Η Κοιλάδα, 8 χλμ. νότια της Ερμιόνης και περίπου 10 χλμ. νοτιοδυτικά από το Πόρτο Χέλι, δεν είναι ο πιο γνωστός προορισμός της Αργολίδας. Είναι ωστόσο από τους πιο σημαντικούς, καθώς κοντά στις ακτές της, εντός και εκτός των γαλαζοπράσινων νερών της, κρύβονται θησαυροί που πρόσφατα άρχισαν να αποκαλύπτονται. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ βρέθηκε στην περιοχή, όπου φέτος το καλοκαίρι εντοπίστηκε μεγάλης έκτασης βυθισμένος οικισμός των μέσων της 3ης χιλιετίας π.Χ., μετά από έρευνα που πραγματοποιεί από κοινού η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων (ΕΕΑ) και το Πανεπιστήμιο της Γενεύης, υπό την αιγίδα της Ελβετικής Αρχαιολογικής Σχολής. Τη διεύθυνση των ερευνών έχουν η προϊσταμένη της ΕΕΑ, Δρ Αγγελική Γ. Σίμωσι, και ο διευθυντής της Σχολής, καθηγητής Καρλ Ρέμπερ. Ο εντοπισμός του οικισμού έγινε στην παραλία Λαμπαγιαννά στον όρμο της Κοιλάδας (3,5 χλμ. από το χωριό Φούρνοι), από όπου ξεκινά και το μονοπάτι για το σπήλαιο Φράγχθι, ένα από τα σημαντικότερα για την προϊστορία της Ευρώπης, καθώς η χρήση του από ανθρώπους –πιθανόν και από συγγενικά του είδη, όπως οι Νεάντερνταλ– χρονολογείται ως την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, δηλαδή ως και 40.000 χρόνια από σήμερα.
Πώς όμως ξεκίνησαν όλα; «Κατά τύχη, όπως πολύ συχνά συμβαίνει στην αρχαιολογία» απάντησε στην ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ζιλιέν Μπεκ, λέκτορας της ελληνικής προϊστορίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης, υπεύθυνος της επιτόπιας έρευνας, μαζί με την καταδυόμενη αρχαιολόγο της ΕΕΑ, Δέσποινα Κουτσούμπα. Από το 2013, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της ελβετικής αποστολής Terra Submersa και του ηλιακού σκάφους Planet Solar, που έναν χρόνο αργότερα έφερε στην επιφάνεια σημαντικότατα στοιχεία για τα προϊστορικά τοπία της περιοχής, ο Ζιλιέν Μπεκ παρατήρησε στη θάλασσα των Λαμπαγιαννών, όχι πολύ μακριά από την ακτή, κάποιες πέτρες που του κέντρισαν το ενδιαφέρον. Όταν το 2014 πραγματοποιήθηκε η ελβετική αποστολή (σε συνεργασία με την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων), σιγουρεύτηκε ότι πρόκειται για κτίρια και τείχη, κάποια από τα οποία αποδείχτηκε ότι ήταν οχυρωματικά. Δεν ήταν όμως μια συνηθισμένη οχύρωση.
«Δουλεύοντας στα Λαμπαγιαννά επί βδομάδες και όταν τα μάτια μας συνήθισαν καλύτερα σε αυτά που έβλεπαν, είδαμε κάτω από την επιφάνεια του νερού πολύ περισσότερα πράγματα από όσα αρχικά φαίνονταν. Στην αρχή εντοπίσαμε σποραδικά τοίχους, ενώ κατευθυνόμενοι προς το εξωτερικό του οικισμού, που ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση της ακτής, βρήκαμε οχυρωματικά τείχη και μεγάλες συγκεντρώσεις από πέτρες. Όταν εξερευνήσαμε μία από αυτές τις συγκεντρώσεις, καταλάβαμε ότι δεν είχαν τοποθετηθεί τυχαία, αλλά ότι είχαν χτιστεί.
Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μία από τις τρεις υπερμεγέθεις (18×10 μ.) πεταλόσχημες θεμελιώσεις οι οποίες, όπως αποδείχτηκε, ήταν προσαρτημένες στη γραμμή του τείχους, πιθανότατα πύργοι» ανέφερε ο κ. Μπεκ, που εξήγησε τον λόγο της μοναδικότητάς τους: «Για την περίοδο που χρονολογείται ο οικισμός –και στην Ελλάδα ονομάζουμε Πρωτοελλαδική ΙΙ–, δηλαδή γύρω στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ., δεν γνωρίζω καμία άλλη κατασκευή τόσο τεράστια. Υπάρχουν παρόμοια οχυρωματικά τείχη ίδιου μεγέθους στη Λέρνα Αργολίδας, που βρίσκεται απέναντι από τα Λαμπαγιαννά, ωστόσο οι κατασκευές που βρέθηκαν εδώ είναι πολύ μεγαλύτερες από οποιεσδήποτε άλλες στην Ελλάδα, τουλάχιστον ως σήμερα», τόνισε.
Η έρευνα που θα συνεχιστεί τον επόμενο χρόνο («και από ό,τι φαίνεται πολλά, πολλά ακόμα χρόνια, λόγω του όγκου των ευρημάτων και της σημασίας τους», όπως τόνισε), αναμένεται να διαλευκάνει τα πράγματα. Όπως αν πρόκειται για μια από τις αρχαιότερες πόλεις που χτίστηκε βάσει πολεοδομικού σχεδιασμού. «Αυτή τη στιγμή είναι μόνο μια υπόθεση. Βρήκαμε λίθους που προβάλλουν ως παράλληλοι δρόμοι, οι οποίοι έχουν το ίδιο ακριβώς πλάτος, 3,5 μ., σε όλη την έκτασή τους. Αν επιβεβαιωθεί αυτό, τότε ξεκάθαρα πρόκειται για αστικό σχεδιασμό», σημείωσε ο Ελβετός αρχαιολόγος.
Ο οικισμός, που χτίστηκε την ίδια εποχή με τις πυραμίδες της Αιγύπτου, έχει μέγεθος 12 στρέμματα τουλάχιστον, καθώς μπορεί κάλλιστα να επεκτείνεται κάτω από την παραλία και από τη στεριά.
Κατά τη φετινή επιφανειακή έρευνα ανασύρθηκαν από το βυθό περίπου 6.000 αντικείμενα, δηλαδή κεραμική, λίθινα εργαλεία, λεπίδες οψιανού, ακόμα και μυλόπετρες. Επίσης, εντοπίστηκαν λιθόστρωτες επιφάνειες, πεζοδρόμια, τεράστιες επίπεδες πέτρες σε μέρος που θα μπορούσε να ήταν πλατεία, δημόσιος χώρος ή δρόμος. Τι μπορεί άραγε να συναχθεί από τα τόσα ευρήματα; «Είναι δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά, καθώς μόλις φέτος συγκεντρώσαμε όλη αυτή την κεραμική, η οποία πρέπει να μελετηθεί. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια πρώτη παρατήρηση, λόγω της πληθώρας του υλικού που βρέθηκε. Ίσως αποτελεί μια ένδειξη ότι ο οικισμός εγκαταλείφθηκε ξαφνικά, ίσως κάτι καταστροφικό συνέβη. Όταν φεύγεις από ένα μέρος, δεν αφήνεις τόσα αντικείμενα πίσω σου, παίρνεις μαζί σου αν όχι όλα, κάποια από αυτά. Αλλά θα πρέπει να γίνουν ανασκαφές για να τεκμηριωθεί αν όντως συνέβη κάτι τέτοιο», εξήγησε.
Παράλληλα με τα εντυπωσιακά ευρήματα στα Λαμπαγιαννά, μια καινοτόμα πρωτοβουλία, αυτής της υποβρύχιας ξενάγησης, έδωσε μια διαφορετική χροιά στην ανακάλυψη. Στο πλαίσιο της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης της τοπικής κοινωνίας, η ερευνητική ομάδα παρουσίασε επιτόπου τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της έρευνάς της στο κοινό, με επισκέψεις κολυμβητών. Στόχος της πρωτοβουλίας ήταν να γνωρίσει ο κόσμος της περιοχής τις έρευνες που γίνονται στον τόπο του και, γιατί όχι, να διασκεδάσει. Απώτερος σκοπός, να δημιουργηθεί στην Αργολίδα, αλλά και σε περιοχές με βυθισμένους οικισμούς στην Πελοπόννησο, ένα δίκτυο επισκέψιμων παράκτιων αρχαιολογικών χώρων.
«Το σκεπτικό είναι να αναδείξουμε και να δείξουμε στον κόσμο τη δουλειά μας εκεί όπου είναι πιο εύκολο να τη δει. Όπως στα Λαμπαγιαννά, που ο βυθισμένος οικισμός βρίσκεται σε βάθος ως και τρία μέτρα, αλλά και στο Παυλοπέτρι Λακωνίας, που φτάνει ως και τα πέντε μέτρα βάθος», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Δέσποινα Κουτσούμπα, που είχε και την ιδέα της υποβρύχιας ξενάγησης. Και συνεχίζει: «Στο Παυλοπέτρι έχουμε ήδη ξεκινήσει μια συνεργασία με τον Δήμο και την Περιφέρεια για να κάνουμε επισκέψιμο το χώρο, με υποβοήθηση ώστε ο κόσμος να καταλαβαίνει τι βλέπει, δηλαδή με κάποιες υποβρύχιες πινακίδες. Επιπλέον, επειδή πιστεύω ότι αυτό που προσελκύει τον κόσμο είναι και η χαρά της ανακάλυψης, η ιδέα είναι να υπάρχει και μια πλαστικοποιημένη κάτοψη του οικισμού με διαδρομές, ώστε ο καταδυόμενος επισκέπτης να μπορεί και μόνος του να ταυτίζει κτίρια. Συνδυάζουμε δηλαδή στοιχεία που σίγουρα μπορεί να δει και ο ίδιος, τουλάχιστον κάποια βασικά. Το να μάθει κανείς να “βλέπει” ως αρχαιολόγος, τον εξοικειώνει με τη δουλειά μας, του δείχνει ότι οι αρχαιολόγοι δεν είναι μάγοι, κάτι που για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό», τονίζει.
Όσο για τα Λαμπαγιαννά το πείραμα ήταν διπλό. «Από τη μία θέλαμε να ανοιχτεί η έρευνα στο κοινό, ακόμα και με πολύ λίγα στοιχεία, γιατί αν περιμένουμε τα τελικά συμπεράσματα θα περάσουν πολλά χρόνια και μέχρι τότε ήδη θα κυκλοφορούν ιστορίες, που στην πλειοψηφία τους θα είναι οι πλέον αντεπιστημονικές. Από την άλλη, το πείραμα ήταν να μπορέσουμε να το κάνουμε αυτό με ξενάγηση κόσμου, με μάσκα και βατραχοπέδιλα. Δηλαδή, μια καλή ενημέρωση για τους πρωτοελλαδικούς οικισμούς, σε συνδυασμό με υποβρύχια ξενάγηση. Το πιο δύσκολο ήταν ότι το κάναμε και σε παιδιά, από 5 ως 15 χρονών. Νομίζω όμως ότι πέτυχε, καθώς τα παιδιά είναι πιο εξοικειωμένα με τις βουτιές από ό,τι οι μεγαλύτεροι», σημειώνει.
«Το καλό είναι ότι και η τοπική αυτοδιοίκηση ενδιαφέρεται πάρα πολύ και θέλει να εντάξει τέτοιες δράσεις στο περιβάλλον και στην περιοχή η οποία έχει χαρακτηριστεί NATURA. Είναι πολύ ευαισθητοποιημένοι και πιστεύω ότι θα βγει κάτι καλό από τη συνεργασία. Το καλύτερο με την ξενάγηση που έγινε είναι ότι ο κόσμος πέρασε καλά, είδε πράγματα και έφυγε ευχαριστημένος. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό», καταλήγει.