βαρδάρι και μεταφέρει την ταλάντευση αυτή στην καρύκα από την οποία πλέον ο καρπός πέφτει ρυθμικά και ελεγχόμενα στη μυλόπετρα.
Ο καρπός έπεφτε ανάμεσα στις δύο μυλόπετρες και με την περιστροφή της απαναριάς κινούνταν προς την περιφέρεια της. Στα πρώτα 10εκ. της κίνησής του, έσπαγε στα δύο και στην επόμενη διαδρομή θρυμματιζόταν συνεχώς σε μικρότερα κομμάτια. Τέλος, η αλευροποίησή του γινόταν στα τελευταία 5εκ. της διαδρομής. Εν συνεχεία, το αλεύρι έπεφτε γύρω από τις μυλόπετρες (γυράλευρα), πάνω στο βάθρο της καταριάς. Γύρω από την απαναριά τοποθετούσαν μια λαμαρίνα, η οποία συγκρατούσε τα γυράλευρα. Κατόπιν η απαναριά με την περιστροφική κίνηση της τα πέταγε μπροστά, σε μια πέτρινη κασέλα, απ’ όπου τα έπαιρναν με την κουτάλα και τα έβαζαν στα αλευροσάκουλα των πελατών τους.
Ο μυλωνάς είχε τη δυνατότητα να σταματήσει την κίνηση του μύλου με δύο διαφορετικά εξαρτήματα, φρένα θα μπορούσε να πει κανείς, με το «σιφουνόξυλο» και με τη «σταματήρα».
Το σιφουνόξυλο, με κατάλληλο χειρισμό από το εργαστήρι, το σφήνωνε στο σιφούνι. Έτσι χωρίς παροχή νερού, ο μύλος σταματούσε.
Τη σταματήρα την περιέστρεφε γύρω από τον άξονά της και την παρέμβαλλε στη ροή του νερού, οπότε το νερό κτυπούσε τη σταματήρα και όχι τη φτερωτή. Έτσι, χωρίς να απομακρυνθεί από το χώρο όπου εργαζόταν, μπορούσε να «φρενάρει» το μύλο χωρίς ωστόσο να διακόπτεται η ροή του νερού.
Κοινωνική θέση και πληρωμή
Η μέση ημερήσια παραγωγή των μύλων του Μυλοπόταμου ήταν 150 κιλά αλεύρι. Ο «απαλέτης», έτσι έλεγαν τον πελάτη, πλήρωνε για το άλεσμα των σιτηρών που του άλεθε ο μύλος την «αλεστική», δηλαδή το 10% της ποσότητας των σιτηρών του. Από το αλεύρι της αλεστικής, ο μυλωνάς κρατούσε ένα μέρος για τις ανάγκες του και το υπόλοιπο το πουλούσε.
Τα έξοδα του μύλου ήταν ελάχιστα, εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις που ο μυλωνάς δεν ήταν ιδιοκτήτης του μύλου και πλήρωνε ενοίκιο. Τελικά τα κέρδη των μυλωνάδων –για τους περισσότερους– δεν ήταν αρκετά για τις ανάγκες της οικογένειάς τους και αναγκάζονταν να ασχολούνται και με άλλες δουλειές. Έτσι δούλευαν σαν γεωργοί ή σαν τεχνίτες και το μύλο τον δούλευε η γυναίκα τους, η μυλωνού.
Γενικά στους μυλωνάδες, οι οποίοι εξαπατούσαν τους πελάτες τους στο ζύγισμα, ο λαός χρέωσε τη γνωστή μας φράση: «θεωρία επισκόπου και καρδιά μυλωνά». Όμως η παράδοση της Τζιας θέλει τους μυλωνάδες καλόκαρδους και ευγενικούς.
Παραπάνω από τους μισούς νερόμυλους σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί και αφεθεί στο έλεος του χρόνου και των καιρικών συνθηκών. Πολλές φορές έχουν μείνει μόνο οι τοίχοι, σαν σκηνικά, να θυμίζουν πως κάποτε εκεί έστεκε ένας «νιός και όμορφος» μύλος. Λίγοι είναι οι μύλοι που κατοικούνται αλλά και αυτοί έχουν υποστεί επεμβάσεις και μετατροπές, καλές και κακές. Οι μηχανισμοί τους έχουν χαθεί και οι φτερωτές τους έχουν σαπίσει. Μέχρι τώρα δεν έχει εκδηλωθεί κανένα ουσιαστικό και αποτελεσματικό ενδιαφέρον για να διασωθεί και να αξιοποιηθεί έστω και αυτό το μικρό κομμάτι της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, αλλά και της παράδοσης του τόπου.
Τα τελευταία χρόνια μόνο έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες για να καταγραφούν υποτυπωδώς οι μύλοι. Μάλιστα ένας από αυτούς έχει μπει σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα ώστε να αποκατασταθεί και να ανοίξει για το κοινό ως «μουσείο».
Το ζήτημα της διατήρησης αυτού του μικρού πολιτισμικού θησαυρού με απασχολεί ιδιαίτερα και σίγουρα μπορούν να διατυπωθούν κάποιες υποτυπώδεις αρχικές σκέψεις.
-Αρχικά, απαραίτητη είναι μια σοβαρή και επιμελημένη καταγραφή και αποτύπωση τους.
-Επίσης, κάποιος από όλους θα μπορούσε να αποκατασταθεί και να επαναλειτουργήσει, όχι βέβαια ως εμπορικός μύλος, αλλά ως «μουσείο» ως στοιχείο διατήρησης του πολιτιστικού περιβάλλοντος, όπου οι επισκέπτες θα έχουν τη δυνατότητα να μάθουν τη διαδικασία αλευροποίησης και να δουν το μύλο εν ώρα λειτουργίας, κάτι που φαίνεται πως θα γίνει τελικά.
-Τέλος, μέσα σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο προστασίας του Μυλοπόταμου, θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για την αποκατάσταση των νερόμυλων, αλλά και να ελέγχονται όλοι όσοι αλλοιώνουν το χαρακτήρα τους και το γύρω τοπίο.
-Προς το παρόν το πιο απλό που μπορεί να γίνει είναι να ξεχορταριαστεί και να παραμείνει καθαρό το μονοπάτι που οδηγεί από τον ένα μύλο στον άλλο, ώστε ο επισκέπτης να μπορεί να απολαύσει έναν ιδιαίτερα γοητευτικό περίπατο στην κοίτη του Μυλοπόταμου.
Και ποιος δεν θα ήθελε να χαθεί μέσα σε μια κατάφυτη ποταμιά, ανακαλύπτοντας στοιχεία της παράδοσής μας, παρέα με 11 όχι πλέον «νιους» αλλά όμορφους μύλους!
Μαρία Σιγαλού
Αρχιτέκτων Μηχανικός ΕΜΠ