Σε κάθε αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου υπάρχουν εκθέματα που μπορεί να διαφύγουν την προσοχή του επισκέπτη, «κρυμμένα» στο πλήθος των αντικειμένων της έκθεσης. Μερικές φορές χρειάζεται να κοιτάξουμε από κοντά κάτι για να μας αποκαλυφθεί η ομορφιά, η γοητεία του, αλλά και η σημασία που είχε για την κοινωνία και τον πολιτισμό της εποχής του. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, θέλοντας να εμπλουτίσει την επικοινωνία με το κοινό, φέρνει στο προσκήνιο μη προβεβλημένα εκθέματα των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων.
Στο κείμενο που ακολουθεί η δρ Έλενα Βλαχογιάννη, Επιμελήτρια στη Συλλογή Έργων Γλυπτικής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, παρουσιάζει μια παραστάδα με άγαλμα Αμαζόνας-Καρυάτιδας που εκτίθεται στην Αίθουσα 19 του Μουσείου (αριθ. ευρ. 705).
«Το μνημείο βρέθηκε το 1831 στην Ιερά Μονή Λουκούς Κάτω Δολιανών Κυνουρίας, την ευρύτερη έκταση της οποίας καταλαμβάνει, όπως διαπιστώθηκε ανασκαφικά τον 20ό αιώνα, η ρωμαϊκή έπαυλη του βαθύπλουτου ρήτορα και από τους κυριότερους εκπροσώπους της δεύτερης σοφιστικής Ηρώδη Αττικού» μας πληροφορεί η κα Βλαχογιάννη.
«Η μαρμάρινη, μεγαλύτερη του φυσικού μεγέθους, Αμαζόνα, ύψους 1,90 μ., ακουμπά σε παραστάδα που κορυφώνεται με κορινθιακό κιονόκρανο, ο κάλαθος του οποίου βρίσκεται πάνω από την κεφαλή της, με αποτέλεσμα το συνολικό ύψος του μνημείου να φτάνει τα 2,79 μ. Παραστάδα και άγαλμα είναι δουλεμένα μαζί, σαν πλάκα με έξεργη ανάγλυφη διακόσμηση.
»Το άγαλμα πατά σε ορθογώνιο, ψηλό, βάθρο, με κυματιοφόρο επίστεψη και βάση, που φέρει στην όψη ανάγλυφη μία πέλτη, τη χαρακτηριστική ημικυκλική ασπίδα των Αμαζόνων, των γυναικών-πολεμιστριών. Η Αμαζόνα παριστάνεται μετωπική, να πατά σταθερά με το δεξί, ενώ λυγίζει ελαφρά στο γόνατο το αριστερό σκέλος. Είναι ξυπόλητη· φοράει κοντό ως τα γόνατα χιτώνα, χωρίς μανίκια, που αφήνει γυμνό τον αριστερό μαστό –αντίστροφα από την παράδοση που θέλει τις Αμαζόνες με ακρωτηριασμένο τον δεξιό μαστό για να διευκολύνεται ο χειρισμός του τόξου– και ζώνεται χαλαρά στο ύψος των γοφών σχηματίζοντας κόλπο. Εξαιτίας της εξάρτησής της από το πεσσόμορφο στήριγμα έχει βάσιμα υποστηριχθεί ότι είχε χρησιμοποιηθεί ως φέρον αρχιτεκτονικό στοιχείο στη διακόσμηση της πολυτελούς έπαυλης του πάμπλουτου και μανιώδους συλλέκτη έργων τέχνης Ηρώδη Αττικού, την οποία διατηρούσε στην Εύα (Λουκού).
»Παρόλο που η κατάσταση διατήρησής της δεν είναι πολύ καλή εξαιτίας των σπασμένων χεριών και του κακοποιημένου προσώπου της, στη μύτη, τα μάτια και το στόμα, αναγνωρίζεται ότι πρόκειται για ρωμαϊκό έργο της περιόδου των Αντωνίνων αυτοκρατόρων, καμωμένο ίσως στα 160-170 μ.Χ., το οποίο όμως απηχεί ώριμα κλασικά πρότυπα. Είναι εμπνευσμένη από την Αμαζόνα που είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας και με την οποία ο μεγάλος γλύπτης είχε συμμετάσχει σε έναν από τους διασημότερους καλλιτεχνικούς αγώνες της αρχαιότητας. Στόχος ήταν η κατασκευή του επίσημου τύπου αγάλματος μιας πληγωμένης Αμαζόνας που θα στηνόταν ως αφιέρωμα στο διάσημο ιερό της Αρτέμιδος στην Έφεσο, όπου οι Αμαζόνες τιμώνταν ιδιαίτερα, αφού, σύμφωνα με μία παράδοση που ανάγεται στον Πίνδαρο και μας διασώθηκε από τον Παυσανία (Ελλάδος περιήγησις 7, 2, 7), ήταν αυτές οι ιδρύτριες του ιερού.
»Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (Φυσική Ιστορία 34, 53) στον περίφημο διαγωνισμό (444-430 π.Χ.) είχαν λάβει μέρος οι διασημότεροι γλύπτες του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα π.Χ.: ο Πολύκλειτος, ο Φειδίας, ο Κρησίλας και ο Φράδμων. Ο Πλίνιος αναφέρει και έναν πέμπτο γλύπτη, τον Κύδωνα, ο οποίος όμως δεν μαρτυρείται από αλλού. Επειδή ο Λατίνος συγγραφέας αντλεί την πληροφορία από κάποιον Έλληνα πρόδρομό του, φαίνεται πιθανό ότι από παρανόηση μετέτρεψε το εθνικό του Κρησίλα, ο οποίος καταγόταν από την Κυδωνία της Κρήτης, σε κύριο όνομα. Κριτές στον διαγωνισμό ήταν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες με δικαίωμα δύο ψήφων. Όλοι έδωσαν, όπως ήταν φυσικό, την πρώτη ψήφο στο δικό τους έργο και ως δεύτερο ψήφισαν το έργο του Πολυκλείτου, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο ανακηρύχθηκε νικητής, με δεύτερο τον Φειδία, τρίτο τον Κρησίλα και τελευταίο τον Φράδμονα. Επειδή όμως όλες οι δημιουργίες ήταν εξαιρετικές, τελικά, εκτός από την Αμαζόνα του νικητή, στήθηκαν στον ναό γύρω στο 430 π.Χ., όταν είχε πλέον ολοκληρωθεί η κατασκευή του, και οι άλλες Αμαζόνες.
»Κανένα από τα πρωτότυπα έργα, που ήταν χάλκινα, δεν διασώθηκε. Έχουν ωστόσο διασωθεί πολλά ρωμαϊκά αντίγραφά τους σε μάρμαρο, όλα μεγαλύτερα του φυσικού μεγέθους. Μεγάλο ερευνητικό πρόβλημα, ήδη από τον 19ο αιώνα, υπήρξε η ταύτιση των αντιγράφων με κάποιο από τα πρωτότυπα, όπως και η απόδοσή τους σε συγκεκριμένο γλύπτη. Εν τέλει τα σωζόμενα αντίγραφα των Αμαζόνων ομαδοποιήθηκαν από την έρευνα, κυρίως μετά τη διεξοδική μελέτη της Renate Bol πάνω στα 86 έως σήμερα γνωστά, σε τρεις τύπους: α) στην “Αμαζόνα τύπου Σωσικλέους” ή “τύπου Καπιτολίνο”, της οποίας το όνομα οφείλεται στο καλύτερα σωζόμενο αντίγραφό της από τα Μουσεία Καπιτωλίου στη Ρώμη, το οποίο υπογράφει ο Αθηναίος γλύπτης-αντιγραφέας των μέσων του 2ου αιώνα μ.Χ. Σωσικλής, β) στην “Αμαζόνα τύπου Sciarra”, από το καλύτερα σωζόμενο αντίγραφό της που βρισκόταν παλαιότερα στην ομώνυμη ιταλική συλλογή και σήμερα βρίσκεται στη Γλυπτοθήκη Ny Carlsberg της Κοπεγχάγης, γ) στην “Αμαζόνα τύπου Mattei”, από το μοναδικό σωζόμενο αλλά ακέφαλο αντίγραφό της που ανήκε κάποτε στην ομώνυμη ιταλική συλλογή, η οποία πωλήθηκε τον 18ο αιώνα στα Μουσεία του Βατικανού. Η κεφαλή αυτής της Αμαζόνας μας είναι γνωστή από το αντίγραφο Petworth, του οποίου όμως δεν έχει διασωθεί το σώμα. Η σύνδεση κεφαλής και σώματος έγινε χάρη στην Αμαζόνα-Καρυάτιδα από την έπαυλη στη Λουκού, παρότι η τελευταία αποτελεί παραλλαγή, και όχι ακριβές αντίγραφο, του τύπου, αφού δεν έχει τραβηγμένο τον χιτώνα πάνω από τον αριστερό μηρό ως υποδήλωση του τραύματος.
»Η Αμαζόνα του τρίτου τύπου, του τύπου Mattei, που είναι η μόνη η οποία έχει πληγωθεί στον αριστερό μηρό, καθώς οι Αμαζόνες των δύο άλλων τύπων είναι πληγωμένες στον δεξιό μαστό, αποδίδεται ομόφωνα από τους ερευνητές στον Φειδία. Το μοτίβο στήριξης σύμφωνα με το αττικό σχήμα, δηλαδή με το άνετο σκέλος πλάι στο στάσιμο και όχι λυγισμένο προς τα πίσω να ακουμπά στα ακροδάχτυλα, όπως συνηθίζεται από την πελοποννησιακή σχολή του Πολύκλειτου, αποτέλεσε το αδιαμφισβήτητο επιχείρημα για την απόδοσή της στον Φειδία».
* Η βιβλιογραφία που παρατίθεται ακολουθεί χρονολογική σειρά.